Κείμενο μου από τον κατάλογο της έκθεσης "Λόγος - Χρόνος" στο Αρχαιολογικό μουσείο της Θεσσαλονίκης
Η σάρκα έγινε σελίδα
το δέρμα χαρτί
το χάδι έννοια αφηρημένη
το σώμα καινούρια θεωρία του ανύπαρχτου.
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ
Κάποτε ήταν ο
φυσικός κόσμος. Μόνο. Κι ήταν ο άνθρωπος
ένα κομμάτι του αξεχώριστο. Έπειτα
αναδύθηκε η συνείδηση του ανθρώπου, το
υποκείμενο στάθηκε απέναντι στον κόσμο
και βάλθηκε να τον παρατηρεί. Έτσι
δημιουργήθηκε η τέχνη. Σαν αντανάκλαση
του κόσμου στη συνείδηση του υποκειμένου.
Κι ενώ εν αρχή ην το σώμα, στη συνέχεια
γεννήθηκε η εικόνα του σώματος, η
αναπαράσταση, η μεταφορά, το κείμενο.
Σαν ένα σώμα που κείτεται. Σαν “καινούρια
θεωρία του ανύπαρχτου”. Μοιραία
έχουμε τέχνη όταν δεν ζούμε τα πράγματα
αλλά τα αναστοχαζόμαστε. Σε μιαν οδυνηρή
περιπέτεια μνήμης και νοσταλγίας. Όταν
αντί για το αγαπημένο σώμα κρατάς στα
χέρια σου μια φωτογραφία, ένα ενθύμιο,
ένα γράμμα. Ένα κείμενο στη θέση μιας
πραγματικότητας. Ένα ψέμα... Επειδή η
τέχνη, όπως και ο έρωτας, είναι εκείνο
το ψέμα που υπερασπίζεται όχι γενικά
και αόριστα την αλήθεια αλλά, συγκεκριμένα,
την αλήθεια του καθενός.
Ο Σαράντης
Γκάγκας, με τρόπο εμπνευσμένα εμμανή,
σαν Διόνυσος και σαν Πενθέας μαζί,
επιμένει να μετακενώνει ζωγραφικά στην
εποχή μας τον χρησμό ενός αρχαίου
κειμένου. Το αποτέλεσμα είναι θαυμαστό.
Εφόσον μέσα από την αυτοπειθαρχία, την
άσκηση και τη υπομονή, ο λόγος γίνεται
εικόνα. Όμως καμιά εικόνα δεν είναι αθώα
ενώ κάθε εικόνα, πάλι, προϋποθέτει και
το τίμημά της. Η ζωγραφική, απ’ την άλλη,
υπήρξε η πρώτη μορφή της γραφής. Όταν
απέναντι στον φυσικό κόσμο παραστάθηκε
μια λεπτομέρειά του ως ομοίωμα ή ως
σύμβολο (η αριστοτελική θεωρία της
μίμησης και το simulacre του
Baudrillard).
Έτσι η ζωγραφική,
η μήτρα της κάθε αφήγησης και ο
αναπαριστώμενος λόγος, δηλαδή το κείμενο,
από την πρώτη στιγμή του ανθρώπινου
πολιτισμού συνυπήρξαν και αλληλοπεριχωρήθηκαν.
Εξ ου και το «δράμα» που συνοδεύει αυτές
τις δύο εκφράσεις έκτοτε. Έστω κι αν
σήμερα η εικόνα κυριαρχώντας μέσω θεσμών
– δεσμών και περιρρέουσας ηλιθιότητας
εμφανίζεται συχνά γυμνή απ’ το νόημα
της. Στην Εποχή ακριβώς της δεσποτείας
της εικόνας και της αναστολής του λόγου
οφείλει η τέχνη να μεταγγίζει υποστάσεις
τόσο στον λόγο όσο και στη εικόνα. Ό, τι
δηλαδή επιχειρεί μέσα από την ιδιότυπη
ζωγραφική του ο Σαράντης Γκάγκας. Προς
παραμυθίαν και ευλογίαν. Και για όσα
φαίνονται και για όσα δεν φαίνονται
αλλά υπάρχουν. Επειδή η τέχνη μοιάζει
σαν το παγόβουνο που χτύπησε τον Τιτανικό.
Όσο και αν είναι σημαντικό το ορατό της
κομμάτι, το αόρατο είναι πολύ πιο μεγάλο
και πολύ πιο σημαντικό. Πολύ πιο επικίνδυνο
τελικά...
Ο Γιώργος Χειμωνάς επαναλάμβανε
συχνά: «Φοβάμαι τις τέχνες που
λειτουργούν έξω από τον λόγο». Έξω
από το κείμενο, θα συμπληρώναμε...
«...Γιατί ο λόγος είναι χρόνος , χωρίς
τον λόγο δεν υπάρχει χρόνος -που
αποκλειστικά σ’ αυτόν οφείλω την
επίγνωση ότι η ζωή μου πραγματικά υπάρχει
όταν υπάρχω.
Επίσης,
ο χρόνος μου χορηγεί την προσδοκία ότι
η ζωή μου εξακολουθεί με ασφάλεια να
υπάρχει όταν εγώ
δεν υπάρχω... Όταν απουσιάζει ο
λόγος, ο χρόνος καταργείται και απολύονται
ασύδοτα τα άλλα μέρη μου- το σώμα και ο
χώρος...» καταλήγει (έξι μαθήματα για
το Λόγο, 1984).
Ο ίδιος αυτός, εξαιρετικός
στυλίστας του λόγου και κρυπτικός
στοχαστής, μου διατύπωνε συχνά τις
ενστάσεις -για να μην πω την αποστροφή
του- προς ορισμένους σύγχρονους
ζωγράφους. Τον ενοχλούσε ο κούφος
κομπασμός της εικόνας που κορδακιζόταν
α-νόητος και η αφελής επίδειξη μιας
τεχνικής που δεν μεταλάμβανε από τίποτε
βαθύτερο. Η απουσία του λόγου δηλαδή
ως raison d'être
για το εικαστικό δημιούργημα. Τον
ενοχλούσουν ακόμα οι κοσμικότητες και
οι σουσουδισμοί γύρω από τις εκθέσεις,
τους συλλέκτες, τους αδαείς νεόπλουτους
που πόζαραν δίπλα στα έργα και τους
ζωγράφους που
ζούσαν σπεκουλάροντας όλο αυτό το δήθεν,
ταυτιζόμενοι μαζί του. Φαντάζομαι λοιπόν
πως θα του άρεσε πολύ η παρούσα έκθεση
η οποία και τον λόγο - κείμενο διακονεί
και στέκεται επιφυλακτική απέναντι στη
μαγγανεία και τον οργασμό του εικονολατρικού
παραληρήματος της εποχής. Οι
συγκεκριμένες εικόνες καταδύονται στη
μακραίωνη παράδοση της γραφής για να
καταστούν έπειτα οπτικές αφηγήσεις και
μορφοπλαστικοί στοχασμοί. Όταν δηλαδή
το κείμενο λάμπει ταυτόχρονα και ως
ιδέα και ως φόρμα φιλοδοξώντας να
σαρκώσει στο χαρτί σχέσεις και έννοιες.
Σε τρόπον ώστε η φιλοδοξία του εικαστικού
δημιουργού να προσεγγίσει εκείνη του
συγγραφέα ή του ποιητή και τελικά όλα,
λόγος και εικόνα, να μεταμορφωθούν σ'
ένα κείμενο προς ανάγνωση. Απ' όσους
ονειρεύονται, συλλογίζονται, θυμούνται
και δεν φοβούνται τους φόβους ή τις
επιθυμίες τους.
Ο Σαράντης
Γκάγκας επιμένει περισσότερο στη φόρμα
που προκύπτει από τη γραφή μεταμορφώνοντας
το κείμενο σε μία ρέουσα μορφή, σε μίαν
αφηρημένη εικόνα. Εκεί που ήταν το
κείμενο, εν προκειμένω ένα Επικούρειο
απόσπασμα, τώρα είναι ένα σύμφυρμα
γραμμάτων τα οποία
μοιάζουν ν' απεκδύονται τον επικοινωνιακό
τους ρόλο και ν' αποδέχονται αποκλειστικά
τον συμβολικό. Μέσα από την πολύωρη
"επανεγγραφή" του κειμένου πολλά
χάνονται, πολλά ανακαλύπτονται και απ'
αυτό το παλίμψηστο ασφαλώς προκύπτει
μια νέα αισθητική μορφή.
“Υπάρχουν
δύο ειδών άνθρωποι: Αυτοί που πέθαναν
κι αυτοί που θα πεθάνουν. Κανένα άλλο
ενδιάμεσο είδος δεν μπόρεσε να επιζήσει.
Σε αυτό το κυνικά δεδομένο σκηνικό, μας
απομένουν ο έρωτας και η τέχνη που
μερικές φορές είναι ένα πράγμα. Αλλά
και ο έρωτας της επανάστασης και η τέχνη
ως ύστατο δικαίωμα ανατροπής που πάλι
είναι ένα και το αυτό.”
Ιδού
ποιος είναι ο βαθύτερος χαρακτήρας της
ζωγραφικής: να διατηρεί την αύρα των
πραγμάτων σε έναν μη –χώρο και έναν μη-
χρόνο, τον χωρόχρονο της ζωγραφικής. Να
διασώζει δηλαδή την μορφή της σταθερής
μνήμης και την έγχρωμη σκιά των εικόνων.
Να μεταφέρει ένα περιεχόμενο που δεν
επιτρέπεται να ειπωθεί. Όπως ισχυρίζεται
ο Wittgenstein «ας πλάσουμε
ότι δεν μπορούμε να πούμε με λόγια».
Που
θα πει ότι επιβάλλεται κατά καιρούς να
δραπετεύουμε από τις κατά καιρούς
διατυπωθείσες ιστορικότητες αλλά και
νομιμοποιημένες ιδιαιτερότητες μακράν
της «Τρομοκρατίας της Ιστορίας» όπως
θα έλεγε ο Μιρσέα Ελιαντ (Mircea Eliade). Σχετικά
υπογραμμίζει, πάλι, ο Ζ. Κλαιρ: «Αυτή
ήταν άλλοτε η αποκαλυπτική και σχεδόν
παραισθητική δύναμη της δυτικής
ζωγραφικής- να μας αποκαλύπτει στον
ορατό κόσμο αυτό που δεν είχαμε δει
ποτέ…».
Και συνεχίζει αλλού: «Αν το μουσείο
κερδίζει έδαφος, είναι γιατί η έρημος
μεγαλώνει: προελαύνει εκεί όπου η ζωή
υποχωρεί και, με αγαθές προθέσεις,
λεηλατεί τα ερείπια που αυτή αφήνει
πίσω της…».
Ο
συγκεκριμένος δημιουργός και οι έρευνες
του μου θυμίζει -ανοίγοντας έναν
ανεπαίσθητο διάλογο - έναν καλλιτέχνη
που αγαπώ πολύ. Πρόκειται για τον Πολωνό
Roman
Opalka
(1931-2011) και
τον Μαραθώνιο ζωγραφικής
που μεθοδικά επιτελούσε με τους πίνακες
του. Επί μισό αιώνα, συνέχιζε να ζωγραφίζει
τους φυσικούς αριθμούς από το 0,1,2,3 ως
το άπειρο σε εκατοντάδες, κυριολεκτικά,
μονοχρωμικούς καμβάδες σαν να ήθελε να
χωρέσει στη ζωγραφική τον άπειρο κόσμο.
Ή, σαν να μεταμόρφωνε τις άπειρες εικόνες
και τα χρώματα του κάλλιστου κόσμου σ'
ένα πειθαρχημένο υπόδειγμα αναφοράς.
Για να φτάσεις στο 2, πρέπει να περάσεις
αναγκαστικά από το 1 και όμως όταν
βρίσκεσαι στο 1 πάλι παρουσιάζονται
άλυτα προβλήματα. Αριστερά του χάσκει
η άβυσσος του 0 ενώ δεξιά σου. Για να
φτάσεις στο 2 οφείλεις να υπερκεράσεις
το παράδοξο του Ζήνωνα. Ιδού πως η
ζωγραφική από αισθησιακή διαδικασία
και χαρά του αμφιβληστροειδούς
μετατρέπεται σε οπτική φιλοσοφία και
αισθητοποιημένο στοχασμό (Conceptual
Art). Ο Σαράντης Γκάγκας
ανήκει στις ελάχιστες περιπτώσεις
εκείνων των δημιουργών που υποβάλουν
το όποιο τους συναίσθημα στο αυστηρό
έλεγχο της συνείδησης και την όποια του
ευαισθησία στην προκρούστεια κλίνη της
θεωρίας. Τα στοιχεία αυτά καθιστούν τον
μοντερνιστικό του λόγο ιδιότυπα κλασικό
σε τρόπον ώστε να δικαιούται αυτή την
υψηλή φιλοξενία του αρχαιολογικού
μουσείου της Θεσσαλονίκης και να
επιχειρεί έναν ερεθιστικό διάλογο με
τα μόνιμα εκθέματά του. Προσωπικά,
διεκδικώ εδώ και χρόνια το δικαίωμα της
σύγχρονης εικαστικής μας δημιουργίας
να φιλοξενείται, υπό περιπτώσεις, στα
αρχαιογνωστικά μουσεία της χώρας έτσι
ώστε να ξαναενώνεται η σπασμένη κλωστή.
Ιδιαίτερα όταν
πρόκειται λοιπόν για έργα – όπως του
Γκάγκα – που επιμένουν στην πνευματική
τους αποστολή και στον συμβολισμό τους.
Που αρνούνται να υποταχθούν στην
φαντασμαγορία της εποχής, και που
διεκδικούν για τη ζωγραφική έναν άλλο
ρόλο, εκτός από εκείνον της αφηγηματικής,
διακόσμησης. Που επιμένουν, με άλλα
λόγια, να στοχάζονται και με λόγο και
με εικόνα... Έχοντας πάντα κατά νου την
αλληγορία του παγόβουνου που περιγράψαμε
λίγο πιο πάνω.
ΥΓ.: Ίσως η κάθε
ενέργεια του κάθε ανθρώπου πάνω στη γη
να είναι αφορμή για μια ιστορία, δηλαδή
για ένα κείμενο.
Όλες αυτές οι ιστορίες
όλων των ανθρώπων θα μπορούσαν να
συγκροτήσουν το πιο μεγάλο
βιβλίο όλων των εποχών (το όνειρο του
Borges!). Ή, πάλι, θα
μπορούσαν να είναι η αιτία για μιαν
εικόνα. Κάθε γεγονός και μια εικόνα,
κάθε εικόνα και ένα έργο και όλα τα έργα
θα συγκροτούσαν, μέσα από τις άπειρες
καθημερινότητες του καθενός, το απέραντο
μουσείο της ανθρώπινης ιστορίας. Ορατό
μαζί και αόρατο...