Μία μέρα πριν από τη συνάντησή μας με τον Νάκη Παναγιωτίδη στις 07/12/08, στην περίφημη γκαλερί Henze-Ketterer στο Wichtrach, εγκαινιάστηκε η έκθεση του διεθνούς καλλιτέχνη της ελληνικής διασποράς με τίτλο: «Lightmemory» (Φως της Μνήμης). Επιμελητής της είναι ο Bruno Corra, διευθυντής των Μουσείων του Λουγκάνο και διαπρεπής φιλέλληνας. Στο σπίτι του Νάκη και της Ελβετίδας γυναίκας του, Agnès, κάτω από το Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο και δίπλα στο ποτάμι, η συζήτηση ρέει αβίαστα. Ιδιαίτερα όταν θερμαίνεται με ένα ποτήρι Kirsch.
Νάκη, πότε έφυγες από την Ελλάδα και γιατί;
Πριν από 40 χρόνια, στις 2 Νοεμβρίου 1966. Ήμουν μόλις 18 χρόνων και η δικαιολογία μου ήταν οι σπουδές. Είχα δουλέψει τότε μέχρι και σε πλοία ως φορτοεκφορτωτής. Στην πραγματικότητα, ήθελα να ξεφύγω από τον κυρίαρχο βυζαντινισμό της εποχής. Την πατριαρχία και τη μητριαρχία. Τον παντοκράτορα στον τρούλο, που έβλεπα παντού να με δείχνει με το δάκτυλο. Συμβολικά, βέβαια, μιλώντας.
Και πήγες στην Ιταλία με τον Πάπα και τον υπερσυντηρητικό καθολικισμό;
Όταν πήγα στην Ιταλία της Αναγέννησης, αναζήτησα την ευρωπαϊκή ουτοπία, την ελευθερία. ;Eπειτα κατέληξα στην Ελβετία. Και, όπως θα έλεγε και ο Μπουνιουέλ, «με τη βοήθεια του Θεού είμαι άθεος». Εγώ, βέβαια, αν ήμουν σίγουρος ότι υπάρχει Θεός, δεν θα εξοργιζόμουν τόσο με τον Μπους!
Παρότι αδικείς το Βυζάντιο και την υψηλή όσο και συκοφαντημένη από τη δυτική προπαγάνδα τέχνη του, δεν μπορώ παρά να σε ρωτήσω αν θεωρείς πιο συντηρητική την Ιταλία του Μπερλουσκόνι ή την Ελλάδα του Καραμανλή.
Μα εγώ έφυγα και από την Ιταλία! Ο Μπερλουσκόνι είναι φολκλόρ καρικατούρα αλλά και αυτοδημιούργητος μεγιστάνας. Δηλαδή, το πρότυπο του φιγουρατζή μέσου Ιταλού. Ο Καραμανλής είναι απλώς πρότυπο για τους καλοφαγάδες.
Στα εγκαίνια της έκθεσής σου ο Bruno Corra είπε πως η ζωγραφική είναι ο τόπος όπου η μνήμη διεγείρεται. Είναι ένας σεισμογράφος της μνήμης. Συμφωνείς;
Η μνήμη είναι μια απανταχού παρουσία και τα μάτια του ζωγράφου χορεύουν κοιτώντας γύρω, όπως τα δάχτυλα του πιανίστα πάνω στο κλαβιέ.
Πόσο Έλληνας αισθάνεσαι;
Γεννήθηκα στην Αθήνα και κατάγομαι από το Φανάρι και τη Σμύρνη. Έφυγα από την Ελλάδα για να την αγαπήσω περισσότερο και για να βρω την Κωνσταντινούπολη, δηλαδή τον κοσμοπολίτικο πολιτισμό της, όχι στην Ανατολή αλλά στη Δύση.
Είσαι, μαζί με τον Κουνέλλη και τον Τάκι, το πιο σημαντικό όνομα Έλληνα δημιουργού στην Ευρώπη. Αισθάνεσαι όντως ότι εκπροσωπείς μιαν άλλη Ελλάδα;
Εκπροσωπώ τον εαυτό μου και τα προβλήματα της εποχής μου. Είμαι όμως περήφανος για την καταγωγή μου και τα βιώματα της πατρίδας υπάρχουν στο έργο μου. Μαζί βέβαια με μνήμες από τη Νάντη, το Πιομπίνο, το Μιλάνο. Αναφέρομαι δηλαδή σε μια βιομηχανική αρχιτεκτονική του ’60, μια décadence (παρακμή) που δεν με ενδιαφέρει ρομαντικά αλλά κοινωνιολογικά. Μια εποχή σταματάει και αρχίζει μια άλλη. Με ενδιαφέρουν επίσης η εμφάνιση της βίας και η ερμηνεία της.
Βλέποντας πως έχεις κοινές αναφορές με τον Κουνέλλη στον ευρωπαϊκό 19ο αιώνα και τη βιομηχανική επανάσταση, παρατηρώ την εμμονή σου για τη μυθοποίηση μιας συγκεκριμένης εποχής.
Η ανάμνηση, η μνήμη, η ερμηνεία μιας ιστορικής περιόδου περιέχουν διαλεκτικά και τη μυθολογία της. Εγώ είμαι καλλιτέχνης και όχι ιστορικός. Όπλα μου είναι το ένστικτο και το συναίσθημα. Και όπως γράφω και στον πρόσφατο κατάλογό μου «Lightmemory»: «Και μόνο να απεικονίσει λανθασμένα ένας δημιουργός μιαν εικόνα βάζοντας σε αυτήν όλο του το θάρρος και την προσωπικότητα, έχει ήδη κερδίσει και προσφέρει πάρα πολλά». Εξάλλου, εγώ χρησιμοποιώ στα έργα μου πλάι στο παραδοσιακό σχέδιο τη φωτογραφία, το φωτισμό νέον, τα μεταλλικά συμπληρώματα, εν είδει assemblage (συσσώρευσης) στη σύνθεση. Χρησιμοποιώ, δηλαδή, την τεχνολογία επειδή είμαι μοντερνιστής.
Εστω κι αν καλπάζουν στην εποχή μας ο συμβιβασμός του μεταμοντέρνου και η κυριαρχία της αγοράς;
Εγώ επιμένω στην κρίση. Οι εποχές κρίσης υπήρξαν ανέκαθεν οι πιο παραγωγικές για την καλλιτεχνική έκφραση. Και περιμένω την υπέρβασή της. Χρησιμοποιώ το νέον όχι ως μνήμη αλλά ως επιλογή, επειδή είναι ένα στοιχείο της εποχής. Με ενδιαφέρουν η εποχή μου και η ιδιαιτερότητά της.
Αν με γοητεύει κάτι στη δουλειά σου είναι αυτή η μίξη διαφορετικών υλικών και η συνειδητή δυσκολία των έργων, τα οποία φέρουν την εννοιολογική ή την arte povera παράδοση της ευρωπαϊκής avant garde. Δεν υπάρχει εδώ όμως μια αντίφαση; Πρόκειται μεν για αντισυμβατικά έργα, που τα αγοράζουν όμως οι πολύ πλούσιοι και διάσημοι. Εξάλλου, ανάμεσα στους φίλους σου είναι η οικογένεια Εμπειρίκου και ο Κλοντ Πικάσο.
Κάποτε είχα πει αστεϊζόμενος ότι από τον καπιταλισμό πρέπει να αφαιρέσουμε τα κεφάλαιά του. Ελπίζω πάντως ότι διαπαιδαγωγώ τους πλουσίους μέσα από το έργο μου. Στην Ιταλία ο Bonti, υπουργός Πολιτισμού, θέλησε να περικόψει τα έξοδα για την Όπερα της Νάπολης με το λαϊκίστικο επιχείρημα ότι ο αστός απολαμβάνει κάτι που χορηγεί το κράτος. Ενώ ο προλετάριος που βλέπει ποδόσφαιρο, πληρώνει εξ ολοκλήρου το εισιτήριό του. Βέβαια, πίσω από αυτή τη σχηματική ταξινόμηση κρύβονται πολύς ρατσισμός και πολλή υποκρισία. Δεν είναι εξ ορισμού οι πλούσιοι οι κακοί και οι φτωχοί οι καλοί.
Είναι όμως οι μεν πιο δυνατοί και άρα, εξ ορισμού, πιο επιρρεπείς στην αυθαιρεσία.
Εμένα μου δίνει ικανοποίηση ότι το έργο μου κυκλοφορεί και άρα λειτουργεί σαν κρυμμένη ωρολογιακή βόμβα. Σαν χειροβομβίδα σε σαλόνια ή αποθήκες συλλεκτών.
euhomai k alles tetoies synantiseis sto mellon! k na mas tis metaferete... Con stima e amicizia maria karachristou.
ΑπάντησηΔιαγραφή