Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 27 Μαρτίου 2023

25η Μαρτίου 2023*

25η Μαρτίου 2023*

ΟΥΤΕ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, ΟΥΤΕ ΘΑΝΑΤΟΣ
(Μάλλον κατατονία και λίγο... αηδία)
 

Ηχήστε οι σάλπιγγες, ηρώων σκιές ομπρός
μήπως ξυπνήσει ο κοιμήσης ο λαός.
Ομπρός γονατισμένα αδέλφια, ομπρός,
ακούστε πως σας κράζει ο Σικελιανός.
Κατά τους θουρίους και κατά τας γραφάς
ακούστε απ' τον Άδη όσα σας άδει ο Παλαμάς.
-Δάσκαλε, με παιάνας και με αναπαίστους
το καθήκον τους τώρα ξαναπές τους.
Με τους λυρικούς σου πάλι διθυράμβους
νέους να διεκδικήσουμε θριάμβους.
Κι από τη καντίφλα και από το μαράζι
κι από μιαν Ευρώπη που μάς κάνει χάζι
και που γούστο κάνει να μας προστάζει,
αδέλφια ομπρός, γέροι, άνηβοι και νιές
ξανά περήφανοι όλοι να βγούμε στες αγορές!
Νέα δάνεια, καταναλωτικά, προσοδοφόρα
να ξαναμοιράσουμε σε όλη τη χώρα.
Και με το Μητσοτάκη, νέο Κολοκοτρώνη,
να ορκιστούμε στο ευρώ που μας ενώνει
δεξιούς, αριστερούς, κεντρώους και αδέξιους
σε χειρισμούς χρηματοεθνικά αμφιδέξιους.
Ηχήστε οι σάλπιγγες, ήρωες νέοι ομπρός
και πίσω με τζιπούρες ν' ακλουθάει ο λαός
με λάβαρα, κάρτες πιστωτικές κι άλλα τζοβαΐρια
στα σίγουρα να πορευτούμε στα τσακίδια...

* Επειδή μερικοί νομίζουν ότι με ενοχλούν μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Μοιραίος Αλέξης.

Φωτογραφίες: Ο Όσκαρ Ουάιλντ, ήρωας του ελληνικού μύθου για μια μέρα ( φωτογραφία του Πέτρου Μαργαρίτη, 1887). Ο Cacao Rocks συνεχίζει σήμερα την παράδοση. Έπειτα ο Κολοκοτρώνης του Λαμέρα και οι κλέφτες του Παπαγιάννη. Έτσι εμείς τιμάμε το δικό μας '21.

Κυριακή 26 Μαρτίου 2023

Η καλλιτέγνις



Ήτουνε που λέτε ο Μπάμπης, ένα παιδί μάλαμα, ένα παιδί τσίφτικο και ένα αλάνι από τα λίγα. Όλα τα καλόπαιδα από Καμίνια έως Άγιο Ευθύμιο το φωνάζανε το παιδάκι αυτούνο "ο δάσκαλος" γιατί είχε κάνει τρία χρόνια στο Γεντί Κουλέ, πέντε χρόνια στο Αβέρωφ και δύο στην Ακροναυπλία. Έτσι ξεσκολισμένος ο Μπάμπης ήξερε όλα τα κόζα και σουμάριζε στα ίσα και δεν φοβόταν χάρο. Κι όταν κανένας νεότερος και άπειρος έκανε τη στραβή, ο Μπάμπης τού λεγε με άκρα περιφρόνηση "χαράμι ρε πήγαν τα λόγια μου". Ώσπου χαράμι το χαράμι δεν ήθελε πολύ και όλα τα καλόπαιδα ξεχάσανε τον "Μπάμπης", το βαφτιστικό που τού 'δωκε ο νουνός του με δόξα και τιμή και τον φωνάζανε πια "ο δάσκαλος, ο χαραμής", κι αυτό όνομα τιμημένο που τον κέρδισε με το σπαθί του στην πιάτσα και τα περίχωρα. 
Καθόταν που λέτε και φουμάριζε ο Μπάμπης, ο χαραμής και έγλεπε τα  πλεούμενα να κουνιούνται και να τραμπαλίζονται δίχως λόγο και αιτία κάτω στον Πειραιά, στο λιμάνι συλλογισμένος. Για δες, σκεφτότανε, γιατί έτσι είναι ο άνθρωπος, όταν φουμαίρνει και κάθεται, σκέβεται. Για δες, ακόμα και αυτά τα άψυχα, τα πλεούμενα όλο και κάτι κάνουνε, πάνε από δω, πάνε από 'κει, μόνο εσύ ρε Μπάμπη, ρε χαραμή με το όνομα, κάθεσαι άπραγος κι ακούνητος. Χαράμι ρε στη μαγκιά και την αντρίλα σου, χαράμι στις σπουδές σου στο Συγγρού και τα παραπήγματα. Φτου σου ρε, ξεφτίλα άντρα!
 Έτσι σκέφτηκε το παλικάρι, το γεροντομπασμένο, ο Μπάμπης, ο χαραμής, ο δάσκαλος με το όνομα και τα πήρε, θύμωσε με τον εαυτό του τον ίδιονε, έσμιξε τα μαύρα φρύδια του σαν τον νεφεληγερέτη Δία, αν έχετε ακουστά, που δεν έχετε...και αποφάσισε. 
Στην αρχή της οδού Φίλωνος, λίγο πριν την Τρούμπα με τα κορίτσια της και όλα τα καλά που ποθεί η ψυχή του ανθρώπου και από πίσω από ένα θέατρο που το λένε Δημοτικό κι έρχονται κάτι φιόγκοι και κάτι φλωρέτες κι ακομπανιάρουνε τις μούζικες, τις μπαρζολέτες και τα συναφή υπήρχε χρυσοχοείον ονομαστό και διάσημο, "Αδαμάντιος Διαμαντής" το όνομα. Αυτό κοζάρησε ο χαραμής, τα μπιχλιμπίδια του στη βιτρίνα λιμπίστηκε κι έβαλε κάτω τη γκλάβα του για να εκπονήσει σχέδιο τρανό και μεγαλοφυές. Το χρυσοχοείο ήταν μαγαζί μεσοτοιχία με το θέατρο που λέγαμε και ο πίσω τοίχος του ακουμπούσε ένα καμαρίνι της σκηνής. Ο Χαραμής δεν ήταν και κάνας πρωτάρης, πούλησε έρωτα τοις μετρητοίς σε μία μπαλαρινούλα, τη Φανούλα με το όνομα που ντυνόταν, δηλαδή γδυνόταν, κάθε βράδυ πλην Δεπτέρας να σε χαρώ, στο εν λόγω σαματατζίδικο, το Δημοτικό ντε, και σκάρωσε φίνα τη δουλειά. Όταν βαρούσαν τα κλαπατσίμπαλα στην παράσταση, ο χαραμής που είχε τρυπώσει εν τω μεταξύ στο καμαρίνι, έφτιαξε μία τρυπούλα τόση δα όσο να χωρέσει το φιδίσιο το κορμί του και εξαφάνισε και τη βιτρίνα και τον μπεζαχτά ώσπου να πεις κύμινο. Όμως οι γυναίκες είναι πράγμα ζόρικον και μυστήριον κι όποιος τις έχει καταλάβει να μου τις εξηγήσει και εμένα. Βγαίνοντος του Χαραμή από την τρούπα εισέρχεται η περιώνυμη Φανούλα αλά μπρατσέτα με τον αρχιχωροφύλακα υπηρεσίας που της είχε προσφέρει λέλουδα λίγο πριν στην αυλαία και την είχε συγκινήσει. Μαγκώσαντος τον χαραμή ο χωροφύλαξ και μην καθυστερήσαντος αλλά και μπήξαντος τα κλάματα η Φανούλα, το μοιραίο θήλυ, ξαναβρέθηκε ο Μπάμπης, ο δάσκαλος, πάλι πίσω από τα κάγκελα και χαράμι, λέω την ομορφάδα και την εξυπνάδα του. Άτιμο πράγμα η γυνή ιδιαίτερα όταν είναι και καλλιτέγνις. Όλας τας ημέρας ακόμα και τας Δεπτέρας. Ναι μα το θεό και τον όρκο που σας κάνω.

Τρίτη 21 Μαρτίου 2023

Ψυχοσάββατο και Ποίηση




Φεύγουμε συντριμμένοι, απαρηγόρητοι
Για να ξαναφτιάξουμε τη γενιά μας στον ουρανό...
Νίκος Φωκάς


Τη θυμάμαι ν' ανάβει το κερί και το θυμιατό, να βράζει στάρι και να ξεφλουδίζει ρόδια κι αμύγδαλα. Έπειτα να ετοιμάζει το πιάτο και να το ακουμπά ιερατικά στο τραπέζι. «Είναι για τις ψυχές», μας έλεγε. Τίποτε το μακάβριο σ' όλα αυτά αλλά αόριστη μια γλύκα που έδενε με τον δριμύ αέρα της πιο ανυπόμονης άνοιξης και μ' έναν ήλιο-βασιλιά που έδυε χωρίς να πάψει ούτε στιγμή να βασιλεύει. Ποιες ήταν οι ψυχές; Πού ήταν; Δεν ξέραμε. Απλώς τη χαζεύαμε που θυμιάτιζε τις κρεμασμένες φωτογραφίες στο σαλόνι. Είχαμε, βλέπεις, έτσι την ευκαιρία να τρυπώνουμε σ' αυτό το διαρκώς κλειστό και κρύο δωμάτιο που το λειτουργούσαμε μόνο στις γιορτές. Εξ ου και το μεταφορικό του όνομα «Σιβηρία». Έπειτα, σαν να γαλήνευε, καθόταν να μπαλώσει ένα ρούχο ή να σιδερώσει, ενώ το πρόσωπό της χαραζόταν από μια αχτίδα του ήλιου. Ο φεγγίτης ήταν ακριβώς από πάνω της. Κι εμείς κοιτάζαμε έκθαμβοι τα άπειρα πολλοστημόρια σκόνης που χόρευαν και στροβιλίζονταν μέσα στο πεδίο του φωτός. Να 'ταν αυτές οι ψυχές; Και να 'ρχονταν έτσι πρόθυμα σαν αστραφτερά τίποτε, απλώς για να της στεφανώσουν το κεφάλι; Ο πατέρας της, η μητέρα της, τ' αδέλφια της, οι γαμπροί της, οι φίλοι της που δεν ζούσαν, σκοτωμένοι κακήν κακώς στο δρόμο προς τα Κρώρα ή πεθαμένοι σε σανατόρια, αλλά που υπήρχαν στην καθημερινή της ομιλία σαν παραμύθι, σαν παρηγοριά. Αβίαστα, λες και τους μιλούσε. Σαν να ήταν μόλις χθες η αναχώρησή τους. Η αρπαγή και η εξαφάνισή τους καλύτερα στα Δεκεμβριανά… Ο δεύτερος τους θάνατος πολύ χειρότερος απ’ τον πρώτο καθώς δεν βρήκε ποτέ ούτε καν ένα μνήμα με τ’ όνομά τους, ένα ρούχο, ένα ενθύμιο, τα γυαλιά του πατέρα της, κάτι να έχει για να κλαίει όταν την έπιανε το παράπονο. Σαν να ήξερε τι συνέβαινε σπίτι μας, ένας συμπατριώτης της, Υδραίος κι αυτός, έγραψε τότε σ' ένα ποίημά του:
«Όταν ήμουν μικρός
η θεία μου η Φίλη
όλο για την οικογένεια Στουπάθη έλεγε,
η οικογένεια Στουπάθη
κι η οικογένεια Στουπάθη,
τόσο που μου είχε γίνει
έμμονη ιδέα
είτε μέσα στο σπίτι ήμουνα
είτε περίπατο έβγαινα
η οικογένεια Στουπάθη έλεγα,
τόσο που και τώρα που γέρασα
όταν είμαι στεναχωρημένος-
η οικογένεια Στουπάθη λέω,
η οικογένεια Στουπάθη»
(Μ. Σαχτούρη, Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια, Κέδρος 1998).
Κοιμηθέντες τώρα όλοι αυτοί, συγγενείς ή φίλοι –μαζί και η οικογένεια Στουπάθη- ίσως αποζητούν σήμερα το στάρι και τα ρόδια τους, τη ζάχαρη και τη μυρωδιά του κεριού. Τώρα αντιλαμβάνομαι γιατί ήταν τόσο δημοφιλής η εγκαυστική, η κηρόχυτη τεχνική και στα νεκρικά πορτρέτα του Φαγιούμ αλλά και στις πρωτοβυζαντινές εικόνες του Σινά. Το κερί και οι συμβολισμοί που παραπέμπουν αφενός σ' έναν μυστικό βίο με σιωπηλές, φίλεργες μέλισσες που διακονούν την υψίστη ιδέα του καλού και αφετέρου σ' ένα φως μυστικό που καταυγάζει χωρίς να κατακαίει εκπορευόμενο από το πιο βαθύ, το πιο μυστικό τίποτε. Που καταδεικνύει το «αρχαίον κάλλος» σύμφωνα με τον κεκρυμμένο διονυσιασμό του ελληνικού ρέκβιεμ, της νεκρώσιμης Ακολουθίας:
"Εις το καθ' ομοίωσιν επανάγαγε
Το αρχαίον κάλλος αναμορφώσασθαι".
-Μήπως τα πρόσωπα που μας κοιτούσαν απ' τις θαμπές κορνίζες τους στο σαλόνι, αποτελούσαν τα δικά μας φαγιούμ, εικόνες νεκρών που υπερέβησαν τα πρότυπά τους μέσα στο χρόνο; Και τα βλέμματά τους έγιναν φάροι για τις ψυχές, ώστε να μη χάνονται στο άνω πέλαγος και τα νέφη, αλλά να ξαναβρίσκουν τον δρόμο τους για το σπίτι μας τα Ψυχοσάββατα;
Σκέφτομαι πως ο παγανισμός και η ορθοδοξία συμβίωναν σ' αυτόν τον τόπο αρμονικά έως πολύ πρόσφατα. (Εννοώ ουσιαστικά, όχι τουριστικά).Έως την επιβολή ενός ξιπασμένου τρόπου ζωής που αντιπαθεί τις ιδιαιτερότητες και σιχαίνεται τις μνήμες. Η ίδια αυτή σεπτή φιγούρα που θυμιάτιζε τις φωτογραφίες πρωτοστατούσε με προνεωτερική-προπτωτική αθωότητα στις φωτιές του Αηγιαννιού, τα μυστικά του Κλύδωνα, τα σκολιανά (σκόλια άσματα) και τα γαμοτράγουδα των Απόκρεω. Στη συνείδησή της δεν υπήρχε καμία αντίφαση και κανένας ορθολογισμός δεν μίαινε την αρχαϊκή της αισθητική. Κι ενώ ζούσε απλά την απλή ζωή της, η σχέση της με τις ψυχές που αγαπούσε, ήταν εκείνο το πραγματικά συνταρακτικό στοιχείο που έδινε σε αυτή τη ζωή μεταφυσική διάσταση. Όπως θα υπογράμμιζε σε ανύποπτο χρόνο ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, (με τον οποίο άλλωστε ταίριαζαν πολύ ως προς τις απόψεις) σχολιάζοντας τον απαράμιλλο Αλεξανδρινό:
Με φαίνεται που ο Λεύκιος (Lucius, Lux, Φως) μεγάλος θ' αγαπήθη
Εν τω μηνί Αθύρ (Hathor, Αφροδίτη, Άνοιξη) ο Λεύκιος εκοιμήθη
(Ζ.Λ. Ενας Ποιητικός Περίπατος, Δόμος 1999).
Εφόσον και οι φίλοι του Λεύκιου έφερναν στο νεαρό μνήμα προσφορές και χοές στα δικά τους Ψυχοσάββατα. Όμοια όπως από πάντα μέχρι μόλις χτες (και πολύ λιγότερο σήμερα, πολύ πιο μηχανικά, δηλαδή ασυνειδητοποίητα). Κι έβλεπαν βέβαια στο ανάγλυφο το πρόσωπό του και κλαίγοντας γαλήνευαν. Επειδή πρόκειται για τη συμπαθητική ιδιότητα της εικόνας και του εξεικονίζειν, τόσο παρεξηγημένα αμφότερα σήμερα. Γράφει ο Παπαγιώργης στα «Σιαμαία και Ετεροθαλή» (Καστανιώτης): «Πάρε την ολόσωμη φωτογραφία ενός ανθρώπου και με τον αντίχειρα -αν έχεις- άρχιζε να καλύπτεις κάποια τμήματα του κορμιού του. Τα πόδια; Ο άνθρωπος εξακολουθεί να σου μιλάει. Τα χέρια; Τίποτα δεν αλλάζει... Μόνο αν με μια κίνηση ανεξήγητης βίας καλύψεις το πρόσωπο, ο άνθρωπος αφανίζεται...».
Εκείνη, πάλι, όταν γύριζε από την εκκλησία ή το νεκροταφείο, μοίραζε το στάρι και τ' αμύγδαλα στη γειτονιά. Χαρμολύπη, η λέξη που ενώνει τον θρήνο και την έκσταση, την Μ. Παρασκευή με το Σάββατο της Ανάστασης. Εμείς, τελευταίοι. Και τελευταία των τελευταίων έτρωγε η ίδια, αμίλητη. Σαν να φιλούσε τους αγαπημένους της νεκρούς στο στόμα...

Υ.Γ. Αβέβαια, ζήσε. Τίμα την προέλευσή σου (Κική Δημουλά, Χλόη θερμοκηπίου, Ίκαρος 2005).

Δευτέρα 20 Μαρτίου 2023

Τα μνημεία και η τιμή τους



(Η Ακρόπολη δεν είναι προικώο κανενός)

Η υποκρισία της υποκρισίας. Το χαρακτηριστικό το πολιτικού και του πολιτιστικού μας βίου. Από τη μία η υπουργός Πολιτισμού αγωνίζεται για την επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα στην Αθήνα αλλά απ'την άλλη επιτρέπει την απόσπαση και μεταφορά των εξαιρετικών, αρχαιολογικών μνημείων της Θεσσαλονίκης, λόγω... έργων του μετρό. Παρά την διεθνή κατακραυγή και παρά τις απόλυτα ορθολογικές προτάσεις οι οποίες επιτρέπουν και στο μετρό να λειτουργήσει και τα μοναδικά ευρήματα να μη διαταραχθούν.
Η άλλη τεράστια υποκρισία είναι το ΚΑΣ. Δηλαδή το κεντρικό αρχαιολογικό συμβούλιο το οποίο αντί να είναι ανεξάρτητη αρχή όπως ορίζει ο ιδρυτικός του νόμος, είναι υποχείριο του κάθε υπουργού ο οποίος και διορίζει τα μέλη του.
Έτσι, επί κυβέρνησης Σαμαρά το ΚΑΣ αποφάσισε την μεταφορά των αρχαιοτήτων από το σταθμό Ελ. Βενιζέλου στην Θεσσαλονίκη, το ΚΑΣ πάλι επί Τσίπρα, με άλλη βέβαια σύνθεση, αποφάσισε την παραμονή τους και το ΚΑΣ επί Μητσοτάκη αποφάσισε πάλι τη εκ νέου μεταφορά τους. Οποία, επιστημονική επάρκεια! 
 Αν το ΚΑΣ ήταν όντως αμερόληπτη και αδιάβλητη αρχή, μη σχετιζόμενη με την εκάστοτε κυβέρνηση και τις "επιχειρηματικές"της δοσοληψίες, θα είχε προφανώς μία και αδιαπραγμάτευτη άποψη. Αλλά να που δεν έχει.
 Γιατί τα λέω όλα αυτά; Γιατί το ίδιο συμβαίνει και με τα έργα στην Ακρόπολη. Εν ολίγοις το ΚΑΣ, επί κυβέρνησης Μητσοτάκη, αποδέχτηκε την χορηγία του Ιδρύματος Ωνάση και έκτοτε λειτουργεί υπό τις εντολές του. Δηλαδή η πολιτεία δεν αυτή που αποφασίζει τελικά για το δέον γενέσθαι αλλά ο χορηγός ο οποίος και πληρώνει για τους φωτισμούς, τα έργα στον Ιερό Βράχο, τις εργολαβίες και την εν γένει διαχείριση ενός μνημείου που παρότι έχει τεθεί υπό την διεθνή αιγίδα της UNESCO, αποκτάει πλέον τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά των επιλογών του ιδιώτη. Ο οποίος, το είπαμε ήδη, πληρώνει. Το όνειρο της κάθε νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης. Να πληρώνουν οι ιδιώτες. Οποία όμως ιδιωτεία εκ μέρους του, έστω νεοφιλελεύθερου, κράτους! Οποία ιδιωτεία όλων όσοι, αν και εκπρόσωποι του πνεύματος στη χώρα, σιωπούν.
  Η Ακρόπολη δεν είναι προικώο κανενός.
 Προσωπικά, από την άλλη, διαφωνώ με τις εκκλήσεις κάποιων για παγκόσμια διαβούλευση σχετικά με τις παρεμβάσεις στην Ακρόπολη. Δεν υπάρχει λόγος να ευαισθητοποιηθεί η διεθνής κοινότητα σχετικά, γιατί θα αποβεί εις βάρος της σοβαρότητας μας ως κράτους. Εφόσον διαθέτουμε κι εμείς την ανάλογη τεχνογνωσία και την ευαισθησία, χωρίς πείσματα και a priori απόψεις, να βρούμε την ενδεδειγμένη λύση. Ούτως ή άλλως οι μελλοντικές γενιές θα μας κρίνουν. Όλους...

ΥΓ. 1 Χάρηκα ειλικρινά όταν στενός μου φίλος μού εξομολογήθηκε ότι ο Μανόλης Κορρές συμφωνεί με την πρόταση μου να μετατραπεί το παλαιό μουσείο της Ακρόπολης στον Ιερό βράχο - που τώρα λειτουργεί ως αποθήκη! -  σε εκθεσιακό χώρο παγκόσμιας εμβέλειας. Ελπίζω κάποτε και η νυν υπουργός (που τότε ως γενική γραμματέας αδιαφόρησε) αλλά και όλα τα μέλη του τότε Συμβουλίου Μουσείων να θυμηθούν ότι εγώ πρότεινα και επέμεινα σε μια τέτοια αξιοποίηση. Υπάρχουν εξάλλου δεκάδες δημοσιεύματα στον ελληνικό και τον διεθνή τύπο που αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Από το 2010! 

ΥΓ. 2 Ως προς τα σχέδια τώρα για την ανανέωση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου: Αλγεινή εντύπωση μου έκανε ότι εκ προοιμίου (!) αποκλείστηκαν οι ελληνικές συμμετοχές. Επίσης ότι τόσο εύκολα ξεχάστηκαν οι υποσχέσεις περί ενοποίησης του κτιρίου του Ludwig Lange και του Ernst Ziller με το Πολυτεχνείο που σχεδίασε ο Λύσανδρος Καυταντζόγλου. Υποσχέσεις που έχουν δοθεί εξακολουθητικά από τα πλέον επίσημα χείλη. Τελευταίος ήταν ο νυν δήμαρχος Αθηναίων. Γενικά έχουμε πράξη και ως κοινωνία και ως κράτος ότι ήταν δυνατόν για να καταστραφεί η αρχιτεκτονική μνήμη της κάποτε πανέμορφης, νεοκλασικής Αθήνας. Πολιτισμικό έγκλημα αφού αρχιτέκτονες, Έλληνες και ξένοι, έχουν συντελέσει τα μάλα στην ραγδαία "αποπροσωποποίηση" του κλεινού άστεως. Από το κτίριο - γκοφρέτα του Φιξ ως το υπερωκεάνιο που άραξε στα ρηχά του νέου Μουσείου της Ακρόπολης. Αν μάλιστα προσθέσεις τη νέα Πτέρυγα της Εθνικής Πινακοθήκης, τότε συνειδητοποιείς πως πρόκειται για μίαν αρχιτεκτονική που έγινε για να υπάρχει μόνο το βράδυ, σαν άυλη, αμνήμων φαντασμαγορία. Όταν δηλαδή φωτίζεται εξωπραγματικά και έτσι αμβλύνονται τα τερατουργήματα της. Κτίρια, δηλαδή, στην πρίζα που τα απολαμβάνουμε ως επισκέπτες σούπερ μάρκετ ή ως θεατές τσίρκου . Κυριολεκτικά!

Φωτογραφίες:
 Η Βαλχάλα, το μέγιστο μνημείο του γερμανικού Μύθου, φτιαγμένο από τον Leo von Klenze, τον αγαπημένο αρχιτέκτονα του Λουδοβίκου Α και πατέρα του δικού μας Όθωνα.
 Στις όχθες του Ρήνου, λίγο έξω από το Μόναχο. Χτισμένο κατά πλήρη απομίμηση του Παρθενώνα! Πρόκειται Με άλλα λόγια για ακριβέστατο αντίγραφο! Όμως πόση διαφορά... Ακριβώς ανάλογη με τις νυν παρεμβάσεις στην Ακρόπολη! Άψυχη, τεχνοκρατική προσέγγιση.
Όμως ήταν τότε που ο νεοκλασικισμός, μετά τον πολιτικό εξτρεμισμό των Ιακωβίνων, στα τέλη του 18ου αι. σταδιακά καθίστατα "άχρωμος" πολιτικά και, τόσο στη Βαυαρία όσο και στην Ελλάδα, λειτουργεί σαν αισθητικό υποκατάστατο της πολιτικής και κρηπίδωμα της απολυταρχικής μοναρχίας. Ήταν τότε που ο νεοκλασικισμός γίνεται το επικοινωνιακό άλλοθι της εξουσίας. Τόσο στη Βαυαρία αλλά και εν μέρει στην Ελλάδα.
Υπενθυμίζεται ότι ο ίδιος αρχιτέκτονας, ο Klenze, σχεδίασε τον Άγιο Διονύσιο των Καθολικών στην οδό Πανεπιστημίου, ναό τον οποίο εν τέλει εκτέλεσε ο Λύσανδρος Καυταντζόγλου. Σε νεοαναγεννησιακό ύφος. 
Με άλλα λόγια κάποτε η Αθήνα, στα μέσα του 19ου αι. ήταν ο τόπος δράσης των μεγαλύτερων αρχιτεκτόνων της Ευρώπης. Ενώ τώρα τα μεγάλα, τα ιστορικά ονόματα έχουν αντικαταστήσει οι σταρ, δηλαδή τα διεθνή αρχιτεκτονικά γραφεία. Τα οποία μάλιστα έχουν και άποψη και προκαταλαμβάνουν τον τρόπο με τον οποίον θα στηθούν τα εκθέματα. Όπως, ας πούμε, συνέβη με την μεγάλη αίθουσα του πρώτου ορόφου στο νέο μουσείο της Ακρόπολης όπου τοποθετήθηκαν οι κούροι και οι κόρες. 
Και βέβαια και τότε και τώρα η ιστορία ήταν σταθερά παρούσα όσο κι αν εμείς δεν το συνειδητοποιούμε...

Προσέξτε, τέλος, στην τελευταία εικόνα, πως η σημερινή, η λεγόμενη νεοακαδημαϊκή ζωγραφική που λατρεύεται από νεόπλουτους ή μουσεία της πλάκας δεν έχει να προσθέσει τίποτα σ' αυτό το άψογο, το βιρτουόζικα ακαδημαϊκό, πορτρέτο του γνωστού αγνώστου Γεωργίου Ροϊλού το οποίο, ακούστε, φιλοτεχνήθηκε πριν 130 ολόκληρα χρόνια! Ψυχολογία, δραματικότητα, ρομαντισμός και το πρόσωπο ως αίνιγμα και μυστήριο. Τα φώτα και οι σκιές ως καταλύτες της ύπαρξης.

Πέμπτη 9 Μαρτίου 2023

Ego

Ego, Ατομικοί παράδεισοι, συλλογική κόλαση 

(Το άρθρο μου σήμερα στα Νέα)





Ελλάδα είναι ο τόπος που πάντα υπάρχει ένας λόγος για να θρηνεί κανείς. Μόνο που σήμερα οι αιτίες για θρήνους έχουν πολλαπλασιαστεί. Λίγο να ξύσεις την γυαλισμένη κρούστα του κράτους, τρέχει αμέσως πύον. Σκεφτείτε πόσες χιλιάδες άνθρωποι (sic) έχουν σκοτωθεί στην Αθηνών - Πατρών από το 2000 ως το 2020. Σκεφτείτε πόσοι αξονικοί τομογράφοι που τοποθετήθηκαν πριν χρόνια ακόμη να λειτουργήσουν στα κρατικά νοσοκομεία ή πόσους μήνες καθυστερούν οι εγχειρήσεις στο Παίδων. Πόσα χιλιόμετρα (!) σιδηροτροχιών έχουν κλέψει οι γνωστές, ευπαθείς ομάδες τα τελευταία χρόνια. Πόσες χιλιάδες πανάκριβα πτυχία, μεταπτυχιακά και διδακτορικά τέλος, χωρίς αντίκρισμα, χωρίς μέλλον, μοιράζονται κατ' έτος στη χώρα προς δόξαν της πολυεπίπεδης μαφίας των ΑΕΙ.
 Απλοί, καθημερινοί άνθρωποι ανταλάσσουν καλημέρες με μάτια βουρκωμένα γιατί νιώθουν προσωπικά το συλλογικό πένθος αλλά και γιατί όλοι αισθάνονται εκτεθειμένοι στη κοινή μοίρα. Αφού η επόμενη συμφορά νομοτελειακά βρίσκεται ante portas. "Μη ρωτάς για ποιόν χτυπάει η καμπάνα, χτυπάει για σένα", ο στίχος που ενέπνευσε τον Χέμινγουεϊ. Μιας και καταφέραμε στις εποχές της ευμάρειας να χτίσουμε ιδιωτικούς παραδείσους, νομοτελειακά τώρα, στην επικράτεια της κρίσης βιώνουμε τη συλλογική κόλαση.
 Τί όμως μπορεί πραγματικά να περιμένει κανείς από μία κοινωνία που περιμένει να πάρει το ασανσέρ για να ανέβει σ' έναν όροφο;  Ακόμη και παιδιά δεκαπέντε ετών! (Στην πολυκατοικία μου χρησιμοποιώ το κλιμακοστάσιο σχεδόν αποκλειστικά ως άσκηση. Μόνον εγώ). Κλινικώς τίποτε. Πρόκειται μόνο για τεμπελιά; Όχι, πρόκειται για κάτι χειρότερο. Για πνευματική οκνηρία και κατατονία, για αυτό τον συλλογικό μας εθισμό στην ήσσονα προσπάθεια, στο έτοιμο, στην μη προσπάθεια, στην μη σκέψη... Το δράμα ενός τόπου που έμαθε στην ευκολία της αδράνειας ή τα επιδόματα και όχι στον αγώνα για την υπέρβαση της δυσκολίας. Που πιστεύει στο φροντιστήριο αλλά όχι στο σχολείο. Στο κόμμα - πατερούλη που μεριμνά. Μέχρι να κάτσει η στραβή. Οπότε εμφανίζονται οι επαγγελματίες ανάρχιδοι και οι ερασιτέχνες σταρχιδιστές. Αυτή είναι η κουλτούρα, αυτή είναι η καθημερινή μας πρακτική, αυτή είναι η παιδεία μας. Το λυσάρι, η ετοιματζίδικη λύση, η αποφυγή της δυσκολίας, ο χαβαλές, το "δε βαριέσαι", το "πάμε κι ό τι γίνει". Το "έχει ο Θεός". Δηλαδή η άρνηση της μαθητείας, της υπακοής σε έναν κανόνα, της πειθαρχίας σε έναν δάσκαλο. Του a priori,  δηλαδή χωρίς ανθρωπολογικά πρόσημα, σεβασμού του άλλου. Το εγώ ως μόνιμη, υστερική ταυτολογία. Έτσι ώστε ακόμη κι χειρότερη τραγωδία να καταλήγει σ'ένα υστερικό μπουρλέσκ. Και... συγγνώμη που θα έλεγε και κάποιος, αν δεν το καταλάβατε. 
 Σκεφτείτε ότι ακόμη δεν έχουμε αποκτήσει στοιχειώδη, οικολογική συνείδηση παρ' ότι είμαστε μια χρεοκοπημένη χώρα που πρέπει να επιβιώσει από το δραματικό υστέρημα κι όχι το πληθωρικό πλεόνασμα. Αυτό που είναι αυτονόητο ως κοινωνική αλλά και πολιτική υποχρέωση για τους λοιπούς Ευρωπαίους, σε μας παραμένει ζητούμενο. Προτιμάμε να πετάξουμε ή να καταστρέψουμε αντί  να προνοήσουμε ή να αποθηκεύσουμε. Όπως εξάλλου και η οδηγική συμπεριφορά. Το κινείσθαι δημοσίως. Η στοιχειώδης δηλαδή  αποδοχή όχι της προτεραιότητας του άλλου αλλά του ίδιου του δικαιώματος του για να υπάρχει. Όταν κινείται η αυτού μεγαλειότης το εγώ μας, τίποτα δεν μπορεί, δεν επιτρέπεται να το εμποδίσει. Εξ ου και οι εκατόμβες των θυμάτων στην άσφαλτο, διαχρονικά. Ή, στις ράγες των τρένων πρόσφατα. Γιατί περί αυτού πρόκειται ...
Κι όμως. Εξακολουθώ να έχω εμπιστοσύνη στον απλό μου συμπολίτη που πενθεί και θρηνεί χωρίς την ιδιοτέλεια των επαγγελματιών. Που ακόμα ψάχνει, έστω με απόγνωση, εκείνο το κάτι που αδυνατούν να του δώσουν οι ποικίλες, δοτές ηγεσίες. Πολιτικές, πνευματικές και άλλες. Για αυτό και νομίζω πως δεν μας αξίζει αυτό το αδιέξοδο, συλλογικό αυτομαστίγωμα. Επειδή δεν είμαστε όλοι ίδιοι. Δεν είμαστε!
 Είναι νωρίς το πρωί και βλέπω στη γειτονιά μου τον κόσμο της εργασίας να ξεκινάει για τον επιούσιο. Να ανοίγουν τα μαγαζιά, οι εναπομείνασες βιοτεχνίες, τα διάφορα μικροκαταστήματα, τα μηχανουργεία κι οι λοιπές επιχειρήσεις με τους εργαζόμενους στις θέσεις τους. Επειδή δεν είναι όλοι ούτε αργόσχολοι, ούτε αργόμισθοι του δημοσίου. Κι ούτε κομματόσκυλα εθισμένα στη σπέκουλα. Κυκλοφορώντας στην πόλη διαπιστώνω πως οι περισσότεροι δήμοι έχουν προσλάβει ως επί το πλείστον γυναίκες στις υπηρεσίες καθαριότητας. Να υποθέσω πως η πλειονότητα τους είναι αλλοδαπές; Τις βλέπω λοιπόν ανεβασμένες στη σκουπιδιάρες να δίνουν τον τίμιο αγώνα τους από τα άγρια μεσάνυχτα και σκέφτομαι πως ενδεχομένως με τέτοια βροντερά στην σιωπή τους παραδείγματα, υπάρχει ακόμα ελπίδα για αυτή τη χώρα ...

Σάββατο 4 Μαρτίου 2023

Ψυχοσάββατο - Τέμπη


Ναι, μιλάω μόνος μου...μιλάω πολύ μόνος μου τελευταία...και πιο συχνά μιλάω στον νεκρό μου πατέρα. Που για μένα βέβαια δεν είναι νεκρός... Μιλάω και του λέω πράγματα που δεν είχα ποτέ τολμήσει, δεν είχα ποτέ σκεφτεί να του πω όσο ζούσε...Δεν του μιλάω για το παρελθόν, του μιλάω για το σήμερα...ούτε του μιλάω για μένα προσπαθώντας να στήσω, τάχα, μία κουβέντα που θα με κάνει να τον γνωρίσω καλύτερα. Όχι, δεν αναφέρομαι σε ψυχολογικά παιχνίδια ή εκείνες τις συχνές ανοησίες που ακούμε από τους ειδικούς σχετικά με τις απωθήσεις και τις συγκρούσεις πατέρα και γιού που πρέπει εξάπαντος να ξεκαθαρίσει κανείς μέσα του, αν θέλει να συνεχίσει. Όχι, μιλώντας με τους νεκρούς οφείλεις να να μιλήσεις για πράγματα των νεκρών. Αυτά είναι τα επείγοντα. Εξάλλου δεν μιλάω μόνο σε αυτόν, στον πατέρα μου, όταν μιλάω μόνος μου... αλλά μιλάω και στη μάνα μου με την οποία, αντίθετα από τον πατέρα μου, μιλούσα πάρα πολύ όταν ζούσε...και για όλα τα θέματα, όπως εξάλλου και εκείνη μού μιλούσε εξίσου πολύ. Φαίνεται όμως πως αυτά τα πράγματα δεν έχουν εξαντληθεί και πως θέλω ακόμα να της πω πολλά, να τη ρωτήσω, να ακούσω τις απαντήσεις της αλλά και να  απαντήσω κι εγώ με τη σειρά μου στις δικές τις ερωτήσεις. Μιλάω πολύ όταν μιλάω μόνος μου... ενώ κανονικά είμαι μάλλον σιωπηλός και συγκρατημένος τις φορές που βρίσκομαι μαζί με άλλους. Η ομιλητική σιωπή των νεκρών με ενδιαφέρει περισσότερο.

Επίσης μιλάω με τον παππού μου, τον πατέρα του πατέρα μου, από τον οποίο πήρα το όνομα μου και τον οποίο θυμάμαι ελάχιστα γιατί πέθανε όταν ήμουν μόλις έξι χρονών. Η εικόνα του και η φωνή του όμως, εικόνα και φωνή ενός ανθρώπου που έπασχε από άνοια και είχε αποκλίνουσα συμπεριφορά, παραμένουν στη συνείδησή μου πολύ έντονες. Ο παππούς αυτός, πολύ μικρός εγκατέλειψε το πατρικό του σπίτι που βρισκόταν σ' ένα άγονο νησάκι των μικρών Κυκλάδων, την Ηρακλειά, ήρθε μόνος του στην Αθήνα κι άνοιξε μαραγκούδικο στην αρχή της Βουλιαγμένης, το Νέο Κόσμο. Κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων και της μικρασιατικής εκστρατείας υπηρέτησε ως κληρωτός επί 10 ολόκληρα χρόνια και στην οδυνηρή αυτή εμπειρία που τον σημάδεψε μια ζωή, αποδίδω αφενός την λατρεία του για τον βασιλιά Κωνσταντίνο και αφετέρου το αργό, σταδιακό σάλεμα του μυαλού του. Ήταν πάντως με μένα συνήθως γλυκός και ήρεμος, με φώναζε "Μανωλιό μου" και μου χάριζε το πιο φωτεινό του χαμόγελο τη στιγμή που μου χάιδευε το κεφάλι. Αδύνατον να φανταστώ πως αυτός ο μικροκαμωμένος γέροντας, ο λιπόσαρκος και ασκητικός, με το λευκό μούσι - πολύ αργότερα  παραλλήλιζα στο μυαλό μου την φυσιογνωμία του με τον Κωστή Παλαμά και τον Γιαννούλη Χαλεπά - μπορούσε να μην έχει τα λογικά του ή ακόμα και να είναι επικίνδυνος. Για μένα ήταν ο μοναδικός παππούς μου - τον πατέρα της μάνας μου δεν τον γνώρισα αφού είχε εκτελεστεί ήδη από το 1944, στα Δεκεμβριανά - κι έκανα συχνά ένα ολόκληρο ταξίδι με το λεωφορείο με τους γονείς μου, από τον Πειραιά ως την οδό Πυθέου 43, πάροδο της Λεωφόρου Βουλιαγμένης, στο Νέο κόσμο για να τον δω να κάθεται και να μαζεύει ήλιο στο μικρό κήπο εμπρός από το ξυλουργείο του που μύριζε ρετσίνι και πριονίδια. Κάποιες φορές ξέφευγε από την επιτήρηση της μικρής του κόρης, της Μαρίας, ανέβαινε στην ταράτσα του πέτρινου σπιτιού από μια στριφογυριστή, μαντεμένια σκάλα και φώναζε με φωνή στεντόρεια "Ζήτω ο Βασιλέας μας, ζήτω ο Βασιλέας μας, ζήτω, ζήτω, ζήτω". Έπειτα ήρεμος και πειθήνιος, εντελώς εξαντλημένος κατέβαινε κάτω και καθόταν στη ρίζα μιας μουσμουλιάς.

 Βέβαια το μαραγκούδικο ήταν πια ανενεργό καθώς ο γιος του ο πρωτότοκος, ο θείος Γιάννης, που το είχε κληρονομήσει, πολύ καλός μάστορας, πολύ συνεπής όπως ομολογούσαν οι πάντες, είχε φύγει ήδη για τον Καναδά με τις δύο του κόρες. Η γυναίκα του, η θεία Ειρήνη είχε πεθάνει, είχε λιώσει κυριολεκτικά από τον καρκίνο - αργότερα την παρομοίαζα με την κερένια κούκλα του Χρηστομάνου - και ο θείος Γιάννης δεν άντεχε άλλο το πένθος και την ανέχεια, βρισκόμαστε στις αρχές του'60, και μετανάστευσε στον Καναδά για να βρει εκεί τον Βενιαμίν της οικογένειας, τον θείο Τάκη ο οποίος είχε προηγηθεί, μόλις εικοσιπεντάρης, στην ξενιτιά. Δεν θα ξεχάσω ποτέ και κάπου σ' ένα συρτάρι καταχωνιασμένες πρέπει να βρίσκονται εκείνες οι μαυρόασπρες, τρομακτικές φωτογραφίες στις οποίες ο γέρο παππούς μου αποχαιρετούσε, καλύτερα νεκροφιλούσε μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια το πιο μικρό του γιο που έφευγε με το υπερωκεάνιο Βασίλισσα Φρειδερίκη από την Ακτή Τζελέπη του Πειραιά για το μεγάλο άγνωστο, για το Μόντρεαλ. Πού, διερωτώμαι, μπόρεσε και βρήκε το μυαλό ο σαλεμένος γέροντας για να ρίξει τόσα πικρά δάκρυα εκεί, στην πολυάνθρωπη προβλήτα; Πώς αντιλήφθηκε το δράμα; Θυμάμαι ότι μου κρατούσε συνέχεια το χέρι. Θα ήθελα τώρα να τον ρωτήσω, θα ήθελα τώρα να μου εξηγήσει γιατί είναι Ψυχοσάββατο και οι ψυχές και ακούν και μιλάνε. Θα ήθελα να ρωτήσω τι κάνει. Θα ήθελα επίσης να ρωτήσω τον πατέρα μου που τράβηξε τότε αυτές τις "αναμνηστικές", αρπαγμένες από τον μεσημεριανό ήλιο φωτογραφίες, ο δεύτερος γιός κατά σειράν ανάμεσα σε έξι κορίτσια, γιατί δεν εμπόδισε τον θείο Τάκη να φύγει γιατί άφησε τον πατέρα και τις αδελφές του να σπαράζουν βουβά στο λιμάνι εμπρός από το λευκό, σημαιοστολισμένο υπερωκεάνιο που σφύριζε χαρούμενα λίγο πριν τον απόπλου. Ήταν Αύγουστος έκανε ζέστη, θυμάμαι έναν παγωτατζή να πουλάει παγωτό χωνάκι της παρηγοριάς και όλοι να φορούν λευκά. Αργότερα έμαθα πως στην Ινδία λευκό είναι το χρώμα του πένθους.

 Ναι...μιλάω συχνά μόνος μου και μιλάω στον πατέρα μου, μιλάω στον παππού μου, μιλάω στον θείο Γιάννη που πέθανε πρόσφατα εκατό χρόνων (!) στον Καναδά, στο πλάι της δεύτερης γυναίκας του, της Ευγενίας και του γιου που απέκτησε με εκείνη, Μανώλης και αυτός, τον οποίο όμως δεν έχω δει ποτέ. Είμαστε, βλέπετε, όλοι πολύ γερά σκαριά, αρκεί να μην μας βάλει στο μάτι ο καρκίνος, όπως συνέβη με την θεία Πόπη, την θεία Λέλα, την θεία Ειρήνη και τον θείο τον Τάκη, τον πιο μικρό από τα τρία αγόρια όπως σας είπα που όμως πέθανε νέος και που τον θυμάμαι να φοράει γάντια πυγμαχίας και να θέλει να με προπονήσει, εμένα τον ανίδεο πιτσιρίκο, στη μικρή αυλή του σπιτιού μας, στα Ταμπούρια. 
Φαίνεται πως αυτή είναι η μοίρα των ζωντανών πως ενώ μιλούν ακατάσχετα και για τα πάντα, δεν καταφέρνουν όσο ζουν, να πουν τα σοβαρά και τα κρίσιμα και τα μοιραία πράγματα στους δικούς τους ανθρώπους και να πρέπει ν' αποκαταστήσουν υστερόχρονα αυτή την μη πραγματοποιημένη εγκαίρως συνομιλία, όταν ο ένας από τους δύο συνομιλητές δεν υπάρχει πια... 
Ναι, μιλάω μόνος μου και μιλάω με αγαπημένους νεκρούς αλλά και με αγνώστους με οποίους θα ήθελα ν' ανταλλάξω δύο κουβέντες, έστω και τώρα, ανθρώπους που γνώρισα φευγαλέα, που ίσως αντιπαθήσα ή και μίσησα χωρίς λόγο και θέλω τώρα να καταλάβω την αιτία και ενδεχομένως να ζητήσω συγχώρεση. Συγχώρεση από ποιούς και από τί; Συγχώρεση από τον αέρα που φυσάει άλλοτε νοτιάς και άλλοτε αψύς βοριάς τον Μάρτιο για να φέρει την Άνοιξη και ξυπνάει τα χόρτα και τα αγριολούλουδα στα μνήματα των πεθαμένων. Που φέρνει εκεί κάτω τα νέα του επάνω κόσμου.

 Όταν έρχεται Ψυχοσάββατο, όπως σήμερα, οι ψυχές των νεκρών ταξιδεύουν σαν τις ιδανικές γυναίκες του Παπαδιαμάντη με ένα μικρό βαρκάκι το πανί του οποίου είναι ένα κοριτσίστικο μισοφόρι και μ' εκείνο το λευκό μαντήλι που κάποτε μούσκεψε από δάκρυα σε μία κηδεία αλλά τώρα καθαρό και ελεύθερο κυματίζει σαν σημαία στο πιο ψηλό σημείο του φανταστικού ιστού, κι είναι έτοιμες να σου απαντήσουν αν τις ρωτήσεις. Τί σημαίνει Ψυχοσάββατο; Να δίνουμε στους νεκρούς από τη ζωή που δεν έχουμε. Και με λίγο στάρι, λίγες σταφίδες, λίγες ρώγες ροδιού να ευχόμαστε καλήν αντάμωση. Στα Ιλίσια Πεδία των προπάππων μας που στις μέρες μας τα λέμε Τέμπη.

ΥΓ. Θυμάμαι σ' ένα σχολικό αναγνωστικό του Δημοτικού πόσο μ' είχε μαγέψει μία ειδυλλιακή περιγραφή των Τεμπών σε τρόπον ώστε να τα θεωρώ έκτοτε τον απόλυτο, επίγειο παράδεισο. Δεκαετίες τώρα τα Τέμπη σημαίνουν πολλά περισσότερα για όλους εμάς καθώς συχνά συνηχούν με τη λέξη φρίκη.

Στην φωτογραφία το βαρκάκι του ζωγράφου και γλύπτη Νεκτάριου Κοντοβράκη στην Αίγινα. Σπουδή σε κόκκινο, γαλάζιο και κίτρινο. Ποσοτική μελέτη των βασικών χρωμάτων και του λευκού.