Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 30 Μαΐου 2017

Τα μυστικά των εικόνων - η γενιά του '60. Α! μέρος.


Εγκαίνια Πέμπτη 1η Ιουνίου, 7.30 μ.μ. 
στο Πολιτιστικό Κέντρο δήμου Αλίμου, λεωφόρος Ιωνίας 96

Η γνώση της τέχνης μας, σύγχρονης και παλιότερης, δεν συνιστά απλή πολυτέλεια αλλά πράξη ουσιαστικής αυτογνωσίας. Η τέχνη μας είμαστε εμείς οι ίδιοι, η καθημερινή ζωή μας αλλά κάπως αλλιώς. Δηλαδή η αδιαπραγμάτευτη μας ζωή, με όλες τις αντιφάσεις ή τις αντιξοότητες, αλλά κάπως αλλιώς. Σαν μια μυστική δύναμη να έχει μεταμορφώσει την καθημερινότητα σε μαγεία. Αυτό είναι ό τι αποκαλούμε τέχνη κι αυτή είναι η αναμορφωτική της δυνατότητα. Κι ας μην ξεχνάμε: Η τέχνη είναι διαλεκτικά αντίθετη προς κάθε μορφή εξουσίας ενσαρκώνοντας η ίδια την ουτοπία της διαρκούς επανάστασης. Κάτι που δεν αντιλαμβάνονται ούτε οι συνδικαλιστές ούτε κι οι γραφειοκράτες της τέχνης. Ούτε βέβαια οι μεταπράτες ή οι διαφημιστές της. Η τέχνη αποτελεί ενδιάθετη γνώση και ως τέτοια δεν χρειάζεται απόδειξη. Είναι τέλος η τέχνη μια τρέλα χωρίς την αρρώστια κατά την επιτυχημένη διατύπωση του πρόωρα χαμένου Γιώργου Λάππα.
Γενικά τώρα μιλώντας η σύγχρονη τέχνη μας εκκινεί στις αρχές του 20ου αιώνα με τις επιβλητικές δημιουργίες του Κωνσταντίνου Παρθένη (1878-1967), του Γεωργίου Μπουζιάνη (1885-1959) και του Φώτη Κόντογλου (1896-1965). Πρόκειται για τρεις δασκάλους που έμμεσα ή άμεσα διαμορφώνουν τη γενιά του '30, δηλαδή την ελληνοκεντρική καλλιτεχνική έκφραση και ορίζουν την πραγματικότητα,ή αν προτιμάτε,την ουτοπία μιας εθνικής σχολής.


Ο Τσαρούχης, ο Διαμαντόπουλος, ο Εγγονόπουλος, ο Μόραλης, ο Νικολάου, η Λυμπεράκη, ο Μαυροΐδης, ο Κοντόπουλος, η Μελά-Κωσταντινίδη, ο Αστεριάδης, ο Σικελιώτης, ο Βασιλείου, ο Καπράλος, ο Ζογγολόπουλος, ο Λουκόπουλος, ο Σκλάβος, ο Λαμέρας, ο Σπυρόπουλος, Μυλωνά κλπ. είναι τόσο απαστράπτουσες, ατομικές περιπτώσεις όσο και η εξέλιξη των προβληματισμών που διατύπωσαν οι προειρημένοι δάσκαλοι. Με τους δύο ιδιοφυείς αθώους τον Γιαννούλη Χαλεπά (1851- 1938) και Θεόφιλο Χατζημιχαήλ (1873-1934) να αποτελούν τις δύο ανένταχτες εξαιρέσεις που όμως συγκροτούν έναν διαφορετικό κανόνα. Τον κύκλο των μεγάλων δημιουργών που βρίσκουν το δρόμο τους ανάμεσα στην γενιά του '30 και τους τρεις προαναφερθέντες δασκάλους της συμπληρώνουν οι περιπτώσεις του Νικόλαου Λύτρα, του Κωνσταντίνου Μαλέα, του Γεράσιμου Στέρη,του Μιχάηλ Οικονόμου και του Γεωργίου Γουναρόπουλου και του Σπύρου Παπαλουκά... Συμβολικά μιλώντας ο Γιάννης Μόραλης εντός της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών και ο Γιάννης Τσαρόυχης εκτός υπήρξαν οι βασικοί δάσκαλοι της λεγόμενης γενιάς του '60. (Έστω κι αν κάποιοι επιφανείς εκπρόσωποι της αργότερα βιάστηκαν ως "διεθνιστές" οι ίδιοι να καταγγείλουν ως φολκλορικό ή "εθνοκεντρικό" το έργο τόσο του Τσαρούχη όσο και του Μόραλη). Πάντως, με ιστορικούς όρους μιλώντας, και μακριά από τα πάθη της εποχής ή τους αναπόφευκτους καλλιτεχνικούς ανταγωνισμούς η γενιά του '30 υπερασπίστηκε την ιθαγένεια και την ταυτότητα ενώ η γενιά του '60 όντας ανδρωμένη στις μεταπολεμικές, καλλιτεχνικές συνθήκες διεκδίκησε το διεθνές καλλιτεχνικό λεξιλόγιο και εν πολλοίς κατέκτησε το ενδιαφέρον του παγκόσμιου κοινού. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα της Χρύσας, του Γιάννη Κουνέλλη, του Κανιάρη, του Τάκι, του Λουκά Σαμαρά κλπ.


Στην παρούσα έκθεση παρουσιάζουμε ενδεικτικά καλλιτέχνες που γεννήθηκαν ανάμεσα στο 1920 και το 1940, ωρίμασαν στην περίοδο της δικτατορίας και έκτοτε πρωταγωνίστησαν στην ελληνική καλλιτεχνική σκηνή και όχι μόνο. Αναφέρομαι στις περιπτώσεις του Γιάννη Γαΐτη, του Παναγιώτη Τέτση, του Θανάση Τσίγκου, του Δανιήλ, του Δημήτρη Περδικίδη,του Ηλία Δεκουλάκου, του Δημοσθένη Κοκκινίδη, του Νίκου Κεσσανλή, του Παύλου,του Κώστα Τσόκλη, του Χρίστου Καρά (οι τέσσερις τελευταίοι γεννήθηκαν το 1930) και των λίγο νεότερων Δημήτρη Μυταρά, Σωτήρη Σόρογκα, Αλέκου Φασιανού, Βασίλη Σπεράντζα, Μπίας Ντάβου κλπ. Πρόκειται για δημιουργούς που σφυρηλάτησαν την σύγχρονη ευαισθησία μας, που " εικογράφησαν" το συλλογικό μας παραμύθι ως κοινωνίας με έργα που ισορροπούν ανάμεσα στο τοπικό και το διεθνές, το δράμα της εθνικής μας ιστορίας και τις κοσμοϊστορικές ανακατατάξεις που συγκλόνισαν μεταπολεμικά τον πλανήτη. Τέλος την χαρά του έρωτα και το πένθος του θανάτου. Την χαρά της έκφρασης αλλά και το πένθος που γεννιέται από την αδυναμία να εκφραστούμε εγκλωβισμένοι σε μιαν μονοδιάστατη παιδεία και έναν τεχνοκρατικό τρόπο ζωής. Την έκθεση κλείνει συμβολικά ένας νεότερος καλλιτέχνης, ο Χρήστος Αντωναρόπουλος που ζει και δημιουργεί στον Άλιμο ως μια χειρονομία προς το μέλλον, τις νέες ιδέες, τα νέα υλικά, τις νέες τεχνολογίες. Αλλά και ως πρώτη συμβολή για την δημιουργία μιας σύγχρονης Πινακοθήκης για την οποία έχει δεσμευτεί η δημοτική αρχή.

 Οι παρουσιαζόμενοι πίνακες συγκροτώντας μιαν κατ´ αρχήν αισθητικοϊδεολογική ενότητα υπερασπίζονται ατομικές ιδιοσυγκρασίες ή όνειρα αλλά εκφράζουν συγχρόνως και γενικότερες ανάγκες ή επιθυμίες. Κατ'ουσίαν περι -γράφουν μέσα από σύμβολα, συνειρμούς ή οπτικά συμφραζόμενα το πρόσωπο μιας Ελλάδας που όσο κι αν αλλάζει, υπό περιπτώσεις, παραμένει βασανιστικά το ίδιο. Γιαυτό μίλησα στην αρχή για την δυνατότητα αυτογνωσίας που μας χαρίζει η τέχνη. Ίσως την ύστατη μας ευκαιρία για αυτογνωσία. Αρκεί να έχουμε τη διάθεση να δούμε...
 


Πέμπτη 18 Μαΐου 2017

Παρουσίαση του "Μοιραίου Αλέξη"



Αύριο  στο Βιβλιοπωλείο του Θόδωρου Παντούλα, στα Βριλήσσια

Γελοιογραφία του φίλου μου Νικόλα ο οποίος σχέδιασε αριστοτεχνικά το ανωτέρω βιβλίο

Δευτέρα 15 Μαΐου 2017

Μάθε να φεύγεις


Όλα τελειώνουν. Είναι αναπόφευκτο. Είναι νόμος του υπάρχειν. Ακόμη κι όσα έμοιαζαν αιώνια. Αν όμως δεν θέλεις να πεθάνουν όσα αγάπησες ταυτόχρονα με το μοιραίο τέλος τους, μάθε να φεύγεις. Φύγε εγκαίρως. 

Έτσι διασώζεται αυτό που μοιάζει χαμένο. Φύγε ενώ ακόμη λάμπουν τα αισθήματα και σε φωτίζουν τη στιγμή που θα απομακρύνεσαι. 


Ο χωρισμός δίνει πάντα νέα διάσταση σε ό τι ακύρωσε ρεαλιστικά ο χρόνος. Μόνο έτσι δοκιμάζεται η αλήθεια της σχέσης. Με την αναχώρηση. Τα κορμιά μπορούν και ταξιδεύουν, οι ψυχές όχι. Κι αυτό είναι νόμος.
Από την άλλη, η απελπισία από μόνη της ποτέ δεν μεταμορφώνεται σε αληθινό πάθος. Η απελπισία σκοτώνει, η λύπη όχι. Τέλος το πένθος από μόνο του είναι μορφή δημιουργίας. Μάθε να μην φοβάσαι το πένθος. 


Ένα γραμμάριο ευτυχίας, άλλωστε, είναι πιο ακριβό κι από το πιο ακριβό άρωμα. Η λύπη πάλι παρέχεται δωρεάν. Και χωρίς φειδώ στην ποσότητα. Αγάπησε την λύπη σου για να σε ξαναγαπήσει η χαρά σου.


ΥΓ. Φωτογραφία αλιευμένη από τον Σαρωνικό του φ.μπ :
Η Σαλαμίνα από το αεροπλάνο. Στο πρώτο πλάνο η Ψυττάλεια και το Πέραμα. Η προέκταση του μεγάλου λιμανιού. Στο βάθος η Ελευσίνα και τα Μέγαρα. Επάνω ένας μεταφυσικός ουρανός φτιαγμένος δυνητικά από το χέρι του Γκρέκο, οδηγημένο από το χέρι του Θεού. Ίσως το πιο ιστορικά φορτισμένο σημείο του πλανήτη. Και κάποτε από τα πιο όμορφα ...

Ελεγείο για τη ρευστότητα

Ο Κωνσταντίνος Τόλης στον Εικαστικό Κύκλο Sianti



Μου αρέσει εκείνη η ζωγραφική που έχει όλα τα χαρακτηριστικά οπτικοποιημένου στοχασμού και που μοιάζει με αξίωμα φιλοσοφικό τόσο όμως προφανές ώστε να μην χρειάζεται απόδειξη. Μια ζωγραφική αινιγματική στην κατασκευή της και αθώα στην ουσία της σε τρόπον ώστε να μην διεκδικεί ερμηνεία αλλά μόνο ενόραση (αυτό δηλαδή το στοιχείο που πυροδοτείται από την όραση μόνο και μόνο για να την ακυρώσει). Μια ζωγραφική επίσης που να έχει την έκρηξη της χειρονομίας, την πειθαρχία του αυτοσχεδιασμού, την κομψότητα του αραβουργήματος και την αφηρημένη ομορφιά μιας συγχορδίας. Που να μην αναπαριστά τίποτε άλλο πέραν της αυτοφυούς γοητείας της και που το βάθος της να είναι συγχρόνως και η επιφάνεια της. Που να είναι, τέλος, τέλεια ως εκείνο όμως το σημείο που η μορφική της αυτάρκεια δεν θα υποβαθμίζει το περιεχόμενο της. Μια ζωγραφική που θα συσκοτίζει έτι περαιτέρω όσα δεν αντέχουν στο φως και που θα φανερώνει όσα χρώματα κοιμούνται κρυμμένα στην φόδρα της νύχτας. Σιωπηλά και ωραία σφόδρα! Συμπερασματικά με ενδιαφέρει εκείνη η ζωγραφική που απευθύνεται στο υποψιασμένο βλέμμα για να υπερασπιστεί εξωτερικότητες, μυστικές σχέσεις, τοπία της ψυχής, άνιδρους τόπους αυχμηρούς που όμως αξιώνονται την δρόσο των ουρανών κι ανθίζουν.
Η ζωγραφική του Κωνσταντίνου Τόλη διαθέτει, κατά τη γνώμη μου, πολλά από τα ανωτέρω χαρακτηριστικά καθώς ισορροπεί ανάμεσα σε μιαν εγγενή, όχι εύκολη διακοσμητικότητα αλλά και στην διάθεση να αμφισβητηθούν τα κυρίαρχα εικαστικά κλισέ, οι γραφισμοί ή οι κατασκευαστικές ευκολίες της γεωμετρικής φόρμας. Οι πίνακες του Τόλη επειδή είναι εξαντλητικά σχεδιασμένοι μπορούν και παραμένουν ακύμαντοι εξωτερικά με την τρικυμία να μαίνεται στο εσωτερικό τους. Τα τοπία της ψυχής και της επιθυμίας που υπαινίχθηκα πιο πάνω. Καταλήγει δηλαδή ο ίδιος "ηρέμα" εξπρεσιονιστής ακολουθώντας όμως δρόμους αντίθετους του τυπικού, άκρως υποκειμενικού και "εκρηκτικού" εξπρεσιονισμού - κατά τον τρόπο που ο ιστορικός Θουκυδίδης δήλωνε "άθεος ηρέμα" παρότι πάλευε με τους - μετα φυσικούς - νόμους της σκοτεινής θεάς Ιστορίας και την ακατανίκητη μοίρα των ανθρώπων... Και αυτό το χαρακτηριστικό του επειδή αντιβαίνει τον κυρίαρχο "κανόνα", καθιστά την ούτως ή άλλως ιδιαίτερη ζωγραφική του, αχειροποίητη σαν να φτιάχτηκε ηλεκτρονικά, πολύ ενδιαφέρουσα...



Θα μπορούσα να σταματήσω εδώ αφήνοντας τον θεατή να δει και να πει τα υπόλοιπα. Όμως θέλω να σταθώ και σε μιαν ακόμη ιδιότητα του ζωγράφου αυτού. Ο Κωνσταντίνος Τόλης βιοπορίζεται -πλην της κοσμικής ζωγραφικής - και από την αγιογραφία έχοντας ιστορήσει αρκετούς ναούς ως συνεργάτης του ανανεωτή του είδους Γιάννη Καρούσου και έχοντας φιλοτεχνήσει εικόνες με τους τρόπους και την ευλάβεια της Παράδοσης. Όσο ερευνώ το θέμα, διαπιστώνω ότι οι πιο σημαίνοντες Νεοέλληνες ζωγράφοι έχουν υπάρξει και αγιογράφοι σε τρόπον ώστε ο τρόπος αυτός έκφρασης να αποτελεί, μέσω της δοκιμασμένης, εφαρμοσμένης τεχνικής του, την κρυμμένη ραχοκοκαλιά της εθνικής σχολής μας. Την μυστική αρμογή της νεότερης και της σύγχρονης τέχνης μας. Και δεν εννοώ μόνο τον Φώτη Κόντογλου, τον Ράλλη Κοψίδη, τον Πέτρο Βαμπούλη ή τους λοιπούς νεοβυζαντινούς. Δεν εννοώ καν τον μέγιστο Σπύρο Παπαλουκά. Αγιογράφοι έχουν διατελέσει κατά καιρούς ο "γενάρχης" Θεόδωρος Βρυζάκης, ο Νικηφόρος Λύτρας, ο Κωνσταντίνος Παρθένης, ο Αγήνωρ Αστεριάδης, ο Γεώργιος Γουναρόπουλος, ο Σπύρος Βασιλείου, ο Νίκος Εγγονόπουλος κλπ. Για να μην ξεχάσω τον Θεόφιλο στο Πήλιο...Ακόμη και ο Παναγιώτης Τέτσης που αγιογράφησε μέσα στην δίνη του εμφυλίου αίματος το εκκλησάκι του Αγίου Δημητρίου στον Σκαραμαγκά, το 1948, εντάσσεται στον κανόνα. Ή
 ο Μυταράς το ιδιωτικό ναΐδριο στην Αγία Μαρίνα. Η περίπτωση τέλος του Γιάννη Τσαρούχη αποτελεί ένα ειδικό κεφάλαιο από μόνη της. Άρα η σύζευξη δεν είναι εκτός θέματος.
Να γιατί υπογράμμισα την σχέση του Τόλη με την αγιογραφία και να γιατί η σύζευξη αυτή δεν είναι εκτός θέματος. Και επειδή τιμά ο ίδιος ένα ιστορικό είδος, μιαν ιθαγενή παράδοση αλλά και επειδή εμπλουτίζει υποδόρια το κυρίως έργο του με ένα πλούσιο υλικό θεωρητικών γνώσεων και τεχνικής εμπειρίας. Με τη μνήμη του χρόνου και την βαθιά Ιστορία παρούσες. (Κι όταν αναφέρομαι σε τεχνικές και εμπειρία, υπονοώ κυρίως υποθέσεις της ψυχής. Στις εικόνες που μας διαμορφώνουν ένδον. Αν με αντιλαμβάνεστε). Εν κατακλείδι υπογραμμίζω ότι ο Κωνσταντίνος Τόλης υπερασπίζεται κάτι που ανέκαθεν αποτελούσε εδραία πεποίθηση μου, ότι δηλαδή η ζωγραφική και τότε και τώρα δεν έχει παρά μιαν αποστολή: Να χρωματίζει τα ρευστά του αόρατου στα μάτια των ανθρώπων.

25 Μαρτίου 2017


Ο Μορταράκος και οι Μαθητές του - Αμφίπλευρη σχέση

"Ο ζωγράφος μεταχειρίζεται χρώματα και πινέλα, λάδι, νέφτι και άλλα. Ξέρει όμως ότι πίσω από το τελάρο του υπάρχει μια φοβερή, βαθειά, μαύρη τρύπα. Παραμερίζει, με την τόλμη του ονείρου, το τελάρο και σκύβοντας μεσ’ στο σκοτεινό βάραθρο βλέπει μακριά, πολύ μακριά, κοντά στο βάθος κάτι να φωσφορίζει αμυδρά. Στο συναμεταξύ πετούν – αθόρυβα- μαύρα πουλιά, φτερωτά ψάρια και φαντάσματα. Ξανάρχεται στο φως. Ανάμεσα σε αυτόν και το τελάρο του βρίσκεται τώρα ένα θεριό. Αλλά και πάλι δε φοβάται. Ξέρει να θυμηθεί, όταν πρέπει, το μεγάλο μάθημα του Θεόφιλου Γ. Χατζή – Μιχαήλ. Πάνω από το άσπρο και κόκκινο πλεχτό του κολυμβητή περνάει την αρχαία πανοπλία. Σαν τον Μεγάλο Αλέξανδρο κάνει τον σταυρό του και λέει «Έλα Χριστέ και Παναγιά»..."

«Η γνώμη του ζωγράφου κ. Νίκου Εγγονόπουλου».
Νεοελληνική Λογοτεχνία, 1938 (Ιανουάριος), τεύχος  3, σ. 131.



  • Είναι η τέχνη στους καιρούς μας, καιρούς κρίσης και γενικότερης απαξίας θεσμών και προσώπων, μια πολυτέλεια περιττή; Επηρεάζεται άραγε η γενικότερη παιδεία ή η ευαισθητοποίησή μας με την τέχνη που παράγει αυτή εδώ η περίεργη εποχή; Με την παρούσα έκθεση του δασκάλου και των μαθητών του σύγχρονοι ζωγράφοι συναντούν το ευρύτερο κοινό με έργα τα οποία φιλοδοξούν όχι μόνο να τέρψουν αλλά και να προβληματίσουν, με φόρμες που δεν κολακεύουν το μικροαστικό γούστο ούτε ενισχύουν τον οπτικό εφησυχασμό. Ας το κάνουν αυτό οι τηλεοράσεις... Με έργα, τέλος, που υπερασπίζονται την αξιοπρέπεια της εικόνας απέναντι στις ποικίλες φαλκιδεύσεις της, απέναντι στη διάχυτη " βελούδινη" βαρβαρότητα των ημερών και την πόζα που υποδύεται την έκφραση. Όλοι οι εικαστικοί φίλοι που εμπλεκόμαστε σε αυτήν εδώ την παρέμβαση,οι υπεύθυνοι της Πινακοθήκης Βογιατζόγλου, ο συλλέκτης Χρήστος Χριστοφής, ο Κυριάκος Μορταράκος και οι ξεχωριστοί απόφοιτοι του εργαστηρίου του, στεκόμαστε καχύποπτοι απέναντι στον ναρκισσισμό των εικόνων που κυριαρχούν και επιμένουμε πως η τέχνη μπορεί να εκφράσει πράγματα βαθύτερα και πιο ουσιαστικά από το μονοσήμαντο επικοινωνιακό παιχνίδι της αυτοπροβολής ... Η τέχνη παραμένει το ύστατο καταφύγιο ελευθερίας και υπέρβασης. Αυτό επιδιώκει και ο παρών διάλογος του πρώην επικεφαλής του Β εργαστηρίου της Σχολής Καλών Τεχνών της Θεσσαλονίκης και της ομάδας των μαθητών που τώρα πλέον συγκροτούν ανεξάρτητες και ισότιμες καλλιτεχνικές περιπτώσεις.
Διερωτάται βέβαια κανείς στην εποχή του γκρίζου ποιο άλλο χρώμα θα μπορούσε να θεωρηθεί καταλληλότερο για να εκφράσει το βαθύτερο πένθος από το γκρίζο το ίδιο και τις άπειρες εκδοχές του...(σαν κάποιο μικρό φως που λιποψύχησε); Σ’ αυτό το ερώτημα ας απαντήσει ο κάθε επισκέπτης προσωπικά. Και ας αναλογισθεί πως ακόμη και τα πιο φανταχτερά και «επίσημα» έργα, εκείνα δηλαδή που φωνασκώντας υποστηρίζουν τον κυρίαρχο λόγο της εξουσίας, κρύβουν στον βαθύτερό τους πυρήνα κάποια ψήγματα αυθεντικότητας. Τελικά ένα είναι το συμπέρασμα: Τέχνη είναι εκείνο το ψέμα που σταθερά  υποστηρίζει την κρυμμένη αλήθεια του καθενός.

Πιο συγκεκριμένα, ο Κυριάκος Μορταράκος (1948), επίτιμος καθηγητής στο τμήμα Καλών και Εφαρμοσμένων Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, είναι ένας στοχαστικός ζωγράφος που ανέκαθεν επιχειρούσε να συνδυάσει τον εννοιολογικό προβληματισμό με την δυναμική των χρωμάτων. Στους πίνακές του, συχνά μεγάλων διαστάσεων, κυριαρχούν τα πολυεπίπεδα μαύρα, τα δουλεμένα γκρίζα, τα εξαντλητικά γαιώδη ή τα λαδιά, κορεσμένα χρώματα και πρωταγωνιστεί συνήθως ένα δωμάτιο πλημμυρισμένο είτε με λέξεις, είτε με σιωπή ...  το εργαστήριο του καλλιτέχνη. Κάποτε διαγράφεται ένα παράθυρο, το αρχετυπικό κάδρο της Αναγέννησης,  με στόχο όμως όχι την έξω αλλά την ένδον θέαση.Κάποτε το παράθυρο σβήνεται, "κλείνει" σαν να μην έχει πια λόγο ύπαρξης. Πρόκειται για μια ζωγραφική που περισσότερο υπαινίσσεται παρά αναπαριστά. Όμοια και οι μαθητές του συνεχίζουν αυτόν τον δύσκολο αλλά ουσιαστικό δρόμο να μετατρέψουν την φαντασμαγορία των εικόνων σε στοχασμό και ουσία. Με κάθε μέσο. Με το παραδοσιακό τελάρο που βρίσκει συνεχώς τη δύναμη και ανασταίνεται, με τη φωτογραφία που παραμένει η πιο παρεξηγήσιμη, εικαστική έκφραση, με τις εγκαταστάσεις ή κατασκευές στο χώρο όπου το δράμα των υλικών παριστάνει ένα" ζωντανό θέατρο αψύχων".



Το γοητευτικό, πάλι, με τη ζωγραφική γενικότερα είναι οι ποικίλες σκέψεις που δημιουργούνται στο θεατή εξ αιτίας της. Το πως δηλαδή απ' την εικόνα και την ποιητική της, απ' την εικόνα και τη γοητεία της εκκινεί εκείνο το νήμα της σκέψης που (μπορεί να) μορφοποιείται σε λόγο. Κυριολεκτικά εξ αφορμής. Απ' την άλλη ένα κριτικό κείμενο οφείλει ν' αναπτύξει, συχνά ισορροπώντας στα όρια της υποκειμενικότητας ή και της αυθαιρεσίας, τα όσα ενστικτωδώς και εν σπέρματι υποστηρίζει χωρίς λόγια ο ζωγράφος με τις εικόνες του. Με τις θεματικές του εμμονές. Με τα στερεότυπα της μαστορικής του. Και βέβαια θα υπάρχει πάντα, όπως εξ άλλου συμβαίνει σε όλες τις παραστατικές τέχνες, ένα κομμάτι άρρητο και αόρατο, ακόμη κι απ' αυτόν τον ίδιο τον δημιουργό. Το πιο πολύτιμο.
 Αντίθετα, στην ακαδημαϊκή τέχνη σταθερά αποθεώνεται το προφανές. Ό,τι δηλαδή ενθουσιάζει και εντυπωσιάζει το μικροαστό και την αισθητική του. Στην άλλη πάλι, την πιο ανήσυχη, την πιο πειραματική έκφραση, ιχνηλατείται πρωτίστως ο τρόπος που
 ενσαρκώνονται οι ιδέες. Να γιατί ο μοντερνισμός είναι, εντέλει, ένας ιδεαλισμός χωρίς ρομαντικό πρόσημο. Δηλαδή με το συναίσθημα τιθασευμένο. Π.χ. o Duchamp ή ο Fontana και η απουσία της ηδονής ως κατηγορικής αρχής της τέχνης.Και στον Κυριάκο αλλά και στους λοιπούς συνεκθέτοντες το συναίσθημα έπεται μιας αρχικής, εννοιολογικής θέσης. Μιας πρώτης ιδέας, ας πούμε, φιλοσοφικής... Το έργο είναι αποτέλεσμα αυτής της βαθύτερης διαδικασίας.
 Απ' τα νεανικά του έργα ο Μορταράκος προχωρεί ψαχουλευτά, σαν τον τυφλό στο σκοτεινό δωμάτιο για να χρησιμοποιήσω έναν πλεονασμό. Πρώτα αγγίζει τα ίχνη,τον τετελεσμένο χρόνο και μετά κατανοεί. Έπειτα ερμηνεύει το υλικό μνήμης και μόνο στο τέλος συγκινείται. Έτσι νομίζω αποκτά αξία κι η δική μας συγκίνηση (που, εξ ορισμού, δεν πρέπει να είναι εύκολη). Θέμα του τα πρωταρχικά πράγματα, τ' απολύτως χρειώδη, το εργαστήριό του, το φως της λάμπας και οι ακοίμητες ώρες που ξεκουράζονται, θαρρείς, πάνω στα φθαρμένα αντικείμενα. Έπειτα το δωμάτιο με την κλειστοφοβική του αίσθηση θα καταστεί  “χώρος” όπως θα καταστεί “χρόνος” και το ατελείωτο στάγδην των λεπτών που στερεοποιούνται σαν λειωμένο κερί. “Χρώμα” και των δύο, χώρου και χρόνου,  τα θαμπά γαιώδη, τα εξουδετερωμένα μπλε, τα βαριά πράσινα, το λυκόφως, το μισοσκόταδο στα, χωρίς ανοίγματα, εσωτερικά. Παλιότερα, ήταν το δωμάτιο του Van Gogh, γεμάτο ερωτικά ερωτήματα ύπαρξης. Πιο παλιά ακόμη πρωταγωνιστούσε το τετράπλευρη που γινόταν κύβος-κουτί, δηλαδή ένα αρχετυπικό δωμάτιο, ένας “οίκος”, μια θεατρική, ιδεατή σκηνή στον χώρο, με υποτυπώδη όμως δράση. Επίσης κάτι απροσδιόριστο πύκνωνε πάντα την απόσταση από το έργο στο θεατή. Το αόρατο και πολύτιμο που λέγαμε πιο πάνω. Κι όμως, η θεματική του, σχεδόν μισόν αιώνα, είναι διαλεκτικά διαυγέστατη. Χωρίς επιπόλαιους εντυπωσιασμούς ή “μεταφυσικές” ιλουζιονιστικές ατμόσφαιρες. Η ποίηση της ύλης δεν χρειάζεται περαιτέρω ποίηση να υποστηριχτεί. Και οι λέξεις - υποκατάστατα των αγαπημένων πραγμάτων που πέθαναν, ας κολυμπούν μετέωρες στο ζωγραφικό φόντο όποτε υπάρχει χρεία... Θέμα του πλέον μόνιμο καθίσταται η απουσία, η αναχώρηση, το λίγο του κόσμου που απέπτη.



Πιο συγκεκριμένα στα πρόσφατα έργα επαναλαμβάνεται από το Κυριάκο Μορταράκο το πρώτιστο θέμα των τεχνών της εικόνας (το ορθογώνιο, “παράθυρο” στον κόσμο” του Alberti, το καρέ του σινεμά, το κάδρο της φωτογραφίας) μ' έναν τρόπο βαρυσήμαντο, θα έλεγα μνημειακό αλλά και αρκούντως απελπισμένο. Τώρα το “παράθυρο” δεν έχει άνοιγμα, το ορθογώνιο παραμένει τυφλό, έχοντας, ανεπαισθήτως, κλείσει τον κόσμον έξω. Μια ζωγραφική τόσο για τη κρίση της ζωγραφικής όσο και για τη κρίση της κοινωνίας γενικότερα, χωρίς εύκολους συμβολισμούς. Χωρίς λαϊκισμούς. Εκεί που κάποτε, παραδοσιακά ζωγραφιζόταν ένα τραπέζι, μια πόρτα, ένα παράθυρο τώρα "γράφεται" η λέξη που σημαίνει τα σημαινόμενα που δεν ωφελεί πλέον να αναπαριστώνται. Σαν μακέτα εκείνης της ζωής που δεν υπάρχει πια. Κάτι το τρυφερά ελεγειακό διαπερνά τα έργα που οργανώνονται με βάση αυτό το εύρημα, κλίμα που επιτείνουν τα λαμπιόνια με το κίτρινο, ασθενικό φως στους τρόπους των περιβάλλον των του Boltanski.

Συμπερασματικά θα υποστήριζα, παρατηρώντας όλα τα έργα της έκθεσης και ψυχανεμιζόμενος τη πρόθεση των 17+1 καλλιτεχνών, ότι στη βασιλόπιτα της τέχνης υπάρχει ένα φλουρί για όλους. Αρκεί να ψάξει ο καθένας ανάλογα με την παιδεία ή τις αντιλήψεις του μακριά από δογματισμούς ή λαϊκισμούς. Επειδή στη σύγχρονη τέχνη περισσότερο από τα έργα κοιτάμε τον εαυτό μας που κοιτάει. Παρακολουθούμε τις αντιδράσεις μας εμπρός στο ανοίκειο ή το άγνωστο. Ελέγχουμε το πώς διαβάζουμε την πραγματικότητα μέσα από τα κλισέ.
Η σύγχρονη τέχνη θέλει –πρέπει– να πάρει θέση και να μας ωθήσει να δούμε την εικόνα του κόσμου κριτικά, να ανακαλύψουμε τις κρυμμένες ερμηνείες του αμφισβητώντας τις παγιωμένες μας ασφάλειες. Να μη φοβόμαστε τον σαρκασμό για τη γελοιότητα που μας περιβάλλει αλλά τη γελοιότητα την ίδια. Τα μουσεία, οι εκθεσιακοί χώροι γενικότερα όπως π.χ.η Πινακοθήκη Βογιατζόγλου είναι τόποι ελευθερίας και έκφρασης, και ασκούν ανεπαισθήτως και τρυφερά ένα παιδαγωγικό και συγκινησιακό καθήκον. Αποστολή τους είναι να υπερασπισθούν την αισθητική και την ιστορία του παρελθόντος διεκδικώντας επίσης την αισθητική και την ιστορία του σήμερα. Που έχει κι αυτό τα δικαιώματά του.
Το ζήτημα βέβαια είναι τι πράγματι μπορεί να θεωρηθεί σήμερα, στην τόσο πολυεπίπεδη αλλά και άνυδρη εποχή μας, ότι είναι τέχνη και τι όχι. Όμως εδώ τίθεται ένα θέμα προσωπικής ελευθερίας. Ένα θέμα διαλόγου και αμφισβήτησης κάθε δογματισμού. Στο κάτω κάτω πρόκειται απλώς για μιαν έκθεση και για έργα τέχνης. Δικαιούμαστε να μας αρέσουν αλλά και να μη μας αρέσουν. Δικαιούμαστε, ασφαλώς, να εκφράσουμε τις απορίες ή τις αντιρρήσεις μας. Δε δικαιούμαστε όμως να τα φιμώσουμε.



Δευτέρα 8 Μαΐου 2017

Πένθος - Έρως

(Ένα ρέκβιεμ για τις εικόνες) 



 ... Ας μίλησουμε λίγο για αυτά τα δυσκολοπρόφερτα,ανεξιχνίαστα υλικά της ψυχής. Κι ας κοιτάξουμε τον έρωτα στα μάτια, μήπως αντιληφθούμε το πένθος του. Στα σκοτάδια των σφαλιστών του βλεφάρων ... Οδηγοί μας η μουσική με το requiem και η ζωγραφική με το lamentum των χρωμάτων.
Αν, τώρα, υπάρχει ένας ακατάλυτος, εσωτερικός σύνδεσμος ανάμεσα στην ζωγραφική και την μουσική, αυτός σχετίζεται με την κοινή ροπή και των δυο αυτών εκφράσεων προς την αφαίρεση, την απόρριψη του περιττού. Δηλαδή προς εκείνη την δημιουργία που δεν αντανακλά την πραγματικότητα αλλά δημιουργεί μια καινούργια. Αυτή την μυστική σχέση ανάμεσα στις οπτικές και τις ηχητικές φόρμες  -το αφηρημένο που θα πει το μη αναπαραστατικό αλλά ούτε και αναπαραστάσιμο "γεγονός"  ή δράμα αν προτιμάτε - διερευνά η παρούσα έκθεση του Χρυσόστομου. Με έργα, σχέδια και ζωγραφικές, που εν πολλοίς φτιάχτηκαν για τον σκοπό αυτό ή ακολούθησαν, σε χρόνο ανύποπτο, ανάλογο προβληματισμό. Πως οπτικοποιείται το δράμα.

Ο ζωγράφος τα τελευταία χρόνια δουλεύει αποκλειστικά πάνω στο θέμα του requiem. Πως δηλαδή μπορεί να γίνει η μουσική και η άφατη θλίψη της, εικόνα καθαρτήρια. Χρησιμοποιώντας, κυριολεκτικά,τα πιο πρωτογενή υλικά της ψυχής, τον αυτοσχεδιασμό, τις ελεύθερες γραφές, τις χαρτεπικολλήσεις, την άμεση, αδιαμεσολάβητη χειρονομία που δεν περιγράφει αλλά επιμένει να είναι! Υπάρχει στην έκθεση "Πένθος - Έρως", τουλάχιστον σε πρώτη ανάγνωση, μια αντίφαση: Ο Χρυσόστομος παρουσιάζει συγχρόνως τα ρεαλιστικά σχέδια άκρως ερωτικών γυμνών και την γύμνια συνθέσεων που θέλουν να απαλλαγούν από την οποιαδήποτε διακοσμητική ηδονή. Όμως αν σκεφτεί κανείς πόσο κοντά βρίσκονται οι έννοιες της ηδονής και της οδύνης, ή του έρωτα και του συνακόλουθου πένθους από την απώλεια του - αυτήν την σταθερά ανθρώπινη συνθήκη της απώλειας - θα δικαιολογήσει απόλυτα τον ζωγράφο για τις επιλογές του. 

Κάθε μορφή τέχνης, από την άλλη, είναι ένα ταξίδι. Είναι ένα ταξίδι που οδηγεί απο την επιφάνεια στο βάθος των πραγμάτων και από την ψευδαίσθηση στην ουσία. Αλλά και κάθε αληθινό ταξίδι, εκτός από μια περιπέτεια της ψυχής, ειναι και μια μορφή τέχνης. Εφόσον τέχνη στην πραγματικότητα είναι αυτή η δύναμη - ή μήπως η δυνατότητα; - που μπορεί να μας αλλάξει υπαρξιακά, να μας ξαναθυμίσει το αναπόφευκτο πένθος ή να μας παρηγορήσει ως προς την αδήριτη πραγματικότητα του θανάτου. Η ζωγραφική τώρα έχει ως στόχο να "καρφώσει" μια για πάντα, να στερεοποιήσει τις ρέουσες εικόνες ενός φευγαλέου κόσμου, να εγκλωβίσει έτσι τον χρόνο αποδεικνύοντας, πέραν πάσης αμφισβητήσεως, πως π.χ. το βαθύ κόκκινο χρώμα ή η καρμίνα περιέχουν πολύ περισσότερο αίμα από τους ποταμούς αιμάτων που έχουν χυθεί σε όλα τα πεδία των μαχών. Και πως το μπλε της Πρωσίας είναι πολύ πιο κοντά στην απόχρωση που διάλεξε ο Θεός όταν πρωτοέβαψε τον θόλο του κόσμου από όλα τα γαλάζια του ουρανού και της θάλασσας. Έτσι είναι. Ο Θεός έγινε πρώτα ζωγράφος και μετά λειτούργησε ως Παντοδύναμος. Πρώτα ζωγράφισε αυτό που αργότερα θα έφτιαχνε κοπιάζοντας για εφτά ολόκληρες ημέρες. Άρα είναι απολύτως κατανοητό το γιατί ο κάθε ζωγράφος πρέπει να αισθάνεται σαν ένας μικρός θεός. Με όση ευθύνη, με όσες υποχρεώσεις μπορεί να σημαίνει κάτι τέτοιο.



Ρέκβιεμ, ας το υπενθυμίσουμε, ονομάζεται η νεκρώσιμη ακολουθία της Καθολικής Εκκλησίας. Πρόκειται για το στερεότυπο, λατινικό κείμενο που αρχίζει με την αρχαία φράση Requiem aeternam dona eis Domine (Δώσε τους Κύριε ανάπαυση αιώνια). Οι στίχοι αυτοί έχουν εμπνεύσει τους σημαντικότερους συνθέτες της δυτικής μουσικής για να δημιουργήσουν έργα που αναφέρονται στο πένθος, τη μεταφυσική αγωνία, την απώλεια αλλά και την επική σύγκρουση του θανάτου και της ζωής μέσα στην ανθρώπινη συνείδηση. Ενδεικτικά αναφέρω το αγγελικό όσο και φοβερό Ρέκβιεμ του Mozart, το υπερβατικό Ρέκβιεμ του Fauré, το οπερατικό Ρέκβιεμ του Verdi, το δραματικό Ρέκβιεμ του Dvorak (ιδιαίτερα το υποβλητικό Dies Irae), κλπ. Γιατί όμως ρέκβιεμ; Γιατί η αληθινή τέχνη που δεν εξαντλείται σε διακοσμητικές εφαρμογές ή στην εύκολη συγκίνηση, σφραγίζεται πάντα από την δωρεά της ιερής μελαγχολίας, της υπαρξιακής μας αδυναμίας εμπρός στον θάνατο αλλά και της συνειδητοποίησης πως η δημιουργία είναι η μόνη μορφή αθανασίας που δικαιούμαστε.


Η έκλειψη της ουσιαστικής εικόνας, στην εποχή της εικόνας, δεν συνιστά μια μορφή θανάτου του κόσμου μας; Εδώ είναι το στοίχημα! Να ζήσει ο καθένας τη ζωή που του ‘λαχε όχι σαν πιόνι αλλά σαν υλικό της ιστορίας. Σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε στον μεταπολεμικό κόσμο, ζούμε το πυροτέχνημα μιας μαζικής φωταψίας που αυτοπροσδιορίζεται ως «τέχνη» αλλά περισσότερο είναι αγορά, διαφήμιση, επικοινωνία, ρηχή εικόνα που προπαγανδίζει το α-νόητο και κυρίως ένα μοντέλο συμπεριφοράς ομότροπης και ομόφρονος που αγκαλιάζει ολόκληρη την υδρόγειο και υποχρεώνει βελούδινα του πάντες, λευκούς, κίτρινους, μαύρους, να καταναλώνουν τις ίδιες αισθητικές (;) πληροφορίες, να γελούν με τα ίδια αστεία του Υoutube, να πληροφορούνται ακαριαία την τελευταία ντρίπλα του Μέσι, την έσχατη –κυριολεκτικά- σαχλαμάρα της Lady Gaga. Κι όλα αυτά φωταγωγημένα μέσα από το περιούσιο φως της πιο άχραντης τεχνολογίας που δίνει υπόσταση στο ασήμαντο, που κάνει το σκουπίδι να λάμπει και που προβιβάζει το γελοίο σε αισθητική. Πρόκειται γι’ αυτή την παγκόσμια γλώσσα η οποία μεθοδικά εξαφανίζει τις τοπικές κουλτούρες και βουβαίνει τις τοπικές γλώσσες αποθεώνοντας την μια και μοναδική εικόνα, το ένα σημαίνον το οποίο διαθλάται σε άπειρα σημαινόμενα, έως εξαφάνισης. Γιατί αυτό είναι το ζητούμενο. Να απολεσθεί το νόημα και η κυρίαρχη εικόνα, ο ουσιαστικός big brother, να αυτοσημαίνεται… Ό,τι βλέπεις, είναι και το απόλυτο περιεχόμενο. Δεν υπάρχει τίποτε πέρα ή πίσω από αυτό.

Και η τέχνη από μια μυστική κατάδυση του υποκείμενου σε εκείνο το σκοτάδι, που λαμπυρίζει από νοήματα, καταντά μια αυτοεικόνα , ένα αυτοείδωλο όπου το διαφημιστικό σποτ μπορεί να διαθέτει ως μουσικό υπόβαθρο μια καντάτα του Βach αρκούντως μεταλλαγμένη ώστε να καταστεί ακαριαία ακουστική τσίχλα. Ο παγκόσμιος πολιτισμός οφείλει εσπευσμένα να μεταμορφωθεί σε εικόνα των μετρίων και ο λόγος να κενωθεί από τις σημασίες που κάποτε τον λάμπρυναν και να καταντήσει απλά τύπος, σαν τον μπορχεσιανό Φούνες που θυμάται μεν αλλά δεν κατανοεί. Αυτό είναι το νέο δράμα των μορφών. Μια τραγωδία χωρίς τον ίλιγγο του τρόμου αλλά του γελοίου. Και οι σύγχρονοι καλλιτέχνες; Είτε νάνοι που δεν τολμούν να επωμισθούν το βάρος του ονόματός τους, είτε ναυαγοί στα σταροχώραφα του Van Gogh που ψάχνουν για περίστροφο.

Στην παρούσα έκθεση "Πένθος - Έρως" ο Χρυσόστομος επιχειρεί να προσεγγίσει την έννοια του πένθους, του ρέκβιεμ δηλαδή, μέσα από την διάσταση της αγωνίας αλλά και της ελπίδας. Της εντροπίας αλλά και του πάθους που ανασταίνει όσους τολμούν να το βιώσουν... Με άλλα λόγια αποδίδει μορφοπλαστικά και καθιστά εικόνα την θλίψη  μπροστά στην φθορά των πραγμάτων, τον φόβο για το επέκεινα, το δράμα των προσώπων και της ύλης, ιδωμένων όμως μέσα από την διάσταση της ελπίδας. Εκείνης της ελπίδας που μόνη η τέχνη μπορεί να εξασφαλίσει. Με το σώμα, ηρωικό, ερωτικό, γυμνό και προσφερόμενο, να λάμπει παράδοξα μέσα στο πένθος του. Στα παρουσιάζομενα έργα κυριαρχεί ο αφαιρετικός αυτοσχεδιασμός που ισορροπεί ανάμεσα στην δραματική φυγή και την αφηγηματικότητα, ανάμεσα στον ποιητικό - φασματικό χώρο και την παρουσία συγκεκριμένων μορφών, του υγρού γυναικείου σώματος για παράδειγμα, ως διαρκούς συμβόλου της επιθυμίας. Έτσι ώστε από το πένθος να προκύπτει η παραμυθία και από την ύλη και το πλάσιμο της να αναφύεται λαμπρό, ερωτικό το πνευματικό γεγονός. Και έτσι ώστε το πένθος να καθίσταται χαρμολύπη. 

5 Απριλίου 2017



Επιμέλεια: Μάνος Στεφανίδης

Οργάνωση: γκαλερί Τεχνοχώρος - Ηλέκτρα Δουμά.

Δευτέρα 1 Μαΐου 2017

Ένας πρόλογος, σαν επίλογος μιας εποχής

 




"Η ψευδαίσθηση δεν τρώγεται, είπε το κορίτσι. Δεν τρώγεται

 αλλά σε τρέφει, είπε ο στρατηγός"


Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (1927- 2014)



Δεν έχω έτοιμες πολιτικές λύσεις ούτε συνταγές ευτυχίας. Το μόνο που διαθέτω, είναι η αειφόρος μου κατάθλιψη. Πάντα, σε όλη μου τη ζωή, καταθέτω το πάθος μου για ό, τι πιστεύω, τα πάθη μου καλύτερα, συχνά μόνος, χωρίς να διεκδικώ το αλάθητο. Χωρίς ποτέ να αποκτήσω κομματική ταυτότητα –από άποψη– πρόσφερα στην Αριστερά όσα είτε ο νεανικός ενθουσιασμός είτε οι σκέψεις της ωριμότητας με παρακινούσαν. Μήπως και κάτι αλλάξει σ' αυτή την χώρα της άκρας συντήρησης. Και να που έφτασε η στιγμή μια ψευδεπίγραφη Αριστερά να ταυτιστεί και με την συντήρηση και με την οπισθοδρόμηση. 

Δεν μετανιώνω για τις επιλογές μου αλλά λυπάμαι για τον χαμένο χρόνο, τα χαμένα όνειρα. Την ηθελημένη τύφλωση φορές-φορές. Σκέφτομαι πάντως ότι τουλάχιστον σήμερα οφείλουμε οι πάντες να υπερβούμε εαυτούς και να καταστήσουμε τα λάθη του παρελθόντος τρόπιδα για το μέλλον. Επειδή έχω την πεποίθηση πως τώρα διακυβεύονται πολλά περισσότερα από τον εγωισμό ή τις κομματικές δάφνες του καθενός. Σήμερα πρέπει να λειτουργήσουμε πέραν της παραδοσιακής Αριστεράς και Δεξιάς. Συνθέτοντας. Με μόνο γνώμονα το συμφέρον της πατρίδας και των νεότερων γενεών. Αυτών των γενεών που εγκληματική, εκπαιδευτική αβελτηρία κατέστησε ημιμαθείς ή λειτουργικά αναλφάβητους. Αυτή είναι η βαθύτερη αιτία της παρακμής, ο πνευματικός εξανδραποδισμός των πολιτών που μεθοδικά μετατράπηκαν σε τηλεθεατές - ψηφοφόρους ριάλιτι. Πάνω από όλα λοιπόν και πάνω από όλους ακριβώς τώρα επιβάλλεται η salus patriae και η επώδυνη αλήθεια . Όλα τα υπόλοιπα θα τα βρούμε μετά. 

Ζήσαμε και ζούμε με κόστος βαρύ μια μεταμοντέρνα Αριστερά των αμετροεπών λόγων, της επικοινωνιακής σπέκουλας και των ηθελημένων ψευδαισθήσεων. Τί απομένει όμως από όλη αυτή την περίτεχνη κατασκευή μιας μετα-πολιτικής; Αποξένωση και οργή. Ή, μάλλον, οργή και πικρία. Ή, όχι. Πικρία και βαθιά απογοήτευση. Και επιπλέον ένα αίσθημα ντροπής για όσα ονειρεύτηκε ή διεκδίκησε η γενιά μου, όλα αυτά τα χρόνια, και κατέληξαν σε αυτή την οικτρήν αποτυχία. Αποτυχία και διάψευση τόσο λόγων όσο και έργων. Μια τεράστια φούσκα ιδεοληψιών, ψευδαισθήσεων και αφόρητου λαϊκισμού που εξερράγη με πάταγο, αποκαλύπτοντας αυτό που αρνούμασταν να παραδεχτούμε. Ότι δηλαδή ο βασιλιάς ήταν αξιοθρήνητα γυμνός και θλιβερά απαράσκευος. Παρά τις θεατρικές μούτες και τις πόζες του. Παρά τις αηδιαστικές υποκλίσεις και τα χειροκροτήματα του αγελαίου του, αριστεροακροδεξιού, θιάσου... Γι’ αυτό ακριβώς επιβάλλεται να μη σιωπήσουμε, να μην εθελοτυφλήσουμε για μιαν ακόμη φορά σαν τους πρώην συντρόφους μας που βολεύονται υποκρινόμενοι ότι υπάρχουν κάποιες ελπίδες ανάκαμψης και διόρθωσης της πορείας. Την στιγμή ακριβώς που τα πάντα απόλλυνται. 

Επειδή το ξέραμε, ανέκαθεν. Δεν μπορεί να υπάρξει, όχι Αριστερά αλλά οποιαδήποτε πολιτική με θετικό πρόσημο, που να μην διαθέτει στοιχειώδη οικονομική και κοινωνική θεωρία. Στοιχειώδη άποψη περί του πρακτέου... Στοιχειώδη στρατηγική και όραμα για τον κόσμο. Και βεβαίως στελέχη με γνώση και βούληση. Με ανάστημα και αποδοχή της κοινωνίας. Κι όχι κάποια τυχάρπαστα μειράκια, παιδιά του πιο άθλιου κομματικού σωλήνα που δυο χρόνια τώρα το παίζουν υπουργοί και πρωθυπουργοί ενώ είναι απλώς κακοί θεατρίνοι, ανίκανοι ακόμα και να αποστηθίσουν τις βασικές ατάκες του ρόλου τους. Η Αριστερά ως σύμβαση και θεατρική οφθαλμαπάτη. Αφού Αριστερά χωρίς όραμα, χωρίς ηθικά ανακλαστικά, χωρίς ανθρωπιστικές ευαισθησίες, χωρίς συνείδηση ιστορίας, χωρίς ουσιαστική κι όχι επαγγελματική-τυπική σχέση με την παράδοση του συγκεκριμένου χώρου, δεν είναι Αριστερά αλλά ένα μπουλούκι που παίζει με τη σειρά του το γνωστό, χιλιοπαιγμένο έργο... Σε βάρος μιας πατρίδας εξαντλημένης και κατατονικής. 

Τώρα πια το κατανοούμε, πικρή, αυτεπίστροφη γνώση: Οι άνθρωποι αυτοί αποδείχτηκαν όχι μόνο ακατάλληλοι, όχι μόνο εκτός ιστορίας ή καθημερινής πραγματικότητας αλλά και εκτός οποιασδήποτε αγωνιστικής παράδοσης της Αριστεράς, οποιασδήποτε συλλογικότητας ή αλληλεγγύης πλην του αφηνιασμένου εισοδισμού στο κράτος-λάφυρο και της σολιψιστικής αντίληψης ότι ο μόνος στόχος (ημών) ήταν και παραμένει αποκλειστικά  η κατάκτηση και διατήρηση (εκείνων) στην εξουσία. Με όποιο κόστος. Όποιον εξανδραποδισμό.

Ο Αλέξης, χαρισματικός επικοινωνιακά αλλά και εφιαλτικά μονοδιάστατος, απεδείχθη ο μοιραίος άνθρωπος για την ελληνική Αριστερά... Ο άνθρωπος που απομαγεύοντας τον καταστατικό, αριστερό Μύθο, θα τιμωρεί με τις επιλογές και τον τυχοδιωκτισμό του τον χώρο που τον ανέδειξε για πολλά ακόμη χρόνια. Αλλά απεδείχθη και ο μοιραίος άνθρωπος για τη χώρα σε μια πολύ κρίσιμη στιγμή της σύγχρονης ιστορίας της. Εκείνος που ολοκλήρωσε ό, τι είχαν με περίφροντι ασυνέπεια προετοιμάσει τα "αστικά" κόμματα: Την καταβαράθρωση της εθνικής οικονομίας και την καθολική παρακμή του τόπου.

 Ο Αλέξης Τσίπρας αξιοποίησε τη συγκυρία της κρίσης αλλά και την απόλυτη αποτυχία του υπόλοιπου πολιτικού συστήματος για να αναρριχηθεί με μια δράκα "συντρόφων" στην κορυφή της εξουσίας και να λειτουργήσει εκεί τόσο κυνικά και αμοραλιστικά όσο τουλάχιστον και οι υπόλοιποι προκάτοχοι του. Ώστε η όποια ιστορική διαφορά ανάμεσα στην Αριστερά και την Δεξιά, το περιώνυμο ηθικό πλεονέκτημα, να μην υφίσταται πλέον ούτε σε θεωρητικό ούτε σε πρακτικό επίπεδο ενώ οι χρόνιες δυσπλασίες του τόπου να διαιωνίζονται ακατανίκητες...

 Περίμενε κανείς, τουλάχιστον  στην αρχή της κυβερνητικής τους θητείας, το ελάχιστο θετικής προσφοράς από τον ΣΥΡΙΖΑ αφού και το εκλογικό σώμα ήταν έτοιμο να παραβλέψει και την απειρία και τις αδολεσχίες των νέων ενοίκων του Μαξίμου αλλά και η Ευρώπη φάνηκε διατεθειμένη να τους στηρίξει. Κι αφού εκ προοιμίου διέθεταν σημαντική πίστωση χρόνου αφ' ής στιγμής μάλιστα είχαν εξασφαλίσει την μεγάθυμη συναίνεση των κύριων κομμάτων της Αντιπολίτευσης. Μια συναίνεση την οποία όμως αυτοί ποτέ δεν είχαν παράσχει ακόμη και στα πιο αυτονόητα ζητήματα . Σε εκείνα δηλαδή τα κρίσιμα ζητήματα που στοιχειώδης φιλοπατρία και ένστικτο αυτοσυντήρησης θα επέβαλλαν μετριοπάθεια και αλληλεγγύη. Και βέβαια όχι το πεισματικό όσο και ανεγκέφαλο εκείνο "όχι σε όλα" που αποκάλυπτε όχι μόνο την μιζέρια αλλά και την εθελοτυφλία των προνομιούχων συνδικαλιστών της καθ' ημάς Αριστεράς.

Ο μοιραίος Αλέξης διέπραξε όμως σε χρόνο ρεκόρ τρία κολοσσιαία, πολιτικά λάθη: Πρώτον, εκβίασε πρόωρες εκλογές με πρόσχημα –και παίγνιο– τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, απορρίπτοντας το μορατόριουμ που του είχε προτείνει ο Σαμαράς, παρότι ήταν παντελώς απροετοίμαστος για να αναλάβει την διακυβέρνηση της χώρας και παρότι γνώριζε την οικονομική καταιγίδα που θα ακολουθούσε. Δεύτερον, ανέθεσε επί επτά μήνες εν λευκώ την εκπροσώπηση της χώρας σε Βρυξέλλες και Βερολίνο και ουσιαστικά την διακυβέρνηση της σε ένα φαιδρό όσο και επικίνδυνο πρόσωπο, τον Γιάνη (sic) Βαρουφάκη. Τα capital controls ήταν η φυσική εξέλιξη αυτού του αφύσικου έρωτα τον οποίο ακόμη πληρώνει αγόγγυστα (;) ο καθημαγμένος τόπος... Τρίτον έδωσε υπόσταση και εναγκαλίστηκε πολιτικά πρόσωπα είτε απλώς γελοία είτε απολύτως υπόλογα για την κατάντια της χώρας. Έναν απ´ αυτούς τον διόρισε σύντροφο Υπουργό Εθνικής Αμύνης κι έναν άλλο εξέλεξε ως ΠτΔ. Χωρίς μνήμη, χωρίς αιδώ, χωρίς φόβο ιστορίας. 

Στη συνέχεια αφού καταπάτησε όλες τις προεκλογικές υποσχέσεις σταθερά αυτοεξευτελιζόμενος, σταθερά υπαναχωρών και πολιτευόμενος σαν μεταμοντέρνος Τζουμπές, συνέπηξε μια τέτοια κυβέρνηση ασήμαντων του ΣΥΡΙΖΑ ή ανδρείκελων του ΠΑΣΟΚ που μόνο με την χουντική κυβέρνηση Ανδρουτσοπούλου, του γκαρσονιού από το Σικάγου, μπορεί να συγκριθεί. Ποιος να τό 'λεγε! Η πρώτη φορά Αριστερά με τον λαϊκισμό των πεπραγμένων και την κουστωδία των μετρίων ή φαιδρών που έφερε κάτω από τα φώτα των προβολέων, μοιάζει να τερματίζει το αισθητικό και πολιτικό kitsch που εγκαινίασε η Χούντα. Οι υπουργοί του Αλέξη, Σπίρτζης-Μίρτζης, Καμμένοι-κεκαυμένοι, Τζάκρη, κλπ. αλλά και οι αφισοκολλητές του κόμματος που προήχθησαν σε βουλευτές, συγκροτούν με την ιδιοτελή νομιμοφροσύνη τους την ασπίδα του νεοπαγούς καθεστώτος που επιδιώκει πάση θυσία να εδραιώσει την ισχύ του. Καθιστώντας την Ελλάδα ένα νησί που φεύγει από την Ευρώπη και από την ελπίδα κατά την διατύπωση του Γιώργου Παγουλάτου. Με τον ΣΥΡΙΖΑ να αδυνατεί να μεταλλαχθεί σε σύγχρονη, ευρωπαϊκή Αριστερά αφού δεν διαθέτει ούτε το όραμα, ούτε την τεχνογνωσία. Η κυβέρνηση πρώτα δαιμονοποίησε την Ευρώπη με τα μνημόνια κι έπειτα έσπευσε με τους ριψάσπιδες της να τα ψηφίσει χωρίς αιδώ, εκλιπαρώντας την ευρωπαϊκή ηγεσία να την στηρίξει ακόμη και σε αντίθεση προς τα κρίσιμα, λαϊκά συμφέροντα.  

Κι αφού έλαβαν χώρα όλα αυτά, ο αθώος Αλέξης με το παιδικό χαμόγελο προχώρησε αμέριμνος αλλά και αδίστακτος σε μια σειρά πολιτικών πατροκτονιών ή αδελφοκτονιών από αυτές που ενδημούν μόνο στην παράδοση της μαρξιστικής αριστεράς. Έτσι, πλάι στον Παπαγιαννάκη, τον Αλαβάνο, τον Κύρκο, τον Γλέζο, τον Κουβέλη, την Κωνσταντοπούλου, τον Λαφαζάνη, την Βαλαβάνη κλπ. πρόσθεσε, ο μαθητευόμενος πρωθυπουργός που γράφτηκε στην ΚΝΕ την χρονιά που έπεφτε το τείχος του Βερολίνου, τα κομμένα κεφάλια  του δάσκαλου του, Μπαλτά, του Δρίτσα, του Πανούση, του Σακκελαρίδη, του Φίλη, κλπ. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς πολιτική ιδιοφυΐα για να προβλέψει πως το επόμενο σκαλπ θα φέρει την υπογραφή Τσακαλώτος... Παρά την θαυμαστή αγγλική προφορά του. Βλέπετε, ο ημιμαθής Αλέξης που ανδρώθηκε στα έμπεδα των μαθητικών καταλήψεων και την ζούγκλα των αμφιθεάτρων θαυμάζει απεριόριστα τους αγγλομαθείς και προσπαθεί –ανεπιτυχώς– να τους μιμηθεί. Αντίθετα δεν έχουν τίποτε να φοβούνται οι ποικίλοι κύριοι Τίποτε που υπουργοποιήθηκαν επειδή ακριβώς διέθεταν έτι χαμηλότερα προσόντα από τα ήδη πολύ χαμηλά προσόντα του Αρχηγού. Ενδεικτικά σας αναφέρω τα ονόματα των Τόσκα, Φωτίου, Φλαμπουράρη, του "καπετάνιου" της Αίγινας, Μπαλάφα, Σκουρλέτη, Κατρούγκαλου κ.λπ. Θα μου πείτε βέβαια πως φαγώθηκαν μεγέθη σαν του Πελεγρίνη ή του Χαϊκάλη και εγώ θα σας αντιτάξω τον Ζουράρι μήπως και συμφωνήσουμε. Πάντως ένα είναι βέβαιο: Όσο ο Αλέξης Τσίπρας δεν μπορεί να επιλέξει άξιους συνεργάτες, βραχυκυκλωμένος ανάμεσα στην κομματική επετηρίδα και τον προσωπικό του φαβοριτισμό, άλλο τόσο επιμένει φανατικά σε σπιθαμιαία μεγέθη για να φαίνεται ο ίδιος γίγας. Είναι πάντως πλέον ή βέβαιο ότι έχει εντρυφήσει στην αποφθεγματική φράση του Νίτσε "η δύση του ηλίου κάνει να φαίνονται γιγάντιες ακόμη και οι σκιές των νάνων". Ήδη το alter ego του, ο Νίκος Παππάς βρίσκεται σε διακριτική δυσμένεια γιατί φάνηκε προς στιγμήν να επισκιάζει τον αρχηγό. Αλλά στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τέτοιος φόβος. 

Όλος αυτός ο στρατός των κομματικών ανδρείκελων που ψώνισε ο Αλέξης είτε από τις εκπομπές του Αυτιά και του Παπαδάκη είτε από τα πανέρια εκπτώσεων του ΠΑΣΟΚ δεν έχουν καμιά τύχη στο μέλλον, όταν δύσει δηλαδή το άστρο του μαικήνα τους. Άνευ Τσίπρα ο ΣΥΡΙΖΑ απλώς δεν υφίσταται. Θα διαλυθεί αμέσως στα εξ ων συνετέθη. Το κακό είναι ότι έχουν διαλυθεί μαζί τους κι οι ιδρυτικοί μύθοι της Αριστεράς αλλά και το μέλλον μιας ολόκληρης χώρας. Μιας ολόκληρης γενιάς. Γι’ αυτό υποστηρίζω πως ειδικά αυτή την στιγμή δεν επιτρέπονται η αδράνεια και η αποσιώπηση των πραγματικών συνθηκών που ισχύουν στη χώρα. Αλλιώς θα είμαστε συνυπεύθυνοι. Επίσης είναι αναγκαίος ο αναστοχασμός σχετικά με την ουσία, την αληθινή ιστορία και το μέλλον της Αριστεράς στον τόπο. Αλλά και ο γενναίος προβληματισμός πέραν των παραδοσιακών κλισέ Αριστεράς - Δεξιάς που είναι πλέον ανενεργά και ξεπερασμένα. Για να ξαναβρούμε την πατρίδα μας που την έχουμε απολέσει από μισαλλοδοξία και καιροσκοπικό φανατισμό. Για να ξανασυνδεθούμε με την Ιστορία της, αυτόν τον υπαρξιακό ομφάλιο λώρο άνευ του οποίου δεν έχουμε υπόσταση ούτε ως ατομικές περιπτώσεις ούτε ως κοινωνία πολιτών. Αυτό που εντέλει δεν συγχωρώ στον Αλέξη είναι ότι δίχασε για μιαν ακόμη φορά τον ούτως ή άλλως λιπόψυχο και ολιγάριθμο κόσμο της Αριστεράς, τόσο πολύ εθισμένο στα εμφύλια αίματα και τον κανιβαλισμό. Όσο για την παιδεία και τον πολιτισμό, οι επιλογές του υπήρξαν δειλές και ανίδεες. Άλλη μια οδυνηρή απογοήτευση. Όμως, εμείς οφείλουμε να επιμείνουμε στον πολιτισμό, όχι ως κοσμική επίδειξη, αλλά ως βαθύτατη υπαρξιακή ανάγκη. Το μέσα μας ρούχο…


ΥΓ. Στο βιβλίο αυτό συγκεντρώνω μια σειρά πολιτικών κειμένων που έγραψα εν είδει ημερολογίου τα τρία τελευταία χρόνια. Από την εποχή που διατηρούσα έμμεσο και άμεσο διάλογο με τον πρωθυπουργό έως τις μετέπειτα δριμείες κριτικές μου στις οποίες τον κατηγορώ ευθέως για ιδιοτέλεια και ανικανότητα. Μπορεί να τελειώσει το χάρισμα; Μπορεί. Και τότε ο γδούπος είναι εκκωφαντικός. Η διαδοχή των κειμένων με την ενθουσιαστική τους εικόνα που σταδιακά μεταβάλλεται, αποτελεί ένα ντοκουμέντο και της κρίσης και της παρακμής που σταθερά βιώνει ο τόπος. Η κατάθεση, πάλι, της αλήθειας χωρίς συγκαλύψεις ή συμψηφισμούς αλλά και η απροκατάληπτη, δηλαδή χωρίς κομματικές παρωπίδες, ερμηνεία των γεγονότων που μας οδήγησαν ως εδώ, είναι υποχρέωση ημών των πολιτών προς την χειμαζόμενη δημοκρατία μας. Είναι συγχρόνως κι ο μόνος δρόμος για την υπέρβαση όλων των αδιεξόδων, για μια σύνθεση επιτέλους των αντιθέτων. Για το ξεπέρασμα και της κρίσης και της παρακμής.


25 Μαρτίου 2017