Μνήμη Christian Ferras (1933-1982)
Ενας φοβισμένος άνθρωπος, ποιος θα τον κατακρίνει, ξεκινάει που λέτε, ένας άνθρωπος που φοβάται προ πάντων τις σκιές και φυσικά τη σκιά του, να διασχίσει κατά μήκος ολόκληρο το σπίτι του, του κήπου με τα δέντρα και το πηγάδι στην άκρη συμπεριλαμβανομένου. Ηταν ένα στοίχημα που έβαλε με τον εαυτό του, αυτός ο φοβισμένος άνθρωπος, ποιος θα τον κατηγορήσει, έτσι για να ξορκίσει τους φόβους του και να συμφιλιωθεί με τις πανάρχαιες γωνιές του πατρογονικού του, με τα υπόγεια ή τις αποθήκες που έκρυβαν μυστικά και κομμάτια της ζωής του και που τώρα, ο φοβισμένος άνθρωπος ήθελε να ξαναδεί και να κατανοήσει. Ονόμασε μάλιστα αυτό το ταξίδι «δρόμο του μεταξιού»· καταλαβαίνετε βέβαια γιατί και αποφάσισε, επειδή τον τρόμαζε η εικόνα της πραγματικότητας όπως αιφνίδια εμφανιζόταν στα μάτια του, να διασχίσει την έρημο του σπιτιού του περπατώντας ανάποδα και αντικρίζοντας όχι το εμπρός του κόσμου, αλλά το πίσω.
Επειδή μάλιστα μια κινέζικη παροιμία λέει πως ό,τι δεν μπορείς να δεις, ψηλάφησέ το, ο φοβισμένος άνθρωπος βαδίζοντας με την πλάτη χρησιμοποιούσε τα χέρια για να αναγνωρίζει πετούγιες, παραπέτα, πολυθρόνες, θυρώματα ή διαδρόμους που οδηγούσαν από το ένα δωμάτιο στο άλλο. Και τι περίεργο, έχοντας τα μάτια, κατά περίσταση, κλειστά, έβλεπε καλύτερα αλλά και φοβόταν λιγότερο.
Σκοτεινά, άδεια δωμάτια βέβαια τα οποία είχαν εγκαταλείψει οι ένοικοί τους από καιρό και τώρα έστεκαν μνησίκακα από την μοναξιά κρατώντας επιθετικά όσα έπιπλα ή αντικείμενα τους είχαν απομείνει. Επιλεκτική σκόνη σημάδευε τις επιφάνειες που δεν έπρεπε να (ξανα)αγγίξει ανθρώπινο χέρι, ενώ καθρέφτες έπαψαν να δείχνουν πρόσωπα ζωντανών και αντανακλούσαν αποκλειστικά σκιές πεθαμένων ή μωρά που δεν πρόλαβαν να γεννηθούν κι έτσι έπιαναν ελάχιστο χώρο στις οικογενειακές φωτογραφίες ενώνοντας (τα μωρά) τις θαμπές κορνίζες (των φωτογραφιών) με τις αράχνες των πολυελαίων καθώς εκινούντο (τα μωρά) ακατάπαυστα πάνω κάτω σε φτερά βαλσαμωμένων πουλιών ή στο σάλιο των ζωυφίων, το οποίο ακαριαία δημιουργούσε έναν ιστό σαν χνούδι.
Μα αυτό δεν έχει καμιά σημασία εφόσον κανείς δεν το έβλεπε και η αλήθεια είναι πως ό,τι δεν βλέπουμε, δεν έχουμε την παραμικρή επιθυμία να υπάρχει. Κι έτσι πολλά πράγματα χάνονται, ενώ δεν θα 'πρεπε και όχι μόνο γιατί έτσι ορφανεύουν τα μουσεία και οι δημοπρασίες, αλλά και γιατί η απώλεια των αντικειμένων συμπαρασύρει και τους ανθρώπους που τ' αγάπησαν ή τις λέξεις που τα ονομάτισαν.
Και μπορεί μεν ο Κύριος των πάντων να μας προίκισε με βλέμμα για να θέλουμε, όμως το θέλημά Του δεν πραγματοποιεί ως ώφειλε τις επιθυμίες μας, όπερ άτοπον.
Βαθιά απογοητευμένος λοιπόν από τους άλλους ανθρώπους που δεν τον κοιτούσαν ποτέ στα μάτια, ο φοβισμένος άνθρωπος θεωρώντας, υπερβολικά ίσως, όλη του τη ζωή μιαν αποτυχία, ξεκίνησε πολύ νωρίς το ταξίδι του γιατί το πρωινό φως ανέκαθεν τον γέμιζε θάρρος. Πίστευε πως όφειλε αυτή την περιπέτεια στην πιο σιωπηλή πλευρά του εαυτού του, η οποία, όποτε ο ίδιος προσπαθούσε να μιλήσει, σαφώς ενοχλημένη του έγνεφε από μέσα σσσσσσσ, και ήταν τότε που η απελπισία του μεγάλωνε και ο φόβος γινόταν ένα με το πρόσωπό του.
Να τον λοιπόν να βαδίζει ανάποδα στον κήπο, η πλάτη του να χτυπάει στους κορμούς των δέντρων και ο ίδιος να χαζεύει προσεκτικά τις μυρμηγκοφωλιές και το μέγιστο μάθημα του κόσμου μέσα στον κόσμο, μέσα στον κόσμο που αυτές δίνουν, έτσι ώστε να έχουν και ο John Cage και ο Joseph Kosuth θέμα για τα έργα τους και να μην είναι ο σολιψισμός το ανώτερο στάδιο του δαλτωνισμού στην εννοιακή τέχνη. Το φιλιατρό του πηγαδιού ήταν υγρό, το άγγιξε και ανατρίχιασε, ποιος Αγγελος Κυρίου πρόλαβε και ήπιε και μετά βυθίστηκε στο νερό πλέοντας ανάποδα με τα μαλλιά προς τον πυθμένα και τα μάτια να κοιτάνε επάνω την μεμβράνη του νερού που έχει κολλήσει στον ουρανό σαν χαλκομανία; Σκέφτηκε.
Ξεμπερδεύει όμως με το φρέαρ και όσο έχει ακόμη φως, ανεβαίνει τα σκαλιά της εξώπορτας, χτυπάει το κουδούνι του σπιτιού του και αργά την πόρτα ανοίγει ο μέσα του εαυτός, λίγο αιφνιδιασμένος, λίγο χαρούμενος για τηνν απροσδόκητη επίσκεψη. Κοιτιούνται οι δύο σαν να βλέπονται πρώτη φορά και αμέσως γίνονται ένα. Στο σημείο αυτό, όπως αντιλαμβάνεστε, αρχίζουν τα δύσκολα. Ο φοβισμένος άνθρωπος, φορτωμένος ήδη με διπλό φόβο, πρέπει να διασχίσει το σπίτι κατά μήκος και να μπει, κυρίως, στο μεγάλο σαλόνι, στο οποίο γυρίζουν σαν φαντάσματα οι ένοικοι των εγκαταλελειμμένων δωματίων αναζητώντας άλλοθι συντροφιάς και κοιτώντας δήθεν απορροφημένοι, δήθεν εμβριθώς μια τηλεόραση με καμένες λυχνίες. Αίσχος! Το φως έξω έχει λιγοστέψει ανησυχητικά και η μουσική που ακούγεται από τον βιολιστή Christian Ferras επιτείνει το άγχος του. Επειδή πρόκειται για το κομμάτι που έπαιξε στο Βυσί ο γάλλος βιρτουόζος μισομεθυσμένος κι έπειται αυτοκτόνησε στα 49 του χρόνια πριν από 25 χρόνια ακριβώς... (Συνεχίζεται)
ΥΓ1: Να σε τι χρειάζονταν οι τρέχοντες πολιτικοί. Να μοιράζουν τα βραβεία ΑΡΙΩΝ.
ΥΓ2: VIP's είναι εκείνοι οι τύποι που ευχαρίστως θα έβλεπαν το όνομά τους πλάι σε μιαν αρρώστια αλλά όχι και στο φάρμακό της.
ΥΓ3: Δεν υπάρχει αξιοκρατία σ' αυτόν τον κωλότοπο, κ. Βενιζέλε μου. Σας τα 'λεγα από παλιά. Κοιτάξτε τώρα πώς το όλον ΠΑΣΟΚ αναποδογύρισε κι έγινε πασοκόλον. Ευτυχώς, πάντως, που σας στήριξε ο κόσμος της τέχνης. Χαιρετισμούς στον κ. Μπατατούδη. Την άλλη φορά...
Ενας φοβισμένος άνθρωπος, ποιος θα τον κατακρίνει, ξεκινάει που λέτε, ένας άνθρωπος που φοβάται προ πάντων τις σκιές και φυσικά τη σκιά του, να διασχίσει κατά μήκος ολόκληρο το σπίτι του, του κήπου με τα δέντρα και το πηγάδι στην άκρη συμπεριλαμβανομένου. Ηταν ένα στοίχημα που έβαλε με τον εαυτό του, αυτός ο φοβισμένος άνθρωπος, ποιος θα τον κατηγορήσει, έτσι για να ξορκίσει τους φόβους του και να συμφιλιωθεί με τις πανάρχαιες γωνιές του πατρογονικού του, με τα υπόγεια ή τις αποθήκες που έκρυβαν μυστικά και κομμάτια της ζωής του και που τώρα, ο φοβισμένος άνθρωπος ήθελε να ξαναδεί και να κατανοήσει. Ονόμασε μάλιστα αυτό το ταξίδι «δρόμο του μεταξιού»· καταλαβαίνετε βέβαια γιατί και αποφάσισε, επειδή τον τρόμαζε η εικόνα της πραγματικότητας όπως αιφνίδια εμφανιζόταν στα μάτια του, να διασχίσει την έρημο του σπιτιού του περπατώντας ανάποδα και αντικρίζοντας όχι το εμπρός του κόσμου, αλλά το πίσω.
Επειδή μάλιστα μια κινέζικη παροιμία λέει πως ό,τι δεν μπορείς να δεις, ψηλάφησέ το, ο φοβισμένος άνθρωπος βαδίζοντας με την πλάτη χρησιμοποιούσε τα χέρια για να αναγνωρίζει πετούγιες, παραπέτα, πολυθρόνες, θυρώματα ή διαδρόμους που οδηγούσαν από το ένα δωμάτιο στο άλλο. Και τι περίεργο, έχοντας τα μάτια, κατά περίσταση, κλειστά, έβλεπε καλύτερα αλλά και φοβόταν λιγότερο.
Σκοτεινά, άδεια δωμάτια βέβαια τα οποία είχαν εγκαταλείψει οι ένοικοί τους από καιρό και τώρα έστεκαν μνησίκακα από την μοναξιά κρατώντας επιθετικά όσα έπιπλα ή αντικείμενα τους είχαν απομείνει. Επιλεκτική σκόνη σημάδευε τις επιφάνειες που δεν έπρεπε να (ξανα)αγγίξει ανθρώπινο χέρι, ενώ καθρέφτες έπαψαν να δείχνουν πρόσωπα ζωντανών και αντανακλούσαν αποκλειστικά σκιές πεθαμένων ή μωρά που δεν πρόλαβαν να γεννηθούν κι έτσι έπιαναν ελάχιστο χώρο στις οικογενειακές φωτογραφίες ενώνοντας (τα μωρά) τις θαμπές κορνίζες (των φωτογραφιών) με τις αράχνες των πολυελαίων καθώς εκινούντο (τα μωρά) ακατάπαυστα πάνω κάτω σε φτερά βαλσαμωμένων πουλιών ή στο σάλιο των ζωυφίων, το οποίο ακαριαία δημιουργούσε έναν ιστό σαν χνούδι.
Μα αυτό δεν έχει καμιά σημασία εφόσον κανείς δεν το έβλεπε και η αλήθεια είναι πως ό,τι δεν βλέπουμε, δεν έχουμε την παραμικρή επιθυμία να υπάρχει. Κι έτσι πολλά πράγματα χάνονται, ενώ δεν θα 'πρεπε και όχι μόνο γιατί έτσι ορφανεύουν τα μουσεία και οι δημοπρασίες, αλλά και γιατί η απώλεια των αντικειμένων συμπαρασύρει και τους ανθρώπους που τ' αγάπησαν ή τις λέξεις που τα ονομάτισαν.
Και μπορεί μεν ο Κύριος των πάντων να μας προίκισε με βλέμμα για να θέλουμε, όμως το θέλημά Του δεν πραγματοποιεί ως ώφειλε τις επιθυμίες μας, όπερ άτοπον.
Βαθιά απογοητευμένος λοιπόν από τους άλλους ανθρώπους που δεν τον κοιτούσαν ποτέ στα μάτια, ο φοβισμένος άνθρωπος θεωρώντας, υπερβολικά ίσως, όλη του τη ζωή μιαν αποτυχία, ξεκίνησε πολύ νωρίς το ταξίδι του γιατί το πρωινό φως ανέκαθεν τον γέμιζε θάρρος. Πίστευε πως όφειλε αυτή την περιπέτεια στην πιο σιωπηλή πλευρά του εαυτού του, η οποία, όποτε ο ίδιος προσπαθούσε να μιλήσει, σαφώς ενοχλημένη του έγνεφε από μέσα σσσσσσσ, και ήταν τότε που η απελπισία του μεγάλωνε και ο φόβος γινόταν ένα με το πρόσωπό του.
Να τον λοιπόν να βαδίζει ανάποδα στον κήπο, η πλάτη του να χτυπάει στους κορμούς των δέντρων και ο ίδιος να χαζεύει προσεκτικά τις μυρμηγκοφωλιές και το μέγιστο μάθημα του κόσμου μέσα στον κόσμο, μέσα στον κόσμο που αυτές δίνουν, έτσι ώστε να έχουν και ο John Cage και ο Joseph Kosuth θέμα για τα έργα τους και να μην είναι ο σολιψισμός το ανώτερο στάδιο του δαλτωνισμού στην εννοιακή τέχνη. Το φιλιατρό του πηγαδιού ήταν υγρό, το άγγιξε και ανατρίχιασε, ποιος Αγγελος Κυρίου πρόλαβε και ήπιε και μετά βυθίστηκε στο νερό πλέοντας ανάποδα με τα μαλλιά προς τον πυθμένα και τα μάτια να κοιτάνε επάνω την μεμβράνη του νερού που έχει κολλήσει στον ουρανό σαν χαλκομανία; Σκέφτηκε.
Ξεμπερδεύει όμως με το φρέαρ και όσο έχει ακόμη φως, ανεβαίνει τα σκαλιά της εξώπορτας, χτυπάει το κουδούνι του σπιτιού του και αργά την πόρτα ανοίγει ο μέσα του εαυτός, λίγο αιφνιδιασμένος, λίγο χαρούμενος για τηνν απροσδόκητη επίσκεψη. Κοιτιούνται οι δύο σαν να βλέπονται πρώτη φορά και αμέσως γίνονται ένα. Στο σημείο αυτό, όπως αντιλαμβάνεστε, αρχίζουν τα δύσκολα. Ο φοβισμένος άνθρωπος, φορτωμένος ήδη με διπλό φόβο, πρέπει να διασχίσει το σπίτι κατά μήκος και να μπει, κυρίως, στο μεγάλο σαλόνι, στο οποίο γυρίζουν σαν φαντάσματα οι ένοικοι των εγκαταλελειμμένων δωματίων αναζητώντας άλλοθι συντροφιάς και κοιτώντας δήθεν απορροφημένοι, δήθεν εμβριθώς μια τηλεόραση με καμένες λυχνίες. Αίσχος! Το φως έξω έχει λιγοστέψει ανησυχητικά και η μουσική που ακούγεται από τον βιολιστή Christian Ferras επιτείνει το άγχος του. Επειδή πρόκειται για το κομμάτι που έπαιξε στο Βυσί ο γάλλος βιρτουόζος μισομεθυσμένος κι έπειται αυτοκτόνησε στα 49 του χρόνια πριν από 25 χρόνια ακριβώς... (Συνεχίζεται)
ΥΓ1: Να σε τι χρειάζονταν οι τρέχοντες πολιτικοί. Να μοιράζουν τα βραβεία ΑΡΙΩΝ.
ΥΓ2: VIP's είναι εκείνοι οι τύποι που ευχαρίστως θα έβλεπαν το όνομά τους πλάι σε μιαν αρρώστια αλλά όχι και στο φάρμακό της.
ΥΓ3: Δεν υπάρχει αξιοκρατία σ' αυτόν τον κωλότοπο, κ. Βενιζέλε μου. Σας τα 'λεγα από παλιά. Κοιτάξτε τώρα πώς το όλον ΠΑΣΟΚ αναποδογύρισε κι έγινε πασοκόλον. Ευτυχώς, πάντως, που σας στήριξε ο κόσμος της τέχνης. Χαιρετισμούς στον κ. Μπατατούδη. Την άλλη φορά...