Aλίμονο σ’ όσους τα έβαλαν με την Ιστορία. Αν αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα ο πλανήτης, μεγαλύτερο κι από το κλιματικό, αυτό είναι η τερατώδης παραγωγή σκουπιδιών. Παράγουμε κάθε χρόνο όγκο σκουπιδιών ισοδύναμο μ’ ολόκληρη την υδρόγειο! Είμαστε, άρα, ένας πολιτισμός απορριμμάτων κι επίσης είμαστε, περισσότερο από ό,τι παράγουμε, ό,τι πετάμε. Η τέχνη του 20ού αιώνα στάθηκε άλλοτε με σεβασμό και άλλοτε με σκεπτικισμό στην έννοια του απόβλητου, του απορρίμματος, του περιττού. Οι παλαιότεροι πολιτισμοί κατανάλωναν εξαντλητικά οτιδήποτε παρήγαγαν και τα όποια «προϊόντα» γέρναγαν συνήθως με τους χρήστες τους. Το καθετί έβρισκε τη χρήση και την επανάχρησή του. Ισως η δική μου γενιά να είναι η τελευταία που μεγάλωσε καμαρώνοντας για τ’ «αποφόρια» της, τα ρούχα των μεγαλύτερων αδελφών ή ξαδέλφων. Που η γειτονιά είχε το νόημα της πρωτογενούς κοινότητας, δηλαδή ενός πυρήνα αλληλοεξαρτωμένων υποκειμένων. Και που το πιάτο με το καλό φαγητό ταξίδευε σαν φίλεμα από το ένα σπίτι στο άλλο ως την άκρη της γειτονιάς. Το όριο! Εκεί που άρχιζε η άλλη γειτονιά με τα δικά της «αποφόρια» αλλά και τους ίδιους κώδικες συμπεριφοράς. Τηρουμένων των αναλογιών στη γειτονιά μου μεταμορφωνόταν το ουρητήριο του Duchamp σε «κρήνη». Και οι τοίχοι της είχαν την τύχη ολόκληρης της χώρας. Εκείνοι οι τοίχοι μεταμορφώνονταν κάθε βράδυ. «Μεταμορφοψία», τώρα, είναι η πάθηση της ωχράς κηλίδας ή του εγκεφαλικού φλοιού, σύμφωνα με την οποία ένα αντικείμενο παραλλάσσει, «μεταμορφώνεται» στα μάτια του θεατή του. Μεταμορφοψία επίσης είναι ο χαρακτήρας της κάθε τέχνης. Και βεβαίως της τέχνης του Κανιάρη. Ενός ανθρώπου ερωτευμένου με την τέχνη του. Με τ’ απορρίμματα που δεν είναι όμως σκουπίδια. Με τα ράκη που αντιστέκονται και που τραγουδάνε. Και με τη φθορά των πραγμάτων που πάντως μπορεί να εκλύσει αυθεντική ποιητική ύλη. Αυτά, στην επικράτεια του Μοντέρνου. Ομως ο καπιταλισμός γρήγορα πέρασε από τη συσσώρευση αγαθών στη φάση των «άυλων» προϊόντων με τρόπο ώστε κι η Ποίηση η ίδια να δυσκολεύεται. Την έκρηξη της υπερκατανάλωσης ακολούθησε η νομοτελειακή της εξέλιξη: το προϊόν να οδηγείται από το εργοστάσιο στα σκουπίδια, όπως θα ‘λεγε ο Olivier Renaud d’Allones. Η χρήση που στιγμιαία παρεμβάλλεται ορίζει το χρόνο μηδέν (ή περίπου). Κι ο –μεταμοντέρνος– χρήστης, ανυπόμονος, ονειρεύεται το καινούργιο gadget. Σε βαθμό ώστε το ίδιο το μεταμοντέρνο να εκλαμβάνεται σαν διανοητικό παιχνίδι, σαν το τελευταίο πνευματικό gadget. Ενός χορτασμένου κόσμου που πλήττει. Εδώ ακριβώς επεμβαίνει ο Κανιάρης, απρόβλεπτα επίκαιρος και σήμερα, για να διασώσει το προϊόν προτού αυτό καταστεί άχρηστο ή σκουπίδι. Του επιστρέφει την ιστορικότητά του, δηλαδή εκείνη τη λέξη που σύντομα θα γίνει, αν δεν έγινε ήδη, συνώνυμη της επανάστασης. Εκτός κι αν η προϊούσα φθορά των πραγμάτων την αποστέωσε και αυτή. Για πόσο όμως; Ενα έχω να σας πω: Αλίμονο σ’ όσους τα έβαλαν με την Ιστορία.
Με αφορμή την έκθεση του Βλάση Κανιάρη την προσεχή Τετάρτη 17/12 στο Μουσείο Μπενάκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου