Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 30 Απριλίου 2021

Σκέψεις εμπρός σ'έναν Επιτάφιο φορτωμένο Άνοιξη

Σκέψεις εμπρός σ' έναν Επιτάφιο φορτωμένο Άνοιξη

Ας κάνουμε ένα πείραμα. Ας διαβάσουμε το παρακάτω κείμενο για να διαπιστώσουμε πόση ζωντανή και κατανοητή είναι η γλώσσα του έως σήμερα. Ακόμη κι από ένα μαθητή της πρώτης Γυμνασίου. Κολοσσιαία απόδειξη του πόσο ο Ελληνισμός - γλώσσα και φιλοσοφία και κουλτούρα αφομοίωσε την εξ Ιουδαίας θρησκεία. Σε τρόπον ώστε σήμερα να θρηνούμε συγχρόνως τον ενταφιασμενο Χριστό και τον σκοτωμένο Άδωνι:
(Εκ του κατά Μάρκον Αγίου Ευαγγελίου)
31 ῎Ερχονται οὖν ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, καὶ ἔξω ἑστῶτες ἀπέστειλαν πρὸς αὐτὸν φωνοῦντες αὐτόν.
32 Καὶ ἐκάθητο περὶ αὐτὸν ὄχλος· εἶπον δὲ αὐτῷ· ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου ἔξω ζητοῦσί σε.
33 Καὶ ἀπεκρίθη αὐτοῖς λέγων· τίς ἐστιν ἡ μήτηρ μου ἢ οἱ ἀδελφοί μου;
34 Καὶ περιβλεψάμενος κύκλῳ τοὺς περὶ αὐτὸν καθημένους λέγει· ἴδε ἡ μήτηρ μου καὶ οἱ ἀδελφοί μου·
35 ὃς γὰρ ἂν ποιήσῃ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, οὗτος ἀδελφός μου καὶ ἀδελφή μου καὶ μήτηρ ἐστί.

Κατά τα άλλα μόλις σου φτάνει μια ζωή για να μετρήσεις πόση αιωνιότητα χωράει στο εφήμερο. Και πόσο σοβαρή υπόθεση είναι το ελαφρό.

Αγάπα τα λάθη σου. Κι αγάπα τα λάθη σου ακόμη περισσότερο όταν τα επαναλαμβάνεις. Η επανάληψη αποδεικνύει όχι ότι δεν έμαθες αλλά ότι δεν μπορούσες να κάνεις αλλιώς. Ότι κατά βάθος δεν ήθελες. Κι ότι ορθώς έπραξες, ό τι έπραξες. Αφού είσαι περισσότερο τα λάθη σου παρά τα, κατά τύχην και παρ' ελπίδα, σωστά σου. Οι πληγές σου είναι τα παράσημα σου. Απλώς μάθε να κουβαλάς με αξιοπρέπεια τον προσωπικό σου σταυρό. Ακόμη περισσότερο: Αγάπα τον κι αυτός θα σε απελευθερώσει! Αυτό είναι το δίδαγμα της ημέρας.

Απ' την άλλη η ορθότητα καταντάει να είναι η αρετή των μετρίων. Μακριά από εμάς λοιπόν το μέτρο, οι μετρήσεις, τα μέτρα και οι μέτριοι. Εμείς ούτε πολιτεύομαστε, ούτε διαφημίζουμε, ούτε πιστεύουμε στον συνδικαλισμό της επιθυμίας. Ή της θρησκευτικότητας (που είναι συνήθως θρησκοληψία). Αλλά μόνο στο πάθος. Ιδιαίτερα σε εκείνο το πάθος που δεν έχει νόημα. Για τους πολλούς.

Η αγάπη πάλι, έτσι χρεωμένη κι έτσι πληρωμένη με τόκους και επιτόκια, γίνεται η ανώτερη, η πιο ουσιαστική μορφή γνώσης. Κι η πιο οδυνηρή βέβαια. Πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς; Στον έρωτα ερωτευομάστε τη δύναμη του άλλου, μία δύναμη που υπάρχει περισσότερο στο μυαλό μας. Στην αγάπη αγαπάμε την αδυναμία του. Από μόνη της η αγάπη συνιστά την πιο σύντομη, πλην πλήρη, ιστορία του κόσμου. Από την εικόνα ενός Χριστού εν δόξη και εν θρόνω, προτιμώ τον Εσταυρωμένο σωτήρα. Επειδή είναι πιο κοντά στη δική μου αλήθεια

Επειδή ο στρατιώτης πρέπει να πολεμάει, να σκοτώνει χωρίς δεύτερη σκέψη για να μη σκοτωθεί κι ο ιερέας να προσεύχεται για τις ψυχές που θέρισε ο στρατιώτης μα και για τις ζωές όλων των άλλων που επέζησαν από τύχη κι ο γεωργός το χωράφι του να σπέρνει μ' αγάπη όπως τις νύχτες τη γυναίκα του κι ο βοσκός να ψάχνει το απολωλός και ν' αφήνει τα υπόλοιπα αλαφιασμένος  κι η πουτάνα όλους να δέχεται αγόγγυστα   σαν τον Χριστό και να τους αγαπά το ίδιο.
Έτσι πρέπει. Από αιώνας αιώνων.. 
Κι έπειτα πάλι από την αρχή: Ο βοσκός
 κι ο στρατιώτης κι ο γεωργός κι η πόρνη με τα θλιμμένα μάτια. Όλα απ' την αρχή, αυτό ήταν, αυτό είναι των ανθρώπων
 η ιστορία ... όλη κι όλη.

Ενώ μόλις μάς φτάνει μια ζωή για να μετρήσουμε έκθαμβοι πόση αιωνιότητα χωράει στο εφήμερο.

Εδραία μου πεποίθηση ως έλλογου, θνητού όντος: Δεν υπάρχει θεός. Τουλάχιστον όχι αυτός που προπαγανδίζουν οι θρησκείες. Με μόνη εξαίρεση τον Θεό του Παπαδιαμάντη. Ή, τον Εσταυρωμένο Θεό της παιδικής μας ηλικίας. Από τον Επιτάφιο του οποίου μάς έβαζαν οι μανάδες μας να περάσουμε μία και δύο και πολλές φορές για ευλογία (τι λέξη)! Και του οποίου το μύρο μάς ζάλιζε μεθυστικά. Και νιώθαμε και ηδονή και οδύνη χωρίς να καταλαβαίνουμε το γιατί. Ούτε και το ότι εκείνες τις στιγμές γινόμασταν ένθεοι. Με τον τρόπο ίσως των προγόνων μας όταν παρακολουθούσαν τα πάθη του Οιδίποδα ή της Ανδρομάχης στα αρχαία θέατρα. 
 Όπως δεν υπάρχουν και άγγελοι...με μόνη εξαίρεση εκείνους του Ρουμπλιόφ. Ή του Πανσελήνου.

Έγραφα μόλις χθες κάτι που αφορά στα καθ' ημάς: 
Τί είναι πιο δύσκολο, να απομυθοποιήσεις την παράδοση καθιστώντας την φολκλόρ ή να την φορτίσεις με την αποδυναμωμένη της πνευματικότητα; Η Μεγάλη Πέμπτη, η Μεγάλη Παρασκευή είναι ημέρες πένθους αλλά και χαρμολύπης. Διαθέτουν μοναδική, πνευματική διάσταση. Είναι αντιαισθητική οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση. Ομοίως είναι ανόητο να χαρίζουμε την ποίηση των ημερών αυτών αποκλειστικά στο ιερατείο. Ή τους
θρησκόληπτους. Δηλαδή τους επαγγελματίες της πίστης.

 Με άλλα λόγια Θεό ονομάζω την υψηλότερη, πνευματική σύλληψη του ανθρώπου. Ο οποίος άνθρωπος θνητός όντας συνέλαβε ένα πλάσμα που τον υπερβαίνει. Κι από άρχισαν όλα: Ιδεολογίες, πολιτικές, κοινωνικές συγκρούσεις αλλά και αισθητικά επιτεύγματα. Τέχνη και πολιτισμός (μ' αυτή τη σειρά). Αν οι θρησκευόμενοι κάθε απόχρωσης - τους οποίους σέβομαι βαθύτατα,  και ίσως ζηλεύω για την πίστη τους - προσδοκούν το θαύμα, εγώ το ψάχνω αποκλειστικά στην τέχνη.( Όσο κι αν απογοητεύομαι τις περισσότερες φορές). Καλή Ανάσταση φίλες και φίλοι!  Όπως κι αν την εννοεί ο καθένας.

Φωτογραφίες: 1. Ο Αίρων τον Σταυρόν Αυτού, χείρ Δομηνίκου, η δική μας Αναγέννηση. Ο ανανεωτής του βυζαντινού τρόπου 2. Το Ξώμπουργκο στην Τήνο, ένας εξελληνισμένος Γολγοθάς. 

Τετάρτη 28 Απριλίου 2021

Τα ύστερα του κόσμου

Μεγάλη Πέμπτη

-Τέκνον εμόν, πώς ήλθες υπό ζόφον ηερόεντα/ ζωός εών; -Μήτερ εμή, χρειώ με κατήγαγεν εις Αΐδαο..

Το Ξώμπουργκο στην Τήνο

Η ανθρώπινη συνθήκη αρχίζει και τελειώνει κάθε φορά με ένα πάσχον σώμα που υπερβαίνει τη φθορά και τον θάνατο μέσα από την περιφρόνηση του θανάτου. Ένα σώμα που θυσιαζομένο  ανασταίνεται και ανασταίνει.  Άλλοι τον είπαν Ιησού άλλοι Τσε. Η θυσία είναι αυτό που μετράει στο τέλος. Η απόλυτη προϋπόθεση για τη λύτρωση.
"... Και φραγγελώσαντες απήγαγον αυτόν εις το σταυρώσαι... Και ιδού αι πέτραι εσχίσθησαν και τα μνημεία ηνεώχθησαν και πολλά σώματα κεκοιμημένων αγίων εφάνησαν πολλοίς. Ην δε η μήτηρ αυτού παρεστώσα και Ιωάννης, ο μαθητής ον ηγάπα.
Και είπεν αυτή: Γύναι ιδού ο υιός σου. Και τω μαθητή: Ιωάννη, ιδού η μήτηρ σου...
Και ην περί ώραν έκτην. Και η γη εσείσθη και αι πέτραι εσχίσθησαν και ο ήλιος εσκοτίσθη...και διερράγη το καταπέτασμα του ναού άνωθεν έως κάτω. Εκατόνταρχος ιδών τα γενόμενα ανεφώνησε ότι αληθώς Θεού υιός ην ούτος. Ο δε Ιησούς ιδών ότι πάντα ήδη τετέλεσται, φωνήσας φωνήν μεγάλην παρέδωκε το πνεύμα..."
Νομίζω ότι δεν υπάρχει υψηλότερο αλλά και δυσκολότερο θέμα στη ζωγραφική από την Σταύρωση. Από τον Τιντορέτο στον Ρέμπραντ κι από τον Μπέκμαν στον Μπέικον. Κυρίως γιατί στο δράμα του σώματος συμμετέχουν κι όλα τα στοιχεία της φύσης. Ουρανός τε και τα καταχθόνια. Είναι ενδεικτικό πως ο μπάρμπα Σπύρος Βασιλείου όταν ζωγράφιζε τη Σταύρωση στον Άγιο Διονύσιο επί της Σκουφά το 1937, πλαισιώνει τη σύνθεση του με μια φουρτουνιασμένη θάλασσα που ξεχειλίζει από την κοίτη της λόγω του σεισμού!

Κι όμως... Ακόμη και στο σταυρικό δράμα της Μ. Πέμπτης υποδηλώνεται εικονογραφικά η επικείμενη έγερση. Από το ξύλο του Σταυρού αρχίζει η πορεία προς τον ουρανό. Ο ήλιος εσκοτίσθη αλλά το φως του δεν έσβησε. Η δύση θα φέρει πάλι την ανατολή. Τα υγρά σύννεφα, τέλος, της δύσης ήσαν αλλιώς πριν τα ζωγραφίσει ο Tiepolo. Ομοίως και οι θάλασσες του βορρά πριν τον Turner. Γενικά ο κόσμος δεν είναι ο ίδιος μετά την μεγάλη, ευρωπαϊκή ζωγραφική. Ομοίως και με την μεγάλη, ευρωπαϊκή μουσική. Ούτε βέβαια είναι ίδια η αρχιτεκτονική μετά τον ναό της Απτέρου Νίκης. Ποιός να Το έλεγε; Το κολοσσικό Κολοσσαίο δεν είναι παρά η τεχνολογική εφαρμογή αυτής της κομψής, λιλιπούτειας κατασκευής. Σ' ολόκληρη την ιστορία της τέχνης το θρησκευτικό βίωμα κρύβεται πίσω από κάθε μεγάλη δημιουργία. Είτε μιλάμε για τον τυχοδιώκτη, φονιά Καραβάτζιο είτε για τον πιστό, καθολικό Μπιλ Βαϊόλα. (Όπως και για τον Σκορτσέζε εξάλλου).
Το πρόβλημα της τέχνης σήμερα είναι ότι παραπαίει χωρίς μεταφυσική άλω, χωρίς αίσθηση του τραγικού απλώς διαθέτοντας... ντοκουμέντα! Κι ο κόσμος της, απομαγευμένος, επιχειρηματολογώντας ανιαρά ως προς το αυτονόητο, δεν κρύβει πλέον κανένα μυστήριο. Δεν διαθέτει κανένα αίνιγμα.

ΥΓ.1  Και κάτι που αφορά στα καθ' ημάς. Τί είναι πιο δύσκολο, να απομυθοποιήσεις την παράδοση καθιστώντας την φολκλόρ ή να την φορτίσεις με την αποδυναμωμένη της πνευματικότητα; Η Μεγάλη Πέμπτη, η Μεγάλη Παρασκευή είναι ημέρες πένθους αλλά και χαρμολύπης. Διαθέτουν μοναδική, πνευματική διάσταση. Είναι αντιαισθητική οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση. Ομοίως είναι ανόητο να χαρίζουμε την ποίηση των ημερών αυτών αποκλειστικά στο ιερατείο. Ή τους θρησκόληπτους.
Διαπράξαμε την ίδια ηλιθιότητα εγκαταλείποντας την πολιτική αποκλειστικά στους πολιτικούς. Σε επαγγελματίες αριστερούς ή δεξιούς αδιάφορο. Σε τεχνοκράτες και τραπεζίτες. Ενώ η τέχνη τρέφεται σαν αγρίμι με τους κυνόδοντες.
Η εξορθολογισμένη, εκ του πονηρού, ομοιομορφία της παγκοσμιοποίησης αποτελεί τον καρκίνο του πλανήτη. Σήμερα υφιστάμεθα με την πανδημία κάποια από τα συνεπακόλουθα αυτής της ισοπέδωσης. Ας προσπαθήσουμε να δούμε ολόκληρο το κάδρο αποφεύγοντας την μονοδιάστατη ερμηνεία των συστημικών ΜΜΕ. Επειδή τα χειρότερα έπονται...

ΥΓ.2  Στα καλά του εγκλεισμού προσμετρώ το γεγονός ότι δεν θα βγουν αύριο κάποιοι ηλίθιοι, δήθεν "προοδευτικοί", να σουβλίζουν αρνιά δημοσίως! Ή, να τρώνε επιδεικτικά κρέας ως δείγμα συναισθηματικής αρτηριοσκλήρυνσης και νοητικού κανιβαλισμού. Προσωπικά νηστεύω πειθαρχώντας σε μια συλλογική παράδοση που ατομικά με υπερβαίνει αφενός αλλά και στη μνήμη της μάνας μου που θρησκευόταν αφετέρου. Τόσο απλά ...

Το Εσπόλιο του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου.

Ανελεύθεροι πολιορκημένοι

Ανελεύθεροι πολιορκημένοι

Καθόμαστε μέσα, αγχωμένοι, στα όρια της κατάθλιψης, διαβάζουμε αλλά έχουμε απώλεια συγκέντρωσης, βγαίνουμε έξω με αθλητική περιβολή αλλά είμαστε ήδη κουρασμένοι, μετράμε τα βήματα μας να μην ξεπερνούν τα δύο χιλιόμετρα, αλλάζουμε το ρολόι μας άλλοτε στις έξι, άλλοτε στις επτά, άλλοτε στις εννέα, ανάλογα την έμπνευση του λοιμωξιολόγου υπηρεσίας, σιχτιρίζουμε ανεύθυνα τους υπεύθυνους, βλέπουμε στανικά παλιές ταινίες, γράφουμε σκέψεις σαν την έγκλειστη Άννα Φρανκ, μελαγχολούμε, διασκεδάζουμε με την ανθρώπινη συνθήκη και το απρόοπτο που πάντα καραδοκεί, περιμένουμε έναν έρωτα που ειδικά τώρα είναι ακόμη πιο δύσκολο να εμφανιστεί καθώς κυριαρχούν η καχυποψία και ο φόβος, για να μην πω ο χρόνος και το γήρας, αμπελοφιλοσοφούμε μετ' ευτελείας, χαιρόμαστε που ο Κουφοντίνας τελείωσε μιαν ακόμη απεργία πείνας, σκεφτόμαστε τον ανώριμο Πήτερ Παν κι όλους τους άλλους, αιώνιους εφήβους που μάς βασανίζουν επαναληπτικά επειδή αρνούνται να ενηλικιωθούν μια κι ο κόσμος δεν τους κάνει τη χάρη κι αρνείται ν' αλλάξει, ακούμε μουσική ως έσχατη πηγή ηδονής και ιδού τι ανακαλύπτουμε:

"Θα σου δώσω μία να σπάσεις
 αχ βρε κόσμε γυάλινε
και θα φτιάξω μια καινούργια
 κοινωνία άλληνε..."

Το ανωτέρω τραγούδι "Ποιός θα μού δώσει δύναμη;" που αρχικά ερμήνευσε ο Καζαντζίδης, διαθέτει στο διαδίκτυο και την εκδοχή του Γεράσιμου Ανδρεάτου από ζωντανή εκτέλεση για κάποια εκδήλωση του ΚΚΕ. Με την εξής όμως ενδεικτική τροποποίηση: 
Εκεί που λέει το τραγούδι " ...και στης γυναίκας την καρδιά να βάλω λίγη μπέσα..." ο τραγουδιστής το μεταβάλλει προς το αριστερότερον ως εξής: "...και στου ανθρώπου την καρδιά να βάλω λίγη μπέσα κλπ." Όπως το προτιμάει δηλαδή το κομματικό - φεμινιστικό politically correct. Πράγμα που θα πει όχι αποκλεισμοί, σεξισμοί, ρατσισμοί κλπ. Ασφαλώς χαριτωμένο. 
Όμως πρόκειται για τους στίχους της μοναδικής Ευτυχίας Παπαγιαννόπουλου - η μουσική είναι Απόστολου Καλδάρα ενώ το πρωτοτραγούδησε όπως είπαμε ο εξίσου μεγάλος Στέλιος - άρα δεν επιτρέπονται τέτοιου είδους "πολιτικές βελτιώσεις". Νομίζω.
Κι άλλο εύρημα: Το τραγούδι "Είναι κρίμα". Το έκανε επιτυχία, τέλη του '60, ο Μπάμπης Τσετίνης με την χαρακτηριστική, βαθιά του φωνή και η Λίτσα Διαμάντη. Η μουσική είναι βέβαια του Γιώργου Μητσάκη στον οποίο η ετικέτα του δίσκου αποδίδει και τους - εξαιρετικούς - στίχους. Πράγμα που πάντως δεν μού φαίνεται αληθές και νομίζω ότι πρέπει να είναι κάποιου άλλου, μεγάλου, στιχουργού. Η ρίμα των στίχων είναι ευρηματική και ανάλογη η μουσικότητα τους. Γνωρίζει κανείς κάτι περισσότερο;
Η πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού πάντως έγινε το 1952 από τον ίδιο τον Γιώργο Μητσάκη. Υπάρχει και  δεύτερη εκτέλεση το 1960. Οι στίχοι τώρα από μνήμης:

...Για αυτό φοβάμαι τα όνειρά μου τα φτωχά/ μη τα γκρεμίσει κάποιος άλλος με το χρήμα/ είναι κρίμα, είναι κρίμα, είναι κρίμα/ θα μου μείνουν τα ξενύχτια μοναχά, είναι κρίμα, είναι κρίμα, είναι κρίμα...

Τέλος, υπάρχει και μία σπάνια ηχογράφηση, τετάρτη αυτή τη φορά,  εκτός του Τσετίνη με το Γρηγόρη Μπιθικώτση. Πάσα συμπλήρωση δεκτή!

Στις φωτογραφίες το κεντρικό αίθριο της Φιλοσοφικής Σχολής με την εκατό μέτρων τοιχογραφία της Οδύσσειας που ετοιμάζει αυτό τον καιρό ο Γιώργος Κόρδης με τους βοηθούς του. Μετά το γλυπτό του Νεκτάριου Κοντοβράκη ο κοσμήτορας Αχιλλέας Χαλδαιάκης εξασφάλισε μιαν ακόμη βαρυσήμαντη, καλλιτεχνική προσφορά. Η τέχνη πάει πανεπιστήμιο!
Καθόμαστε μέσα, αγχωμένοι, στα όρια της κατάθλιψης, διαβάζουμε αλλά έχουμε απώλεια συγκέντρωσης, βγαίνουμε έξω με αθλητική περιβολή αλλά είμαστε ήδη κουρασμένοι, μετράμε τα βήματα μας να μην ξεπερνούν τα δύο χιλιόμετρα, αλλάζουμε το ρολόι μας άλλοτε στις έξι, άλλοτε στις επτά, άλλοτε στις εννέα, ανάλογα την έμπνευση του λοιμωξιολόγου υπηρεσίας, σιχτιρίζουμε ανεύθυνα τους υπεύθυνους, βλέπουμε στανικά παλιές ταινίες, γράφουμε σκέψεις σαν την έγκλειστη Άννα Φρανκ, μελαγχολούμε, διασκεδάζουμε με την ανθρώπινη συνθήκη και το απρόοπτο που πάντα καραδοκεί, περιμένουμε έναν έρωτα που ειδικά τώρα είναι ακόμη πιο δύσκολο να εμφανιστεί καθώς κυριαρχούν η καχυποψία και ο φόβος, για να μην πω ο χρόνος και το γήρας, αμπελοφιλοσοφούμε μετ' ευτελείας, χαιρόμαστε που ο Κουφοντίνας τελείωσε μιαν ακόμη απεργία πείνας, σκεφτόμαστε τον ανώριμο Πήτερ Παν κι όλους τους άλλους, αιώνιους εφήβους που μάς βασανίζουν επαναληπτικά επειδή αρνούνται να ενηλικιωθούν μια κι ο κόσμος δεν τους κάνει τη χάρη κι αρνείται ν' αλλάξει, ακούμε μουσική ως έσχατη πηγή ηδονής και ιδού τι ανακαλύπτουμε:

"Θα σου δώσω μία να σπάσεις
 αχ βρε κόσμε γυάλινε
και θα φτιάξω μια καινούργια
 κοινωνία άλληνε..."

Το ανωτέρω τραγούδι "Ποιός θα μού δώσει δύναμη;" που αρχικά ερμήνευσε ο Καζαντζίδης, διαθέτει στο διαδίκτυο και την εκδοχή του Γεράσιμου Ανδρεάτου από ζωντανή εκτέλεση για κάποια εκδήλωση του ΚΚΕ. Με την εξής όμως ενδεικτική τροποποίηση: 
Εκεί που λέει το τραγούδι " ...και στης γυναίκας την καρδιά να βάλω λίγη μπέσα..." ο τραγουδιστής το μεταβάλλει προς το αριστερότερον ως εξής: "...και στου ανθρώπου την καρδιά να βάλω λίγη μπέσα κλπ." Όπως το προτιμάει δηλαδή το κομματικό - φεμινιστικό politically correct. Πράγμα που θα πει όχι αποκλεισμοί, σεξισμοί, ρατσισμοί κλπ. Ασφαλώς χαριτωμένο. 
Όμως πρόκειται για τους στίχους της μοναδικής Ευτυχίας Παπαγιαννόπουλου - η μουσική είναι Απόστολου Καλδάρα ενώ το πρωτοτραγούδησε όπως είπαμε ο εξίσου μεγάλος Στέλιος - άρα δεν επιτρέπονται τέτοιου είδους "πολιτικές βελτιώσεις". Νομίζω.
Κι άλλο εύρημα: Το τραγούδι "Είναι κρίμα". Το έκανε επιτυχία, τέλη του '60, ο Μπάμπης Τσετίνης με την χαρακτηριστική, βαθιά του φωνή και η Λίτσα Διαμάντη. Η μουσική είναι βέβαια του Γιώργου Μητσάκη στον οποίο η ετικέτα του δίσκου αποδίδει και τους - εξαιρετικούς - στίχους. Πράγμα που πάντως δεν μού φαίνεται αληθές και νομίζω ότι πρέπει να είναι κάποιου άλλου, μεγάλου, στιχουργού. Η ρίμα των στίχων είναι ευρηματική και ανάλογη η μουσικότητα τους. Γνωρίζει κανείς κάτι περισσότερο;
Η πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού πάντως έγινε το 1952 από τον ίδιο τον Γιώργο Μητσάκη. Υπάρχει και  δεύτερη εκτέλεση το 1960. Οι στίχοι τώρα από μνήμης:

...Για αυτό φοβάμαι τα όνειρά μου τα φτωχά/ μη τα γκρεμίσει κάποιος άλλος με το χρήμα/ είναι κρίμα, είναι κρίμα, είναι κρίμα/ θα μου μείνουν τα ξενύχτια μοναχά, είναι κρίμα, είναι κρίμα, είναι κρίμα...

Τέλος, υπάρχει και μία σπάνια ηχογράφηση, τετάρτη αυτή τη φορά,  εκτός του Τσετίνη με το Γρηγόρη Μπιθικώτση. Πάσα συμπλήρωση δεκτή!

Στις φωτογραφίες το κεντρικό αίθριο της Φιλοσοφικής Σχολής με την εκατό μέτρων τοιχογραφία της Οδύσσειας που ετοιμάζει αυτό τον καιρό ο Γιώργος Κόρδης με τους βοηθούς του. Μετά το γλυπτό του Νεκτάριου Κοντοβράκη ο κοσμήτορας Αχιλλέας Χαλδαιάκης εξασφάλισε μιαν ακόμη βαρυσήμαντη, καλλιτεχνική προσφορά. Η τέχνη πάει πανεπιστήμιο!

Δευτέρα 26 Απριλίου 2021

Μ. Δευτέρα...

ΘΑΝΆΤΩ ΘΆΝΑΤΟΝ...

"Ως προς εμέ θάνατος δεν υπάρχει" 

                    Νίκος Εγγονόπουλος 

Όσο το σκέφτομαι ο θάνατος δεν έχει καμία, μα καμία σημασία. Αφού συνεχώς, ούτως ή άλλως, θρασομανάει η ζωή ακάθεκτη, ακατανίκητη, ακατασίγαστη από πάντα και από παντού... Πριν από όλα. Άχρονη, ακέραιη, ακατάτμητη. Ένα σύμπαν, μύρια σύμπαντα που στροβιλίζονται αναπαράγοντας διαρκώς τον εαυτό τους σε μιαν αποθέωση της αιώνιας ζωής - ενέργειας που πάντα υπήρχε για να μην πάψει ποτέ να υπάρχει. Σαν την αγάπη. Την αγάπη που μηδενίζει την θνητότητα ή τη μιζέρια των σχέσεων. Που δύσκολα συγκαλύπτει τον αδιέξοδο ναρκισσισμό των εμπλεκομένων. 
Σε τρόπον ώστε ο θάνατος να καταντάει ένα ασήμαντο επεισόδιο της ζωής. Αναπόσπαστο κομμάτι της και μια ακόμη εκδοχή της. Ο θάνατος εντέλει ως συμβεβηκός της ζωής. Ευτυχισμένοι λοιπόν όσοι υπήρξαμε, όσοι ζήσαμε, όσοι ζούμε, όσοι θα ζήσουμε στη καρδιά αυτής της θαυμαστής, πυρακτωμένης ενέργειας, στον μεγάκοσμο και τον μικρόκοσμο της. Έτσι ώστε ο προσωπικός, ο ασήμαντος χρόνος κι ο βίος μας ο πεπερασμένος να τήκονται χαρμόσυνα σαν τον μολυβένιο στρατιώτη μέσα στη συμπαντική φωτιά κι ο ασήμαντος, πρόσκαιρος θάνατος μας να μην έχει καμία, μα καμία σημασία.
 Ας τελειώνουμε λοιπόν με την μικροαστική - μικρονοϊκή θλίψη για την "αδικία" του θανάτου αφού κι ο ίδιος είναι απλά ένα επεισόδιο ζωής. Αυτό ας είναι η εκδίκηση μας. Κι ας κάνουμε τη θλίψη χαρμολύπη όχι γι' αυτό που φεύγει αλλά γι' αυτό που έρχεται. Επειδή ακόμα και με τον θάνατο κάτι καινούργιο αφικνείται! Καταθέτοντας
 - ευτυχισμένοι τελικά για ό τι ζήσαμε - την προσωπική μας ζωή στην πυρκαγιά της αιώνιας ζωής που κατακαίει χωρίς όμως να καίγεται από την απαρχή των αιώνων. Για την ζωή που επιμένει να υπάρχει ακόμη κι όταν φαίνεται να τελειώνει! Για θανάτους ( και Ιδιαίτερα ατομικούς) να μιλούμε τώρα; 

ΥΓ. 1 Δεν τρέφω φόβο για τον θάνατο αλλά μάλλον περιέργεια. Δεν βρίσκω τίποτα μακάβριο σ' αυτόν. Ελπίζοντας πως στο τέλος θα με εκπλήξει.

ΥΓ. 2 "... Όλοι μας κατοικούμε σε έναν μικρό πλανήτη, ο οποίος βρίσκεται σε τροχιά γύρω από ένα μέσης ηλικίας άστρο, το οποίο είναι ένα από τα περίπου 200 δισεκατομμύρια άστρα στην τεράστια δίνη ύλης που συγκροτεί τον συγκεκριμένο Γαλαξία. Ο Γαλαξίας μας είναι, σύμφωνα με υπολογισμούς, απλά μία από αρκετές εκατοντάδες δισεκατομμύρια παρόμοιες δομές στο παρατηρήσιμο σύμπαν. Η έκταση αυτή έχει φθάσει στη συγκεκριμένη κλίμακα εξαιτίας της συνεχούς διαστολής του διαστήματος, η οποία ξεκίνησε περίπου 13,8 δισεκατομμύρια χρόνια πριν με την Μεγάλη Έκρηξη. Οι αστρονόμοι έχουν υπολογίσει πως τουλάχιστον ένα δισεκατομμύριο τρισεκατομμύρια άστρα υπάρχουν μέσα στην αχανή αυτή άβυσσο και πολλά περισσότερα έχουν έλθει και παρέλθει μέσα στα τελευταία δισεκατομμύρια χρόνια. Συγκριτικά με οποιαδήποτε ανθρώπινη κλίμακα πρόκειται για έναν τρομακτικά μεγάλο χώρο. 

Το είδος μας έχει ξεπηδήσει μέσα στην τελευταία απειροελάχιστη διάρκεια της τεράστιας ιστορίας αυτού του σύμπαντος και απ’ ό,τι φαίνεται θα έχει ένα ακόμα μεγαλύτερο σε διάρκεια μέλλον, το οποίο μπορεί να μας περιλαμβάνει, ή και όχι. Ποιά θα μπορούσε να είναι η σημασία μας σε αυτά τα πλαίσια; Η προσπάθεια να βρούμε τη θέση μας, να ανακαλύψουμε τη σχετικότητά μας, μπορεί να μοιάζει με ένα μνημειώδες αστείο. Θα πρέπει να είμαστε απίστευτα ανόητοι αν φανταζόμαστε πως θα μπορούσαμε να ανακαλύψουμε την παραμικρή σημασία για τους εαυτούς μας.

Κι όμως, είμαστε εδώ και προσπαθούμε να κάνουμε ακριβώς αυτό [...] να αποσαφηνίσουμε την υποβόσκουσα δομή του σύμπαντος και τη φύση της πραγματικότητας..."

("Η Κληρονομιά του Κοπέρνικου" του Caleb Scharf, εκδόσεις Ροπή. Μτφ. 
Γρ. Πανουτσόπουλος - Θεμ.Τσαλίκιας)

Τήνος, το Ξώμπουργκο.

Τέχνη είναι αυτό που συμβαίνει όταν εμείς κοιτάμε κάτι άλλο

Εμπρός της γης οι λυπημένοι...

Η προτομή, αρκετά ταλαιπωρημένη και απολεπισμένη, είναι του τρυφερού τεχνίτη Ιωάννη Πολέμη, τόσο αγαπητού παλιότερα ποιητή όσο τουλάχιστον και ο Κωστής Παλαμάς. Ο μέγας αδικημένος της νεοελληνικής ποίησης.
Επειδή τρεις είναι οι μεγάλοι ποιητές μας που δεν έχουν διαβαστεί σε όλη τους την έκταση λόγω του τεράστιου όγκου του έργου τους. Κυριολεκτικά απεραντογράφοι. Ιδιαίτερα αν συγκριθούν π.χ με τον Κάλβο, τον Καβάφη ή τον Καρυωτάκη. Εννοώ τον Παλαμά, τον Σικελιανό και τον Ρίτσο. Κατά σύμπτωση συγγενεύουν και οι τρεις ιδιοσυγκρασιακά.
Το συγκεκριμένο, τώρα, έργο φιλοτέχνησε ένας μεγάλος γλύπτης, ο τηνιακός Λουκάς Δούκας που όμως πέθανε πρόωρα χωρίς να ολοκληρώσει το έργο του. Το πιο σημαντικό γλυπτό του είναι ο Επαίτης (1918) έξω από τον Άγιο Παντελεήμονα στην Αχαρνών. Οικτρά κακοποιημένο σήμερα όπως έχω γράψει πολλές φορές, από την "φιλότεχνη" αλητεία που λυμαίνεται κάθε δημόσιο μνημείο. Προς δόξαν του εκάστοτε δημάρχου Αθηναίων. Αφού ζούμε σε μια πόλη που μισεί την γλυπτική.
Εν προκειμένω εδώ έχουμε κλασσικίζουσα εργασία με εξαιρετικό μοντελάρισμα - ο Δούκας υπήρξε στην Αθήνα μαθητής του Γεωργίου Βρούτου και στο Παρίσι του Μπουσέ. Δηλαδή σχέδιο και φόρμα. Πλάσιμο και υφή. Όγκος και διευθέτηση.
 Διαβάζουμε στην εγχάρακτη επιγραφή: 
Εγένετο δι' εράνων  των κατά τα έτη 1924 - 1927 συνδρομητών του περιοδικού Η Διάπλασις των Παίδων...Φανταστείτε! Υπήρχε μια εποχή που διεξαγόταν έρανος για να τιμηθούν πεθαμένοι ποιητές! Βέβαια πίσω από όλα αυτά ήταν ο άλλος μεγάλος, πολυδιαβασμένος αυτός αν και εξίσου απεραντογράφος, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος.
Λεπτομέρεια : Ο Πολέμης πέθανε το 1924 και ο Δούκας έναν χρόνο αργότερα. Άρα η προτομή που στήθηκε δαπάναις του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός το 1927, πρέπει να είναι ένα από τα τελευταία του έργα... Στην πραγματικότητα μόνο το πρόπλασμα φιλοτεχνήθηκε από τον Δούκα ενώ μεταφέρθηκε σε μάρμαρο από τον γλύπτη Ιωάννη Κουλούρη, μαθητή του Δημήτριου Φιλιππότη. Δίπλα του ενταγμένο αρμονικά στην βλάστηση, σώζεται σύνθρονο από γκρίζο μάρμαρο Υμηττού. Θεατρικό ή θρησκευτικό απομεινάρι; Καθόταν σ' αυτό ιερέας του Διονύσου ή του Ναζωραίου; Αγνοώ. Αγνοώ επίσης αν πρόλαβε να ποζάρει ο ποιητής στον γλύπτη ή αν ο τελευταίος δούλεψε από φωτογραφίες.
 Σε άλλη ευκαιρία ανέλυσα την δραματική προτομή του ηθοποιού και εκδότη του αναρχικού, σατιρικού περιοδικού Φραγγέλιο (1927 - 1929) Νίκου Βέλμου (+1930) που εκτίθεται στο Μουσείο Τηνίων Γλυπτών στον Πύργο. Το πρώτο του εξώφυλλο σχεδίασε ο ιδιοφυής Γιαννούλης Χαλεπάς. Ένας Χριστός μονοκοντυλιά κραδαίνοντας το μαστίγιο. Εναντίον των εμπόρων! Της πίστης, της τέχνης, της ζωής.
 Σήμερα παρουσιάζω τα "ευρήματα" από τη χτεσινή μου, ηλιόλουστη πλην κλεφτή, βόλτα στο Ζάππειο. Ο Δούκας δίδαξε στη Σχολή Καλών Τεχνών λίγους μόλις μήνες γιατί τον πρόλαβε ο θάνατος. Γεννήθηκε το 1890. Ανάλογη τύχη είχε κι ο άλλος, προικισμένος Τήνιος δημιουργός, ο Νικόλαος Λύτρας που πέθανε πρόωρα το 1927. Ο Μόραλης τού φιλοτέχνησε εξαίσιο, παστέλ πορτρέτο που όμως κάηκε όταν πυρπολήθηκε (!) το Πολυτεχνείο, το 1994. Το ξέρουμε μόνο απ' την φωτογραφία του λεξικού των εκδόσεων Μέλισσα, του αείμνηστου Γιώργου Ραγιά, πολύτιμου φίλου μου.
Είναι ωραίο από το κέντρο της Αθήνας ν' αναπολείς την Τήνο. Αναμένοντας να την ξαναδείς όταν τελειώσει ο εγκλεισμός σου...
Κάπου εκεί κοντά, τέλος, την ίδια ώρα πέρσι τέτοιον καιρό, κυκλοφορούσε κι ένα φορτηγό με μουσικές, παράτες και υποβολιμαία συγκίνηση. Αυτό που συνήθως ονομάζεται κιτς. Η μόνη τέχνη, φευ, που καταλαβαίνουν τα πιο δυστυχισμένα πλάσματα του κόσμου. Οι πολιτικοί. Τόσο εύκολοι και τόσο προβλέψιμοι στον ενθουσιασμό τους. Κι όμως, η αληθινή ομορφιά ήταν χτες τόσο κοντά. Και τόσο αθέατη. Ως συνήθως...

ΥΓ. Προσθήκη της τελευταίας στιγμής! Ζωγραφικό έργο διαλόγου προς το γλυπτό που μόλις μου έστειλε ο δημιουργός του Ηλίας Παπαηλιάκης, αναδρομική έκθεση του οποίου εντυπωσιάζει αυτό τον καιρό στη Δημοτική Πινακοθήκη: Ποιητής σε δημόσιο χώρο, 2014. Προσέξτε τις λεπτομέρειες στα μάτια και τη μύτη. Επειδή τέχνη σημαίνει απλώς μεταφορά μεταφερόμενου που λέμε και στα ανώτατα, πνευματικά ιδρύματα.

Κυριακή 25 Απριλίου 2021

Πάλι για την Ακρόπολη

(Ανεβάζω εδώ την πλήρη εκδοχή του άρθρου μου που δημοσιεύτηκε σήμερα συντομευμένο στο Βήμα της Κυριακής με τίτλο: Ακρόπολη, Τιμωρία χωρίς Έγκλημα, ελπίζοντας να μην ξεχάσετε ότι οι Καρυάτιδες που είναι σήμερα in situ στο Ερεχθείο, έχουν φτιαχτεί από τσιμέντο).

 "Επανέρχομαι στο θέμα της Ακρόπολης που δικαιολογημένα μονοπωλεί την επικαιρότητα. Κι όχι μόνο τους ειδικούς αλλά κάθε ευαίσθητο πολίτη, κάθε Έλληνα. Εφόσον ο Ιερός Βράχος δεν επιτρέπεται ν' αντιμετωπίζεται ως ιδιοκτησία κανενός ή ως άβατον αποκλειστικά για "μυημένους".
Ευθύς εξαρχής θέλω να δηλώσω ότι η επιτόπια, πρόσφατη ξενάγηση από τον ίδιο τον καθηγητή κ. Κορρέ διάρκειας 5 ωρών (!) μού έλυσε πολλές απορίες, ήρε αρκετές επιφυλάξεις και με έπεισε ως προς τα περισσότερα ζητήματα της παρέμβασης. (Στοιχειώδης εντιμότητα μού επιβάλει να το παραδεχτώ). Όμως υπάρχουν ακόμη πολλά προβλήματα τα οποία χρήζουν άμεσης επανεξέτασης και διόρθωσης. Με κυριότερο το θέμα της αναστρεψιμότητας των παρεμβάσεων, έννοιας την οποία εισήγαγε ο πολύτιμος Χαράλαμπος Μπούρας ήδη το 1963  και περί της οποίας διαρρηγνύει, επίσης, τα ιμάτια του και ο κ. Κορρές. Προσωπικά δεν το αμφισβητώ. Ειρήσθω εν παρόδω ότι ο αείμνηστος Μπούρας συνεργάστηκε αργότερα πολύ στενά με τον χαλκέντερο μελετητή και τωρινό αναστηλωτή του Μνημείου. Πράγμα που απλά σημαίνει ότι οι σύγχρονες διαστρώσεις είναι απολύτως αναστρέψιμες - μόνο κακόπιστοι θα υποστήριζαν το αντίθετο - ενώ ειδική μεμβράνη έχει διαχωρίσει το αραιωμένο μπετόν από τον κυρίως βράχο και τις ρηγματώσεις του.  Επίσης δεν ξεχνώ τον επίσης τσιμεντένιο διάδρομο του Ιωάννη Τραυλού με το αμμοχάλικο που ήταν όμως σε πολλά σημεία διαβρωμένος λόγω πολυχρησίας, ολισθηρά επικίνδυνος και που απαιτούσε άμεση επιδιόρθωση. Η προσωπική μου εντύπωση είναι πως η πρόσβαση στον Παρθενώνα αλλά και η όλη θέαση των μνημείων είναι σαφώς τώρα ασφαλέστερη και ανετότερη. Ιδιαίτερα όταν συνειδητοποιήσει κανείς πώς δίπλα του συνωθούνται και χιλιάδες άλλων επισκεπτών που έχουν το ίδιο, προσκυνηματικό δικαίωμα μ' εσένα. Κάτι που συνέβαινε εξάλλου και στην κλασική εποχή  αφού ο Παρθενώνας δεν φτιάχτηκε για να ατενίζεται κατά μόνας - όπως είναι το ρομαντικό όνειρο - αλλά υπήρξε το συλλογικό, δημοκρατικό επίτευγμα, μιας πολυάνθρωπης, δημοκρατικής κοινωνίας. Ο Ιερός Βράχος ήταν ανέκαθεν, σε όλο τον μακραίωνα βίο του, κοσμοβριθής ενώ δεχόταν φύρδην-μίγδην αναθήματα, κατασκευές, προσκτίσματα κοκ. Ούτε είναι λογικό σήμερα να αντιμετωπίζουμε το όντως πελώριο πρόβλημα της επισκεψιμότητας ενός τέτοιου μνημείου με λύσεις άλλων εποχών. "Φοβούμενοι" υποσυνείδητα την εποχή μας και την τεχνολογία της.
Αυτό που λέει συχνά ο Κορρές είναι ότι συγχέουμε τη ιδανική εικόνα της Ακρόπολης που έχει ο καθένας από την παιδική του ηλικία με την πραγματικότητα που λέγεται "Ακρόπολη - παγκόσμιο μνημείο" το οποίο δέχεται εκατομμύρια επισκεπτών όλο το χρόνο. Και πως οι σημερινές, καθημερινές ανάγκες είναι αδήριτες. Επειδή είναι άλλο πράγμα το ιδιωτικό όραμα κι άλλο η πραγματικότητα ενός Προσκυνήματος - υπερθεάματος. Επίσης διαμαρτύρεται για την προκατάληψη εναντίον του μπετόν το οποίο ως εύπλαστο και πειθαρχημένο υλικό είναι πιο κοντά στην υφή και τις πτυχώσεις του Βράχου. Τί προτείνουν αλήθεια οι διαφωνούντες;
Ο ίδιος αντιδρά στην δαιμονοποίηση και αισθητική απαξίωση του τσιμέντου, υλικού που αξιοποιείται από τη ρωμαϊκή ακόμη εποχή και επιμένει ότι έχει χρησιμοποιηθεί ένα μείγμα με 12% σκυροδέματος, με ελάχιστη χρήση πλεγμάτων και μάλιστα ελαφρών, δηλαδή "εξαριών". Επίσης παραδέχεται ότι υπάρχει μία κακοτεχνία διάστρωσης η οποία πρέπει να διορθωθεί ανάμεσα στο Ερεχθείο και τη νότια πλευρά του σηκού του Παρθενώνα εκεί που διαμορφώνεται ένα τσιμεντένιο έξαρμα ύψους περίπου μισού μέτρου το οποίο και ακαλαίσθητο αλλά και επικίνδυνο είναι. Επίσης διαφωνεί με την τοποθέτηση του ανελκυστήρα τόσο αισθητικά όσο και μορφολογικά. Ο ίδιος έχει άλλη πρόταση που δεν πληγώνει τόσο κατάφωρα τον Βράχο. Όπως επίσης θεωρεί προσωρινό τον διάδρομο που αρχίζει από την έξοδο του ανελκυστήρα και φτάνει ως την κεντρική διάστρωση. Η απομάκρυνση του βρίσκεται στις άμεσες προτεραιότητές του. Όσο για τα απαράδεκτα, μεταλλικά κολωνάκια τα οποία τού χρεώνουν, ο ίδιος δεν έχει καμία σχέση (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορεί και να τα αλλάξει. Και μάλιστα ταχύτατα)! 
Τέλος προτείνει επιχωμάτωση του Βράχου (και όχι διάστρωση) στην δυτική πλευρά το Παρθενώνα "όπως ακριβώς συνέβαινε και την εποχή του Περικλή". Και όπως επιτυχώς έχει γίνει στον Περίπατο της βόρειας κλιτύος. Η χρήση του τσιμέντου έχει λοιπόν οριστικά τελειώσει και το επόμενο μεγάλο του πρόγραμμα είναι η επανασχεδίαση των Προπυλαίων "όπως ήταν στην αρχή της ρωμαϊκής περιόδου" με την αποκατάσταση των σημερινών κακοτεχνιών. Και βέβαια η τάχιστη απομάκρυνση όλου αυτού του οπτικού θορύβου, της προσβλητικής ακαταστασίας που είναι κατά τη γνώμη μου το κύριο πρόβλημά του Βράχου. Με τις καλωδιώσεις που σέρνονται, τις ράγες, τις αποθήκες, τα διάσπαρτα υλικά, τις σκουριασμένες υποδοχές των προβολέων και λοιπά. Όλα αυτά πάντως πρέπει να συζητηθούν νηφάλια από την ευρύτερη, ακαδημαϊκή κοινότητα εφόσον ουδείς δικαιούται να μονοπωλεί το Μνημείο. Αλλά και να υπάρξει ευρύτατη ενημέρωση αφού πλέον έχει ανοίξει μια τόσο πλατιά συζήτηση. Με δικαίωμα λόγου πρωτίστως στους διαφωνούντες. Από την άλλη  είναι τέτοιο το πάθος, οι γνώσεις, η αφοσίωση, οι πολύχρονες έρευνες αλλά και το υψηλό ήθος του συγκεκριμένου μελετητή ώστε θα έπρεπε κανείς να είναι πολύ προσεκτικός, όταν διατυπώνει αντιρρήσεις. 
Το γεγονός αυτό, επιμένω, δεν σημαίνει πως ο κ. Κορρές διαθέτει το αλάθητο ή είναι ο απόλυτος ιδιοκτήτης του Βράχου.  Ούτε πως η εγχώρια και η διεθνής, επιστημονική κοινότητα δεν έχουν λόγους να ενδιαφέρονται. Αλλά και η ελληνική κοινωνία να ανησυχεί και να ερωτά. Απεναντίας. Αρκεί να υπάρχουν πραγματοποιήσιμες αντιπροτάσεις. Όμως είναι άλλο πράγμα η αισθητική διαφωνία κι άλλο η διαπόμπευση και η κομματικοποίηση. 
 Όλα κατά τη γνώμη μου άρχισαν από εκείνο το απαράδεκτο δελτίο τύπου το οποίο συνέταξε η κυρία Παναγιωταρέα (;) που εξ ονόματος της υπουργού λίγο-πολύ χλεύαζε όλους όσοι αντέδρασαν βλέποντας τις όντως τρομακτικές, πρώτες φωτογραφίες των τσιμέντων και του εργοταξίου στην Ακρόπολη. Όπως και η απαράδεκτη χρησιμοποίηση των ΑΜΕΑ ως κάλυψη για έργα τα οποία προφανώς και δεν φτιάχτηκαν για αυτούς όπως αργότερα οι πάντες παραδέχθηκαν.  Η επικοινωνιακή διαχείριση των συγκεκριμένων έργων υπήρξε λοιπόν από πλευράς της υπουργού επιεικώς απαράδεκτη. Κι είναι ενδεικτικό πως η κυρία Μενδώνη, σχεδόν με κάθε της ενέργεια, καταφέρνει να διχάσει ειδικούς και "ανίδεους", να ενοχλήσει τους ανθρώπους του πολιτισμού και να αποδείξει πως η πολυπραγμοσύνη συναγωνίζεται την αλαζονεία της. Ο ίδιος βέβαια ο πρωθυπουργός στη Βουλή παραδέχτηκε πως η υπουργός του δεν είναι πολιτικό πρόσωπο (sic). Όμως, έστω και έτσι, δεν της επιτρέπεται να διαπράττει σωρευτικά τόσα πολιτικά λάθη. Επίσης, όλη αυτή η πιεστική παρουσία χορηγών, ανακαινίσεων, καλλωπισμού καλά και σώνει, έργων και "έργων", αναθηματικών πλακών προς ευεργέτας και υπουργούς (sic) ενόχλησε όπως ήταν λογικό πολλούς και εμένα μαζί. Να εξηγούμαστε: Χρειαζόμαστε τους χορηγούς, αρκεί να υπηρετούν εκείνη την πολιτική που αποφασίζει η πολιτεία με τους θεσμούς της. Και η προβολή των χορηγών είναι επιβεβλημένη γιατί έτσι προσελκύονται και άλλες χορηγίες, αρκεί να μην χάνονται το μέτρο και η σοβαρότητα της προσφοράς. Είναι πάντως ενδεικτικό πώς το ποσό που χρειάστηκε για τον νέο ανελκυστήρα ήταν μόλις 700 χιλιάδες ευρώ. Διερωτώμαι, δεν μπορούσε να το αναλάβει η πολιτεία η ίδια ώστε να μην καταφύγουμε στην επαιτεία χορηγιών και την συνακόλουθη υποχρέωση αναθηματικών πλακών και λοιπών γελοιοτήτων; Διαμορφώνεται γενικότερα η εντύπωση πως το Υπουργείο Πολιτισμού αντί να έχει όραμα και άποψη, απλώς μανατζάρει τους μεγάλους χορηγούς ισορροπώντας στην, σχεδόν μεταφυσική κόντρα, του Ωνάση και του Νιάρχου. Ξαναζώντας το '60 από την ανάποδη. Όμως ο αληθινός πολιτισμός, η κοινωνική και η παιδευτική του διάσταση, ο δημοκρατικός, παλλαϊκός του χαρακτήρας είναι δυστυχώς έξω από αυτό το power game όπου η σκοπιμότητα βαφτίζεται ορθοφροσύνη.
 Εξηγούμαι: Νομίζω ότι το  ΚΑΣ  (κεντρικό, αρχαιολογικό συμβούλιο) πάσχει θεσμικά καθώς ο κάθε υπουργός διορίζει τους φίλα προσκείμενους με αποτέλεσμα να αμφισβητείται η αμεροληψία του. Η σημερινή συγκρότηση του μάλιστα είναι η υποδεέστερη όλων των εποχών. (Φανταστείτε πως μόλις πριν από είκοσι χρόνια στο ΚΑΣ συμμετείχαν ο Ανδρόνικος, ο Τουράτσογλου, ο Μπακαλάκης κ.α). Ως εκ τούτου έχει μετακυληθεί όλη η ευθύνη στους ώμους του κ. Κορρέ με αποτέλεσμα να εγκαλείται ο ίδιος, εκών άκων, για κάθε πολιτικό ατόπημα της κ. Μενδώνη. Η πρόσφατη δήλωση του σεβαστού αρχαιολόγου κ. Χρήστου Ντούμα είναι απολύτως ενδεικτική. Και για μένα αποτελεί αληθινό σήμα κινδύνου. Και μόνο τα ονόματα που αναφέρει όπως του Γιάννη Μηλιάδη, του Χρήστου και της Σέμνης Καρούζου, του Μανόλη Χατζηδάκη (αλλά και οι πιο πρόσφατες απώλειες των Γιώργου Δεσπίνη, Γεωργίου Δοντά, Σπύρου Ιακωβίδη, Άγγελου Δεληβορριά ή Αλέξανδρου Μάντη) αποδεικνύουν την υφιστάμενη λειψανδρία.
Δεν υπάρχουν όμωςκαι σήμερα αρχαιολόγοι - ερευνητές αδιαμφισβήτητου κύρους των οποίων η γνώμη και η παρέμβαση θα ήταν άκρως θετική; Αναφέρω ενδεικτικά: Βασίλειος Πετράκος, Μαρία Μπρούσκαρη, Πέτρος Θέμελης, Χρήστος Ντούμας αλλά και Ιορδάνης Παπαδημακόπουλος, Κώστας Ζάμπας κ.α.
Θεωρώ, τέλος, πως είναι εντελώς παρωχημένη η συγκρότηση αυτού του επιτελικού σώματος, του ΚΑΣ καθώς δεν συμμετέχουν σ' αυτό - εκτός των ανωτέρω αρχαιολόγων, αρχιτεκτόνων και λοιπών τεχνοκρατών - και διακεκριμένοι καλλιτέχνες, ιστορικοί τέχνης, μουσειολόγοι, αισθητικοί του χώρου κλπ. Φαντάζεστε να μπορούσε να εκφέρει άποψη για τη διάστρωση και την αισθητική της παρουσίαση ο ιστορικός τέχνης και συγγραφέας Παντελής Πρεβελάκης, ο ζωγράφος Γιάννης Μόραλης, ο γλύπτης Γιάννης Παππάς ή ο αρχιτέκτονας - καλλιτέχνης Κυριάκος Κρόκος; Ας βρούμε λοιπόν καλλιτέχνες που θα μπορούσαν εκτάκτως να βοηθήσουν σήμερα στο εγχείρημα, σταματώντας τον "εμφύλιο" ανάμεσα σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ και κομίζοντας την εμπειρία και την ευαισθησία τους. Όπως είναι ο γλύπτης Θόδωρος Παπαγιάννης, οι ζωγράφοι Δημήτρης Αληθεινός, Κυριάκος Κατζουράκης, Αλέκος Λεβίδης, η γλύπτρια Νέλα Γκόλαντα, η ζωγράφος Αιμιλία Παπαφιλίππου, ο ιστορικός τέχνης Άλκης Χαραλαμπίδης, ή ο σταθερά πολύτιμος Διονύσης Φωτόπουλος.
 Κάνω λοιπόν έκκληση αντί για συγκρούσεις σκοπιμοτήτων, κομματικής αντιπαράθεσης και καθημερινές "λιβελούλες" να ξαναγίνει μία σοβαρή και υπεύθυνη συζήτηση - αναθεώρηση για την Ακρόπολη και το μέλλον της - σωστότερα, το μέλλον μας - ασφαλώς με τον Μανόλη Κορρέ και τους συνεργάτες του επικεφαλής αλλά και μ' ένα συμβούλιο "ειδικής αποστολής" δίπλα του που να διαθέτει πυγμή, άποψη αλλά και μετριοπάθεια. Και που θα ελαφρώσει και τον ίδιο από το βάρος της αποκλειστικής ευθύνης. 
 Και βέβαια προέχει να ολοκληρωθεί το τεράστιο έργο της αναστήλωσης του σηκού του Παρθενώνα για το οποίο και ο ίδιος έχει προσφέρει τη ζωή και το ταλέντο του τα τελευταία 30 χρόνια. Όπως επίσης επιβάλλεται να οριστεί ξανά ο ρόλος και η λειτουργία του παλαιού Μουσείου της Ακρόπολης το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει το αποκορύφωμα όλων των παρεμβάσεων, ένας εκθεσιακός χώρος που μπορεί να επαναδραστηριοποιθεί υπό προϋποθέσεις στον οποίο θα υποκλινόταν η Υδρόγειος, όπως επί 20 χρόνια υποστηρίζω. Ένα μέγιστο, πολιτιστικό όπλο για πολιτικούς με όραμα".

Μάνος Στεφανίδης
Τακτικός καθηγητής ιστορίας της τέχνης
Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Παρασκευή 23 Απριλίου 2021

Για τον Δανιήλ Παναγόπουλο

Danil,  Φως, η φυσική και η μεταφυσική του

"Το έργο τέχνης μόνο παρεμπιπτόντως είναι ντοκουμέντο. Κανένα ντοκουμέντο δεν είναι από μόνο του έργο τέχνης".

Walter Benjamin, Μονόδρομος, εισαγωγή μετάφραση Νέλλη Ανδρικοπούλου, Εκδόσεις Άγρα 2004.



.

Η εικαστική Αθήνα προετοιμάζεται για ένα μεγάλο καλλιτεχνικό γεγονός: Η Gallery Roma, μετά τα μουσειακά της αφιερώματα στον Παύλο, τον Σκυλάκο, τον Ζογγολόπουλο, τον Μίχα κλπ και συνεχίζοντας το ριζοσπαστικό της πρόγραμμα που αφορά στην προβολή εκείνων των ιστορικών προσωπικοτήτων που απαρτίζουν την ελληνική avant-garde, παρουσιάζει το έργο ενός κορυφαίου "αγνώστου", του Δανιήλ Παναγοπούλου (1924 - 2008).
Συγκεκριμένα ο καθηγητής Μάνος Στεφανίδης, επιμελητής της έκθεσης μαζί με τον καλλιτέχνη Δημήτρη Αληθεινό, φίλο του Δανιήλ, σημειώνει:
"Στο ντόμινο της τέχνης προσέρχονται οι ενδιαφερόμενοι κομίζοντας ο καθένας τις αποσκευές του: Τις γνώσεις, την τεχνική, την επιμονή, το ταλέντο, την ευαισθησία, τη φιλοδοξία, την εμμονή και ο,τιδήποτε άλλο περιμένοντας να συμβεί το θαύμα. Τις περισσότερες φορές παράγονται έργα - ενδεχομένως θαυμαστά - αλλά θαύμα δεν προκύπτει. Για να προκύψει το θαύμα, πράγμα πολύ σπάνιο, χρειάζεται κάτι περισσότερο από όλα τα παραπάνω συστατικά. Χρειάζεται αυτό που ο Νίκος Καρούζος ονόμαζε "οντολογική συναίρεση λέξεων και πραγμάτων" εικόνων και ιδεών.
Ο Δανιήλ (Danil) αποτελεί σήμερα το αίνιγμα της γενιάς του όπως ανάλογα ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος παραμένει το αίνιγμα της γενιάς του '30. Ο Δανιήλ που υπήρξε μαθητής του Παρθένη, φοίτησε αρχικά στην ιατρική, υπήρξε υπότροφος του ελληνικού κράτους στο Παρίσι και αργότερα κατέθεσε το μεγαλύτερο μέρος του έργου στη Γαλλία, επηρεαζόμενος αρχικά από το επαναστατικό κλίμα του Μάη του '68. Υπήρξε φίλος και συνεργάτης του ριζοσπάστη θεωρητικού και κριτικού τέχνης Pierre Restany, εισηγητή του Nouveau Réalisme, δηλαδή της ευρωπαϊκής, στοχαστικής απάντησης στην ιλαρή ελαφρότητα της αμερικανικής pop art. Είναι πάντως πολύ ενδεικτικό ότι ο Δανιήλ, όπως εξάλλου κι ο επιστήθιος συνοδοιπόρος του Βλάσης Κανιάρης, έζησε και δημιούργησε παράλληλα με τα σύγχρονα του κινήματα, δηλαδή την Art Mécano,  την Arte Povera, την ομάδα Support - Surface, τον Minimalisme, το Informel χωρίς ποτέ να προσχωρήσει απολύτως σε αυτά αλλά επιμένοντας σταθερά στην καλλιτεχνική του ανεξαρτησία. Επιστρέφοντας πάλι στον Benjamin διαβάζουμε: "Στο έργο τέχνης ο νόμος της μορφής είναι κεντρικός. Το έργο τέχνης είναι συνθετικό εργοστάσιο παραγωγής ρεύματος" (sic).  Δεν θα μπορούσε να συμφωνήσει ο εξεταζόμενος δημιουργός περισσότερο.
Ιδιαιτέρως πνευματώδης, εσωστρεφής, αφοσιωμένος σε μιαν έρευνα ασυμβίβαστη ο Δανιήλ μάς κληροδότησε έργο - ορόσημο μιας ολόκληρης εποχής που σαφώς υπερβαίνει τα όρια της Ελληνικής τέχνης και συμπορεύεται με τις καλύτερες στιγμές της μεταπολεμικής, ευρωπαϊκής πρωτοπορίας. Για τον ίδιο μεγάλη τέχνη έχουμε όταν η κοινωνική αναγκαιότητα καθίσταται κοινωνική αναγκαιότητα.
Πολύ νωρίς ξέφυγε από το τελάρο και την αφηγηματική αναπαράσταση για να διεκδικήσει τον τρισδιάστατο χώρο με μία σειρά κατασκευών που όμως ανέτρεπαν όλες τις παραδοσιακές συμβάσεις αναπαράστασης. Χρησιμοποιώντας ευτελή υλικά, χαρτόκουτα, ξύλα, ζελατίνες και αργότερα λινάτσες και φυσικά χρώματα κατάφερε να δημιουργήσει έναν κόσμο που μέσα στην συγκινητικά χειροποίητη σαφήνεια του, αντιστεκόταν στο κυρίαρχο μοντέλο της υπερκατανάλωσης, της υπερπαραγωγής και της μαζικής εκβιομηχάνισης. Για τον ίδιο το έργο τέχνης είναι πρωτίστως μία κατασκευή, μία υλική διαδικασία η οποία όμως προϋποθέτει στοχασμό, λογικούς συνειρμούς και διαθέτει τη δυνατότητα απογείωσης. Ορθολογιστής, υλιστής, καχύποπτος απέναντι σε οποιαδήποτε μεταφυσική "διαφυγή", καταφέρνει παραδόξως με το ώριμο έργο του να ψηλαφήσει τα όρια του "κτιστού" και του "ακτίστου" φωτός και να καταθέσει δημιουργίες που χωρίς μεταφυσικές αναφορές, διαθέτουν ιερότητα και δέος. Παράλληλα ο ίδιος πιστεύει πως είναι τα σώματα, και μόνο αυτά, που σώζουν τις ψυχές.


Αντίθετα προς οποιονδήποτε άλλο, ο Δανιήλ από τα πρώτα ως τα έσχατα έργα του, από τις σπουδαστικές του τέμπερες ως τις υποβλητικές αφηρημένες συνθέσεις του '80, δεν διαπραγματεύεται το φως εικαστικά αλλά οντολογικά. Το δημιουργεί ex nihilo ως υλική αλλά και συγχρόνως απόλυτα πνευματική κατάκτηση. Ο Δανιήλ προϋποθέτει το φως ως χωρική αξία, το κατασκευάζει σαν μηχανικός φωτός, το ανασκάπτει σαν αρχαιολόγος του, το γεννά μέσα από τις σκιές σε τρόπον ώστε ο υλικός τοίχος από τον οποίο εξαρτώνται τα έργα του, να μην είναι ένα όριο, το πέρας του κόσμου αλλά να είναι η αρχή ενός άλλου. Ο Δανιήλ ανήκει σε εκείνους τους ξεχωριστούς καλλιτέχνες - όπως ήταν εξάλλου κι ο Duchamp, ο ουσιαστικός δάσκαλος της γενιάς του - που είχε απόλυτα ανάγκη τον υποψιασμένο θεατή - συμμέτοχο ώστε να ολοκληρωθεί το έργο. Όχιντόσο στα μάτια όσο στο μυαλό του αποδέκτη. Μηχανικός φωτός λοιπόν αλλά όχι με τους τρόπους των ιμπρεσιονιστών ή των φωβ - τους οποίους πάντως εκτιμούσε βαθιά - ούτε με την ιλουζιονιστική, αναγεννησιακή αισθητική αλλά μ' έναν τρόπο που συνδέει τον βυζαντινό μυστικισμό με τον Malevitch. Κυρίως γιατί ο Δανιήλ με μίαν απόλυτα ελεγχόμενη, ρασιοναλιστική  μέθοδο αλά Cézanne καταλήγει σε σχεδόν ανορθολογικά συμπεράσματα εικαστικής αποκάλυψης ( révélation). Πως δηλαδή είναι το φως πού γεννά τον χώρο ή καλύτερα που επιτρέπει στο χώρο να υπάρξει..."
Roma Gallery διαθέτοντας έναν μεγάλο αριθμό αγνώστων έργο του καλλιτέχνη έχει προγραμματίσει να παρουσιάσει αυτήν την αναδρομική έκθεση μνήμης αλλά και βαθύτερης γνωριμίας σε δύο ενότητες: στην πρώτη θα εκτεθούν νεανικά του έργα από την θητεία του στην σχολή καλών τεχνών αλλά και μετά στα οποία κυριαρχεί ιδιαίτερη αισθητική του καλλιτέχνη μέσα από μία σεζανική ανάλυση και μία αλά Matisse χρωματολογία.


 Στους άγνωστους,  πρωτοπαρουσιαζόμενους αυτούς πίνακες τους οποίους φιλοτέχνησε ο Δανιήλ όταν είναι περίπου 25 ετών, φαίνεται πόσο ώριμος, πόσο σημαντικός ζωγράφος είναι. Στην δεύτερη ενότητα θα παρουσιαστούν οι συνθέσεις της ωριμότητας του τα λεγόμενα Κουτιά ( Boîtes) και βέβαια οι μνημειακές του λινάτσες, αυτές που συνθέτει, που κατασκευάζει σαν αληθινός μηχανικός φωτός. Που συλλέγει το φως μέσα από τις σκιές, τα ανοίγματα και τις ρωγμές του χώρου δημιουργώντας το εκ του μηδενός. Έτσι ώστε η υλική κατασκευή, το έργο, να είναι απλώς η πρόφαση που θα επιτρέψει στον θεατή μόνος του να δει το φως, πέρα από το "έργο" ως αχειροποίητη οντότητα. Ο ζωγράφος σκηνοθετεί μια πραγματικότητα κι ο θεατής τη βιώνει (περισσότερα όμως στην δεύτερη ενότητα της αναδρομικής με τα έργα της ωριμότητας)"...


Σημείωση: Πρόκειται για μία εξαιρετικά τολμηρή σύνθεση την οποία φιλοτέχνησε το 1945 δηλαδή ήταν μόλις 21 ετών. Χρησιμοποιώντας το πίσω μέρος του καμβά, όπως ο δάσκαλος του Παρθένης, και πολύ νεφτιλίδικη πινελιά επιτυγχάνει ένα αποτέλεσμα γκωγκενικής ποιότητας. Προσέξτε πως ο χώρος συνομιλεί ενεργητικά με την "επιθετικά" στημένη γυμνή φιγούρα. Επίσης πως τα σεζανικά περιγράμματα ορίζουν με σχεδόν απόλυτο τρόπο την αφήγηση.

Πέμπτη 22 Απριλίου 2021

Για την Άνοιξη

Πότε έρχεται η Άνοιξη;

Έρχεται αληθινά η Άνοιξη
όταν φυσάει ζωογόνος ο αγέρας
στα πράσινα λιβάδια του Μονέ,
όταν κοκκινίζουν ερωτικά
οι παπαρούνες κι οι ανεμώνες,
όταν τα σύννεφα γίνονται αφρός
κι ο αφρός σύννεφα σ' ένα μπλέ
που πληγώνει τα μάτια.

Έρχεται αληθινά η Άνοιξη,
φανερώνει δειλά το ξανθό κεφάλι
όταν λειώνουν τα χιόνια στο Ζιβαρνί,
ο κήπος γεμίζει χαμομήλια
κι η λίμνη κυματίζει τα νούφαρα της.
Δεν υπάρχει άλλη Άνοιξη
απ' αυτή που αποφάσισε ο Μονέ,
ούτε μπορεί να 'ρθει αλλιώς....

... παρά με κωδωνοκρουσίες χρωμάτων.

     Όταν επιθυμώ λίγη Άνοιξη ακόμα
κι όταν το έξω και το μέσα κρύο περονιάζουν, πηγαίνω στο μουσείο.
Τότε βλέπω την Άνοιξη στα πεύκα
του Σεζάν, τα κυπαρίσσια του Βαν Γκογκ.
Τότε θυμάμαι κι εκείνη την Άνοιξη
που κρυφανασαίνει στον Παπαδιαμάντη.

Επίλογος
Τα υγρά σύννεφα της δύσης ήσαν αλλιώς πριν τα ζωγραφίσει ο Tiepolo. Ομοίως και οι θάλασσες του βορρά πριν τον Turner. Γενικά ο κόσμος δεν είναι ο ίδιος μετά την μεγάλη, ευρωπαϊκή ζωγραφική. Ομοίως και με την μεγάλη μουσική. Το πρόβλημα της τέχνης σήμερα είναι ότι παραπαίει χωρίς μεταφυσική άλω, απλώς διαθέτει ντοκουμέντα! Κι ο κόσμος της, απομαγευμένος, δεν κρύβει πλέον μυστήριο.
ΥΓ. Και κάτι που αφορά στα καθ ' ημάς. Τί είναι πιο δύσκολο, να απομυθοποιήσεις την παράδοση καθιστώντας την φολκλόρ ή να την φορτίσεις με την αποδυναμωμένη της πνευματικότητα; Η Μεγάλη Παρασκευή είναι ημέρα πένθους αλλά και χαρμολύπης. Είναι αντιαισθητική οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση. Ομοίως είναι ανόητο να χαρίζουμε την ποίηση της αποκλειστικά στο ιερατείο. Διαπράξαμε την ίδια ηλιθιότητα εγκαταλείποντας την πολιτική αποκλειστικά στους πολιτικούς. Η ορθολογική ομοιομορφία της παγκοσμιοποίησης αποτελεί τον καρκίνο του πλανήτη.

Ο Αρανίτσης για τον Καρούζο


Ο Ιάλυσος, γιος της Κυδίππης και του Κέρκαφου, είχε ιδρύσει την πόλη Ρόδο και πολύ σωστά έπραξε αφού, στην αντίθετη περίπτωση, οι ιππότες του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη δεν θα είχαν αγοράσει το νησί το 1309.
Κατόπιν, ο Χιλιανός Αλεχάντρο Χοντορόφσκι ίδρυσε το σουρεαλιστικό κίνημα S.ΝΟΒ. Τέλος, ο συγγραφέας Γιώργος Σκούρτης, το 1987, ίδρυσε τη «Ράμπα», το διάσημο μπαράκι στην Τσαμαδού. Εκεί σύχναζε διψασμένος ο Νίκος Καρούζος, ο προ-προτελευταίος ίσως μεγάλος μας ποιητής, με τις τσέπες του συνήθως άδειες, εκτός κι αν είχε εισπράξει κάποια σωτήρια προκαταβολή απ' τον Καστανιώτη ή απ' την «Εστία». Ο Σκούρτης βέβαια ήταν κάθε άλλο παρά απρόθυμος να αποτελέσει υπόδειγμα οικοδεσπότη απέναντι στον ξεχωριστό του θαμώνα· αυτός, με τη σειρά του, σκάρωνε πού και πού, επί τόπου, ένα ποίημα και το άφηνε με τον πομπώδη, βαθυστόχαστο, κάπως σπασμωδικό του τρόπο πάνω στον πάγκο, σαν κλητήριο θέσπισμα. 
Ησυνήθεια του Καρούζου να χαρίζει ποιήματα σε φίλους και γνωστούς ή να αποζημιώνει, μέσω αυτών, για τις οφειλές του σε ορισμένα μπαρ ή και εστιατόρια, όπως έκανε ο Πικάσο με τα σκίτσα του αν πιστέψουμε τον θρύλο, μας καλεί να του αναγνωρίσουμε την πρωτοτυπία της άσκησης μιας ιδιαίτερης μορφής αφιέρωσης. Οχι εκείνης της τετριμμένης που συνοδεύει το χειρόγραφο δίκην ρητής προμετωπίδας -στον τάδε ή στη δείνα-, επαναλαμβανόμενη στο τυπωμένο κείμενο, και την οποία έβρισκες στη μαύρη αγορά για πενταροδεκάρες, όχι! Εδώ γινόταν παραχώρηση του ίδιου του αντικειμένου, της ίδιας της σελίδας, οριστικά και αποκλειστικά δικής σου, εσένα του παραλήπτη, δίχως καν ο συγγραφέας να έχει κρατήσει αντίγραφο. Που σημαίνει ενδεχομένως το αποκορύφωμα μιας γενναιόδωρης παρόρμησης εν ονόματι του παρόντος ως ενεργοποιημένου λίκνου αυθόρμητων συμβάντων. Θα λέγαμε το ίδιο και για τους παραχωρητικούς αυτοσχεδιασμούς του Λάγιου, αν δεν ήταν πασίγνωστη η τερατώδης μνημονική του ικανότητα, κατά τι ανώτερη εκείνης του Καρούζου, οπότε όλοι υποπτεύονταν ότι κρατούσε αντίγραφα στα νευρικά κύτταρα του ιππόκαμπου του εγκεφάλου του. Οι ομοιοκαταληξίες σχημάτιζαν τις αλυσίδες των πρωτεϊνών. 
Αυτή είναι άλλωστε η υπονοούμενη αντιστοιχία με το χρήμα, όταν ποιήματα γραμμένα επί τόπου εξοφλούσαν το κέρασμα της βότκας στη «Ράμπα» ή στο «Dada» ή στο «Flower» ή στο «18», αραιωμένης με ελάχιστο τόνικ, για να μην αναφέρουμε και τα ούζα (συνήθως Mini). Οχι ότι υπήρξε ποτέ κανένας σοβαρός μπάρμαν που θα δεχόταν τις λέξεις, ειδικά τέτοιες λέξεις, σαν ταμειακό αντίτιμο, ωστόσο κάποιοι απ' αυτούς που ενδιαφέρονταν διακαώς για τον Νίκο, όπως ο Λώρας, που τον υποδεχόταν με την ηχηρή προσφώνηση «Δάσκαλε!!!» και χτυπώντας τα κουδούνια, ενέδιδαν στη δική του αντίληψη της αναχωρητικής πενίας, συμμορφούμενοι με τους όρους ενός πρωτόγονου οικονομικού μοντέλου ανταλλαγής αγαθών, όπου τα δύο μέρη συνομιλούσαν κατ' ανάγκην διαρκούσης της ριψοκίνδυνης προόδου μιας, εξαντλητικής μεν αλλά, ως επί το πλείστον, εγκάρδιας αμοιβαιότητας. Αυτή καρποφορούσε μέσα στις αναθυμιάσεις του αλκοόλ, όπου η ικανοποίηση του να δίνεις, ομολογουμένως εύθραυστη μεταξύ τόσο ιδιόρρυθμων ατόμων, δεν ήταν εντούτοις περισσότερο αμφίβολη, ούτε λιγότερο ειλικρινής, από εκείνη του να αποδέχεσαι. Στον Καρούζο άρεσε να βλέπει το ποίημα να εξάπτει την πραγματικότητα, εξασφαλίζοντάς της μια δραστική και ακαριαία αναλαμπή, κατά το πρότυπο του χαϊκού, βλέποντάς το να αιωρείται ανάμεσα στη στιγμή της γέννησης και τη στιγμή που ενταφιάζεται στην εμπειρία του ενθυμίου. Διότι γνώριζε, όπως όλοι οι μεγάλοι ποιητές, ότι κάθε ποίημα είναι αποχαιρετιστήριο. 
Ηνύχτα ευλογούσε τα παραπάνω από διακριτική απόσταση. Μερικά απ' αυτά τα κειμήλια ήταν εκ των προτέρων σφυρηλατημένα στο πληκτρολόγιο μιας αρχαίας γραφομηχανής, καθώς τα ετοίμαζε πριν ξεκινήσει από την υπόγεια γκαρσονιέρα του, στην οδό Σούτσου, σκοπίμως επιπλωμένη σαν κελί φυλακής, με κατεύθυνση κάποιο σπίτι του οποίου ο νοικοκύρης αδίκως περίμενε, ως εχέγγυο τακτοποίησης υποχρεώσεων, την περίφημη φαρδιά κόκκινη κορδέλα της συσκευασίας του ζαχαροπλαστείου. Με την εγγενή του ιδιοτροπία, το ποίημα που χαριζόταν αντί για ένα κουτί γλυκά ή ένα μπουκάλι Ballantine's διέλυε κάθε υπόλειμμα αμηχανίας στο κατώφλι μιας ανεπιθύμητης επισημότητας. Έτσι πολλοί ιδιώτες βρέθηκαν σήμερα να έχουν στην κατοχή τους κείμενα του Νίκου, μεταξύ των οποίων αρκετά λογοτεχνικά διαμάντια. Επιπλέον, άλλα ποιήματα κοιμόνταν σε φακέλους και σε συρτάρια, και υπήρχαν εκεί, όσο και σε κορνίζες, όπως στο σπίτι μου π.χ., διάσπαρτοι στίχοι, ζωγραφιές λουλουδιών, σκαριφήματα και σιβυλλικές σημειώσεις, επίσης όλων των ειδών τα καρουζικά αποφθέγματα σε ηρακλείτειους τόνους, όσο και απρόσμενες διευκρινήσεις στην πίσω όψη φωτογραφιών, για να μην πούμε και για τα μικρά πεζά που δεν ήξερες αν η κρυμμένη στιχουργική τους απαιτούσε να υπολογιστεί ως λυρική υποθήκη ή αν ήταν επί τούτου σχεδιασμένη για να περάσει απαρατήρητη και να στοιχειώσει στην υποσημείωση κάποιου ανοιχτομάτη επιμελητή. 
Δέκα εννέα χρόνια απ' τον θάνατο του Νίκου Καρούζου, ο θρύλος αυτής της διασποράς έδωσε στον Ικαρο και στη Μαίρη Μεϊμαράκη, κληρονόμο των πνευματικών του δικαιωμάτων, την ιδέα να περισυλλέξουν ό,τι πιο ελκυστικό υπήρχε εδώ κι εκεί σ' ένα βιβλίο που δεν θα ανήκε μεν στο Corpus, δηλαδή στον δίτομο Κανόνα των εγκεκριμένων ποιημάτων τα οποία είχαν καταχωρηθεί αμετακλήτως στις συλλογές, αλλά θα συγκροτούσε ένα μυστηριώδες και χαριτωμένο πάρεργο, ιδανικό για μελετητές και λάτρεις του έργου ή απλώς κάτι σαν το Τετράδιο Γυμνασμάτων Β' του Σεφέρη. Η Μαριλένα Πανουργιά, της οποίας την έμφυτη χάρη ο υποφαινόμενος είχε κάποτε θεωρήσει ως το υπ' αριθμόν ένα εκδοτικό μυστικό της δεκαετίας, είχε την καλοσύνη να του αναθέσει τα περαιτέρω. 
Μια τέτοια φιλοδοξία συνεπαγόταν έναν αγώνα δρόμου για να εντοπιστούν τα κείμενα, δηλαδή να ειδοποιηθούν οι ανάδοχες οικογένειες των ορφανών ώστε να προσφέρουν αντίγραφα. Στον μαραθώνιο των επαφών που ακολούθησαν, άνθρωποι όπως ο Σκούρτης, ο Μάνος Στεφανίδης, η Εύα Μπέη, η Λέλη Μπέη, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, το ζεύγος Ξένου, ο Αλέξης Ζήρας, ο Κώστας Σοφιανός, ο Γιάννης Πατίλης, ο Χάρης Βρόντος, ο Θάνος Σταθόπουλος και πολλοί άλλοι ανταποκρίθηκαν με προθυμία, ενίοτε φλογερή, και το υλικό άρχισε να συγκεντρώνεται στα γραφεία της οδού Βουλής 4, για να παραπεμφθεί στη φιλόλογο Μαρία Αρμύρα, με στόχο μια πρώτη ταξινόμηση. Κάποια τιμητική κινητικότητα γύρω απ' τα πνευματικά ερείπια του διάτρητου έργου του Νίκου είχε ήδη αρχίσει να γίνεται αισθητή μαζί με τις συζητήσεις σχετικά με το μάταιον του ποιήματος μιας χρήσεως -πεποίθηση που ο Καρούζος είχε αντλήσει απ' τον βουδισμό ζεν- ή την αθώα χριστιανική προκατάληψη σύμφωνα με την οποία η ανώτερη μορφή πολυτιμότητας που μπορεί να αποδοθεί σ' ένα αντικείμενο είναι ο χαρακτήρας του Λάβετε εξ αυτού πάντες. Αμήν. Και μήπως δεν ζούσαμε σ' έναν κόσμο ασαφή και διφορούμενο ως προς το τι είναι ιδιόκτητο και τι ανήκει στη δημοσιότητα; Ενα φωτοτυπικό μηχάνημα ή ένα σκάνερ σου επέτρεπε να επιστρέψεις το δώρο και, συνάμα, να το κρατήσεις. 
Ετσι άρχισαν να φτάνουν στο φως λησμονημένα τεκμήρια, συμπαρασύροντας στην ανάδυσή τους προφορικές μαρτυρίες ολοκληρωτικά παράλογες ή και ευτράπελες, διότι τίποτα δεν συνδέεται στενότερα μ' ένα τραγικό πνεύμα, όπως αυτό του πρωταγωνιστή μας, απ' ό,τι οι εμπειρίες εκείνες όπου η απόγνωση φωτίζεται από αστραπές κωμωδίας. Φέρ' ειπείν, καθώς ο Τσιτσάνης και η Μπέλλου τραγουδούσαν εναλλάξ στη θολή ατμόσφαιρα του «Σκοπευτηρίου», στην Καισαριανή, υποφέροντας στωικά την εκτροπή του αυθεντικού ρεμπέτικου ρεύματος στην κοίτη του φτηνού ηλεκτρικού ήχου, και ενώ ο Καρούζος απολάμβανε το ουίσκι του με τον ποιητή Νίκο Τρίκολα και την εκκεντρική Νανά Ησαΐα, αιωνία της η μνήμη, προέκυψε ένα θέμα ζωής και θανάτου, κυριολεκτικά και μεταφορικά, όταν ο επικεφαλής της παρέας άρπαξε ένα κομμάτι χαρτί και, γράφοντας δυο τρεις λέξεις, ζήτησε απ' τον συνονόματό του να το πάει ώς το πάλκο για να το υπογράψει ο Συνθέτης αυτοπροσώπως. Το περιεχόμενου του καρουζικού χρησμού ήταν: 
ΤΣΙΤΣΑΝΗ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ 
Το 1993, ένας Μεξικάνος που θορυβήθηκε απ' τα όσα δυσάρεστα του είπε η χαρτορίχτρα Γκλόρια Βιλιανουέβα διαβάζοντας τα ταρό, τράβηξε απ' τη ζώνη του ένα περίστροφο των 9 mm και της έριξε δύο σφαίρες στο κεφάλι. Απεναντίας, ο αξιολάτρευτος Τσιτσάνης, που τραγουδούσε με το μειλίχιο, καλοκάγαθο, κάπως βαριεστημένο στιλ του, και έχοντας ενδεχομένως γλαρώσει λιγάκι απ' τα τσιγαριλίκια του, πήρε το στυλό που του ενεχείρισε ο Τρίκολας και υπέγραψε ευχαρίστως. Η Μπέλλου, με τη θεσπέσια, συνταρακτική φωνή της, φωνή θεοσκότεινη και συνάμα υπέρλαμπρη, καθόταν σε αγαλματώδη ακινησία ερμηνεύοντας το «Πάλι στις τρεις ήρθες εχτές να κοιμηθείς» και υπάρχουν αυτήκοοι μάρτυρες που βεβαιώνουν ότι ήταν σαν να τραγουδούσε ο ίδιος ο θάνατος. Κατ' ουσίαν, η Σωτηρία δεν τραγουδούσε σαν τον θάνατο αλλά σαν νεκρή -μια προσωπίδα που αναγνωρίζει κανείς και στον Καζαντζίδη, εν μέρει δε και στον Στράτο Διονυσίου. Και στον Τσιτσάνη, φυσικά, αν και αυτός το αγνοούσε, δηλαδή αγνοούσε ότι, πέραν ενός ορίου, το τραγούδι δεν πήγαζε απ' τον ίδιο τον τραγουδιστή αλλά κατευθείαν από τα έγκατα του συμβολικού συστήματος, τουτέστιν απ' τη συνάθροιση της ολομέλειας των πνευμάτων που κυβερνούσαν τον ωκεανό των συγκινήσεων της μουσικής παράδοσης. Για να μην ξεχνάμε πώς το έλεγαν παλιότερα, η μουσική πήγαζε απ' τον Αδη. Ασφαλώς, ούτε η Μπέλλου το ήξερε, όμως το ήξερε η φωνή της. Εντούτοις, δεν υπήρχε εκεί γύρω, στον φορτισμένο αέρα, ούτε ίχνος μακάβριου υπαινιγμού και όλοι καλοπερνούσαν -ο Τσιτσάνης εργαζόμενος με αυτόματο πιλότο, η Μπέλλου περιμένοντας να σχολάσει για να ρίξει καμιά ζαριά, ο Καρούζος, ο Τρίκολας, η Ησαΐα, οι φοιτητές, η μεσήλικη πελατεία, μέχρι και τα γκαρσόνια, που λέει ο λόγος. Οπως στην Εκκλησία, τουλάχιστον την Ορθόδοξη, όπου βασιλεύει η έμμονη ιδέα του ζωοποιού θανάτου, το μουρμουρητό του Τσιτσάνη είχε το ύφος της άφεσης αμαρτιών, συν εκείνη την πικρή γλύκα που συναντάμε στη συμπεριφορά των πληγωμένων ζώων ή στα φρούτα του φθινοπώρου. Για την ακρίβεια, κάτι στο βάθος της νιαουριστής φωνής του θύμιζε σουρντίνα ή, καλύτερα, τον ήχο απ' τις ρόδες της άμαξας που περνούσε μπροστά απ' το σπίτι του ετοιμοθάνατου Βέρντι, όπου οι γείτονες είχαν στρώσει άχυρα για να αποτρέψουν την ενόχληση του διάσημου ασθενούς. Η μονότονη κλάψα αυτής της ρυθμικής εξομολόγησης οδηγούσε σ' ένα τοπίο απ' αυτά όπου πάντοτε ψιλοβρέχει. 
Με ρωτάτε τι σήμαινε το σημείωμα του Καρούζου. Τι να σας πω; Πιθανόν ότι ο Τσιτσάνης ανήκε σ' εκείνη τη υπέρμετρα ευγενή στόφα ανθρώπων που δεν αξίζει να ζουν στη γη και που η θέση τους είναι με τους αγγέλους. Ισως πάλι να επρόκειτο για χειρονομία ισοδύναμη της πλαστής επιταγής που φιλοτέχνησε ο Ντισάν για να πληρώσει τον οδοντίατρό του ή για υπόμνηση τύπου βουδιστικού κοάν, δηλαδή για μιαν αντιφατική φράση που διατυπωνόταν με την ελπίδα ότι ο παραλήπτης θα φωτιζόταν διά του παραδόξου. Αλλά, ως προς τι να φωτιστεί ο Τσιτσάνης και μάλιστα από το ζεν; Ηδη απαύγαζε, έστω με το αποτσίγαρο ακουμπισμένο στο φρικτό, πελώριο, μαύρο ηχείο, στ' αριστερά του. Είμαστε εξάλλου υποχρεωμένοι να αποκλείσουμε την περίπτωση κατά την οποία ο Καρούζος, εκνευρισμένος από την έξαρση της καταναλωτικής παρακμής που απειλούσε την αίγλη του μουσικού μας κληροδοτήματος ή από κάποιο στρίγκλισμα της μικροφωνικής εγκατάστασης ή κι από μιαν αναπάντεχη αργοπορία του σερβιτόρου, βιάστηκε να συνδέσει τις τρέχουσες ευτυχίες της αλκοολικής χαλάρωσης με τη θανατική καταδίκη, όπως έκανε για παράδειγμα ο γρουσούζης και δύστροπος Μπραμς, για τον οποίο ελέγετο (από την οικονόμο του) πως, όταν ήταν ευτυχισμένος, καθόταν στο πιάνο και έπαιζε το αγαπημένο του τραγούδι με τίτλο «Ο τάφος είναι η χαρά μου». Αν ίσχυε κάτι τέτοιο, δεν θα χρειαζόταν η συγκατάθεση του Τσιτσάνη. 
Κι έπειτα, σε τι θα ωφελούσε να πεθάνει ο μέγας ρεμπέτης αν ήταν κιόλας νεκρός; Αυτό θα αναλογούσε στην εκταφή και τον απαγχονισμό του Κρόμβελ δύο χρόνια μετά απ' τον θάνατό του, με διαταγή του Καρόλου Β'. Σημειωτέον ότι, μιλώντας για νεκρούς, στην περίπτωσή μας και υπό την έννοια ότι μόνον το ψεύτικο ζει στο διηνεκές, αναφερόμαστε σε όντα βυθισμένα ούτως ειπείν στην άβυσσο της αλήθειας των γεγονότων. Σωρεία παρεμφερών ερωτημάτων συνοδεύει άλλωστε την αναπόφευκτη συσχέτιση της εντολής του Καρούζου με τη θεολογική παραδοχή ότι, για να ζήσει ένας άνθρωπος, πρέπει προηγουμένως να πεθάνει μέσω της επίπονης μύησης στη βαθμιαία απέκδυση του Εγώ, όπως τίθεται ας πούμε στην Β' Προς Κορινθίους. Αυτή την απέκδυση γιορτάζει και το ρεμπέτικο. Ο Καρούζος πρέπει να αγαπούσε τον Τσιτσάνη φανατικά και μπορεί να επιθυμούσε, την ώρα εκείνη, να καταλάβει γι' αυτόν τα πάντα, σε βάθος, ώς τον πιο ενδόμυχο πυθμένα της ύπαρξής του. Ο Λόρενς (προσοχή: όχι ο Λώρας, ο Λόρενς) είχε γράψει ότι «για να γνωρίσεις στ' αλήθεια κάποιον, πρέπει να τον σκοτώσεις». Τέλος, μπορεί ο χρησμός να προέτρεπε τον Τσιτσάνη να κάνει τον συλλογισμό ότι, ούτως ή άλλως, αν η μουσική ήταν η σωτηρία του πνεύματός μας, το αποτέλεσμα δεν μεταβαλλόταν. Ο Καρούζος υποστήριζε το ίδιο για τον εαυτό του: «Εάν πεθάνω γλίτωσα· εάν επιζήσω γλίτωσα / πάλι.» (Β: 476) Ή, όπως το έθεσε η Αΐντα Λουπίνο στο «We Live Again», ήδη το 1934: «Αν πιεις, πεθαίνεις, αν δεν πιεις, πάλι πεθαίνεις. Αρα πιες». 
Ολα τα παραπάνω συνέβαιναν ερήμην της λουλουδούς, ονόματι Καραχάλιου Ελισάβετ του Σπυρίδωνος, που κυκλοφορούσε ανάμεσα στα τραπέζια νομίζοντας ότι όντως είναι μια λουλουδού ονόματι Ελισάβετ που δουλεύει για τα προς το ζην. Τεράστια πλάνη! Παίρνουμε το θάρρος να υποθέσουμε ότι την πονούσαν ελαφρά τα πόδια της ένεκα των ψηλών τακουνιών κι ότι η ενόχληση αυτή επιδρούσε υπό μορφήν αντιπερισπασμού ως προς τη σύλληψη των απόκοσμων συχνοτήτων της πραγματικότητας που την περιελάμβανε και, άρα, τη συνιστούσε. Ξαφνικά, ο Τσιτσάνης, έχοντας μισοσυνέλθει απ' τη μαστούρα, θυμήθηκε αμυδρά το σημείωμα που είχε φτάσει σ' αυτόν σαν ετυμηγορία ενόρκων και, αφού κάλεσε την περί ης ο λόγος, της ζήτησε να ρωτήσει «εκείνον εκεί τον κύριο» (έτσι το έθεσε), δείχνοντας με την προέκταση του βλέμματός του τον Καρούζο, να της πει (ώστε να του πει) τι ακριβώς είχε υπογράψει. Αυτή εκτέλεσε το καθήκον της σεμνά, χωρίς να βρει προσκόμματα και γυρίζοντας στον Τσιτσάνη ανακοίνωσε επί λέξει: «Υπογράψατε ένα χαρτί που έλεγε "Τσιτσάνη, πρέπει να πεθάνεις"». 
«Α, καλά...» είπε ο Τσιτσάνης και, κατόπιν, σηκώθηκε με αργές κινήσεις για να πάει σ' ένα τραπέζι, στη γωνία, να τσιμπήσει τα απαραίτητα. Προς στιγμήν ανησύχησε μήπως είχε υπογράψει κανένα γραμμάτιο. Μάλιστα, ένας θρύλος που διασώζει η νύχτα και που οι μελετητές του ρεμπέτικου συναντούν σε ποικίλες παραλλαγές μιλάει για ένα σωρό ακόμη θαύματα. Επί παραδείγματι, φημολογείται πως, όταν έκλεισε το «Σκοπευτήριο», τα φαντάσματα των σερβιτόρων συγκεντρώνονταν και γλεντούσαν χορεύοντας και τραγουδώντας, περιπαθώς, όπως αρμόζει στο ιαμβικό τετράμετρο, το «Απόψε κάνεις μπαμ», έχοντας τροποποιήσει τους στίχους για την περίσταση. Συγκεκριμένα, αντί τού πένθιμου «Απόψε στου Τσιτσάνη πω πω τι έχει να γίνει!» (τι θα γινόταν δηλαδή;), ακουγόταν το χαρμόσυνο: 
«Να πείτε του Τσιτσάνη πως πρέπει να πεθάνει»! 
Κι ένας σκύλος, που καθόταν απ' έξω περιμένοντας εις μάτην κανένα κόκαλο απ' τα αποφάγια, άκουσε τη φασαρία και σκέφτηκε: «Είδες; Για να λένε ότι πρέπει να πεθάνει ο Τσιτσάνης, πα' να πει ότι ζει!» 
Την ιστορία αφηγήθηκε ο Τρίκολας στον Αριστηνό κι αυτός σ' εμένα κι εγώ έβγαλα το συμπέρασμα ότι η μουσική είναι μια χώρα όπου θα σου δοθεί χάρη μόνον αν μπορέσεις να αποδείξεις ότι δεν τη χρειάζεσαι. 
Παρεμπιπτόντως, η Γκλόρια Βιλιανουέβα επέζησε της δοκιμασίας. 
Ευλογημένες οι λέξεις που περιμένουν τον αναγνώστη τους για χρόνια. Πολλά είναι τα ταξίδια δίχως προορισμό. Ομως κανένα ταξίδι δεν είναι δίχως αφετηρία.