Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

Κροτίδες του Πάσχα


Η Μ. Εβδομάδα των ορθοδόξων είναι μια γιορτή ακόμα και για τους άθεους. Άδωνις και Χριστός, Διόνυσος και Ιησούς, Σολωμός και Δαμασκηνός, χαρμολύπη και ανθοφορία. Επειδή υποφέρει και δικαιώνεται το κορμί, θεούμενο μέσα από τον έρωτα και την αγάπη. Κι επειδή μέσα από το πάθος και την αποθέωση ο καθένας μπορεί να φτιάξει έναν θεό κατάδικό του, ο καθένας μπορεί να κυριαρχήσει στη μοίρα του... Έστω και σαν όνειρο για την υπέρβαση μιας πραγματικότητας όλο και πιο εργαλειοποιημένης.




Ήρθε η ώρα να το ομολογήσω: ΕΓΩ είμαι ο παρ' ολίγον δολοφόνος της μη δολοφονίας του Κωστάκη. Αν όμως συνεχίζουν οι Αντωναραίοι την παραμύθα, θα αναθεωρήσω τη στάση μου.

Κύριε Αντώναρε, κάντε κάτι και για τον Βενιζέλο (Θε μου συγχώρα με κύριε Άνθιμε μου)!

Ο κύριος Καμίνης, πάλι, βούλεται να ομιλήσει δια το πολιτιστικόν του έργο (όλο αστεία γράφω σήμερα).

Μετρήστε ποιοι λαμπτήρες σοφίας και ευαισθησίας έχουν περάσει τα τελευταία χρόνια από τον ΥΠΠΟ: Βενιζέλος, Κωστάκης (Ζαχόπουλος), Βουλγαράκης, Λιάπης, Γερουλάνος. Ο νυν ακόμη είναι υπό κρίση (έως τον επόμενο ανασχηματισμό).

Σιγά μην πάει ο Γιωργάκης στην επιτροπή για τη Λίστα. Αυτός απλώς προήδρευε (η σταθερή παράδοση των Παπανδρέου).

Διερωτώμαι για το φαγοπότι των Τσοχατζόπουλου και Σια ο προϊστάμενος τους Σημίτης δεν έχει καμία (έστω και ηθική) ευθύνη; Εκτός κι αν δηλώνει εντελώς ανίκανος ή ηλίθιος.

Τι τα θέλετε η λοιμική του Πασόκ θα ταλανίζει για χρόνια τον τόπο.

Βα-σα-νι-ζο-μαι που λεν κι οι τοίχοι.

Όσο για το WAKE UP είναι καλό αλλά χρειάζεται μετάφραση.

Άλλωστε για να διαβάσεις, πρέπει να έχεις τα μάτια ανοιχτά...

Πατριωτισμός”, το τελευταίο καταφύγιο του κάθε (μεγάλο) απατεώνα, εκδότη, τραπεζίτη, εργολάβου, παράγοντα!

Το ΔΝΤ σταμάτησε το γάμο Εθνικής και Eurobank όταν ανακάλυψε τα υπέρογκα θαλασσοδάνεια όλων των παραπάνω που μέσα από τη συνένωση ήθελαν να πνίξουν.

Είπαμε κρίση-κρίση αλλά το πάρτι στο ΣΥΣΤΗΜΑ συνεχίζεται αμείωτο.

Κάποιοι εξακολουθούν να θησαυρίσουν ακόμα και τώρα.

Κι ο ΣΥΡΙΖΑ ενώ καταλαβαίνει το αδιέξοδο της ακολουθητέας πολιτικής βολεύεται στο απλό καταγγελτισμό, στον εύκολο λαϊκισμό χωρίς, κατ' ουσίαν, να διεκδικεί τις αναγκαίες όσο και οδυνηρές αλλαγές.

Έτσι όμως παίζει το παιχνίδι του ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ.

Οι μισές αλήθειες είναι χειρότερες από ολόκληρα ψέμματα.

Κι εγώ θα πούλαγα τον Σκορπιό αν μ' έλεγαν Αθηνά. Κι αν με είχαν ανεπαισθήτως οι Αλεξανδρινοί κολλήγοι του παππού ξωπετάξει από κάθε διαχείριση της περιουσίας μου.

Έχετε παρατηρήσει ότι το όνομα “Ωνάση” είναι διακριτικά υποβαθμισμένο στη ΣΤΕΓΗ;

Τι ντροπή! Το ΚΜΣΤ δεν δάνεισε το έργο που ο Κατζουράκης του χάρισε για την αναδρομική του στο Μπενάκη. Ήθελε, λέει, εκτός των ασφαλίστρων και... συνοδό! (Δες κείμενο μου παρακάτω “Μουσεία και μουσίτσες”.)

Τι θέλουμε; Μια τέχνη μακρυά από υπόθετα κομμάτων ή τραπεζών.

Κατά τ' άλλα κυνηγάμε την ουρά μας. Θα την πιάσουμε ποτέ;

Το άκον άωτον της υποκρισίας: Φιλόζωοι απαίτησαν ν' απομακρυνθεί το κλουβί με το πουλάκι και το κρανίο από την έκθεση του Αληθεινού στο ΕΜΣΤ. Κατά τ' άλλα, στην Κλαυθμώνος συνεχίζουν να κοιμούνται άστεγα μικρά παιδιά προς δόξαν της ευαισθησίας όλων μας. Ενώ αν ήταν καναρίνια...

Ύλη εαρινού εξαμήνου 2013, εισαγωγή στην αρχιτεκτονική και σκηνογραφία Β



 Bob Wilson, Shakespeare's Sonnets, Berlin, 2009
Θέματα: Εισαγωγή στη ιστορία της σκηνογραφίας.

  1. Η εξέλιξη της σκηνογραφικής άποψης από το νατουραλισμό στο πειραματικό και το πρωτοποριακό θέατρο (1890-1940).
  2. “Επαναθεατρικοποίηση”: Antoine, Appia, Craig, Meyerhold, Copeau, Artaud, Piscator, Pitoëff, Reinhardt, Prampolini.
  3. Φωβισμός, Συμβολισμός, Εξπρεσιονισμός, Φουτουρισμός, Ρώσικη Πρωτοπορία, Bauhaus, γεωμετρική-λυρική αφαίρεση, σχέση και διάδραση των επιμέρους τεχνών.
  4. Η Ελληνική σκηνογραφία και η γενιά του '30, Τσαρούχης, Βακαλό, Διαμαντόπουλος, Γκίκας, Βασιλείου, Μόραλης, Εγγονόπουλος.
  5. Σύγχρονη Ελληνική σκηνογραφία: Ζιάκας, Πάτσας, Ζαΐμη, Μετζικώφ.
  6. Η σκηνογραφία σήμερα: Από τον Bob Wilson στον Βασίλη και τον Διονύση Φωτόπουλο (performance, environment, happenings, video art, body art, conceptual art, minimal art, μεταμοντέρνο)

Υποχρεωτική εργασία με θέμα την εργογραφία ενός Έλληνα σκηνογράφου. Αισθητική αποτίμηση του έργου.


Προτεινόμενη βιβλιογραφία:

Jacqueline Jomaron, Ιστορία Σύγχρονης Σκηνοθεσίας (1914-1944), 2ος τόμος, εκδ. University Studio Press, 2008

Denis Bablet, Ιστορία Σύγχρονης Σκηνοθεσίας (1887-1914), 1ος τόμος, εκδ. University Studio Press, 2008

Παύλος Λέφας, Αρχιτεκτονική και κατοίκηση. Από τον Heidegger στον Koolhaas, Πλέθρον, 2008, σσ. 29-120.

Μάνος Στεφανίδης, Μικρή Πινακοθήκη. Πρόσωπα, κρίσεις και αξίες της νεοελληνικής τέχνης, Καστανιώτης, 2011
(Μόραλης, Διαμαντόπουλος, Τσαρούχης, Εγγονόπουλος, Μαυροΐδης, Φασιανός, Μυταράς)

Δήμητρα Τσούχλου, Ασαντούρ Μπαχαριάν, Η σκηνγραφία στο νεοελληνικό θέατρο, Άποψη, 1985

Pamela Howard, Τι είναι σκηνογραφία; εκδ. Επίμετρο, 2005 (Εισαγωγή και επίλογος: Ιωάννα Μανωλεδάκη)

Γεώργιος Λάββας, Επίτομη ιστορία της αρχιτεκτονικής, University Studio Press, 2008



Βιβλία για τον Εύδοξο:

68Θ610 Ιστορία της τέχνης Α' :
  • Μάνος Στεφανίδης, Μια Ιστορία της Ζωγραφικής, Από το Βυζάντιο στην Αναγέννηση και από τους ιμπρεσιονιστές στον Πικάσο, Καστανιώτης, 2008

68Θ612 Ιστορία της τέχνης Β' :
  1. Μάνος Στεφανίδης, Μικρή Πινακοθήκη. Πρόσωπα, κρίσεις και αξίες της νεοελληνικής τέχνης, Καστανιώτης, 2011

68Θ018 Εισαγωγή στη σκηνογραφία, θεατρική αρχιτεκτονική και ενδυματολογία Α':
  • Γεώργιος Λάββας, Επίτομη ιστορία της αρχιτεκτονικής, University Studio Press, 2008

68Θ028 Εισαγωγή στη σκηνογραφία, θεατρική αρχιτεκτονική και ενδυματολογία Β':
  1. Παύλος Λέφας, Αρχιτεκτονική και κατοίκηση. Από τον Heidegger στον Koolhaas, Πλέθρον,
  2. Pamela Howard, Τι είναι σκηνογραφία; εκδ. Επίμετρο, 2005

Μυρτώ Σαμουηλίδη, Ζωγραφική για ένα αίνιγμα

 "Mécanique", 120x120 cm, Acrylique et encre sur toile, 2010
 

(Για την έκθεσή της στην Art Tower)
 
Η ζωγραφική κάποτε αναπαριστούσε τον κόσμο. Σήμερα η ζωγραφική, απαλλαγμένη από πολλές συμβάσεις του παρελθόντος, δεν αναπαριστά αλλά μάλλον στήνει  (δημιουργεί) έναν κόσμο. Αυτό είναι η, σχεδόν μεταφυσική, αποστολή της ακροβατώντας ανάμεσα στο ορατό και το αόρατο. Κι ενώ οι άλλες τέχνες της εικόνας αρκούνται στο ν´ αντανακλούν τις πλέον αυτονόητες ή και χυδαίες εικόνες του κόσμου (η φωτογραφία, το σινεμά, η video art ), η ζωγραφική μπορεί πια να λειτουργεί σαν τη μουσική ή τη ποίηση. Δηλαδή ακόμη κι αν αναφέρεται σε πράγματα συγκεκριμένα, να διερευνά την ιδανική τους υπόσταση, τη μυστική τους μαγεία. Κι όταν, μάλιστα, βρίσκει τρόπους ώστε ν´ απαλλάσσεται από τη σαγήνη του ψευτοεντυπωσιασμού και τις στρατηγικές της αγοράς, τότε γίνεται ο κατ´ εξοχήν δίαυλος προς το όνειρο και τη ρέμβη. Ο προνομιακός αγωγός, μ´ άλλα λόγια, που μας οδηγεί μέσα από καταπακτές χρωμάτων και δέσμες φωτός σ´ εκείνο το αρχέγονο φρέαρ, όπου κοιμάται η ύπαρξη.
Η αληθινή ζωγραφική μιλάει πάντα για κάτι που είναι μυστικό και για κάτι που λανθάνει. Εξεικονίζει ό,τι είναι αόρατο από την εργαλειακή λογική και τις ρασιοναλιστικές διαδικασίες. Φωτίζει μ´ ένα μέσα φως ό,τι αντικειμενικά σκοτάζει και δίνει υπόσταση ακόμη και στις σκιές. Τα μαύρα λάμπουν και τα κόκκινα φέγγουν την αιμάτινη τους αλήθεια. Αυτό είναι και το βασικό αίτημα της ζωγραφικής που υπηρετεί η Μυρτώ Σαμουηλίδη: εικόνες αυτάρκεις, συνθέσεις που παραπέμπουν αποκλειστικά στον εαυτό τους και σε ό,τι ο θεατής μπορεί, εντέλει, να δει. Ευαισθησία, λυρισμός, υπόκωφη μελαγχολία, ένα δράμα που δεν πρόλαβε να γίνει τραγωδία, ένα αστείο που μεταμορφώνεται σε λυγμό, μια χρωματική φόρμα που στέκει αναποφάσιστη ανάμεσα στην αφήγηση και το άρρητο· το αίνιγμα και την Θεοφάνεια. Οι πίνακες της Σαμουηλίδη καταπιάνονται πάντα μ´ ένα οπτικό γεγονός, εξεικονίζουν σταθερά μιαν "υπόσταση", δεν είναι ποτέ αφηρημένοι. Όπως επίσης δεν καταδέχονται ποτέ να είναι ανα-παραστατικοί, δηλαδή να λειτουργούν σαν φωτογραφίες. Επειδή φιλοδοξούν να είναι κάτι πολύ πιο σπουδαίο: Να  παραμένουν σ´ ένα διαρκές μεταίχμιο αναδυόμενοι απ´ το σκοτάδι και σκιαμαχώντας με το φως. Όσο πιο αβέβαιο είναι το "κείμενο" που υποστηρίζουν, τόσο πιο ενεργειακή να είναι η γοητεία τους.  
  Η σύγχρονη τέχνη θέλει –πρέπει– να πάρει θέση και να μας ωθήσει να δούμε την εικόνα του κόσμου κριτικά, να ανακαλύψουμε τις κρυμμένες ερμηνείες του αμφισβητώντας τις παγιωμένες μας ασφάλειες. Να μη φοβόμαστε τον σαρκασμό για τη γελοιότητα που μας περιβάλλει αλλά τη γελοιότητα την ίδια. Αυτό συνιστά μιαν ανοιχτή πρόκληση καθιστώντας τον θεατή συνένοχο του δημιουργού. Ιδού μια καινούρια, όσο και δύσκολη, ελευθερία.

02. ΙΙΙ. 2013

Πέμπτη 25 Απριλίου 2013

Ξενάγησεις



Την Κυριακή 28 Απριλίου, ο Κυριάκος Κατζουράκης και ο Μάνος Στεφανίδης θα ξεναγήσουν στην έκθεση του πρώτου (μουσείο Μπενάκη στην Πειραιώς, σταθμός Κεραμεικός) σε δυο φάσεις: στις 12.00 και στη 1.00 το μεσημέρι.
Θέμα της ξενάγησης: θεατρικότητα και ζωγραφική.

Πολύ ωραίο έργο! που θα 'λεγε κι ο Νίκος Καραθάνος!

ΜΠΟΥΚΙΤΣΕΣ (ΝΗΣΤΙΣΙΜΕΣ)

Άγγελος Σπάρταλης, ΑΤΟΜ

Είναι οδυνηρό, έχει κόστος, σου κλείνουν πόρτες, σε κυνηγάνε μα ζωή, η φήμη σου ως «τρομοκράτη» διαδίδεται παντού από τους συστημικούς και τους politically correct, αλλά νιώθεις και μια απέραντη ηδονή όταν γράφεις όλους αυτούς στ’ αρχίδια σου.

Κοιμάσαι τόσο γλυκά το βράδυ. Όλους αυτούς τους φορείς και τους αμφορείς της εξουσίας, τ΄ αφεδρόνια  του τίποτε όπως λέει κι ο Βαγγέλης, που όμως υποδύονται το κάτι από το ύψος των πολιτικών ή πνευματικών τους θώκων: πρωθυπουργούς, υπουργούς, προέδρους ιδρυμάτων, χρυσοκάνθαρους απατεώνες, μεγαλοσυλλέκτες, ιδιοκτήτες τραπεζών ή ιδρυμάτων, τραπεζίτες τραπεζών με ιδιωτικές επιχειρήσεις, προέδρους της Ταράτσας των γραμμάτων και του Μπαλκονιού των τεχνών, διευθυντές του οργανισμού «Πολιτισμός και Μαζί τα Τρώμε» κ.λ.π. Παρά τις πόζες και το ύφος τους αισθάνονται τόσο λίγοι, τόσο ματαιωμένοι όταν δεν τους προσκυνάς και δεν τους γλείφεις. Η εκδίκησή σου …..

Κατά τα άλλα το πάρτι σε βάρος της χώρας συνεχίζεται. Η τρικομματική προωθεί παντού τους δικούς της με ποσόστωση. Η αξιοκρατία είναι υπόθεση ισορροπιών ανάμεσα στα politburo της Ν.Δ., του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ. Που θα πει πως τώρα που θα υπουργοποιηθούν η Φώφη, ο Κουκουλόπουλος, ο Μαργαρίτης και ο Χατζησωκράτης θα δούμε φως!

Κατ’ ουσίαν κυβερνάει  ακόμη το ΠΑΣΟΚ και διορίζει αβέρτα κομματικούς η ΝΔ. ο Φώτης πάλι  παλαντζάρει : ανάμεσα στην ουτοπία και την πραγματικότητα (τι μαλακίες γράφουνε Θεέ μου όλοι αυτοί οι επαγγελματίες της Αριστεράς). Μια ζωή χαρτογιακάδες και γραφειοκράτες. Κι απ’ την άλλη τους ενοχλεί η Ζωή. Ενώ η αμετροέπεια, η ιταμότητα και το ύφος Βενιζέλου είναι στυλ. Τόσο ώστε ν’ αρέσει και στον Πρετεντέρη, τον στυλίστα του καθεστώτος.

Όσο για την Αστυνομία μας η μισή είναι ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ και η υπόλοιπη προστατεύει μπράβους, νονούς ή βοηθάει επιχειρηματίες της νύχτας, έμπορους λευκής σαρκός, καζίνα, κλπ. Οι εξαιρέσεις καθιστούν τον κανόνα ακόμα πιο ζοφερό. Σ’ αυτό το κλίμα εκπαιδεύονται και οι νεότεροι. Εκτός βάρδιας φτιάχνουν  μούσκουλα στα γυμναστήρια, πηδάνε τζάμπα στα μπουρδέλα και εντός βάρδιας ρίχνουνε κανά  μπερντάχι σ’ όποιον λαθρομετανάστη τους κάτσει σουφρώνοντας γενναία το κομπόδεμα του. Για εκτόνωση... Αυτά είναι καθημερινά φαινόμενα που τα αναφέρει ακόμα και το Mega ή το ΒΗΜΑ FM. Μη τα περιμένετε όλα από τον Θέμο και τον Χατζηνικολάου.

Η Μανωλάδα συμβαίνει και στη Λάρισα, τα Τρίκαλα, τη Κρήτη, την Καλαμάτα και η υποκρισία και η συνενοχή και ο κρυπτορατσισμός  -τον φανερό τον ξέρουμε- της ελληνικής κοινωνίας δεν έχουν όρια. Δήμαρχοι, βουλευτές, αρχές, αστυνομία και τοπικές κοινότητες ανέχονται το σκλαβοπάζαρο χρόνια τώρα γιατί τους συμφέρει. Γιατί στα χωράφια και στα θερμοκήπια δουλεύουν ξένοι, σχεδόν αποκλειστικά, όπως και στα πορνεία αλλοδαπές. Για να απολαμβάνει ο Ελληνάρας που γουστάρει να έχει οικιακή βοηθό χημικό από την Γεωργία ή αρχιτέκτονα από την Εσθονία.

Όσο πιο αγράμματος τόσο πιο χυδαίος (ο πατριώτης). Και βέβαια η αγραμματοσύνη είναι πια ο κανόνας, Σ’ όλα τα στρώματα, σ’ όλα τα επίπεδα (από τα ΜΜΕ ως τους ψηφοφόρους της Χ.Α). Κατά τ’ άλλα ο υπουργός παιδείας, άτολμος και λίγος, απέσυρε τη βάση του 10 για την εισαγωγή στα ΑΕΙ. Πουλάνε ακόμη, βλέπετε, κομματική προστασία στον ευαίσθητο τομέα της γνώσης και στον υπερευαίσθητο χώρο της νεολαίας. Η Αριστερά, πάλι, δεν τολμάει να αποσύρει τα κομματόσκυλά της από τα πανεπιστήμια  αδυνατόντας να δει πέρα από τη μύτη της.

Δείτε την συνταρακτική έκθεση του Κατζουράκη στο Μπενάκη και τη συναρπαστική του Αληθεινού στο ΕΜΣΤ και θα καταλάβετε πολλά για την Ελλάδα που μας αποκρύπτουν τα ΜΜΕ. Θα αισθανθείτε γλυκόπικρα υπερήφανοι και υπερήφανα μελαγχολικοί.

Συναγωνιστές της «Χρυσής Αυγής» άμα διώξουμε τους λαθρομετανάστες ποιος θα μας μαζεύει τις φράουλες, τις ελιές, τα καρπούζια, τα βαμβάκια, τις μπανάνες και ποιόν θα καρπαζώνουν οι λεβέντες μας στα Σώματα Ασφαλείας; Από ποιους θα ξαφρίζουν το υστέρημα; Πρέπει επειγόντως να ξανασκεφτούμε την πολιτική μας. Η πατρίς βρίσκεται εν κινδύνω! Εγέρθητος!

Ένα πράγμα δεν καταλαβαίνω: Γιατί με 1.300.000 Έλληνες άνεργους, μαζεύουν τα ροδάκινα στη Βέροια αποκλειστικά Βούλγαροι και Αλβανοί ενώ οι ντόπιοι αρκούνται στο επίδομα ανεργίας. Θα ρωτήσω τον κύριο Φώτη. Δεν μπορεί, αυτός θα ξέρει…
 

Κυριακή 21 Απριλίου 2013

Μουσεία - Μουσίτσες




Και ολίγα για κάποια μουσεία και μερικές μουσεί-τσες: Ο Κατζουράκης έχει δωρίσει ένα μεγάλο πίνακά του στο ΚΜΣΤ Θεσσαλονίκης. Ήταν φυσικό εν όψει της αναδρομικής του να ζητήσει και ο ίδιος και το μουσείο Μπενάκη το συγκεκριμένο έργο. Ας σημειωθεί ότι η μεταφορά και η ασφάλιση του βάρυναν αποκλειστικά τον ζωγράφο. Τι όμως ζήτησε επιπλέον η αθεόφοβη διευθύντρια, η διορισθείσα, ελέω Ζαχόπουλου, στη Μονή Λαζαριστών; Συνοδό του πίνακα, αεροπορικά εισιτήρια αλε-ρετούρ και διπλή διανυκτέρευση στην Αθήνα! Μα που ζούνε οι άνθρωποι; Μάλλον στη μεγαλειώδη εποχή του Κωνσταντίνου του Μικρού.

Ερώτημα προς κ. Τζαβάρα: Από που αντλεί τέτοιο θράσος η υφισταμένη του; Της έχει ποτέ κανείς μιλήσει για μουσειακή δεοντολογία; Επιτρέπεται να αγνοεί τη δεινή οικονομική κατάσταση του μουσείου Μπενάκη; Συμφωνεί η κ. Κοσκινά, πρόεδρος του ΚΜΣΤ, με τις απαιτήσεις της κ. Τσαρτσάνογλου; Έχουν πάρει χαμπάρι τη κρίση οι “μοναχές” των Λαζαριστών; Για την ιστορία επισημαίνουμε ότι ο Κατζουράκης αρνήθηκε το επιπλέον χαράτσι και ο πίνακας “Υπόκλιση” ΔΕΝ θα εκπροσωπήσει τον Κρατικό Μουσείο Θεσσαλονίκης στη λαμπρή αναδρομική της Πειραιώς. Τι ντροπή για τους ιθύνοντες του. Σε οποιαδήποτε χώρα της Ευρώπης πάντως τέτοιες συμπεριφορές υφίστανται νομικές κυρώσεις ως κατάχρηση εξουσίας και παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων. Επειδή τα έργα τέχνης δεν επιτρέπεται να θεωρούνται τσιφλίκι κανενός, πολλώ μάλλον κάποιων απνευμάτιστων υπευθύνων μουσείων...
Πικρό συμπέρασμα: Μην δωρίζετε στο κράτος (ειδικά σε αυτό το κράτος της αυθαιρεσίας, της αναξιοκρατίας και των κολλητών).



Μάνος Στεφανίδης

άμισθος επιμελητής της έκθεσης και του καταλόγου Κατζουράκη

Ένας ζωγράφος ερμηνεύει τον εαυτό του ερμηνεύοντας τον κόσμο.





Πρόλογος για το βιβλίο του Κυριάκου Κατζουράκη “Τάξη στο χάος – ζωγραφική, θέατρο, κινηματογράφος”, εκδ. Καλειδοσκόπιο, Αθήνα, 2013.


Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Κυριάκος Κατζουράκης καταφεύγει στη γραφή αντί της ζωγραφικής για να ψηλαφίσει τα του εαυτού του και τα της εποχής μας, ασφαλώς όμως είναι η πιο επίσημη και η πιο διεξοδική. Το κείμενο άλλοτε εξιστορεί, επιμένοντας στη σχέση του εσωτερικού βίου με τα εξωτερικά γεγονότα, τη πολιτική και τις συνέπειες της, άλλοτε ανατρέχει σε άλλα κείμενα και να στηριχτεί κι άλλοτε αφήνεται αναρχικό και απρόβλεπτο ισορροπώντας ανάμεσα στη πρόζα και τον στίχο.
Σ αυτό το αυτοαναφορικό, βαθύτατα αποκαλυπτικό κείμενο ο συγγραφέας μιλάει περισσότερο για τις αδυναμίες και τις ανασφάλειες του παρά για τις δυνατότητες και τις –αναμφισβήτητες – επιτυχίες του. Εκθέτοντας στο χαρτί τις πληγές του όπως κάνει κατά καιρούς με τους πίνακες του στις γκαλερί ή τα μουσεία, εμπλουτίζει το παρόν βιβλίο με το ακαταμάχητο τεκμήριο της αυθεντικής μαρτυρίας και συγχρόνως του ντοκουμέντου μιας ολόκληρης εποχής, μιας ολόκληρης γενιάς. Ο Κατζουράκης μέσα από τα γραπτά και τις πολύχρονες σημειώσεις που εδώ συγκροτεί σε μια συναρπαστική αυτοβιογραφία, μας ξεναγεί πρωτίστως στον βιωμένο του χρόνο που επίσης είναι και ο δικός μας χρόνος. Παράλληλα μας εισάγει από μια πίσω, μια μυστική πόρτα στο εργαστήριο του, όπου γης, από το Λονδίνο στη Θεσσαλονίκη και από τα Εξάρχεια στην Πατησίων και το ατελιέ του Μόραλη. Εκεί ακριβώς που κατοικούν τα σαρκωμένα του φαντάσματα, οι πίνακες του, εκεί που χαράζονται δρόμοι γλυκείας μνήμης που οδηγούν παντού και κυρίως μέσα, βαθιά.
Κύρια αγωνία του αφηγητή δεν είναι να θηρεύσει ύφος λογοτεχνίζοντας αλλά να απαλλαγεί από το βάρος μιας ζωής που θα μπορούσε να λάμψει αλλιώς αλλά που συστοιχήθηκε έντιμα με τη συλλογική μοίρα, που υπέταξε τη προσωπική της ιστορία, στη γενικότερη, δραματική ιστορία αυτού του τόπου. Έχω αναπτύξει αλλού και πιο αναλυτικά την άποψη μου για τον συγκεκριμένο δημιουργό, για τον ζωγράφο, τον σκηνογράφο και τον σκηνοθέτη. Εδώ απλώς προλογίζοντας το βιβλίο του “Τάξη στο χάος” θέλω να υπογραμμίσω τον ρόλο που έχει παίξει ο Κυριάκος Κατζουράκης κατά την τελευταία, σχεδόν, πεντηκονταετία (!) στη διαμόρφωση της νεοελληνικής ευαισθησίας, της αισθητικής μας συνείδησης. Το έργο του βαθιά χειροποίητο – κυριολεκτικά “δια χειρός”, όπως συνέβαινε με τους παλιούς μάστορες,– χοϊκό και μαζί ποιητικό, εξαιρετικά υποψιασμένο αλλά όχι sophisticated, επιχειρηματολογεί με όλα τα μέσα ως προς τη δυναμική και την σχεδόν ελεγειακή υποβολή της εννοηματωμένης εικόνας- ζωγραφικής ή φιλμικής, αδιάφορο - τώρα, στην εποχή ακριβώς της ραγδαίας εκπτώσης των νοημάτων. Το βιβλίο του είναι μια υπεράσπιση της ανάγκης να ζωγραφίζουμε –τις ιδέες, την ιστορία, τις ζωές μας, τα σώματα μας στην ανθοφορία ή τον μαρασμό τους, όταν εκρήγνυνται σε οργασμούς, όταν υφίστανται βασανισμούς ή όταν πεθαίνουν– και κυρίως της ανάγκης να υπερασπιζόμαστε τον πολιτισμό της εικόνας απέναντι στη βαρβαρότητα των εικόνων∙ ανανεώνοντας τους τρόπους, τις οπτικές, την έκφραση, προσεταιριζόμενοι ή ανατρέποντας τη παράδοση, ζώντας, τελικά, κατά τέχνην. Αυτό είναι η πιο ειλικρινής επανάσταση!
Επειδή λοιπόν ο Κατζουράκης είναι ένα βαθύτατα πολιτικό υποκείμενο που ακόμη θρηνεί την ματαιωμένη επανάσταση και τους νεκρούς της, που ακόμη απορεί για το πως φτάσαμε ως εδώ, που ακόμη οργίζεται με την κρατική βία και την πολιτική χυδαιότητα, ουδέποτε έκανε αυτό που ονομάζουμε “στρατευμένη τέχνη”. Ούτε κι όταν συμμετείχε ως νεαρός στην ομάδα των “Νέων Ρεαλιστών” στην περίοδο της δικτατορίας. Κι αυτό είναι πολύ σημαντικό για την εγχώρια μας δημιουργία όπου συχνά ο κομματικός ενθουσιασμός εκλαμβάνεται ως ταλέντο και η avant-garde δεν φοβάται τις ακαδημαϊκές δάφνες ή τη γλίτσα του lifestyle.
Τι ζωγραφίζει, τι οπτικοποιεί ο Κατζουράκης; Μα τι άλλο από επιθυμίες, από φόβους εξορκισμένους μέσω της τέχνης, από όνειρα που μπερδεύουν σαν σε μεταφυσικό μεθύσι το παρελθόν με το μέλλον, την ουτοπία με την ιστορία, την οδυνηρή πραγματικότητα και την δυνατότητα του καθενός μας να διαφεύγει με οδηγό την διαρκώς καιροφυλακτούσα, ακόμα και στην πιο άθλια καθημερινότητα, ποίηση. Τα όνειρα του ΄60 συντρίβονται από μιαν ηλίθια όσο και καταστροφική δικτατορία κι έπειτα μια λυμφατική μεταπολίτευση αντιλαμβάνεται τον λαϊκισμό ως χειραφέτηση και την κοινωνική υποκρισία ως πρόοδο. Έτσι, υποχρεωτικά οι νεκροί αντάρτες που συνυπάρχουν με τις φιγούρες του Poussin ή του Velásquez, αποκοιμιούνται σε νυχτερινά καφενεία έως ότου να αναστηθούν στα πορτρέτα ενός μνημειακού τέμπλου-συμβόλου και να διαπλεύσουν τον χρόνο ως το σήμερα μεταφέροντας ακέραια τα ερωτήματα τους, ακέραια την μελαγχολία τους. Είναι αυτοί οι άγιοι μας, οι στερημένοι από οποιαδήποτε μεταφυσική και γι' αυτό ακόμα πιο ιεροί. Από αυτή την αρχέγονη ιλύ της ιστορίας, από τη σποδό των νεκρών θα καρπίσουν τα χείρονα και τα κρείττω, θα γίνουν τα δάκρυα λίμνη και το νερό της σύννεφο και οι υδρατμοί του κατακλυσμός.
Αυτό έτσι πάντα συμβαίνει και είναι η τέχνη η μόνη που μπορεί ουσιαστικά να καταγράψει το δράμα του χρόνου ανασυγκροτώντας και αναμορφώνοντας τη μικρή ιστορία του καθενός. Αλλιώς μιλάμε για νοσηρούς αισθητισμούς και γηραλέες διακοσμητικότητες.
Αγαπητοί αναγνώστες, το παρόν βιβλίο είναι μελαγχολικό κι αυτό συνιστά την κομψή του αντίσταση, τη ντροπαλή του γενναιότητα, την κατακτημένη, εντέλει, συγγραφική του αρετή. Μακριά από λογοτεχνισμούς ή παίγνια εντυπώσεων. Σπάνια ένας ζωγράφος επιτρέπει στους άλλους και πρωτίστως στους συναδέλφους του να δούνε το μυστικό του ατελιέ με τόση άδολη γενναιοφροσύνη όπως ο Κυριάκος. Ένας δημιουργός του κόσμου που, αν και αναπνέει τον αέρα του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, πρωτίστως φέρει τον τόπο του σαν το μέσα του ρούχο. Κι ακόμη σπανιότερα έχουν την ευκαιρία οι προσεχτικοί αναγνώστες να διαβάσουν το χρονικό μιας εποχής ενώ αυτή ακριβώς η εποχή δεν έχει ακόμη ολοκληρώσει το άνυσμα της. Έχουμε λοιπόν εδώ έναν ζωγράφο που επιχειρεί, ερμηνεύοντας τον κόσμο, να ερμηνεύσει τον εαυτό του. Ή τουλάχιστον ό, τι ερμηνεύεται και από τον κόσμο και από τον εαυτό μας...



Υ.Γ. Η απολογία του Κατζουράκη “Τάξη στο χάος” έρχεται να συμπληρώσει γόνιμα τις ανάλογες αυτοβιογραφίες του Απάρτη, του Καπράλου ή του Περικλή Βυζάντιου αλλά και τον γοητευτικό “Κόσμο της τέχνης στον Μεσοπόλεμο” του Κώστα Ηλιάδη. Και βέβαια όλα τα κείμενα του Γιάννη Τσαρούχη και τα ανάλογα του Χατζηκυριάκου-Γκίκα που είναι αυτοβιογραφικά κι όταν ακόμη καταθέτουν τις θεωρητικές απόψεις των ζωγράφων... Αυτό που τελικά μένει και στα κείμενα και στις ζωγραφικές είναι η αδιάκοπη εισβολή του παρόντος μέσα στο αχανές φρέαρ του παρελθόντος, όταν οι σκιές των κεκοιμημένων σαλεύουν αιφνίδια, με μια νευρική κίνηση του χρωστήρα από το σκοτεινό νερό προς το φως.


Μάνος Στεφανίδης
20/9/2012

Παρασκευή 19 Απριλίου 2013

Αναδρομική του Κ. Κατζουράκη στο Μπενάκη (Πειραιώς)

Εγκαίνια: Τρίτη 23 Απριλίου
Ακολουθεί απόσπασμα του κείμενου μου στον κατάλογο της έκθεσης:

...Γιατί όμως ο Κυριάκος Κατζουράκης σήμερα; Γιατί οργανώνεται από το Μουσείο Μπενάκη το 2013 μια αναδρομική παρουσίαση της δημιουργίας του; Υπάρχει, άραγε, άμεση αναγκαιότητα για κάτι τέτοιο δεδομένου μάλιστα πως ο καλλιτέχνης είναι πλήρως ενεργός, ή μήπως υπακούουμε σ’ ένα γενικότερο συρμό «ανακατασκευής» της ιστορίας της σύγχρονής μας τέχνης μέσα από πυροτεχνηματικές παραστάσεις, επειγόμενους χορηγούς ή συλλέκτες, ή λογικές του καλλιτεχνικού μάρκετινγκ; Η αναδρομική του Κατζουράκη έχει βαρύνουσα σημασία κυρίως γιατί έρχεται να επιβεβαιώσει, αυτή τη στιγμή της διάλυσης και της κρίσης, τη σταθερή κυριαρχία της ζωγραφικής πράξης ανάμεσα στις αναπαραστατικές τέχνες αλλά και τον αναγκαίο διάλογο της μ' αυτές. Προσωπικά, με το έργο αυτού του δημιουργού, στηρίζω και τα δικά μου επιχειρήματά ως προς την άρρηκτη σχέση ανάμεσα στην εικαστική γραφή και το σινεμά, αλλά και τις πεποιθήσεις μου ως προς την πολιτική διάσταση και την ιδεολογική ενέργεια του έργου τέχνης. Ακόμη καλύτερα μορφοποιεί έτσι η δράση του υποψιασμένου υποκειμένου μέσα στην καθόλου δράση της Ιστορίας.
    Εκθέτοντας επίσης, το ως τώρα έργο ενός δρώντος δημιουργού μοιραία ο μελετητής οφείλει να παρουσιάσει καλειδοσκοπικά την εποχή μέσα στην οποία εκείνος συγκροτήθηκε και ωρίμασε συνεκθέτοντας τις «όμορες» αισθητικά αλλά και τις «αντίπαλες» απόψεις τόσο στο εσωτερικό όσο και στον εξωτερικό. Εκ των πραγμάτων δηλαδή μια αναδρομική έκθεση συνιστά πρόταση αν όχι επανεγγραφής, τουλάχιστον επανεξέτασης των κυρίαρχων απόψεων, του επίσημου υλικού και της θεσμικής ιστοριογραφίας. Γιατί όμως, ειδικά ο Κατζουράκης;
    Κυρίως επειδή μετά από μισόν αιώνα μορφοπλαστικών πειραματισμών και ανάλογων προτάσεων ο Κατζουράκης καταφέρνει να ισορροπήσει παραγωγικά ανάμεσα στην εγχώρια μας σχολή ―αποδεικνύεται επαρκέστατος, κριτικός αναγνώστης της αφήγησης που διατύπωσε η ελληνοκεντρική γενιά του ’30― αλλά και στην ευρύτερη, ευρωπαϊκή αναζήτηση όπως διαμορφώνεται τη δεκαετία του ’70. Ας πούμε σχηματικά πως το προσωπικό του ύφος διαμορφώνεται δια μέσου, οιονεί, ασθματικών διαλόγων με τον Κόντογλου, τον Διαμαντόπουλο, τον Τσαρούχη, τον Μόραλη, αλλά και τους Kitaj, Bacon, Freud, Blake… Ο Κατζουράκης καλύπτει ένα χρονικό άνυσμα που εκκινεί από τα πρώτα, μετεμφυλιακά χρόνια, τη Δικτατορία, τη λυμφατική Μεταπολίτευση, τον σαρωτικό λαϊκισμό και το υπερκαταναλωτικό ντελίριο της ηγεμονίας του ΠΑΣΟΚ ως την Ελλάδα της κρίσης και της ολικής ανατροπής των ως τότε κυρίαρχων αξιακών μοντέλων. Η τέχνη του είναι ένα ιδιότυπο μείγμα μιας οδυνηρής, σχεδόν κλινικής καταγραφής της πραγματικότητας, απόλυτα συντεταγμένης και λογικοφανούς αλλά και μιας αναρχικής έκρηξης ασύντακτων εικόνων που εκπορεύονται από το βύθιο κόσμο του ασυνείδητου, από τη χώρα των ονείρων, της ψευδαίσθησης, των ενστικτωδών συνειρμών, της υπόγειας φρίκης, του εφιάλτη. Πώς μορφοποιείται η κοινωνική εμπειρία, αυτό που μένει όταν ο ορυμαγδός της πραγματικότητας κατακαθίσει στη συνείδηση; Μ’ άλλα λόγια όταν γίνει το δράμα του βιώματος έργο; Για τον Κατζουράκη όλη αυτή η εμπειρία του οράν και του κατανοείν δεν έγινε ποτέ εικονογραφία αλλά μεταμόρφωση. Όπως εξάλλου συμβαίνει και σε κάθε αληθινή ―κι όχι ευκαιριακή― ζωγραφική. Πράγμα που θα πει ότι ερμηνεύουμε την εποχή μας με το να υπερβαίνουμε τα κλισέ, τα στερεότυπα και τις επικοινωνιακές της ευκολίες. Υπό την έννοια αυτή, το έργο του Κατζουράκη υπήρξε σε κάθε φάση του, μια πρόκληση στην κυρίαρχη αισθητική και τα μοτίβα της εποχής.


    Σκεφθείτε: ήδη από τη Δικτατορία, η θεματογραφία και η  αφτιασίδωτη φόρμα των «νέων ρεαλιστών» λειτούργησε ως κάρφος οφθαλμών τόσο στην αισθητική της γενιάς του ’30  ―Τσαρούχης, Γκίκας, Εγγονόπουλος, Νικολάου κ.λπ.― όσο και σ’ εκείνο της γενιάς του ’60 ―Γαΐτης, Κανιάρης, Κεσσανλής, Παύλος, Μολφέσης κ.λπ.. Το άμεσο ποπαρτίστικο στοιχείο των πινάκων εκείνης της ομάδας βρισκόταν σε μιαν κατευθείαν σύγκρουση με τη «μεταποιητική» διαδικασία της πραγματικότητας που είτε σε ποιητικό-μεταφορικό είτε συμβολικό-μετωνυμικό επίπεδο, ασκούσαν οι δύο αυτές αισθητικές προσεγγίσεις. Η γενιά των ’70, η γενιά του Κατζουράκη, του Μπότσογλου, του Ψυχοπαίδη, του Θεοφυλακτόπουλου, δεν είχε καμιά σχέση με το ρεαλισμό της arte povera αλλά μάλλον με την καταιγιστική διάθεση του γερμανικού κριτικού ρεαλισμού. Ένα είδος δηλαδή, πολιτικής pop art που αναπτυσσόταν στην Ευρώπη και ήθελε να διαφοροποιηθεί πλήρως από την αμερικάνικη, μυθοποιητική προσέγγιση της σχετικής θεματολογίας. Εκεί δηλαδή που ο Andy Warhol και οι ομοϊδεάτες του έβλεπαν την ακατανίκητη υπεροχή του τετριμμένου μέσα από τ’ αποθεωμένα αντικείμενα οι Ευρωπαίοι συνάδελφοι τους κατέγραφαν μέσω αντικειμένων το δράμα των υποκειμένων. Αντικειμένων που τα χρησιμοποιούσαν για να καταδείξουν τον αδιέξοδο ματεριαλισμό μιας εποχής η οποία συνήθιζε να θεωρεί ως αιτίες απλώς τα αποτελέσματα. Μ' άλλα λόγια που εξελάμβανε την επιφάνεια ως πυθμένα.
    “Ο ρεαλισμός που επικαλείται η ομάδα των πέντε “Νέων Ελλήνων Ρεαλιστών” είναι πολύ κοντά στη σημασία που έδινε ο Ρ. Γκαροντί στον όρο, ένας “ρεαλισμός που χωρίς όρια”, που δεν αποτελεί ακριβή αποτύπωση, αλλά ερμηνευτική απόδοση της πραγματικότητας, διέπεται μάλιστα από συμπάθεια για τον άνθρωπο και το μεγαλείο της αδυναμίας του. Σ' αυτόν μπορεί να χωρέσει το ασυνείδητο ως εξίσου σημαντικός φορέας ιστορικότητας αλλά και αφομοιωμένος μοντερνισμός. Η αισθητική τους δεν μπορούσε παρά να ενσωματώσει τον κατακερματισμό του πραγματικού στον ασθματικό λόγο των εμμονών ή στην αγωνιώδη και διαλείπουσα συνειδητή εξιστόρηση.”
    Φτάνουμε έτσι grosso modo στο βαθύτερο περιεχόμενο της ζωγραφικής του Κατζουράκη από τη μια το πολιτικό γίγνεσθαι στην Ελλάδα και τον κόσμο, η αγωνία των απλών ανθρώπων απέναντι στις στρατηγικές και τα συμφεροντολογικά προτάγματα της εξουσίας, διεθνούς και εντόπιας, και από την άλλη ο ψυχισμός του δημιουργού που επείγεται να μιλήσει για θέματα τόσο προσωπικά όσο και πανανθρώπινα όπως είναι η μοναξιά, η επιθυμία, ο φόβος, ο ίμερος, η απάτη, η μελαγχολία, το μάταιο των προσδοκιών, το εφήμερο των ανθρώπινων σχέσεων, η ανάγκη του διπλανού, η αποξένωση, το τραύμα του άλλου κλπ.. Ο αγαπημένος συγγραφέας του ζωγράφου, Adrian Stokes, γράφει σχετικά: ...Psycho-analytic  theorizing about art trends to lag for behind psycho-analytic theory in general.


    Επίσης, το θεμελιακό ζήτημα της ιστορίας και πώς βολευόμαστε μ’ αυτήν είτε πρόκειται για τη διεθνή, που υπό προϋποθέσεις εκλαμβάνεται ως γνωσιολογική συνθήκη και κατασκευή, είτε πρόκειται για την εγχώρια που την κουβαλάμε στους ώμους μας θέλοντας ή μη. Που εμπλεκόμαστε συναισθηματικά και βιωματικά μ’ αυτήν. Θέλω να πω ότι αλλιώς προσλαμβάνεις ως εικόνα και ως νόημα το δολοφονημένο Kennedy στην ανοιχτή λιμουζίνα που διασχίζει το Ντάλας κι αλλιώς το κομμένο κεφάλι του αντάρτη που το διασώζουν έμφοβες  φωτογραφίες, κρυμμένες στα άδυτα κάποιου σεντουκιού που συντηρούσε μέχρι πρότινος τη μνήμη (αν και κάποια πιτσιρίκια πρόλαβαν να το δουν εκ του φυσικού στην πλατεία δίπλα από το σπίτι τους). Βρισκόμαστε βέβαια, στην εποχή των παγκοσμιοποιημένων εικόνων αλλά και των τοπικών προσλήψεών τους. Που θα πει ότι όσο οι τοπικές ιστορίες διαφοροποιούνται από τον οδοστρωτήρα της παγκόσμιας, τόσο οι εγχώριες, καλλιτεχνικές σχολές όχι μόνο έχουν λόγο ύπαρξης αλλά και επιβάλλεται να έχουν...
    Τέλος, η δουλειά του Κατζουράκη έχει ενδιαφέρον να μελετάται και να εκτίθεται σήμερα γιατί υπερασπίζεται τη ζωγραφική στην εποχή της κρίσης της ζωγραφικής με μέσα ακραιφνώς ζωγραφικά. Θέλω να πω ότι υπερασπίζεται τη δυναμική του εξεικονίζειν και του αφηγείσθαι δι’ εικόνων πειραματιζόμενος με τις «θυγατρικές» τέχνες της, το ή την video art. Αυτό κατά την άποψή μου είναι πολύ σπουδαίο και διαφοροποιεί τον Κατζουράκη από την πληθώρα των ομότεχνών του. Το γεγονός δηλαδή ότι παραμένει συγχρόνως και αδιαίρετα ένας άνθρωπος του καβαλέτου, της σκηνής αλλά και της κάμερας (είτε κινηματογραφικής, είτε ψηφιακής) σε τρόπο ώστε η προβληματική του να εκκινεί μεν από το στατικό κάδρο αλλά ν’ απλώνεται στο χώρο ενσωματώνοντας την κίνηση, τη δράση ή τα οπτικά εφέ της μηντιακής τεχνολογίας. Άνθρωπος του καιρού του μπορεί άρα να μιλήσει έγκυρα για τους καιρούς μας εγγράφοντας το προσωπικό του έργο εντός του πλαισίου της τοπικής μας καλλιτεχνικής ιστορίας και παράλληλα εντός του πλαισίου, γενικότερα, της ευρωπαϊκής.
Κοιτώντας τώρα έναν, τυχαίο, πίνακα της νεότητας του καλλιτέχνη και αντιπαραβάλλοντάς τον με κάποιον της ωριμότητας μπορεί κανείς να ψηλαφίσει την πορεία που διανύθηκε ―εννοώ τις διαδικασίες εκείνες που το εξέλιξαν― αλλά και τον πολυεπίπεδο διάλογο που εγκαινίασε ο Κατζουράκης με την εποχή, τους δασκάλους, τους συναδέλφους του και γενικότερα όσο και εμβληματικά με την ιστορία της τέχνης. Πιστεύω, τέλος, πως τα πρώιμα, ντανταϊστικά collages4 του Eduardo Paolozzi (1924), τα οποία ο ίδιος ονόμαζε “ready made μεταφορές”, επηρέασαν άμεσα την διασπασμένη, πολυκεντρική αφήγηση του Κυριάκου Κατζουράκη όπως εξ άλλου συνέβη και με εκείνα του Richard Hamilton. Είναι ενδεικτικό ότι μια φιγούρα φαντάρου στον “Δρόμο προς τη Δύση” είναι κατευθείαν αναφορά σε γνωστό έργο του Hamilton. Ας σημειωθεί ότι οι Paolozzi και Hamilton συμμετείχαν στη δεκαετία του '50 στην ομάδα Independent Group, προάγγελο τότε της Pop art...

Πέμπτη 18 Απριλίου 2013

Ψυχή μου θαύματα!


Δείτε τα βίντεο -πορτραίτα του Bob Wilson στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Πρόκειται για ένα εντυπωσιακό και ακριβές θέαμα με ακριβό, παρά όλα αυτά, εισιτήριο το οποίο περιοδεύει τον κόσμο δείχνοντας την θεατρική επίνοια του καλλιτέχνη αλλά και τα θαύματα που έχει επιτύχει στις μέρες μας η ψηφιακή τεχνολογία. Οι ζωντανές αυτές προσωπογραφίες, όσο και να αναφέρονται στη δυτικοευρωπαϊκή ζωγραφική, φέρουν μάλλον τον αέρα του Hollywood και του Las Vegas. Είναι πολύ εντυπωσιακές αλλά δεν έχουν βάθος. Σαν τις τεχνητές λίμνες του Le Corbusier ή του Calatrava. Και αυτό γιατί δεν βρίσκεις παρά ελάχιστες ψυχογραφικές αναφορές. Εντυπωσιακή εξαίρεση το πορτραίτο του Κινέζου συγγραφέα Gao Xing Yan με την περιπαθή φράση : "la solitude est la condition nécessaire de la liberté". Αλλά και τα πορτραίτα μερικών ζώων! Εν πάση περιπτώσει δεν ένοιωσα το σοκ που αισθάνθηκα εμπρός το ανάλογο βίντεο -ζωγραφικό πορτραίτο του Σπύρου Σακκά που παρουσίαζε ο Κώστας Τσόκλης στη Biennale Βενετίας (μέσα του '80). Και με μια τεχνολογία σχετικά πρωτόγονη. Για να μην αναφέρουμε τα stillies, τα φιλμογραφημένα πορτραίτα που ο στυλίστας Warhol τραβούσε στα μέσα του '60. Στην Ελλάδα που σταθερά όσο και μικρονοϊκά αποθεώνει το παρόν, η ιστορία θα είναι πάντα ένα βάσανο και οι ιστορικοί συνεχώς προφήτες κακών.



Τετάρτη 17 Απριλίου 2013

Ξενάγηση



Ο Μάνος Στεφανίδης θα ξεναγήσει τους φοιτητές του τμήματος θεατρικών σπουδών και κάθε παρατυχόντα αργόσχολο (πλην φιλότεχνο) την Πέμπτη 18/3 στο μουσείο Γκίκα, Κριεζώτου 3. Ωρα συνάντησης: 12.30 μμ. Οι εστέτ εξαιρούνται.

Σημείο Art

http://www.ert.gr/webtv/et1/itemlist/category/368-Shmeio-Art-et1?start=21

Δευτέρα 15 Απριλίου 2013

ΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ ΖΩΓΡΑΦΙΖΟΝΤΑΙ ΑΚΟΜΑ ΔΥΣΚΟΛΟΤΕΡΑ




Τη Δευτέρα 15 Απριλίου 2013 και ώρα 8:00μ.μ. εγκαινιάζεται στην Titanium Yiayiannos Gallery, η έκθεση του Άγγελου Σπάρταλη, με τίτλο «Το θολωμίνο μου μυαλόα», η οποία θα διαρκέσει έως και το Σάββατο 11 Μαΐου 2013.
(Βασ. Κωνσταντίνου 44)
 
 
Μπορεί η ασθένεια να γίνει τέχνη; Μπορεί να ερμηνεύσει το «κακό»; Δεν είναι πολύ επιπόλαιο όσο και απάνθρωπα σκληρό κάτι τέτοιο; Δεν είναι θρασύ και συγχρόνως προκλητικό και αποσκοπεί μόνο και μόνο στη δημιουργία εντυπώσεων; Ο Άγγελος Σπάρταλης στην τελευταία ενότητα της ζωγραφικής του –επειδή κάνει και πολλά άλλα πράγματα, κυρίως σινεμά– καταπιάνεται με ένα θέμα που αφορά στον καθένα, θέλει δε θέλει: τον καρκίνο. Νομίζω πως μια τέτοια θεματολογία είναι σπάνια και ιδιαίτερη, ίσως και σε παγκόσμιο επίπεδο. Δεν ζωγραφίζεται η ασθένεια, άσε που κανείς δε θέλει ή δεν τολμάει να την αισθητικοποιήσει. Επιθυμούμε απλώς να ξεμπερδεύουμε μαζί της πριν μας ξεμπερδέψει αυτή. Ακόμη και στις πιο προηγμένες κοινωνίες ο αρχέγονος φόβος του Αγνώστου παραμονεύει. 

Ο Σπάρταλης συνεχίζοντας το συναξάρι της εποχής μας (η καταγωγική εστία της προηγούμενης δουλειάς του «εικονογραφούσε»  τη δεκαετία του ’70) ζωγραφίζει τους δίδυμους πύργους, τον Ανδρέα και τη Μιμή, τον Τσε νεκρό και το βομβαρδιστικό του Ναγκασάκι Enola Gay, μαζί με φιγούρες που έχουν ατροφικά άκρα λόγω θαλιδομίδης και παιδιά με καρκίνο στον εγκέφαλο. Ο «Χριστός» από το Σινά δίπλα στο κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι που όμως πάσχει από την ανίατη νόσο. Η Ιστορία εγκαταλείπει το φωτοστέφανό της και καθρεφτίζεται στο τώρα. Τις σημερινές έφηβες με τα γυμνωμένα κρανία ποιός Vermeer θα τις ζωγραφίσει;  Στο σημείο αυτό της αφήγησης ο Σπάρταλης χτυπάει την καρδιά του προβλήματος. Ζωγραφίζει σαν τον Seurat και σαν τα πίξελ της τηλεόρασης –δηλαδή με κουκκίδες και ανάγλυφες  πινελιές– την Αφροδίτη της Μήλου. Και δίπλα της, σε αντιπαράθεση, ένα ακρωτηριασμένο μανεκέν κάποιας ανώνυμης βιτρίνας. Το νοσούν μέλος, η έλλειψη, η αρρώστια ως λύση στο απελπισμένο αίτημα μιας τελειότητας που δε θα προσεγγίσουμε ποτέ. Υπάρχει μία πρωτογενής συγκίνηση, ένας ανανεωμένος ανθρωπισμός που επαναφέρει την εικόνα στο αρχαίο της κύρος. Όχι να ζωγραφίσουμε (ν’ απεικονίσουμε) αλλά να δούμε τη ζωή κατάματα ονειρευόμενοι την αλήθεια της. Έτσι το περίφημο έργο του Vermeer από το Mauritshuis της Χάγης με το κοριτσίστικο μεγάλο μέτωπο, γίνεται κρανίο παραμορφωμένο από την ακτινοβολία. Ακτινοβολία… Τι ωραία λέξη για την τέχνη ή την θεολογία και συγχρόνως εναλλακτική της χημειοθεραπείας. Ο Seurat στο τέλος του 19ου αιώνα μελετώντας την οπτική εμπειρία και την μεταβαλλόμενη πραγματικότητα των Ιμπρεσιονιστών εισήγαγε τον Ντιβιζιονισμό. Τότε ο ζωγράφος εμπνεόταν από το φως και τη φύση. Σήμερα ο Σπάρταλης εμπνέεται από την τηλεοπτική εικόνα και το φωτορεπορτάζ. Υπάρχει σαφώς χιούμορ σε αυτή τη διαμεσολάβηση αλλά  και κάτι πολύ βαθύτερο.

Πολλά πράγματα είναι εδώ μπερδεμένα: Φερ’ ειπείν η Tien An Men αλλά και η μητρότητα στο πρόσωπο της γυναίκας του και κάθε γυναίκας, τα καινούρια μωρά που φέρνει ο έρωτας, η καύλα των ανθρώπων πλάι στα  παιδάκια που είναι άρρωστα πριν ακόμα πάνε σχολείο. Τρομερά θέματα, με το εύκολο μελό, την ηθικοπλαστική διδαχή και το kitsch  να καιροφυλακτούν. Αυτό που απασχολεί πάνω από όλα το ζωγράφο είναι ο συλλογικός καρκίνος που κατατρέχει τον πλανήτη κι έχει να κάνει με την εξουσία, τη διαφθορά, την οικολογική καταστροφή, το χάσμα ανάμεσα στους χορτασμένους και τους νηστικούς. Όχι τόσο οι ατομικές περιπτώσεις για τις οποίες και μόνο η ζωγραφική του αποκτά τρυφερούς, ελεγειακούς τόνους ενός ανυπόκριτου ανθρωπισμού. Τί σχέση έχουν τα άρρωστα παιδιά με τους δίδυμους πύργους; Πρόκειται για το μεταφυσικό κακό που καταδυναστεύει τον κόσμο, όπως το φαντασιώθηκε η μοντερνιτέ; Για την Τιμωρία ενός εκδικητικού Ιεχωβά; Ή μήπως για εκείνον τον παραστρατημένο Διαφωτισμό που κατάντησε εργαλειακή γνώση χωρίς ψυχή και αγοραία ευτυχία χωρίς συνείδηση; Ο Άγγελος Σπάρταλης τα αποφεύγει όλα αυτά με τον αέρα παλαιού μαέστρου, σαν ένας Μέσι απέναντι στην άμυνα της Ρεάλ. Mιλάει παραμυθητικά τόσο με την Ιστορία όσο και με τις επιμέρους ιστορίες των ανθρώπων, συλλογίζεται τη μοίρα του πλανήτη με την πρωτογενή συγκίνηση του καλλιτέχνη, θυμάται το πρόσφατο παρελθόν, την καταβύθιση της χώρας μας και ονειρεύεται αθώος το αύριο. 

Μάνος Στεφανίδης


Υ.Γ.: Από την πρώτη στιγμή με ενόχλησε ο τίτλος της έκθεσης («το θολωμίνο μου μυαλόα») θεωρώντας τον μάλλον κακό χιούμορ και εκτός τόπου αναφορά στη λούμπεν καψούρα. Όταν ο Σπάρταλης μου εξήγησε, κατάλαβα. Μια κοινή μας φίλη πέθανε λίγο μετά τον εντοπισμό ενός καλπάζοντος καρκίνου στον εγκέφαλο. Τις τελευταίες εβδομάδες της ζωής της απαντούσε με ακατανόητο τρόπο στα μηνύματα συμπαράστασης των φίλων της. Προφανώς η νόσος είχε πλήξει ζωτικά κέντρα της σκέψης και του λόγου. Τώρα ο τίτλος φωτίζεται διπλά, σαν τη γλώσσα μιας άλλης ποίησης βουτηγμένης στην οδύνη, στην απόγνωση και κατά περιπτώσεις, στην ελπίδα.
 
 
  
 Από αριστερά Γιαγιάννος, Στεφανίδης, Σπάρταλης, Ρικάκη (φωτομοντάζ)

Σάββατο 6 Απριλίου 2013

Μπουκίτσες πολιτιστικής αφασίας

 Είναι φανερό: Απολαμβάνουν και το βιβλίο και τον συγγραφέα και τους παρουσιαστές του.



 
Τρία σε ένα: Το sex appeal, ο στοχασμός και η μαγκιά σε φιλικό πλάνο.


    • Είναι λυπηρό! Νέοι καραγκιόζηδες ξεπέρασαν ακόμη κι αυτόν, τον παλιό, τον Άδωνι ντε, σε καραγκιοζίλα. Τίποτα δεν μένει σταθερό στον τόπο αυτό. Ακόμη κι ο Κούγιας χάθηκε. 
    • Κι είναι ανθρώπινο να διαμαρτύρεται ο Άδωνις στον σταθμό που τον παίρνει στα σοβαρά μια φορά την εβδομάδα, τον ΒΗΜΑ FM, επειδή οι νεοσσοί του είναι πιο ιταμοί από τον ίδιο. Sic transit gloria mundi!
    • Το σοβαρό ΒΗΜΑ FM πρέπει να κάνει πλέον εκπομπή με τον Κασιδιάρη απ' ευθείας. Θα μαζέψει σίγουρα περισσότερες διαφημίσεις αλλά και υλικό για σοβαρή δημοσιογραφία.
    • Συμπέρασμα: Ο κόσμος των ΜΜΕ βρίσκεται στον κόσμο του. Συνεχίζει να τα ξεπουλάει όλα χωρίς να έχει καταλάβει τίποτε.
    • Τελευταίο σύμπτωμα ο Πρετεντέρης, το βιβλίο του "Ψυχρός εμφύλιος" και οι αλήθειες που περιέχει. Γράφει αυτός, ο συστημικός, ο δεξιός βραχίονας του Λαμπράκη και του Ψυχάρη στην πολιτικο-μηντιακή διαπλοκή, όσα και όπως γράφαμε εμείς στο περιθωριακό και πανταχόθεν βαλλόμενο "Αντί" πριν από 30 χρόνια σχεδόν. Λες και εξέλειπαν παντελώς η μνήμη, η κρίση, αλλά και η τσίπα από τον τόπο αυτόν (κι έπειτα τους φταίει ο Τσίπρας). 
    • Θεωρώ τον Πρετεντέρη και ικανότατο επαγγελματία και στυλίστα γραφιά. Τον θεωρώ πολύ πιο ικανό από το πρώην αφεντικό του και πρώην κυβερνητικό εκπρόσωπο Παντελή Καψή (νυν αρθρογράφο του Έθνους). Όμως είναι ο τελευταίος που δικαιούται να διεκδικεί αντικειμενική άποψη ή νηφαλιότητα εφόσον ανέκαθεν λειτούργησε ως βασικός μοχλός κάθε ορατής και αόρατης εξουσίας αυτής της χώρας. Αυτά που γράφει είναι ασήμαντα σχετικά με αυτά που ξέρει και δεν γράφει.
    • Φαντάζομαι πως κανείς δεν θα είχε αντίρρηση σε κάτι τέτοιο: Από την Ντόρα ως τη Δαμανάκη και από τον Μητσοτάκη ως τον Στουρνάρα. Για να μην σου πω ακόμα και τον Βενιζέλο.
    • Θα μου πείτε βέβαια πως τα βάζει με τον Αβραμόπουλο και το τελευταίο του ρουσφέτι ως προς την νεκρανάσταση του γενικού γραμματέα Αποδήμου Ελληνισμού.
    • Σας είπα, ευφυής είναι. Άλλο πράγμα εγώ του αμφισβήτησα. Για το όποιο θα συμφωνούσε ακόμη και η Όλγα (όχι και ποια Όλγα!).
    • Υπάρχει όμως και η συστημική Αριστερά. Αυτό τον καιρό την εκπροσωπεί η ΔΗΜΑΡ, τι απογοήτευση. Όλο το πρόβλημα είναι να βολευτούν κάποιοι δικοί τους σε θέση εξουσίας. Όπως πχ. στην ΕΡΤ οι Μπράμος και Σιαμαντάς. Καμιά καινούρια ιδέα, καμιά ανατροπή. Μόνο μικρομέγαλες πόζες, μικροϊσορροπίες, μικροπαραγοντισμοί. Μικρή Αριστερά τελικά...
    • Οι αρχαίοι το ήξεραν καλά. Ο μόνος τρόπος να εκφράσεις τη τραγωδία είναι να την ... τραγουδήσεις! Ίσως γι αυτό κι εμείς οι νεότεροι γελοιοποιούμε τα πάντα και ξεμπερδεύουμε.
    • Αλλά και τα αστεία ακόμα δεν μπορούμε να τα αντέξουμε και τα αντιμετωπίζουμε, μέσα στη γελοιότητά μας, σαν σοβαρά: Παράδειγμα οι φορτηγατζήδες που ενοχλήθηκαν σφόδρα με την διαφήμιση του γκέι φορτηγατζή. Δεν ξέρω αν το επάγγελμα τους παραμένει ακόμα κλειστό αλλά η ευήθεια τους είναι φανερά ορθάνοιχτη! Θα καταφύγουν, λένε, στα δικαστήρια! Μάλλον δεν είναι μόνο πασόκοι αλλά και οπαδοί του Βενιζέλου. Δεν εξηγείται αλλιώς τόση σοβαροφάνεια και τέτοια έλλειψη επαφής με την πραγματικότητα.
    • Καλέ νταλιγκέι! Πάμε μια βόλτα;
    • Σας το είπα απ' την αρχή: Τίποτε δεν μένει σταθερό σε αυτό τον τόπο...

      "Γραφή - κείμενο - σώμα" Για τον Σαράντη Γκάγκα και τις εικαστικές εμμονές του

      Κείμενο μου από τον κατάλογο της έκθεσης όγος - Χρόνος" στο Αρχαιολογικό μουσείο της Θεσσαλονίκης
         


          Η σάρκα έγινε σελίδα
          το δέρμα χαρτί
          το χάδι έννοια αφηρημένη
          το σώμα καινούρια θεωρία του ανύπαρχτου.
             
              Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

      Κάποτε ήταν ο φυσικός κόσμος. Μόνο. Κι ήταν ο άνθρωπος ένα κομμάτι του αξεχώριστο. Έπειτα αναδύθηκε η συνείδηση του ανθρώπου, το υποκείμενο στάθηκε απέναντι στον κόσμο και βάλθηκε να τον παρατηρεί. Έτσι δημιουργήθηκε η τέχνη. Σαν αντανάκλαση του κόσμου στη συνείδηση του υποκειμένου. Κι ενώ εν αρχή ην το σώμα, στη συνέχεια γεννήθηκε η εικόνα του σώματος, η αναπαράσταση, η μεταφορά, το κείμενο. Σαν ένα σώμα που κείτεται. Σαν “καινούρια θεωρία του ανύπαρχτου”. Μοιραία έχουμε τέχνη όταν δεν ζούμε τα πράγματα αλλά τα αναστοχαζόμαστε. Σε μιαν οδυνηρή περιπέτεια μνήμης και νοσταλγίας. Όταν αντί για το αγαπημένο σώμα κρατάς στα χέρια σου μια φωτογραφία, ένα ενθύμιο, ένα γράμμα. Ένα κείμενο στη θέση μιας πραγματικότητας. Ένα ψέμα... Επειδή η τέχνη, όπως και ο έρωτας, είναι εκείνο το ψέμα που υπερασπίζεται όχι γενικά και αόριστα την αλήθεια αλλά, συγκεκριμένα, την αλήθεια του καθενός.
      Ο Σαράντης Γκάγκας, με τρόπο εμπνευσμένα εμμανή, σαν Διόνυσος και σαν Πενθέας μαζί, επιμένει να μετακενώνει ζωγραφικά στην εποχή μας τον χρησμό ενός αρχαίου κειμένου. Το αποτέλεσμα είναι θαυμαστό. Εφόσον μέσα από την αυτοπειθαρχία, την άσκηση και τη υπομονή, ο λόγος γίνεται εικόνα. Όμως καμιά εικόνα δεν είναι αθώα ενώ κάθε εικόνα, πάλι, προϋποθέτει και το τίμημά της. Η ζωγραφική, απ’ την άλλη, υπήρξε η πρώτη μορφή της γραφής. Όταν απέναντι στον φυσικό κόσμο παραστάθηκε μια λεπτομέρειά του ως ομοίωμα ή ως σύμβολο (η αριστοτελική θεωρία της μίμησης και το simulacre του Baudrillard).
      Έτσι η ζωγραφική, η μήτρα της κάθε αφήγησης και ο αναπαριστώμενος λόγος, δηλαδή το κείμενο, από την πρώτη στιγμή του ανθρώπινου πολιτισμού συνυπήρξαν και αλληλοπεριχωρήθηκαν. Εξ ου και το «δράμα» που συνοδεύει αυτές τις δύο εκφράσεις έκτοτε. Έστω κι αν σήμερα η εικόνα κυριαρχώντας μέσω θεσμών – δεσμών και περιρρέουσας ηλιθιότητας εμφανίζεται συχνά γυμνή απ’ το νόημα της. Στην Εποχή ακριβώς της δεσποτείας της εικόνας και της αναστολής του λόγου οφείλει η τέχνη να μεταγγίζει υποστάσεις τόσο στον λόγο όσο και στη εικόνα. Ό, τι δηλαδή επιχειρεί μέσα από την ιδιότυπη ζωγραφική του ο Σαράντης Γκάγκας. Προς παραμυθίαν και ευλογίαν. Και για όσα φαίνονται και για όσα δεν φαίνονται αλλά υπάρχουν. Επειδή η τέχνη μοιάζει σαν το παγόβουνο που χτύπησε τον Τιτανικό. Όσο και αν είναι σημαντικό το ορατό της κομμάτι, το αόρατο είναι πολύ πιο μεγάλο και πολύ πιο σημαντικό. Πολύ πιο επικίνδυνο τελικά...

      Ο Γιώργος Χειμωνάς επαναλάμβανε συχνά: «Φοβάμαι τις τέχνες που λειτουργούν έξω από τον λόγο». Έξω από το κείμενο, θα συμπληρώναμε... «...Γιατί ο λόγος είναι χρόνος , χωρίς τον λόγο δεν υπάρχει χρόνος -που αποκλειστικά σ’ αυτόν οφείλω την επίγνωση ότι η ζωή μου πραγματικά υπάρχει όταν υπάρχω. Επίσης, ο χρόνος μου χορηγεί την προσδοκία ότι η ζωή μου εξακολουθεί με ασφάλεια να υπάρχει όταν εγώ δεν υπάρχω... Όταν απουσιάζει ο λόγος, ο χρόνος καταργείται και απολύονται ασύδοτα τα άλλα μέρη μου- το σώμα και ο χώρος...» καταλήγει (έξι μαθήματα για το Λόγο, 1984).
      Ο ίδιος αυτός, εξαιρετικός στυλίστας του λόγου και κρυπτικός στοχαστής, μου διατύπωνε συχνά τις ενστάσεις -για να μην πω την αποστροφή του- προς ορισμένους σύγχρονους ζωγράφους. Τον ενοχλούσε ο κούφος κομπασμός της εικόνας που κορδακιζόταν α-νόητος και η αφελής επίδειξη μιας τεχνικής που δεν μεταλάμβανε από τίποτε βαθύτερο. Η απουσία του λόγου δηλαδή ως raison d'être για το εικαστικό δημιούργημα. Τον ενοχλούσουν ακόμα οι κοσμικότητες και οι σουσουδισμοί γύρω από τις εκθέσεις, τους συλλέκτες, τους αδαείς νεόπλουτους που πόζαραν δίπλα στα έργα και τους ζωγράφους που ζούσαν σπεκουλάροντας όλο αυτό το δήθεν, ταυτιζόμενοι μαζί του. Φαντάζομαι λοιπόν πως θα του άρεσε πολύ η παρούσα έκθεση η οποία και τον λόγο - κείμενο διακονεί και στέκεται επιφυλακτική απέναντι στη μαγγανεία και τον οργασμό του εικονολατρικού παραληρήματος της εποχής. Οι συγκεκριμένες εικόνες καταδύονται στη μακραίωνη παράδοση της γραφής για να καταστούν έπειτα οπτικές αφηγήσεις και μορφοπλαστικοί στοχασμοί. Όταν δηλαδή το κείμενο λάμπει ταυτόχρονα και ως ιδέα και ως φόρμα φιλοδοξώντας να σαρκώσει στο χαρτί σχέσεις και έννοιες. Σε τρόπον ώστε η φιλοδοξία του εικαστικού δημιουργού να προσεγγίσει εκείνη του συγγραφέα ή του ποιητή και τελικά όλα, λόγος και εικόνα, να μεταμορφωθούν σ' ένα κείμενο προς ανάγνωση. Απ' όσους ονειρεύονται, συλλογίζονται, θυμούνται και δεν φοβούνται τους φόβους ή τις επιθυμίες τους.
      Ο Σαράντης Γκάγκας επιμένει περισσότερο στη φόρμα που προκύπτει από τη γραφή μεταμορφώνοντας το κείμενο σε μία ρέουσα μορφή, σε μίαν αφηρημένη εικόνα. Εκεί που ήταν το κείμενο, εν προκειμένω ένα Επικούρειο απόσπασμα, τώρα είναι ένα σύμφυρμα γραμμάτων τα οποία μοιάζουν ν' απεκδύονται τον επικοινωνιακό τους ρόλο και ν' αποδέχονται αποκλειστικά τον συμβολικό. Μέσα από την πολύωρη "επανεγγραφή" του κειμένου πολλά χάνονται, πολλά ανακαλύπτονται και απ' αυτό το παλίμψηστο ασφαλώς προκύπτει μια νέα αισθητική μορφή.
      Υπάρχουν δύο ειδών άνθρωποι: Αυτοί που πέθαναν κι αυτοί που θα πεθάνουν. Κανένα άλλο ενδιάμεσο είδος δεν μπόρεσε να επιζήσει. Σε αυτό το κυνικά δεδομένο σκηνικό, μας απομένουν ο έρωτας και η τέχνη που μερικές φορές είναι ένα πράγμα. Αλλά και ο έρωτας της επανάστασης και η τέχνη ως ύστατο δικαίωμα ανατροπής που πάλι είναι ένα και το αυτό.” 1
      Ιδού ποιος είναι ο βαθύτερος χαρακτήρας της ζωγραφικής: να διατηρεί την αύρα των πραγμάτων σε έναν μη –χώρο και έναν μη- χρόνο, τον χωρόχρονο της ζωγραφικής. Να διασώζει δηλαδή την μορφή της σταθερής μνήμης και την έγχρωμη σκιά των εικόνων. Να μεταφέρει ένα περιεχόμενο που δεν επιτρέπεται να ειπωθεί. Όπως ισχυρίζεται ο Wittgenstein «ας πλάσουμε ότι δεν μπορούμε να πούμε με λόγια».
      Που θα πει ότι επιβάλλεται κατά καιρούς να δραπετεύουμε από τις κατά καιρούς διατυπωθείσες ιστορικότητες αλλά και νομιμοποιημένες ιδιαιτερότητες μακράν της «Τρομοκρατίας της Ιστορίας» όπως θα έλεγε ο Μιρσέα Ελιαντ (Mircea Eliade). Σχετικά υπογραμμίζει, πάλι, ο Ζ. Κλαιρ: «Αυτή ήταν άλλοτε η αποκαλυπτική και σχεδόν παραισθητική δύναμη της δυτικής ζωγραφικής- να μας αποκαλύπτει στον ορατό κόσμο αυτό που δεν είχαμε δει ποτέ…».2 Και συνεχίζει αλλού: «Αν το μουσείο κερδίζει έδαφος, είναι γιατί η έρημος μεγαλώνει: προελαύνει εκεί όπου η ζωή υποχωρεί και, με αγαθές προθέσεις, λεηλατεί τα ερείπια που αυτή αφήνει πίσω της…».3
      Ο συγκεκριμένος δημιουργός και οι έρευνες του μου θυμίζει -ανοίγοντας έναν ανεπαίσθητο διάλογο - έναν καλλιτέχνη που αγαπώ πολύ. Πρόκειται για τον Πολωνό Roman Opalka (1931-2011) και τον Μαραθώνιο ζωγραφικής που μεθοδικά επιτελούσε με τους πίνακες του. Επί μισό αιώνα, συνέχιζε να ζωγραφίζει τους φυσικούς αριθμούς από το 0,1,2,3 ως το άπειρο σε εκατοντάδες, κυριολεκτικά, μονοχρωμικούς καμβάδες σαν να ήθελε να χωρέσει στη ζωγραφική τον άπειρο κόσμο. Ή, σαν να μεταμόρφωνε τις άπειρες εικόνες και τα χρώματα του κάλλιστου κόσμου σ' ένα πειθαρχημένο υπόδειγμα αναφοράς. Για να φτάσεις στο 2, πρέπει να περάσεις αναγκαστικά από το 1 και όμως όταν βρίσκεσαι στο 1 πάλι παρουσιάζονται άλυτα προβλήματα. Αριστερά του χάσκει η άβυσσος του 0 ενώ δεξιά σου. Για να φτάσεις στο 2 οφείλεις να υπερκεράσεις το παράδοξο του Ζήνωνα. Ιδού πως η ζωγραφική από αισθησιακή διαδικασία και χαρά του αμφιβληστροειδούς μετατρέπεται σε οπτική φιλοσοφία και αισθητοποιημένο στοχασμό (Conceptual Art). Ο Σαράντης Γκάγκας ανήκει στις ελάχιστες περιπτώσεις εκείνων των δημιουργών που υποβάλουν το όποιο τους συναίσθημα στο αυστηρό έλεγχο της συνείδησης και την όποια του ευαισθησία στην προκρούστεια κλίνη της θεωρίας. Τα στοιχεία αυτά καθιστούν τον μοντερνιστικό του λόγο ιδιότυπα κλασικό σε τρόπον ώστε να δικαιούται αυτή την υψηλή φιλοξενία του αρχαιολογικού μουσείου της Θεσσαλονίκης και να επιχειρεί έναν ερεθιστικό διάλογο με τα μόνιμα εκθέματά του. Προσωπικά, διεκδικώ εδώ και χρόνια το δικαίωμα της σύγχρονης εικαστικής μας δημιουργίας να φιλοξενείται, υπό περιπτώσεις, στα αρχαιογνωστικά μουσεία της χώρας έτσι ώστε να ξαναενώνεται η σπασμένη κλωστή.4
      Ιδιαίτερα όταν πρόκειται λοιπόν για έργα – όπως του Γκάγκα – που επιμένουν στην πνευματική τους αποστολή και στον συμβολισμό τους. Που αρνούνται να υποταχθούν στην φαντασμαγορία της εποχής, και που διεκδικούν για τη ζωγραφική έναν άλλο ρόλο, εκτός από εκείνον της αφηγηματικής, διακόσμησης. Που επιμένουν, με άλλα λόγια, να στοχάζονται και με λόγο και με εικόνα... Έχοντας πάντα κατά νου την αλληγορία του παγόβουνου που περιγράψαμε λίγο πιο πάνω.

      ΥΓ.: Ίσως η κάθε ενέργεια του κάθε ανθρώπου πάνω στη γη να είναι αφορμή για μια ιστορία, δηλαδή για ένα κείμενο. Όλες αυτές οι ιστορίες όλων των ανθρώπων θα μπορούσαν να συγκροτήσουν το πιο μεγάλο βιβλίο όλων των εποχών (το όνειρο του Borges!). Ή, πάλι, θα μπορούσαν να είναι η αιτία για μιαν εικόνα. Κάθε γεγονός και μια εικόνα, κάθε εικόνα και ένα έργο και όλα τα έργα θα συγκροτούσαν, μέσα από τις άπειρες καθημερινότητες του καθενός, το απέραντο μουσείο της ανθρώπινης ιστορίας. Ορατό μαζί και αόρατο...

      1Μάνος Στεφανίδης, Ζωγραφική επειδή θέατρο, δηλαδή κινηματογράφος, η περίπτωση του Κυριάκου Κατζουράκη, Επιστημονικό Συμπόσιο, Θέατρο και κινηματογράφος, Θεωρία και κριτική, 16-17 Απριλίου 2010, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Ιδρυτής: Σχολή Μωραΐτη, σσ. 147-161
      2 Ζαν Κλαιρ, Σκέψεις για τη κατάσταση των εικαστικών τεχνών, Κριτική της Μοντερνικότητας, μετάφραση Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, Αθήνα 1993 εκδ. Σμίλη, (Jean Clair, Considerations sur l’état des Beaux-Arts) σ. 144
      3 Ζαν Κλαιρ, οπ. αν., σ. 18
      4Όπως συνέβη με την έκθεση “Βλάσης Κανιάρης, Γενέθλιον” στο μουσείο Μπενάκη 2008-9 και την παρέμβαση 24 καλλιτεχνών στον ίδιο χώρο υπό τον τίτλο “Ο χρόνος. Οι άνθρωποι. Οι ιστορίες τους” 2010-11. (Δες τους σχετικούς καταλόγους) Τέλος το 2012 και στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για την προεδρία της ΕΕ, διοργανώθηκε έκθεση-παρέμβαση σύγχρονων Κύπριων δημιουργών στο αρχαιολογική μουσείο της Λεμεσού.