Με αφορμή την έκθεσή του στη Γκαλερί Titanium
Ζωγραφική έχουμε όταν στον καμβά κατατίθεται όχι ο τρόμος του ορατού αλλά το τρομερό ως οπτική δυνατότητα.
Quo vadis Domina?
Πού πηγαίνει σήμερα η ζωγραφική, αυτή η τέχνη του χειροποίητου, μέσα στον κατακλυσμό της ηλεκτρονικής εικόνας, δηλαδή της αναπαραγωγής μορφών αποκλειστικά με μηχανικά, με άυλα μέσα;
Έφτασε ήδη στα όριά της, στην ιστορική ολοκλήρωση των εκφραστικών της τρόπων σαν τελευταίο προπύργιο ενός αστικού τρόπου ζωής, ή μπορεί να πει ακόμη πράγματα ως μια ποιητική της αντίστασης απέναντι σ’ αυτή τη vita nova terribilis?
Προσωπικά απεχθάνομαι εκείνη τη ζωγραφική που ζηλεύει ή μιμείται τη φωτογραφία και που υποβιβάζει την χειροποίητη διαδικασία σ’ ένα επίπεδο αναπαραστατικής ψευδομαγείας τέτοιας που να εντυπωσιάζει τον μικροαστό και τίποτε άλλο. Πρόκειται για εκείνη τη ζωγραφική που ο Duchamp ονόμαζε υποτιμητικά πλην ορθώς «τέχνη του αμφιβληστροειδούς».
Αντίθετα, με γοητεύει η ζωγραφική που επιτρέπει να φανεί η διαδικασία που την κατασκεύασε βήμα-βήμα, πινελιά τη πινελιά σαν τις μικροφόρμες -δομικά στοιχεία που χρησιμοποιούσε ο Cézanne για να χτίσει τις μουσικές-αρχιτεκτονημένες συνθέσεις του. Συνθέσεις που οδηγούσαν dulcissime από το προφανές στο αινιγματικό, από την υλική στην πνευματική υπόσταση των πραγμάτων. Και το μάθημα του Cézanne, αλλά και αυτό του Matisse, του Bonnard, του Pollock, του Rothko παραμένει επίκαιρο εκατό ή πενήντα χρόνια μετά το θάνατό τους σαν μια μυστική επανάσταση που επανατροφοδοτείται και δεν θέλει να κλείσει τον κύκλο της.
Σ’ αυτό το δόγμα της ζωγραφικής που ερμηνεύει αλλά και «φανερώνει» κατά τους τρόπους του Heidegger, ανήκει και ο Χρυσόστομος Μ., διανοούμενος πρώτα και μετά ζωγράφος, ένας φιλόσοφος που σκέπτεται με τα χέρια και διατυπώνει οπτικά θεωρήματα, ο Χρυσόστομος αποτελεί ένα μοναδικό παράδειγμα ηθικής στάσης -δηλαδή αισθητικής- στη σύγχρονή ελληνική ζωγραφική. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό.
Η έρευνά του αναψηλαφεί τους μοντερνιστικούς κώδικες του προηγούμενου αιώνα για να προχωρήσει όχι σε μια φορμαλιστική εφαρμογή αλλά σε μιαν εξ εφόδου ανακατάληψη κάποιων στόχων μυθικών και για να δηλώσει πως το ταξίδι συνεχίζεται... Κάνει δηλαδή mutatis mutandis ό,τι έκαναν οι συνθέτες του όψιμου ρομαντισμού έως τον Mahler ενσωματώνοντας σε ρηξικέλευθα έργα τους μουσικούς τρόπους των μεγάλων κλασικών. Ή, αίφνης ο Picasso όταν «έκλεψε» την τεχνοτροπία του Ingres στο πορτρέτο της Olga Koklova ή όταν επιδιδόταν σε πολυάριθμες παραλλαγές των Meninas του Velázquez.
Ο Χρυσόστομος πάλι επιμένει να ζωγραφίζει την τρομακτική εκείνη τάξη που κρύβεται στο συμπαντικό ή υπαρξιακό χάος. Τον αμείλικτο ρυθμό που κρύβει κάθε ανοργάνωτο και τυχαίο γεγονός, είτε έχουμε να κάνουμε με σεισμό (φυσικό ή μεταφορικό), είτε αμπώτιδα (ιδεών και υδάτων), είτε παλίρροια (νεκρών φίλων, νεκρών φύλλων ή συναισθημάτων).
Θέλω να πω με όλα αυτά πως εδώ έχουμε να κάνουμε μ’ έναν δημιουργό που καταπιάνεται με τα δύσκολα, που οι εικόνες του είναι φορτισμένες με το άγχος και με το δέος του υπάρχειν και που αγωνιά να εγκιβωτιστεί μέσα σε μια σειρά χειρονομιακών δράσεων πάνω στον καμβά, τον ρέοντα χρόνο, το συγκεκριμένο που όμως ποτέ δεν αποκαλύπτεται σαν τέτοιο και τις άπειρες παραλλαγές που μπορεί να πάρει το εφήμερο ή το καθημερινό στα μάτια ενός μυημένου. Υπό την έννοια αυτή η ζωγραφική του είναι η απόλυτα ρεαλιστική εκδοχή του αφηρημένου.
Σε ανάλογη λογική -και ηθικοαισθητική στάση- κινούνται και τα απειράριθμα (!) σχέδια εκ του φυσικού που εκπονεί συνεχώς, με καταιγιστικούς ρυθμούς και με το πάθος ενός μανιακού. Το θέμα του εξίσου εμμονικό επί δεκαετίες: το γυμνό γυναικείο σώμα. Όχι το πρόσωπο, όχι το αιδοίο αποκλειστικά. Το σώμα μόνο, γυμνό και απροστάτευτο αλλά και παντοδύναμο λόγω της ερωτικής του προσφοράς. Ένας χειροποίητος ανθρωπισμός, ένα δράμα του ζην μ’ άλλα λόγια χωρίς προσποιήσεις ή ορθολογιστικούς συμψηφισμούς. Ο ποιητής λέει: Η ποίησις πρέπει να είναι σπερματική ή να μην υπάρχει. Ο ζωγράφος απαντά με τον τρόπο του: η ζωγραφική όσο πιο ερωτική είναι, τόσο πιο κοντά βρίσκεται στην αλήθεια, δηλαδή στο θάνατο.
Τα ερωτικά σχέδια του Χρυσόστομου θα μπορούσαν να διαβαστούν σαν μια εικαστική φιλοσοφία του Μπουντουάρ, σαν μια αφήγηση της επιθυμίας και του Ίμερου. Έχουν όλη τη καλλιέπεια και τον βιρτουόζικο οίστρο για να το επιτύχουν. Επειδή ο ζωγράφος εδώ συνενώνει τη γνώση του από τον Fragonard και τον Rodin, από τον Giacometti και τον Tiepolo. Θα ήταν όμως λάθος να εκληφθούν τα σχέδια αυτά απλώς σαν γραφιστικές φαντασιώσεις του προσφερόμενου κορμιού, ως το εικαστικό πάρισο μιας πραγματοποιημένης ή απραγματοποίητης συνουσίας. Πιστεύω πως τα χιλιάδες (!) αυτά σχέδια βρίσκονται σε μια απόλυτα διαλεκτική σχέση με την υπόλοιπη ζωγραφική του. Και εκεί και εδώ το ίδιο χάος χαρτογραφείται. Το χάος του σύμπαντος κόσμου εξισωμένο προς το χάος μιας ανώνυμης, ανθρώπινης ύπαρξης, ενός κοριτσιού με συστραμμένο έτσι το κεφάλι ώστε να μη βλέπουμε το βλέμμα του. Ο Χρυσόστομος είναι έτσι σαν να μας λέει πως ο κάθε άνθρωπος είναι ένας ολόκληρος κόσμος, ένα νησί στις ακτές του οποίου μπορούμε να κολυμπήσουμε αλλά ποτέ δεν θα διαπεράσουμε ολόκληρη την ενδοχώρα του: τόσο κοντά και τόσο μακριά μας. Τελικά, τόσο μα τόσο μακριά... Όπως και κάθε ουτοπία.
Μάνος Στεφανίδης
05.07.12
CHRYSOSTOMOS
LA VERSION ABSOLUMENT REALISTE DE L’ABSTRAIT
On peut parler de peinture lorsque, sur la toile, on fait apparaitre non pas l’effroi du visible mais plutôt l’horrible en tant que possibilité optique.
- Quo vadis domina?
- Où donc va aujourd’hui la peinture, cet art manuel enfoui sous une avalanche d’images électroniques, c’est-à-dire de reproductions de formes réalisées exclusivement par des procédés mécaniques, immatériels?
-A-t-elle déjà atteint ses limites, a-t-elle atteint la réalisation historique de ses moyens d’expression, comme le dernier bastion d’un mode de vie urbain, ou a-t-elle encore des choses à dire en tant que poétique de la résistance face à cette vita nova terribilis?
Personnellement, je déteste cette peinture qui jalouse ou imite la photographie et qui rabaisse le processus manuel à un niveau de pseudomagie représentative propre à impressionner le petit bourgeois et rien de plus. Il s’agit de cette peinture que Duchamp nommait de manière humiliante, mais à juste titre, « art du rétinien » .
Au contraire, j’apprécie la peinture qui permet la révélation de son processus de fabrication, pas à pas, touche par touche, comme les micro-formes -éléments structuraux dont se servait Cézanne pour construire ses compositions musicales-architecturées. Compositions qui conduisent dulcissime de l’évident à l’énigmatique, de la substance matérielle à la substance spirituelle des choses. Et la leçon de Cézanne, mais aussi celle de Matisse, Bonnard, Pollock et Rothko, reste actuelle cent ou cinquante ans après leur mort, telle une révolution mystique qui se recharge sans cesse et ne veut pas boucler pas sa boucle.
C’est à ce dogme de la peinture, qui interprète mais aussi « révèle » à la manière de Heidegger, qu’appartient Chrysostomos M., tout d’abord intellectuel puis peintre, un philosophe qui pense avec ses mains et établit des théorèmes visuels, Chrysostomos constitue un exemple unique d’attitude morale -c’est-à-dire esthétique- dans la peinture grecque moderne. Et ceci est très important.
Sa recherche remodèle les codes modernistes du siècle passé pour avancer non pas vers une application formaliste mais vers une reconquête offensive de certains buts mythiques, et pour déclarer que le voyage continue... Il fait donc mutatis mutandis ce qu’ont fait les compositeurs, du romantisme précoce jusqu’à Mahler, en incorporant dans leurs œuvres novatrices les manières musicales des grands classiques. Ou quand inopinément Picasso « volait » le style d’Ingres dans le portrait d’Olga Koklova ou lorsqu’il s’adonnait à d’innombrables variations des « Menines » de Velázquez.
Chrysostomos lui s’entête à peindre cette ordre terrifiant qui se cache dans le chaos universel ou existentiel. Le rythme implacable que cache tout événement fortuit ou inorganisé, que ce soit un séisme (naturel ou métaphorique), que ce soit une marée basse (d’idées ou d’eau), que ce soit une marée haute (d’amis morts, de feuilles mortes ou de sentiments).
Je veux dire par là que nous avons affaire à un créateur qui s’attèle à des tâches difficiles, dont les images sont chargées de l’angoisse et de l’effroi de l’existence et qui lutte pour insérer sur la toile par une séries d'actions gestuelles le temps qui passe, spécifiquement celui qui pourtant ne se découvre jamais en tant que tel, et les infinies variations que peut prendre l'éphémère ou le quotidien aux yeux d'un initié. En ce sens, sa peinture est la version absolument réaliste de l'abstrait.
Dans une logique similaire -et une attitude éthico-esthétique- se meuvent les innombrables dessins sur nature qu'il réalise à un rythme effréné et avec une passion de maniaque. Son thème tout aussi obsessionnel depuis des décennies : le corps féminin nu. Pas le visage, pas le sexe exclusivement. Le corps seulement, nu et vulnérable, mais aussi tout puissant de par son offrande érotique. Un humanisme fait à la main, un drame de l'être en d'autres mots, sans simulations ni compromis rationnels. Le poète dit: « La poésie doit être spermatique ou ne pas être » . Le peintre répond à sa manière : « Plus la peinture est érotique plus elle se trouve proche de la réalité, c'est-à-dire de la mort ».
Les dessins érotiques de Chrysostomos pourraient être interprétés comme une « Philosophie du Boudoir » picturale, comme un récit du désir et de l'Imeros. Ils sont dotés de toute l'élégance et de la verve virtuose nécessaire pour y parvenir. Car le peintre ici relie sa connaissance à Fragonard et Rodin, à Giacometti et Tiepolo. On aurait pourtant tort de considérer ces dessins simplement comme des phantasmes graphiques du corps offert, comme l'équivalent pictural d'un coït, accompli ou pas : Je crois que ces milliers (!) de dessins se trouvent en relation totalement dialectique avec le reste de sa peinture. Là comme ici, c'est le même chaos qui est cartographié. Le chaos du monde universel rendu égal au chaos d'une existence humaine anonyme, d'une jeune fille dont la tête est ainsi tournée qu'on n'en voie pas le regard. Chrysostomos est ainsi, comme s'il nous disait que chaque homme est un monde entier, une île sur les côtes de laquelle on peut nager mais dont jamais on ne traversera les terres intérieures : si près et si loin de nous : Finalement tellement, mais tellement loin... Comme toute utopie.
Manos Stefanidis
5/7/2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου