Τι είναι τέχνη; Το μέσα μας ρούχο. Το άλλοθι στη γυμνότητά μας. Ίσως και η ύστατη δυνατότητά μας για μιαν επανάσταση χωρίς μεσσιανικά πρόσημα· σαν θρησκεία χωρίς μεταφυσική -αλλά με τον τρόμο παρόντα- και σαν φιλοσοφία ενσαρκωμένη σε εικόνες και λέξεις. Η τέχνη είναι ένα ψέμα πιο πολύτιμο από την οποιαδήποτε χρησιμοθηρική αλήθεια και μια εμπειρία τόσο αποκλειστική όσο και ο θάνατος, που βιώνεται μεν κατά μόνας αλλά και που εξορκίζει τη μοναξιά. Τέχνη είναι επίσης εκείνη η διαδικασία που μεταμορφώνει θαυμαστά την πρόσθεση σε πολλαπλασιασμό για να χορτάσει με λίγα ψάρια τούς πεντακισχιλίους. Μόνο που εδώ το χόρτασμα δεν έχει να κάνει με την πλησμονή, τη συσσώρευση ή την τρέχουσα υπερεπάρκεια «αγαθών». Η δυστυχία καραδοκεί όταν το ατομικό αδυνατεί να καταστεί συλλογικό όσο κι αν στριγγλίζουν διαφημιστικά οι επικοινωνιακές σειρήνες. Η τέχνη μιας άμεσης κατανάλωσης, που επηρεάζεται από τις στρατηγικές τής αγοράς και τη λογική του lifestyle, είναι ό, τι σήμερα δεσπόζει σε παγκόσμιο επίπεδο και αυτό που αποκαλώ Coca Cola art. Τέχνη που πάει με όλα και επιδιώκει τη «φαντασμαγορία» αντί της μέθεξης. Ας μην ξεχνάμε ότι η Phantasmagorie είναι κεντρική έννοια της κριτικής του πολιτισμού που επιχειρεί ο Βάλτερ Μπένγιαμιν ακολουθώντας τον Μαρξ όταν αυτός μιλά για τον φετιχισμό του εμπορεύματος, δηλαδή μιαν ψευδαίσθηση κι ένα υποκατάστατο σχέσης. Εν προκειμένω, ο Μποντλέρ υποστηρίζει ως τέχνη το ονειροπόλημα που γίνεται έργο, ταυτίζοντας τον καλλιτέχνη με τον ήρωα της νέας εποχής κι εκείνον που θ' απαλλάξει την αστική τάξη από την υστερία της. Σήμερα πάλι περισσεύει η μελαγχολία τής ματαίωσης, καθώς η καλλιτεχνική ιδιαιτερότητα καταπνίγεται ή εξαντλείται άδοξα στο κυρίαρχο περιβάλλον της αισθητικής ταχυφαγίας και της «διασκέδασης» με κάθε τίμημα. Έως την απόλυτη έκλειψη της ύπαρξης εμπρός στη δεσποτεία του θεάματος. Άρα, αντιλαμβάνεστε πως αυτή η τέχνη για την οποία σας μιλώ, μπορεί να λειτουργεί ως μορφή αντίστασης στην επερχόμενη αλλοτρίωση και την επιβεβλημένη άνωθεν ομοιομορφία. Στην ευτυχία της πλήξης, δηλαδή.
Εμείς πάλι ομνύουμε σε μιαν έκφραση που δεν αναγνωρίζει αυθεντίες, κατεστημένα ή δυνάστες και θεωρεί όλες τις επιλογές ανοιχτές και νόμιμες· που είναι πολιτική αλλά όχι στρατευμένη, σύγχρονη αλλά όχι εκβιαστικά «μοντέρνα», με συνείδηση εντοπιότητας αλλά όχι τοπική. Μιαν έκφραση τέλος που βούλεται να υπάρχει εντός Ιστορίας όταν η Ιστορία, παραμερίζοντας τα επικοινωνιακά πυροτεχνήματα και τους πυροτεχνουργούς, αρχίσει να επιτελεί το έργο της. Κι έχει πολύ καιρό να γίνει ένα θαύμα σ' αυτόν τον τόπο.
Τέχνη θα πει να ψιθυρίσουμε την προσωπική μας ιστορία στο αφτί της Αιωνιότητας.
Ας είμαστε καχύποπτοι για την τέχνη εκείνη που απευθύνεται στο συναίσθημα και όχι στη νόηση. Που επιδιώκει περισσότερο να συγκινήσει παρά να μας διαφοροποιήσει την άποψη που έχουμε για τον κόσμο. Το προοπτικό σύστημα της Αναγέννησης είναι τόσο ψευδές στην αληθοφάνειά του όσο το να βλέπεις ποδοσφαιρικό αγώνα από την τηλεόραση και να νομίζεις ότι έχεις τρισδιάστατη εποπτεία του χώρου.
Η υπερβολική επεξεργασία της φόρμας καταλήγει στην επιτήδευση και τη διακοσμητικότητα.
Τέχνη είναι το σκοτεινό κι άγριο πράγμα που έχει ελάχιστη ή μηδαμινή σχέση με την «καλαισθησία». Η καλαισθησία διευθετεί, η τέχνη ανατρέπει. Τέχνη είναι οτιδήποτε ορίζει τον εαυτό του σαν τέχνη. Τ' αξιολογικά κριτήρια έπονται. Και βέβαια η ζυγαριά του χρόνου.
Η τέχνη είναι κοινωνία, επικοινωνία, αλλά όχι δημοσιότητα. Αφήστε που θα 'ρθει μια εποχή στην οποία η δημοσιότητα θα είναι το άκρον άωτον της banalité. Η τέχνη επίσης δεν επιτρέπει ελεημοσύνες και σιχαίνεται τη φιλανθρωπία.
Το έργο τέχνης είναι δημόσιο αγαθό και κατά παράβαση ή συγκυριακά «ιδιωτικό». Μ' ενοχλεί η προβολή ιδιοκτησίας πάνω σ' ένα έργο τέχνης. Μοιάζει σαν να δηλώνει κάποιος κάτοχος του Πολικού Αστέρα. Η καλύτερη θέση για ένα έργο τέχνης βρίσκεται στο μυαλό μας. Η κοινωνία του θεάματος επείγει να καταστεί κοινωνία του βλέμματος. Διαφορετικά, οι νεοβάρβαροι της εικόνας παραμονεύουν.
Η τέχνη δεν συνιστά έκπληξη αλλά αποκάλυψη. Η τέχνη είναι σαν τους έρωτες. Πρέπει κάποτε κάποτε να πεθαίνει, γιατί μόνο έτσι δεν νεκρώνεται. Κι όταν ανασταίνεται, τότε ισοδυναμεί με επανάσταση. Περισσότερο από το ριζοσπαστικό περιεχόμενο ενδιαφέρει η ριζοσπαστική φόρμα, γιατί αυτή αντανακλά απευθείας τη ριζοσπαστική σκέψη. Και η ριζοσπαστική σκέψη είναι η μόνη που μπορεί να «ριζοσπαστικοποιήσει» την κοινωνία. Οι άνθρωποι, στην αθωότητα ή την πονηριά τους, ζητούν συχνά από τις πολιτικές πράγματα που μόνο η τέχνη μπορεί να δώσει. Εξ ου και η συχνή δυστυχία τους.
Ανάμεσα στα διεθνή και τα εγχώρια σκουπίδια είναι λογικό να προτιμάμε τα δικά μας. Εκτός κι αν κάποιος μας εμπνεύσει έτσι ώστε να περιφρονούμε τα σκουπίδια συλλήβδην.
Έλεγε ο Στανισλάβσκι: «Ν' αγαπάτε την τέχνη μέσα σας. Κι όχι τον εαυτό σας μέσα από την τέχνη...». Ζωγραφίζοντας, τρόπος του λέγειν, ο Andy Warhol ένα κονσερβοκούτι Campbell's, δημιουργεί οπτικό σοκ σύμφωνα με τις dada μεθόδους του προπάππου του Duchamp κυρίως γιατί εντάσσει ένα αντιηρωικό αντικείμενο σ' έναν μηχανισμό κατ' εξοχήν μυθοποιητικό όπως είναι η ζωγραφική. Η Coca Cola εκφράζει απόλυτα το πνεύμα της νέας ηπείρου και την πουριτανική της ιδεολογία επειδή προσφέρει ευχαρίστηση χωρίς να διαπραχθεί «αμαρτία» όπως συμβαίνει με την κατανάλωση του αλκοόλ. Η αληθινή τέχνη, πάλι, αποστρέφεται τους πουριτανούς και έλκεται από τους αμαρτωλούς. Ο Mondrian υπήρξε μια εύγλωττη εξαίρεση.
Το να ζεις συνειδητά την καθημερινότητά σου συνιστά μια μορφή τέχνης. Όταν πάλι η ομορφιά είναι αγοραία, γίνεται τότε ευλογημένη η συνείδηση της τυφλότητας.
Η μεγαλύτερη επικοινωνιακή δύναμη της τέχνης είναι ότι μεταφέρει τις παράλληλες συγκινήσεις που ένιωσαν άνθρωποι διαφορετικών εποχών, σε σχέση με τον ίδιο στίχο, την ίδια μουσική, την ίδια εικόνα, στον παρόντα χρόνο.
Τέχνη είναι ο τρόπος για να ζήσουμε κάπως ευτυχισμένοι τη μελαγχολία μας...
Η τέχνη μοιάζει με το αβγό. Πολλοί εξαντλούνται στην επιφάνειά της, αλλά η ουσία κρύβεται στο βάθος. Το αβγό, όπως επίσης και η τέχνη, περιέχει μέσα του το παρελθόν αλλά και το μέλλον του. Απλά, αβίαστα, νομοτελειακά.
Έργο τέχνης είναι ένας θεσμός έξω από τους θεσμούς. Το έργο τέχνης, πάνω απ' όλα, είναι εκείνος ο αιφνιδιασμός που εισβάλλει στη συζήτηση ανάμεσα σε μένα και τον εαυτό μου. Είναι το ξάφνιασμα που κεντρίζει τη γλώσσα ώστε να υπερβεί την απλή, επικοινωνιακή της λειτουργία και να καταστεί ποίηση που αναγκάζει την εικόνα να σημάνει πολλά περισσότερα από όσα αναπαριστά. Μοντερνισμός πάλι είναι η επανανάγνωση των στερεότυπων της παράδοσης -όμως με μια ματιά ριζοσπαστικά καινούρια- ενώ το μοντερνιστικό έργο πάλι, έχοντας το δύσκολο στόχο να υποκαταστήσει τη θρησκεία και να διεκδικήσει την αλήθεια με κύρος αντάξιο της επιστήμης, μοιραία ανάγεται σε ένα βάθρο σχεδόν μεταφυσικό και η δύναμή του καθίσταται, τρόπον τινά, ολοκληρωτική. Εδώ ακριβώς βρίσκονται και οι ερμηνείες για τις τυχόν υπερβολές της avantgarde που συχνά άγγιξαν τα όρια της φασιστικής αυθαιρεσίας. Και τούτο γιατί οι μοντερνιστικές ιδέες διακινούνταν από μικρές ομάδες «φανατικών» -θυμηθείτε τον κύκλο του Dada, τους διδάσκοντες στο Bauhaus ή τους σουρεαλιστές- που ευαγγελίζονταν τη μία και μόνη αισθητική αλήθεια. Kαι που υιοθετούσαν το ρόλο του διαφωτιστή ή του μύστη για τις ευρύτερες, ανεξοικείωτες μάζες μέσω μιας φόρμας που χλευάζει, ανατρέπει και διαβουκολεί την όποια παράδοση.
Κάθε παράδοση; Μόνον εκείνες τις μορφές που ταυτίζονται με τον ακαδημαϊσμό, δηλαδή την πεπερασμένη και μηχανική περί τέχνης αντίληψη που βιάστηκε να κλείσει το έργο τέχνης σε ένα αυστηρό παιδαγωγικό σύστημα και σε εξαντλητικούς ορισμούς γραφειοκρατικής, το μάλλον ή ήττον, νοοτροπίας.
Το μοντέρνο και στις πλέον αισιόδοξες στιγμές του εξέφραζε ένα δράμα γνωρίζοντας από πρώτο χέρι το μεταφυσικό κακό: δηλαδή πως ό,τι κερδίζεται με τον χρόνο, χάνεται με τη στιγμή. Αντίθετα, το μεταμοντέρνο διαστέλλει το παρόν με αφέλεια σαν κάτι που δεν υφίσταται και το εκλαμβάνει ως ιστορικό χρόνο. Ετσι εκσυγχρονίζει, νομίζει, το curricculum vitae των ανθρώπων παραχωρώντας πιστοποιητικά ευτυχίας -κάτι μάθαμε και εμείς ως έθνος πρόσφατα από αυτό- αλλά όμως δεν εξορκίζει τη μοίρα του θανάτου τους. Το μοντέρνο έχει επίγνωση θανάτου και γι' αυτό μπορεί να αναφωνεί σαν τον Νίκο Εγγονόπουλο, το θαύμα του Ελμπασάν και του Βοσπόρου, πως «κατ' εμέ θάνατος δεν υπάρχει».
Ο δημιουργός καλείται, αντί να είναι μοναδικός θεατής στο αλωνάκι του εαυτού του, να γίνεται ο πρωταγωνιστής στο θέατρο του κόσμου· και η τέχνη του να είναι ταξική, δηλαδή εναντίον της ομοιομορφίας, της προβλέψιμης τάξης και ασφάλειας που «εγγυάται» η όποια εξουσία. Ας κρατήσουν αυτοί τη διακόσμηση, τη «συγκίνηση», την αναπαράσταση και το μελό για τον εαυτό τους. Εμείς θέλουμε το μέλι της στάσης και την κίνηση της ανατροπής, Και αυτή η κοινωνία έχει ανάγκη θεμελιωδών ανατροπών τώρα. Αλλιώς θα βουλιάξει στην πιο καταναλωτική απάθεια και στο πιο φαντασιακό τίποτε· σαν το αμερικανικό σινεμά και την ονείρωξή του, που τα ξεχνάς μόλις εγκαταλείψεις την αίθουσα.
Η τέχνη δεν αλλάζει τον κόσμο. Κάνει όμως τα υποκείμενά του πιο συνειδητοποιημένα, πιο γενναία στην απελπισία τους. Και τι είναι τέχνη; Ο ανθρώπινος δρόμος προς μιαν ιδιοτελή αθανασία. Ένα αστείο που μπορεί όμως να οργανώσει το χάος. Το έπαθλο της μελαγχολίας! Η εξεικόνιση μιας συνειδητοποιημένης στιγμής. Όταν, δηλαδή, χρωματίζεται ο χρόνος, ο οποίος είναι, κατά βάθος, τόσο στατικός και ακίνητος σαν τον χώρο. Μετά; Μετά μένει η ανάμνηση αυτής της στιγμής καταγεγραμμένη στη συνείδηση σαν ένα φωτεινό δάκρυ· ένα βαθύ κόκκινο πάνω στο μαύρο χάος που σιγά σιγά γίνεται μενεξεδί. Η ελπίδα μας...
Ο γλύπτης και το μοντέλο του
Κοιτάξτε τον χάρτη της Ελλάδας. Είναι ο τόπος μας. Έχει σώμα, αίμα, δάκρυα, μνήμη, ελπίδα. Κάποιοι θέλουν να τον αλλάξουν γιατί στο βάθος της μίζερης συνείδησής τους ντρέπονται γι' αυτόν. Θα τον ήθελαν «εφάμιλλον των ευρωπαϊκών» ή έστω των αμερικάνικων. Πολλά από τα υπερφυσικά γλυπτά του Θόδωρου Παπαγιάννη μοιάζουν σαν τη Νίκη της Σαμοθράκης που με τα χέρια ανοιχτά, όχι για να πετάξει αλλά για να θρηνήσει, ήρθε από το μακρινό χτες στο επώδυνο σήμερα. Επίσης ένα ακόμα γλυπτό του Παπαγιάννη, μια τοτεμική φιγούρα από τη δεκαετία του ογδόντα φτιαγμένη από ξύλο και μέταλλο, μου θυμίζει έναν Άγγελο που διστάζει να πετάξει. Τον Novus Angelus ίσως του Walter Benjamin, του στοχαστή που αυτοκτόνησε στα γαλλοϊσπανικά σύνορα για να μην πέσει στα χέρια των Ναζί. Κι έγραψε μια από τις πλέον φρικτές, πλέον λαμπρές σελίδες της πρόσφατης ευρωπαϊκής μας ιστορίας. Ο Καρυωτάκης στην ακτή της Πρέβεζας σημάδεψε ψηλαφητά τα μηνίγγια του πριν πατήσει τη σκανδάλη. Το επόμενο λεπτό έγινε άγγελος και έκτοτε σκέπει τη χώρα μας. Έστω και, συχνά, ερήμην της. Ερήμην μας. Τόση ερημιά εξάλλου και στα λόγια ή τις άψυχες εικόνες των εμπόρων της πολιτικής ελπίδας, όλων αυτών των ανονείρευτων που όμως έχουν το θράσος να διεκδικούν τα όνειρά μας.
Ο τόπος μας ένας άγγελος, με τα φτερά του όμως στα νύχια των εργολάβων, των καταπατητών, των εμπρηστών, των cultural managers που μιλάνε μόνο αγγλικά αλλά δηλώνουν Έλληνες. Δεν αξίζει να δώσουμε σ' αυτόν τον Άγγελο τα φτερά του; Τα φτερά που δικαιούμαστε και μας τα 'χουν στερήσει ανάλγητες πολιτικές, τα 'χουν ψαλιδίσει προγλωσσικοί λόγοι και ασώματες κεφαλές, φυλακισμένες σε γυάλινες οθόνες;
Γενικότερα, στην έρευνα του συγκεκριμένου γλύπτη, από την εποχή της “Ώρας” ως τα πρόσφατα δημόσια συμπλέγματά του, κυριαρχεί η προσπάθεια να συμφιλιωθούν η μακραίωνη πλαστική παράδοση του τόπου μας με τα κεντρικά επιτεύγματα της ευρωπαϊκής αβανγκάρντ, να συνυπάρξουν το έπος με την ελεγεία, να συνομιλήσουν η επιτηδευμένα δουλεμένη λεπτομέρεια με το μνημειακό μέγεθος. Και κάτι ακόμα: Σε κάθε ενότητα της γλυπτικής του πρότασης κυριαρχεί ένα στοιχείο που δύσκολα εντοπίζεται σε άλλους καλλιτέχνες, η θεατρικότητα. Λέγοντας θεατρικότητα εννοώ πως ο Παπαγιάννης αξιοποιεί θεατρικά, σκηνογραφεί κατά κάποιο τρόπο, τόσο το φυσικό περιβάλλον που θα υποδεχτεί τη γλυπτική του, όσο και τον αισθητικό χώρο που εξ ορισμού αυτή η γλυπτική δημιουργεί. Ανθρωποκεντρικός σε κάθε περίοδο της δουλειάς του, ακόμη και στις πλέον εύφορες ή επινίκιες συνθέσεις του, υπαινίσσεται πάντα ένα δράμα που ελλοχεύει.
Πατρίδα σαν άγγελος
Τι είναι όμως φιλοπατρία σήμερα; Μια δύναμη που μας προτρέπει να ζήσουμε την καθημερινότητά μας ποιητικά γιατί αυτό πρωτίστως μας λείπει. Δεν τελειώνουν οι ανάγκες και η anorexia nervosa των απελπισμένων της υπερκατανάλωσης. Στομώνουν όμως οι επιθυμίες και αιμορραγούν οι έρωτες όταν τα φιλήματα μαραίνονται στα χείλη, όταν οι άνθρωποι ξεχνάνε πως τα σώματα είναι οι ψυχές τους κι όχι το αντίθετο.
Ως πότε θα μας ξελασπώνουν οι αρχαίοι; κουβαλάμε τον Παρθενώνα όχι σαν κληρονόμοι αλλά σαν αχθοφόροι; Ένα υπαρξιακό λάθος της σύγχρονης Ελλάδας είναι ότι χάνει το πρόσωπό της κοιτώντας ανέμπνευστα τον καθρέφτη της αρχαιότητας. Από την άλλη το φολκλόρ και οι -έστω καλοπροαίρετοι- λαϊκισμοί παραμονεύουν. Γιατί δεν μένουν ατιμώρητοι όσοι καταπιάνονται απαράσκευοι με την αρχαία κληρονομιά. Η Ελλάδα έχει και σύγχρονους δημιουργούς και σύγχρονη τέχνη αξιόμαχη, διεισδυτική, ενδιαφέρουσα. Μόνο που την υπερασπίζονται λάθος άνθρωποι. Κι ενώ ο τόπος μας είναι θάλασσα, εμείς τον εγκιβωτίζουμε, καλά και σώνει, σε μια γυάλα για χρυσόψαρα. Για να μην τρομάζει η κυρίαρχη μετριότητα.
Ποιος αγαπάει αληθινό αυτόν τον τόπο; ποιος πονάει πραγματικά αυτή την πατρίδα -βραχόκηπο στη μέση της θάλασσας; Οι έμποροι, οι τελάληδες, οι διαφημιστές, οι διασκεδαστές, οι γελωτοποιοί, ή οι πονεμένοι, οι μελαγχολικοί, οι απροσκύνητοι; Μια πατρίδα σαν γλυπτό, σαν άγγελος, σαν νίκη με ψαλιδισμένα όμως φτερά. Κανείς δεν φταίει γι' αυτή την προσβολή, κανείς δεν θα πληρώσει; Συνέλθετε! Βρείτε πάλι τον Άγγελο και διεκδικήστε τον. Η πατρίδα μας είναι λουσμένη στο φως και στα γαλανά νερά της φτερουγίζουν άγγελοι. Με τόσο φως και τόσο γαλάζιο δεν μπορεί, ο ονειρευτής που δικαιούμαστε, έστω και δύσκολα, θα βρει το δρόμο του. Τον δρόμο μας...
Το πένθος της τέχνης
Στις 17 Νοέμβρη του 1993, γνωστοί-άγνωστοι εισβάλλουν στο Πολυτεχνείο και καίνε μεταξύ των άλλων περί τους διακόσιους πίνακες της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών. Ήταν τότε που στο όνομα μιας τυφλής (;), επαναστατικής (;) βίας καταστράφηκαν σεπτοί χώροι και μοναδικά έργα τέχνης αυτού του ιστορικού ιδρύματος. Και παλαιότερα αλλά και σήμερα, τέτοιου είδους σκοτεινοί όσο και ηλίθιοι βανδαλισμοί επαναλαμβάνονται κάθε τόσο στο πλαίσιο μιας “επαναστατικής γυμναστικής”. Και αυτό το διαρκές έγκλημα εναντίον της ιστορικής μνήμης και του πολιτισμού μας οι περισσότεροι διστάζουν, λόγω σκοπιμοτήτων, να το καταγγείλουν. Ο Παπαγιάννης είναι μια εξαίρεση. Έχοντας μαζέψει τα αποκαΐδια εκείνης της αποφράδας ημέρας, χρόνια τώρα προσπαθεί να τα μεταμορφώσει σε έργα τέχνης, σαν ξόανα ικεσίας, σαν μια πράξη εξιλέωσης. Αυτή τη τέχνη που προέκυψε από την καταστροφή της τέχνης προτείνουμε σήμερα. Επειδή τέχνη είναι ο τρόπος για να ζήσουμε κάπως ευτυχισμένοι τη μελαγχολία μας...