Η
ποίηση είναι εκείνος ο εαυτός μας που
δεν κοιμάται ποτέ...
Γ.
Σαραντάρης
«...Εσύ
πήγαινες μπροστά κι εγώ σε ακολουθούσα·
εσύ μ' έμαθες πως η μέσα μας φλόγα,
αντίθετα με τη φύση της σάρκας, μπορεί
όλο και να φουντώνει με τα χρόνια. Γι'
αυτό σ' έβλεπα και σε καμάρωνα, όσο
γερνούσες, αγρίευες·όσο ζύγωνες στην
άβυσσο, αντρειεύουσουν· κι έριχνες τα
κορμιά, αγίους, αρχόντους, καλογέρους
στο καμίνι του ματιού σου, τους έλιωνες
σα μέταλλα, τους καθάριζες απ' τη σκουριά
τους και ξελαγάριζες το καθαρό χρυσάφι
της ψυχής τους -Ποια ψυχή; τη φλόγα...».
Έτσι αναφέρεται ο Καζαντζάκης στον
μεγάλο του πρόγονο και του ζητάει «Τώρα
κάμε κρίση!».
Ο
Γκρέκο είναι ένας δημιουργός που δεν
βολεύεται μέσα στις ισχύουσες αισθητικές
αξίες και δραπετεύει. Κατ' αρχάς,
δραπετεύει από το ήδη πεπερασμένο,
μεταβυζαντινό ιδίωμα για να προσεταιρισθεί
τη νέα εποχή κι έπειτα εγκαταλείπει την
ιταλική καλλιέπεια για να βυθιστεί στο
προσωπικό του όραμα για το ωραίο, για
να συνειδητοποιήσει μέσα στον προσωπικό
του βιολογικό χρόνο όλη τη χρονικότητα
της τέχνης, προηγούμενη και μέλλουσα.
Γι' αυτό είναι σημαντικός ο Γκρέκο. Γιατί
γνωρίζει να διαβάζει την παράδοση χωρίς
να υπαλληλοποιείται σ' αυτήν και γιατί
δεν διστάζει να τη βιάζει προκειμένου
να εκκολαφθεί το νέο. Ο φοβερός Δομήνικος
ο Κρης ξέρει σαν τον Κάτουλλο να αγαπά
και να μισεί. Ακόμη καλύτερα, ξέρει πως
το «μίσος» νομιμοποιεί το κύρος της
αγάπης (Odi et Amo). Επίσης γνωρίζει τον
Πλωτίνο, τον Νεοπλατωνισμό, τον
Ψευδο-Διονύσιο, τον Σύρο Θεολόγο του
6ου αι., τη φιλοκαλία αλλά και τα κείμενα
των Αλχημιστών του Τολέδο με τις αναφορές
στον «σμαραγδένιο πίνακα». Ο Γκρέκο
σιχαίνεται τη λατρεία του προφανούς
και τη διαλεκτική της μίμησης. Ο ίδιος
επιχειρεί μέσω της εικόνας να αποκαλύψει,
πριν από τον Γκέτε ή τον Καντίνσκι ή τον
Μπέκμαν, το αόρατο, την «άυλον φωτοδοσίαν»
της οποίας αντανάκλαση είναι τα υλικά
φώτα. Έτσι στις συνθέσεις του κυριαρχεί
το παράλογο και το θαυμαστό. Η φωτιστική
του αρχή δεν υπείκει στη φυσική νομοτέλεια
αλλά στον «Πατέρα των φώτων, την αρχήν
τού φωτίζεσθαι άπασιν τοις φωτιζομένοις»
(Ψευδο-Διονύσιος). Ίσως γι' αυτό ο
διανοούμενος αυτός ζωγράφος παραμένει
σταθερά καχύποπτος προς τον όποιον
ρασιοναλισμό και απολογείται, μέσω της
τέχνης του, προς το μη δυνάμενο ν'
απεικονιστεί και προς το φρικώδες της
έκφρασης:
(Και
το φως εν τη σκοτία φαίνει και η σκοτία
αυτό ου κατέλαβεν» (Ιω. Α 4-9). Συχνά αυτή
η μάχη φωτός και σκότους οδηγεί σε
αποτελέσματα υπερρεαλιστικά, καθώς η
μέρα και η νύχτα συνυπάρχουν στον ίδιον
πίνακα à la Magritte! (Νυν πάντα
πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε γη και τα
καταχθόνια.) Για τον Γκρέκο αυτό που
προέχει είναι η ανάδυση της μέσα φλόγας,
του αρχαίου κάλλους που δεν αναφέρεται
στο κατ' εικόνα, αλλά στο καθ' ομοίωσιν
και που δεν στέργει σ' εξωτερικές
συγκινήσεις. Συγχρόνως λατρεύει τον
πλάγιο λόγο, τον οποίο παρεμβάλλει στις
συνθέσεις του σαν ένα κείμενο μέσα στο
κείμενο ή σαν εικόνα μέσα στην εικόνα.
Επίσης διάφορες λεπτομέρειες είναι
άκρως διαφωτιστικές όπως αίφνης ο τρόπος
με τον οποίον αποδίδει τα χέρια που
χειρονομούν σαν φτερούγες, ενώ τα μακριά
τους δάχτυλα είναι έτοιμα να συλλαβίσουν
μουσικές στο κλειδοκύμβαλο των Αγγέλων.
Τα
χέρια του λοιπόν είναι προβολές της
διαλεκτικής: μιλάνε, επιχειρηματολογούν,
αντιδρούν, υποτάσσονται, αμφισβητούν,
παραδίδονται. Είναι εικόνες του argumentum
και της eloquentia. Οι μορφές του πάλι, έχοντας
απολέσει τον οστέινο σκελετό τους,
αποδίδουν πνευματικές καταστάσεις και
είναι σύμβολα ενός εσωτερικού αγώνα.
Εδώ το Βυζάντιο ξαναζεί, απελευθερωμένο
όμως από τους τύπους ή την ιδεοληπτική
εμμονή του. Οι ισχύοντες μορφολογικοί
κανόνες ανατρέπονται, τα σώματα
επιμηκύνονται καθ' υπερβολήν, οι αναλογίες
παραβιάζονται με γνώμονα τη σημασία
και όχι τη φυσικότητα. Μήπως, άραγε,
πρέπει ν' ανιχνεύσουμε πίσω τους τα
κείμενα του Πλωτίνου; Ιδιαίτερα όταν
μιλάνε για τα κορμιά που, απελευθερώνοντας
τις ψυχές τους, μπορούν ν' αναπολήσουν
τις ιδέες βυθισμένα στην έκσταση; Αυτό
είναι. Ο Γκρέκο ζωγραφίζει μορφές σε
εσωτερικό παραλήρημα και σε νηφάλια
μέθη, σε έκσταση. Δείτε τον Ιωάννη της
Αποκάλυψης στην «Πέμπτη Σφραγίδα»: Έχει
γονατίσει, κι όμως φαίνεται ορθός, είναι
γέροντας, αλλά έχει πρόσωπο εφήβου,
γιατί μόνο με νεανικά μάτια και παιδικό
βλέμμα ατενίζει κανείς τον Θεό. Το χέρι
του ανεμίζει σαν την πρώτη πικασική
δεσποινίδα της οδού Αβινιόν προς «τ'
άστρα που δεν έχουν τίποτε να πούνε και
κρατούν αναμμένη σιωπή» (Γ. Σαραντάρης).
Αυτή
η αναμμένη σιωπή είναι το εκκωφαντικό
μυστικό των πινάκων του, οι εικόνες του
αόρατου που λαμπυρίζουν. Ο ίδιος θα
πελεκήσει ένα ένα τα στηρίγματα του
λόγου επιβάλλοντας σιωπή, επιδιώκοντας
η εικόνα να καλύψει τον λόγο με τη
δυνατότητά της προς αποκάλυψη. Γι' αυτό
και δεν τον συγκινούν οι μελοδραματισμοί
της βενετσιάνικης ζωγραφικής και το
κατασκευασμένο δράμα του μανιερισμού.
Αυτός δεν σκηνοθετεί, είναι το δράμα,
και το φωτίζει με την ενέργεια της «άυλου
φωτοδοσίας». Θαύμα.