Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2007

Νεοβάρβαροι

Tα Σαββατόβραδα μην βγαίνετε έξω· κλειστείτε μέσα κι εσείς και τα παιδάκια σας. Δείτε τις σούπες της τηλεόρασης, διαβάστε τις κοινοτοπίες των εφημερίδων, ακούστε μουσική, κοιμηθείτε νωρίς, ερωτευθείτε τη σύζυγο σας… Αλλά προς θεού, ΜΗΝ βγείτε έξω. Γιατί, τα Σαββατόβραδα, βγαίνουν οι ορδές των νεοβάρβαρων με τα πολύστροφα ή τις μηχανές μεγάλου κυβισμού και είναι τότε που τα Ι.Χ. γίνονται κατ’ εξοχήν δημόσιος κίνδυνος. Οι νεοβάρβαροι, νέοι συνήθως αλλά όχι απαραίτητα, γκαζώνουν, βιάζονται, προσπερνούν, παραβιάζουν φανάρια, μαρσάρουν, σουζάρουν, σφηνώνουν, κορνάρουν, επελαύνουν και είναι έτοιμοι για όλα. Αυτή είναι η διασκέδασή τους. Η Παραλιακή, η Κηφισίας, η Συγγρού, η Μεσογείων, η Πειραιώς, θ’αναστενάξουν απόψε στην Αθήνα. Όπως και η Εγνατίας, παλιά και νέα, η Τσιμισκή στη Θεσσαλονίκη και οι αντίστοιχες λεωφόροι στην Πάτρα ή στα Γιάννενα. Τα δεκαεξαβάλβιδα θα ξεσαλώσουν, οι ατρόμητοι οδηγοί τους, μεθυσμένοι από ίλιγγο και αλκοόλ, θα αφήσουν ελεύθερο τον ενστικτώδη εαυτό τους και… όποιον πάρει ο Χάρος. Κυριολεκτικώς. Έτσι είμαστε εμείς. Σκοτωνόμαστε λεβέντικα στην άσφαλτο καθ΄οδόν προς τα σκυλάδικα, και κατά την επιστροφή από τα στριπτιζάδικα. Είναι πατροπαράδοτο, τοπικό έθιμο. Δεν αλλάζουν αυτά τα πράγματα. Πάνε από πατέρα σε υιό και ξεσαλωμένο εγγονό. Σαββατοκύριακα μακελευόμαστε (όσοι έχουμε απομείνει από τις εξόδους Χριστουγέννων, Πάσχα κλπ). Οδηγώ, λοιπόν, στη μεσαία λωρίδα κατεβαίνοντας τη Συγγρού για να κρυφτώ γρήγορα σπίτι μου. Πίσω με σπρώχνει ένας πατημένος με 150 με τα μεγάλα φώτα στο καθρέφτη μου. ΔΕΝ με προσπερνάει απ’ τα δεξιά αλλά θέλει εγώ να εξαφανιστώ γιατί είναι ΑΥΤΟΣ που ΤΩΡΑ περνάει, κι αυτό το ΓΕΓΟΝΟΣ πρέπει να γίνει αντιληπτό μετά φανών και λαμπάδων απ’ όλους. Πριν προλάβω να κινηθώ δεξιότερα για να αφήσω χώρο ελεύθερο στον ξένοιαστο καβαλάρη που καλπάζει προς την παραλιακή με την ευτυχισμένη ξανθιά –απαραίτητο εξάρτημα κάθε cabrio- δίπλα του, αρχίζει να κορνάρει. Κι όλα αυτά σε κλάσματα δευτερολέπτου. Κι είναι τότε που ξυπνάει μέσα μου ένας ξεχασμένος Καραϊσκάκης και αποφασίζω ν’ αντισταθώ στον νεοβάρβαρο. Να μην υποκύψω στην ιταμή και απρόσκλητη επίθεση του λαμαρινένιου του «εγώ» στη δική μου λαμαρινένια προσωπικότητά. Όπως καταλαβαίνετε, πρόκειται για μιαν, ακόμη, τιτανομαχία από τις χιλιάδες που συμβαίνουν καθημερινά στο βεβαρημένο, οδικό μας δίκτυο. Αν έκανα καλά που ενεπλάκην σ’ αυτή τη κόντρα θα το μάθετε, στην καλύτερη περίπτωση, απ’ το δελτίο του νοσοκομείου που εφημερεύει το Σάββατο… Καλή Χρονιά!

Χρόνος Μωρός

Λίγο πολύ όλες οι λέξεις
φέρνουν και διώχνουν κόσμο
..............................................
Αλλά τη λέξη φεγγάρι
κανένα φως δεν τη φτάνει

Κ. Δημουλά

Ο κάθε νέος χρόνος δεν είναι μωρό, είναι γέρος. Τον λεύκανε ήδη η αιωνιότητα του άγνωστου μέλλοντος. Βρέφος, όμως, είναι πάντα ο χρόνος που φεύγει. Και μάλιστα μωρό ενός έτους, ακριβώς. Ο καινούριος, πάλι, είναι τόσο ξεμωραμένος γέρος, που πιστεύει σ' ευχές, σε μαντείες, σε ξόρκια ή βασκανίες, προσδοκώντας, για φαντάσου, να είναι αιώνιος. Χωρίς να πηγαίνει διόλου το μυαλό του στο κακό, του τρελόγερου. Γι' αυτό και το κακό μας επισκέπτεται κάθε χρόνο. Αφεύκτως. Το κακό που παίζει με τους ανυπεράσπιστους ανθρώπους, τους κολλάει σαν μύγες στα κρύσταλλα τ' ουρανού, σαν κουνούπια στη μεσοτοιχία του σύμπαντος. Απ' την άλλη πλευρά, αν βάλεις το αυτί σου, χάος. Και το κακό γελώντας δείχνει έτσι στον χρόνο τη μωρία του. Laus Stultitiae, η τιμωρία του.

Οι παλιοί χρόνοι, ζαρωμένα μωρά που γέρασαν πρώιμα, μαθαίνουν να κουκουβίζουν στην άκρη, τις πληγές τους γλείφοντας και σιωπώντας. Αυτή η βουβαμάρα λέγεται πολιτισμός. ενώ στο βάθος της κάμαρας ακούγεται η Συμφωνία των Παιχνιδιών του μπαμπά Λεοπόλδου· μόνο που τώρα τα όργανα έχουν φτιαχτεί από οστά κεκοιμημένων πατέρων. Οπως το αλτάρι του Καθεδρικού στο Otranto που έγινε κι αυτό και τα πανύψηλα ερμάρια γύρω του από κρανία μαρτύρων. Είναι η συγκομιδή του χρόνου και μην διαμαρτύρεστε. Οι χαζοχαρές έστωσαν για τους πανηγυριτζήδες της τηλε-ευήθειας. Εμείς ας ψάλουμε, σαν εωθινό για όλα τα μωρά του, είθε για πολύ ακόμη όμορφου, κόσμου και για όλα τα παιδιά που ατύχησαν να έχουν εμάς σαν ενήλικες, τους στίχους της Κικής: «Αραγε, σε ποιο όνειρο ανέθεσα/ του όλου τη φύλαξη/ και το πήρε ο ύπνος;»

Κι όμως. Η ευτυχία μπορεί να καταστεί ψηλαφητή κι ας μην το πούνε οι ειδήσεις. Η μυρωδιά ενός βρεφικού σεντονιού, ας πούμε, το χνούδι που ονειρεύεται να γίνει μαλλί, η πιο μικρή πατουσίτσα του κόσμου. Γιατί έτσι και μόνον έτσι ο, κάλλιστος, κόσμος περπατάει...

Αλληλογραφία

1. Τέλος χρόνου και ας κλείσουμε τις, χρόνιες, εκκρεμότητες: Ευχαριστώ θερμά για τις αποστολές των ποιητικών τους συλλογών, τους φίλους Σπύρο Λ. Βρεττό, Κυριάκο Συφιλτζόγλου και Θέμη Τασούλη. Τα βιβλία τους, όλα απ' τον «Γαβριηλίδη», λέγονται «Συνέβη», «Εκαστος εφ' ω ετάφη» και «Ολα που χύνονται στο άσπρο απαλά». Επίσης τον Antoni Mirό για το Viagge a Grecia.

2. Οι μετριότητες, παχουλές και διεισδυτικές σαν την υγρασία, μπορούν να πάνε παντού. Επειδή όμως ταξιδεύουν στριμωγμένες ανάμεσα σε πλάτες άλλων, χάνουν τη θέα. Και το ταξίδι.

3. Είδα την Αμαλία Μουτούση, βιαστική και αέρινη στο πεζοδρόμιο της Λυρικής, να κυνηγάει μιαν ριπή ανέμου που της πήρε το καπέλο. Εμένα, πάλι, μου πήρε το μυαλό. Α propos, τι εξαιρετική δουλειά έκανε στην ΕΛΣ ο Στέφανος Λαζαρίδης! Κύριε Λιάπη, τι θα λέγατε τη θλιβερή τριανδρία να αντικαταστήσει τάχιστα ο γνώστης Βύρων Φιδετζής; Ή ο διεθνής μας Γιώργος Απέργης;

4. Τι χρειάζεται ακόμη ο έωλης, βενιζέλειας έμπνευσης, ΟΠΕΠ; Γιατί να μην καταργηθεί και να ενισχυθεί περαιτέρω το δύσκολο έργο του Μπαμπινιώτη στο Ελληνικό Ιδρυμα Πολιτισμού;

5. Ο κ. Στράτος Φουντούλης μου έγραψε πως παραλίγο να δει τον Christian Ferras στην τελευταία του συναυλία, στο Vichy. Κι η Βερονίκ συμπληρώνει πως 9 χρονών τον άκουσε στη Λωζάνη. Αξέχαστος. Είναι τότε που ο μωρός χρόνος γίνεται κερδισμένος. (Αγαπητή Kozima, ευχαριστώ για το (εξ)αιρετικό σας κοπλιμέντο. Το καλύτερο δώρο χρονιάρες μέρες).

6. Είδατε το «Νόρντοστ» στο Θέατρο Τέχνης; Η Μάνια Παπαδημητρίου, η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου και η Σοφία Σεϊρλή δίνουν χαμηλόφωνο ρεσιτάλ σε ένα έργο-ντοκουμέντο που αναφέρεται στη σφαγή της Μόσχας με τις χήρες Τσετσένες και που ανεβάζει επί σκηνής τη δημοσιογραφική έρευνα. «Μα είναι αυτό θέατρο;» αναρωτιούνται μερικοί. Οπως αναρωτιούνται οι ίδιοι, από το 1917, αν το «Ουρητήριο» του Duchamp είναι γλυπτική. Επειδή δεν είναι μόνον ο Μπους επικίνδυνος. Είναι κι ο Πούτιν.

7. Η παλιά μου φίλη Μαρίνα Κουρεμένου-Φλέγγα σε ευγενικότατη επιστολή της μου απαριθμεί πόσοι έχουν διαμαρτυρηθεί παγκοσμίως για την ενδεχόμενη κατεδάφιση των δύο ακινήτων στη Δ. Αρεοπαγίτου, για το... γινάτι του Τσουμί. Ετσι, από τις 15/9 έως τις 14/11/07 έχουν συγκεντρωθεί 8.040 χειρόγραφες υπογραφές, ενώ 341 μέλη του ΥΠΠΟ με επιστολή τους στον υπουργό ζητούν να αρθεί ο αποχαρακτηρισμός, παράλληλα με τον ΣΑΔΑΣ, το ΕΜΠ, το ΤΕΕ, τον Δήμο Ιωαννίνων (ο Κουρεμένος ήταν Ηπειρώτης), το ICOMOS, το World Archaeological Congress και πολυάριθμα δημοσιεύματα στους Independent, Guardian, USA Today, Herald Tribune, Le Monde, New York Times και βέβαια στον ελληνικό τύπο. Εγώ τι να πω; Πρώτον πως δεν είναι θέμα του Τσουμί αλλά του νέου Μουσείου της Ακρόπολης, ενός τεράστιου πολιτιστικού στοιχήματος, που αποφασίστηκε από πλειοψηφούσες συλλογικότητες και που θα μπορούσε, αν το διαχειρστούμε σωστά, να μας βάλει ξανά σε διεθνή τροχιά. Θα συμφωνήσετε πως και κέλυφος, και περιεχόμενο οφείλουμε να τα αναδείξουμε όσο καλύτερα γίνεται. Ηδη, όπως γνωρίζετε, έχουν απαλλοτριωθεί αρκετές γύρω πολυκατοικίες για να αναπνεύσει το επιβλητικό αυτό κτίσμα. Πρέπει, φευ, να ακολουθήσουν κι άλλες. Ηταν εξαρχής πάντως έγκλημα που πυκνοδομήθηκε έτσι η περιοχή της Ακρόπολης. Απ' την άλλη, είναι λυπηρό να κατεδαφίζονται καλαίσθητα κτίρια. Οταν όμως δεν υπάρχει άλλη επιλογή;

8. «Τι να πεις όμως για ένα ισόγειο/ που κοιτάει στον ακάλυπτο/ για ανοιχτωσιά;» (Κυρ. Συφιλτζόγλου)



7 - 30/12/2007






Aριάδνη-Marinette, η νεότερη ιστορικός και έργο τέχνης, μαζί, της χώρας. Η νονά της, Μπερνάρντα, δήλωσε συγκινημένη: «Σ' αυτήν θα αφήσω την Πινακοθήκη. Οταν έρθει η ώρα...» Στα σοβαρά τώρα, θεέ των μωρών, κάν' την να κοιμηθεί ήρεμα απόψε!

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2007

Η μοναξιά του ζωγράφου...

Στον κ. Πάνο Ν. Εγγονόπουλο
...Τη βραδιά των εγκαινίων του... Κι ενώ οι επίσημοι, κοσμικοί, πολιτικοί, φιλότεχνοι, συνωθούνται εκστομίζοντας λόγους που δεν κατανοούν κι εκφράζοντας συναισθήματα που δεν νιώθουν, μελαγχολικοί, κατά βάθος, κάτω από τους κρυστάλλινους πολυελαίους και τα ποτήρια που φαίνονται πολύτιμα με τόσο κόκκινο μέσα τους...

ζωγράφος, αθέατος ούτως ή άλλως, περιφέρεται σαν σκιά -ούτως ή άλλως- και πλήττει κοιτώντας όλους αυτούς που θαυμάζουν ετοιματζίδικα χωρίς να κοιτάζουν, κουρασμένοι από την επίπεδη, ανάμεσα σε events και δεξιώσεις, ζωή τους, οι ίδιοι και οι ίδιοι, στα χωρίς λόγω στρας ή βελούδα κι έπειται μόνοι στο ομοιόμορφο πλήθος και την πολυτελή αίθουσα, αμήχανοι εμπρός στους πίνακες και απογοητευμένοι από το φοβικό τρόπο με τον οποίο τους έμαθαν ν' αντιδρούν στο αγρίμι που λέγεται τέχνη... Κι οι πίνακες πάλι τους κοιτάνε με τη σειρά τους ξελιγωμένοι στα γέλια. Με τον ζωγράφο πιο μοναχικό απ' όλους, είτε έφυγε το 1957, είτε το 1985, πάντα παρών όμως για όσους μπορούν να τον δουν πίσω από τη σκιά του... Ενώ για τους άλλους οι εύγλωττες εικόνες του έστω κι αν τραγουδούν με τα χρώματα ή τα αινίγματά τους, φαίνονται βουβές, άδειοι καθρέφτες που αντανακλούν το κενό, γιατί δεν είναι τα χρήματα ή η εξουσία που γοητεύουν το ωραίο, αλλά το αντίθετο.

ι ο ζωγράφος σιωπά βλέποντας όλους αυτούς που βρήκαν την ευκαιρία να υπάρξουν μέσα από το έργο του, λες και το ταλέντο είναι θέμα εφορίας ή η χάρις κληρονομείται ή τα ορφανά και τα εγγόνια δικαιούνται να ορίζουν το ποιος θα μιλήσει ή θα γράψει γι' αυτόν και ποιος όχι, επειδή απλώς έχουν την επικαρπία του έργου και μπορούν να στήνουν φάμπρικες μ' αυτό. Ή, πάλι, ν' αψηφούν δωρεές σε μη κερδοσκοπικά ιδρύματα που έγιναν ακριβώς για να προβάλουν αυτό το έργο, και ν' αξιώνουν εδώ και τώρα money back. Η αγορά όμως και η τελετουργία των δημοπρασιών αφήνουν αδιάφορο τον ζωγράφο, όπως και τότε, μόνο που τώρα λυπάται γιατί στις Ινδίες καίνε τις χήρες στην πυρά του εκλιπόντος για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο, ενώ εδώ τις αφήνουν ν' αλωνίζουν σε ό,τι ουσιαστικά δεν τους ανήκει, εκτός κι αν η ιστορία της τέχνης συγγράφεται στα συμβολαιογραφεία και η ευαισθησία είναι τόσο κολλητική όσο και η ιλαρά. Ιλεως γενού Κύριε της ζωγραφικής...

το Ιδρυμα Β. και Μ. Θεοχαράκη στη Βασ. Σοφίας είδα την αναδρομική έκθεση του σημαντικότερου, ίσως, νεοέλληνα ζωγράφου -μαζί με τον Γύζη, τον Παρθένη, τον Μπουζιάνη και τον Διαμαντόπουλο-, του Σπύρου Παπαλουκά από τη Δεσφίνα. (Δες το εκτενές κείμενό μου «Ενας χωρικός στοχάζεται τη θάλασσα» στον τόμο του προτελευταίου συνεδρίου της «Εντελέχειας» στο Ε.Ι.Ε. το 2003. Και τα σχόλιά μου στους τόμους Α και Β του «Ελληνομουσείου», εκδ. Μίλητος 2001.) Πρόκειται για ένα μέγιστο πολιτιστικό γεγονός, πλαισιωμένο με παράπλευρες εκδηλώσεις υψηλού επιπέδου. Κι είναι πραγματικά κρίμα που μια τέτοια προσφορά -αλλά και η δαψιλής δωρεά της Ασημίνας Παπαλουκά, κόρης του ζωγράφου- αντιμετωπίζει «κληρονομικά» προβλήματα. Στους χώρους του ιδρύματος λάμπει ένα έργο μοναδικό, ένας έλληνας Γκογκέν που δεν ταξίδεψε στις θάλασσες του Νότου αλλά στον Αθω, την Αίγινα και την Πάρο για ν' ανακαλύψει την πνευματικότητα του υλικού φωτός και την αγιότητα των φθαρτών αντικειμένων. Και για να δώσει, μαζί με τον Χαλεπά και τον Κόντογλου, τη στιβαρότερη πρόταση μιας νεωτερικότητας φτιαγμένης από ιθαγενή ορυκτά. Τον Παπαλουκά πρωτοπαρουσίασε αναδρομικά ο Δημ. Παπαστάμος στην Εθνική Πινακοθήκη πριν από 30 χρόνια. Εκτοτε το Ιδρυμα αδιαφόρησε και για τον ζωγράφο και για τη δωρεά του, η οποία σαπίζει στις αποθήκες αναξιοποίητη (ανθίβολα, σπουδές, νεανικά μικρά και μεγάλα έργα).

ίχα τη χαρά να παρουσιάσω την πρώτη έκθεση ζωγραφικής του Βασίλη Θεοχαράκη, μαθητή του Παπαλουκά, στην γκαλερί «Ζυγός», τη δεκαετία του '80. Εκτοτε παρακολουθώ το συνεπές έργο του αλλά και τις προσπάθειες όλων, σχεδόν, των συναδέλφων μου να το προσεταιριστούν, όχι, πάντα, με άδολες προθέσεις. Ο λόγος προφανής. Αλλά εξίσου προφανής και η δική μου βούληση να σταθώ μακριά προς αποφυγήν παρεξηγήσεων. Ας παίξουν άλλοι το ρόλο του κόλακα ή της υγρασίας. Τους πηγαίνει καλύτερα... Μετά όμως από τόσον καιρό είμαι ευτυχής που του σφίγγω το χέρι και εύχομαι να συνεχίσει, αυτός, ένας ιδιώτης, να πράττει όσα οι επίσημοι θεσμοί αμελούν... Και να μην λησμονεί ποτέ ότι η μοναξιά είναι η καλύτερη συντροφιά του ζωγράφου. Και το πρόσωπό της το πιο περιμάχητο θέμα του.

ΥΓ. 1: Ολίγον βαρετός ο «Πόθος» του Αγνκ Λι. Φαίνεται πως το Χόλιγουντ πειράζει σοβαρά τους επιρρεπείς σκηνοθέτες. Αντίθετα, η «Περσέπολη», καθηλωτική.

ΥΓ. 2: Ελαβα σημειώματα διαφόρων γκαλερί που με πληροφορούσαν ότι ο τάδε καλλιτέχνης τους συμμετέχει στην έκθεση «Σε ενεστώτα χρόνο» του ΕΜΣΤ. Από ένα Εθνικό Μουσείο όμως δεν περιμένω την τρέχουσα εσοδεία της αγοράς. Αυτή την βρίσκω στις foires ή τις biennale. Από ένα μουσείο περιμένω την αρχαιολογία του παρόντος και την ερμηνευτική του σύνθεση. Και βέβαια ιστορικές εκθέσεις. Φαίνεται όμως ότι πρέπει ν' αναμένουν πολύ ο Παντελής Ξαγοράρης, ο Στάθης Λογοθέτης, ο Βασίλης Σκυλάκος, η Καίτη Αντύπα και οι λοιποί πιονιέροι του μοντερνισμού μας.

ΥΓ3: Τρελάθηκες Δύση; Βγάλε αμέσως τα κόκκινα ντροπή στην κηδεία σου πας
(Κ. Δημουλά).

Αυτοπροσωπογραφία, 1922.

«Μεταφερθήκαμε, παραπλεύρως»

Θε μου, τι κουφάρια ξέβρασε η επιβίωση

Κική Δημουλά

...Ο Βασίλης Ανδρεόπουλος να μου διηγείται το πώς κουβαλούσε μιαν ολόκληρη μέρα στις κατωφέρειες του Ελικώνα τον ξυπόλητο Μάνο Χατζιδάκι, εκείνον τον μαύρο Δεκέμβρη. Και να μου αναγνωρίζει, ένα ένα, τα πορτρέτα των «Ενωμένων Καλλιτεχνών» που ζωγράφισε το 1952 σε ακουαρέλα ο Γεώργιος Μπουζιάνης: Βεάκης, Παξινού, Κοτοπούλη, Κωτσόπουλος, Τζόγιας, Λαλοπούλου, Γαρμπή, Στ. Λαμπέτης (sic), Παΐζη, Σαρρή, Γιαλαμάς, Μαλένα Ανουσάκη κ.ά. Ενας ολόκληρος θησαυρός από κρουστό, ολοζώντανο παρελθόν εμπρός σ' ένα παρόν που λιγοθυμάει για να πεθάνει. Με τον Κάτωνα τον Τιμητή για Κατίνες ν' αναπαράγει ευτυχής τον κυρίαρχο μηχανισμό ανακυκλώνοντας τον τηλε-πολτό και πουλώντας με το αζημίωτο θύματα στα θύματά του· «μεγαλείων οψώνια» που θα 'λεγε κι ο επίκαιρος Σκιαθίτης. Και δεν «σατιρίζει» μόνον· τραγουδάει και χορεύει (sic) το ταλέντο(!), έχοντας εκ του ασφαλούς εφεύρει τον εαυτό του και αναστήσει τον Γιώργο Οικονομίδη σε ρόλο Κώστα Χατζηχρήστου (ή, τ' ανάποδο). Επωδός: (Γαμώ την AGB σας. Για δαύτην είστε ικανοί να εμφανίσετε ακόμη και τη μάνα σας ξεβράκωτη). Ολοι! Ιδιωτικοί πνιγμένοι στην ιδιωτεία και κρατικοί κολλημένοι, γραφειοκρατικά, στα ίδια και τα ίδια πρόσωπα που μας ταλαιπωρούν επί δεκαετίες. Προγλωσσικές μεγαλοκοπέλες που μπεμπεκίζουν και συνταιριάζουν, σταυροβελονιά, πολιτισμό με μπουζούκια στο φινάλε. Η ΕΡΤ θα 'πρεπε, κανονικά, να λέγεται «Δίαυλος Εθνικής Λήθης και Κρατικής Ηλιθιότητας».

Αγαπητέ Θοδωρή,

Δεν είναι για πάντα η εξουσία κι αλλάζουν τ' ανθρώπινα σαν τα φτερά της πεταλούδας. Κι ούτε γεννήθηκες στη Ρηγίλλης αλλά στην Καισαριανή. Σκέψου έγκαιρα την τύχη των προκατόχων σου στην ίδια καρέκλα. Σκέψου τώρα το αύριο. Αυτό θα πει ευφυΐα. Κάνε κάτι για τη δημόσια τηλεόραση. Τουλάχιστον. Αν έχεις ελάχιστο τρόμο ιστορίας.

Κατά τ' άλλα ως τόπος μοιάζουμε σαν να έχουμε, όλοι, μετακομίσει παραπλεύρως. Αφήσαμε εδώ ανυπεράσπιστα τα οστά των προγόνων μας, τις εικόνες και τα μαλαμοκαπνισμένα άρματα στους πέτρινους τοίχους και πήγαμε δίπλα για να βρούμε τους ατομικούς μας παραδείσους. Σ' εκείνο το μεταφυσικό όριο του αστικού και του περιαστικού, του σημείου που ισχύει ο νόμος και του σημείου που θάλλει η έλλειψή του. Στη χώρα, δηλαδή, του σταρχιδισμού, του «δεν βαριέσαι, τώρα», «έτσι κάνουν όλοι», «όλα έγιναν νομοτύπως», «εγώ, για την καλή μου την καρδιά» κ.λπ.

Κάποτε χτίζαν τη νύχτα με την ψυχή στο στόμα, απελπισμένοι προλετάριοι, στο φαλακρό Αιγάλεω, μιαν πλίνθινη κάμαρα. Τώρα τα παράνομα τρίτης γενιάς (μετά τους πρόσφυγες του '22 και τους εσωτερικούς μετανάστες του Εμφύλιου) είναι εξοχικές, δεύτερες κατοικίες και πολυτελείς βίλες που επιτρέπουν στον κυρίαρχο μηχανισμό να υπάρχει, να λαδώνεται βασιλικά και να προχωρεί. Παραοικονομία, μαύρο χρήμα, νεοπλουτισμός, αντιπαραγωγική ανάπτυξη, όλα συγκλίνουν στη μαγική εξίσωση: οικοδομή, με κάθε κόστος.

Διαβάζω στο πολύτιμο, στο γενναίο βιβλίο του αρχιτέκτονα Αριστείδη Ρωμανού «Αθήνα, το πολεοδομικό ζήτημα από τη σκοπιά του πολίτη» (Ποταμός, 2004): «1996-8, ο νομάρχης Πειραιά κατηγορείται ότι χορήγησε παράνομα ηλεκτρικό ρεύμα σε 1.843 περιπτώσεις αυθαίρετων κτισμάτων με χρήση του Ν.1512/85, ο οποίος το επιτρέπει "εφ' όσον διαπιστωθεί ότι στο κτίσμα ζουν πάσχοντες από σοβαρή ασσθένεια". 1999 Φεβρ.: Παρόμοια υπόθεση με 12.000 (!) βεβαιώσεις του νομάρχη Ανατολικής Αττικής που παραπέμφθηκε. Μερικά από τα κτίσματα των... αναξιοπαθούντων είχαν εμβαδόν 250, 300 μέχρι και 700 τ.μ.

...Πλήθος πολυτελών κατοικιών ανεγείρονται στη Β' Ζώνη Προστασίας του Υμηττού (χρήση απαγορευμένη) με «νόμιμες άδειες που εκδίδονται από τις Πολεοδομικές Υπηρεσίες ως αθλητικά και πολιτιστικά κέντρα (σελ. 230)». Δηλαδή η περίπτωση του έρμου Βασίλη Μα-γκίνια. Τον οποίον έσπευσαν όλοι οι «αναμάρτητοι» να κατακεραυνώσουν. Πτου κακά! Ομως, πρώτα παρανομεί το κράτος και μετά ο πολίτης· αυτός είναι ο μηχανισμός. Επειδή από το «σύνδρομο μαγ-Κίνας» πάσχουμε, λίγο-πολύ, όλοι μας. Εξάλλου ακόμη κι ο Χριστούλης, μεθαύριο, σ' ένα αυθαίρετο θα οικοδομήσει το Βασίλειό Του...

ΥΓ.1: Στην τελευταία της, μαγική συλλογή (εκδ. Ικαρος) η Δημουλά επιλύει «Το πρόβλημα της στέγης» με το εξής ποίημα:

Κύριε

μη μας πάρεις κι άλλο

τις απώλειές μας

Δεν έχουμε πού αλλού να μείνουμε.

ΥΓ.2: Κατά βάθος, ω αχόρταγοι, μελλοθάνατοι συγκρατούμενοί μου, μόνον τις απώλειές μας διαθέτουμε. Και τον άτσαλα ξοδεμένο χρόνο μας...

Ο Μάνος Στεφανίδης είναι πρόεδρος της φράξιας των κριτικών τέχνης που διαθέτουν δαλτωνισμό.

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2007

Πάθη με λάθη

Κάτι πρέπει να λείπει για να ξεδιπλωθεί μια ιστορία

Τ. Eagleton

Από μιαν έλλειψη εκκινεί και η, όποια, ιστορία του ωραίου. Η τέχνη γενικά. Αγαπητοί φίλοι εικαστικοί, θερμά ευχαριστώ για τα μηνύματα και το υλικό που μου στέλνετε και το οποίο αξιοποιώ, σας διαβεβαιώ, όσο καλύτερα μπορώ (σε κείμενα, αρχειακή καταγραφή, μελλοντικά βιβλία, τροφοδότηση της πανεπιστημιακής βιβλιοθήκης, κ.ά.). Δυστυχώς, η απρέπεια αρκετών γκαλερί δεν μου επιτρέπει να βλέπω τις εκθέσεις όπως ανέκαθεν έκανα. Δεν πας κάπου αν είσαι ανεπιθύμητος! Αν δεν σου στέλνουν, καν, μια πρόσκληση ή αν σου φέρονται φιλικά όσο καιρό γράφεις θετικά γι' αυτούς, αλλά σου γυρίζουν την πλάτη αν κριτικάρεις μια τους έκθεση. Ή ακόμη χειρότερα, αν αρνηθείς την εμπλοκή σε υποθέσεις «περίεργων» έργων που πλασάρονται σε συλλέκτες.

Εχω πια την ελευθερία, εφόσον δεν διατηρώ στήλη κριτικής -το είδος τελείωσε για μένα με το «Αντί»-, να πηγαίνω μόνο όπου αισθάνομαι ευχάριστα. Στη Βάσω Μπαταγιάννη, ας πούμε, στην Αγγελική Αντωνοπούλου, τη Μαριλένα Λιακοπούλου, στη Μυρτιά της «Qbox» και, παλιότερα, στην αξεπέραστη «Ιλόνα Παγίδα». Εξάλλου και οι επαγγελματίες κριτικοί με τις στήλες στις μεγάλες εφημερίδες ΔΕΝ βλέπουν όλες τις εκθέσεις· ή, καλύτερα, σνομπάρουν εκείνους τους χώρους από τους οποίους δεν αναμένουν κάτι «καλό». Τριάντα χρόνια τώρα είχα την άνεση να εκτιμήσω την προσπάθεια συγκεκριμένων ανθρώπων να υπηρετήσουν τη σύγχρονη τέχνη αναλαμβάνοντας ευθύνες που κανονικά αναλογούσαν στην πολιτεία, αλλά και να δω μικροεμποράκους να μαγαρίζουν πρόσωπα ή καταστάσεις και ποικίλες κυρίες των Β.Π. να προτείνουν τα ιδιωτικά τους βίτσια ως δημόσιες αρετές.

Δεν θα ξεχάσω λ.χ. την έκθεση-σύνοψη της αίθουσας τέχνης «ΔΕΣΜΟΣ» την οποία οργάνωσαν στο «ΜΗΛΟ» οι Μ. Παυλίδης και Ε. Πρωτονοταρίου και την οποία απαξίωσαν σχεδόν όλοι οι πρωταγωνιστές του χώρου, επειδή ο ιδιοκτήτης της γκαλερί έχει το ίδιο επώνυνο μ' εμένα.

Μικρότητες, μιζέριες, απίθανη ζήλια για ό,τι υπερβαίνει το μέτριο και κυρίως αδυναμία να δράσουμε αντλώντας πάθος απ' τα πάθη μας κι όχι χολή. Ακόμη, κομματικές σπέκουλες ή χρηματοδοτήσεις από τον κρατικό κορβανά σε πολιτικούς φίλους, γκαλερίστες. Κυρίως στην εποχή της πράσινης μονοκρατορίας. Οι γαλάζιοι παραμένουν ακόμη «επαρχιώτες».

Δεν θα ξεχάσω, επίσης, το ότι μια πρωτοποριακή, λεγόμενη, γκαλερί κοντά στην Ακρόπολη μου έστελνε επί χρόνια πρόσκληση στο παλιό «Titanium» κι όχι στο γραφείο μου στην Εθνική Πινακοθήκη επειδή με θεωρούσε, όπως μου εξήγησε η ιδιοκτήτριά της, συνεργάτη, του φίλου μου κατά τ' άλλα, Γιαγιάννου.

Απ' την άλλη, ομολογώ ότι κι εγώ αμελούσα να πηγαίνω σε γκαλερί εκτός κέντρου, στη γλυκύτατη «Χρυσόθεμι» του Χαλανδρίου για παράδειγμα, λόγω, απλώς, της απόστασης. Εχω όμως αρχειοθετημένη όλη τη σειρά των προσκλήσεων και των καταλόγων που είχε την ευγένεια να μου στέλνει κανονικά όλα αυτά τα χρόνια.

Σε σύγκριση πάντως με το σήμερα, η δεκαετία του '70 έδωσε βαρυσήμαντα γεγονότα και από τους κλασικούς και από τους πρωτοεμφανιζόμενους δημιουργούς, με την «ΩΡΑ» και τον «ΔΕΣΜΟ» να πρωτοπορούν, με τους Τ. Ζουμπουλάκη, Τζ. Δημακοπούλου και Φρ. Φραντζεσκάκη να καλύπτουν ένα απίθανο εύρος δημιουργών και δημιουργημάτων, ενώ ο πολύς Ιόλας αλλά και ο J. Bernier έδειχναν το πώς θα μπορούσε και η Αθήνα να λειτουργήσει ως το προνομιούχο κέντρο μιας ανερχόμενης περιφέρειας.

Γνωστού όντος βέβαια πως η, όποια, modernité λειτουργεί περισσότερο με γεωπολιτικά κριτήρια παρά με αισθητικά. Πράγμα που θα πει ότι ένας δημιουργός που ζει στο Σικάγο ή τη Βαρκελώνη εξ αντικειμένου βρίσκεται πιο κοντά στις ιστορικές εξελίξεις και, αν έχει την ευαισθησία, μπορεί να λειτουργήσει μέσα στο ρεύμα τους. Βέβαια υπάρχει και η περίπτωση του απόλυτα απομονωμένου καλλιτέχνη, του ρομαντικού φυγά που, μέσα στη σπηλιά σαν τον Φιλοκτήτη, γλύφει τις πληγές του αφουγκραζόμενος το μέλλον. Επειδή βαθιά του ξέρει πως καμία Τροία δεν μπορεί να κερδηθεί χωρίς αυτόν όσο κι αν κορδακίζονται οι Μενέλαοι και οι Αγαμέμνονες.

Φανταστείτε, ζούσε στην Ελλάδα ο Brice Marden και ο Martin Kippenberger έστηνε το MOMAS στη Σύρο την ίδια στιγμή που οργάνωνε στο Castello di Rivoli την έκθεσή του. Είχα κάποτε προτείνει να σταλούν αμφότεροι στο ελληνικό περίπτερο της Biennale σαν μια πράξη ενσωμάτωσης του ξένου στο εντόπιο, αλλά οι πάντες αντέδρασαν. Καλή ώρα όπως φέτος με τον Σαμαρά. Οταν, δηλαδή, η σοβαροφάνεια γίνεται ο βρόχος του σοβαρού...

Πριν από χρόνια, ο έφορος βυζαντινών αρχαιοτήτων στη Χίο μού γνώρισε τον καλύτερο ζωγράφο του νησιού. Ανάλογα, υπάρχουν οι καλύτεροι στη Σάμο, τη Σπάρτη, την Κέρκυρα κ.ο.κ., οι οποίοι είναι άγνωστοι στην Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη. Οπως και οι καλύτεροι της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης είναι άγνωστοι στο Παρίσι ή το Βερολίνο. Τι θέλω να πω; Πως η δημιουργία καλλιεργείται σε επάλληλους κύκλους και οι θέσεις κέντρου - περιφέρειας είναι αφενός μετακινούμενες και αφετέρου σχετικές. Σ' όλη μου τη ζωή προσπάθησα να εντάξω την ελληνική ιστορία της τέχνης σ' ένα ευρύτερο καλλιτεχνικό context και να δω τη σύγχρονη δημιουργία μας στην ευρωπαϊκή της διάσταση. Αυτό προσπάθησα να κάνω στην Πινακοθήκη, αυτό επεδίωξα στην Κέρκυρα όταν ζητούσα να καταστεί το παράρτημα της ΕΠΜΑΣ Κέντρο Βαλκανικής Τέχνης, αυτό αποδεικνύει η εμμονή μου με τον Χαλεπά, τον Κανιάρη, τον Χαραλαμπίδη ή την Τσεκούρα, αυτό στόχευα με το ιδιωτικό μουσείο ζωγραφικής στην Πλάκα. Τι κρίμα που το αντιλήφθηκαν τόσο λίγοι...


Lawrence Weiner, DOWN AND OUT, OUT AND DOWN... 1971 (εγκατάσταση στην πρόσοψη της Collection Lambert στην Αβινιόν, 2000).

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2007

Οζυμανδίας!


Το βράδυ μαζεύεις ξύλα για το τζάκι, και το πρωί, α τι πικρή η ζωή, όλο με τις στάχτες

Γιώργος Μαρκόπουλος


«Στην Κένυα διψάνε» γράφουν τα πλαστικά μπουκαλάκια του νερού με τα οποία κυκλοφορούν όλο και περισσότεροι ανά χείρας, λες και βρίσκονται στη Σαχάρα και δεν θα βρεθεί εκεί βρύση, ένα ποτήρι νερό, αν διψάσουν, για να ξεδιψάσουν. Απ' την άλλη, στην Κένυα διψάνε, εμείς αντιμετωπίζουμε δραματικά προβλήματα λειψυδρίας και το νερό γίγνεται περιμάχητον τοις πολλοίς, όπως τότε στον Ασίναρο Ποταμό, όταν «επίνετο ομού τω πηλώ ηματωμένον» κατά την σπαρακτική περιγραφή του, Αθηναίου, Θουκυδίδη, που πονάει για την καταστροφή των συμπατριωτών του στη Σικελία, αλλά συγχρόνως είναι αρκούντως αξιοπρεπής ώστε να εκθέτει με μετριοπάθεια τα γεγονότα· αφού ως γνωστόν δεν υπάρχει μία αλήθεια· ούτε, εξάλλου και απόλυτη αντικειμενικότητα. Είμαστε, οι άνθρωποι, βουτηγμένοι στον χυλό των συναισθημάτων και των αδυναμιών μας σαν το σκουλήκι στο βάζο με το μέλι και από εκεί μέσα βλέπουμε, όπως βλέπουμε, τον μελωμένο κόσμο. Οσο για το ότι «διψάνε στην Κένυα», δεκάρα δεν δίνουμε, απλώς υποκρινόμαστε τους λυπημένους -όπως, εξάλλου, υποκρινόμαστε τους χαρούμενους- αφού κατά βάθος τη βαθύτερη ξηρασία της ψυχής μας, ξέρουμε, δεν θα την ποτίσει το πλαστικό μπουκάλι του νερού που έντρομοι κουβαλάμε. Αυτό είναι το άλλοθι για μιαν αφυδάτωση πολύ πιο επικίνδυνη. Το ξέρουμε!

Κλεισμένοι, ο καθένας, στο προσωπικό του βιοτικό πρόβλημα στην υπαρξιακή αμηχανία μπροστά στις ακούραστες μηχανές της ζωής που παράγουν διαρκώς θάνατο -και τούμπαλιν- βολεμένοι, ο καθένας, στο κελί μας, αντί να σχεδιάζουμε στους τοίχους του παράθυρα μήπως και δραπετεύσουμε, αγοράζουμε πλαστικά μπουκάλια, πλαστικά φυλαχτά, «απαραίτητα» γκάτζετ με πλαστικό χρήμα, καταναλώνουμε πλαστικά φαγητά, πλαστικές εικόνες, για να δώσουμε στην ειρκτή μας μιαν allure πολυτέλειας. Γιατί έτσι νομίζουμε πως δεν θα διψάσουμε και πως η Κένυα είναι μακρινά εξωτική στα προβλήματά της και πως η πανθομολογούμενη ευαισθησία μας -την επιβεβαιώνει και η τηλεόραση διά του Λάκη!- θα μας προφυλάξει από τα μελλούμενα κακά. Το κακό όμως είναι οντολογικό αδέρφια. Κι όσο το εξορκίζουμε κάπου έξω τόσο αυτό ανοίγει βαθιά λαγούμια μέσα μας.

60% η τηλεθέαση του Λάκη που ξεσπαθώνει εναντίον Τιτάνων και αποκαθιστά δικαιοσύνη -ο κ. Κοντομηνάς αδυνάτισε ή μου φαίνεται;- 650.000 νομάτοι είδαν τον Greco του Λάκη, τώρα πλέον ψηφίζουμε για το βιβλίο της χρονιάς με SMS όπως στα ριάλιτι, 750.000 έσπευσαν στην άμεση δημοκρατία του ΠΑΣΟΚ, ξυπνάμε; Οχι, απλώς αλλάξαμε πλευρό. Οσο πιο μαζικοποιημένο είναι ένα φαινόμενο τόσο πιο απάνθρωπο, δηλαδή χωρίς την προσωπική άποψη που κάνει τη διαφορά, καταντά. Ο πιο πονηρός έμπορος ανέκαθεν κυριαρχούσε στην αγορά, σταθερά μειώνοντας όμως τα γράδα προς τα κάτω, έτσι ώστε ο ανταγωνισμός να μην έχει λόγο ύπαρξης. Εφευρέτες του εαυτού τους οι σύγχρονοι σταρ μοιάζουν με τους υπουργούς της κυβέρνησης. Είναι υπουργοί! Αυτό φτάνει. Το παρακάτω δεν έχει σημασία. Εμπορίου, Παιδείας, περιττών υποθέσεων Αφαίμαξης και ανασκολοπισμού, δεν θα τα χαλάσουμε. Εξάλλου όλοι έγιναν από καραμπόλα. Και κανείς από δαύτους δεν έχει τρόμο ιστορίας εφόσον οι διαφημιστές του μεταμοντέρνου πρόλαβαν να τη συνταξιοδοτήσουν πρόωρα.


- Ξέρετε ποιος ήταν ο Οζυμανδίας! Ενας βασιλεύς των βασιλέων και υπουργός όλων των υπουργευόντων! Και τώρα, σύμφωνα με τον στίχο του Shelley, κατέληξε μια βάση αγάλματος χωρίς σώμα στη μέση του πουθενά, με την εξής επιγραφή χαραγμένη:

My name is Ozymandias, king of kings. Look on my works ye Mighty and despair! (Ανάβλεψον επί τα έργα μου «Μεγαλοδύναμε» και απελπίσου). Και συνεχίζει: «Τίποτε δεν απομένει πια και γύρω απ' το κολοσσικό ερείπιο, σκόνη». Αυτά με τον Οζυμανδία και την τύχη του στην άνυδρη έρημο της λήθης (της εξουσίας). Χωρίς, καν, ένα πλαστικό μπουκαλάκι νερό. Οι δικοί μας όμως Ζουρλομανδύες ούτε ενός απλού στίχου δεν θα αξιωθούν. Αφού κατέστησαν τη σταδιοδρομία τους ανέκδοτο.

Ξεφυλλίζω με νοσταλγία το παλιό, καλό περιοδικό ARTI, η τέχνη σήμερα, μια δίγλωσση έκδοση για τα εικαστικά με έγκυρες παρουσιάσεις, κριτικές και ανταποκρίσεις απ' όλο τον κόσμο, που εξέδιδε σαν συνέχεια των επίσης επιτυχημένων ΕΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ο δημοσιογράφος της «Καθημερινής» Αντώνης Μπουλούντζας. Βλέπω στο τεύχος 39 (1998) ένα εξαιρετικό αφιέρωμα στον Philip Taaffe, «μαθητή» του Σαμαρά, -καλημέρα, Νίκο Αλεξίου- και θυμάμαι την έκθεσή του στον παλιό χώρο της Ρεβέκκας Καμχή. Σήμερα τον ξαναπαρουσιάζει με πολύ ενδιαφέροντα έργα η Συλλογή Ζ. Πορταλάκη. Είμαι σίγουρος ότι την έκθεση, στην Πεσμαζόγλου 8, ΔΕΝ, είδαν 60% του πληθυσμού. Και δεν συνιστά δικαιολογία πως έβλεπαν Λάκη.

ΥΓ.: Καθώς ρηχαίνει ο ερωτικός βίος των ανθρώπων, ερωτικοποιείται η εξουσία και το θέαμά της καθίσταται η πιο οφθαλμολαγνική ηδονή. Κι όταν μιλάω για εξουσία, δεν αναφέρομαι βέβαια μόνο στην πολιτική.







Vipera Russelli, 1996. Μη φοβάστε τα φίδια του Taaffe. Το δηλητήριό τους είναι φάρμακο. Αρκεί να το πίνετε και να μην το αντιγράφετε. Απ' την άλλη, η φύση γεωμετρεί θεολογώντας, γι' αυτό και δυσφορεί στην ευκολία του computer. Και βέβαια στις βυζαντινομοντερνιές. - Είδατε τα εραλδικά κορμιά των Momix; Επειδή υπάρχει και γεωμετρία της ψυχής που δεν χωράει σε κάνναβο ή σε photoshop.

Για την εικόνα του αόρατου

Η ποίηση είναι εκείνος ο εαυτός μας που δεν κοιμάται ποτέ...
Γ. Σαραντάρης

«...Εσύ πήγαινες μπροστά κι εγώ σε ακολουθούσα· εσύ μ' έμαθες πως η μέσα μας φλόγα, αντίθετα με τη φύση της σάρκας, μπορεί όλο και να φουντώνει με τα χρόνια. Γι' αυτό σ' έβλεπα και σε καμάρωνα, όσο γερνούσες, αγρίευες· όσο ζύγωνες στην άβυσσο, αντρειεύουσουν· κι έριχνες τα κορμιά, αγίους, αρχόντους, καλογέρους στο καμίνι του ματιού σου, τους έλιωνες σα μέταλλα, τους καθάριζες απ' τη σκουριά τους και ξελαγάριζες το καθαρό χρυσάφι της ψυχής τους -Ποια ψυχή; τη φλόγα...». Ετσι αναφέρεται ο Καζαντζάκης στον μεγάλο του πρόγονο και του ζητάει «Τώρα κάμε κρίση!».

Ο Γκρέκο είναι ένας δημιουργός που δεν βολεύεται μέσα στις ισχύουσες αισθητικές αξίες και δραπετεύει. Κατ' αρχάς, δραπετεύει από το ήδη πεπερασμένο, μεταβυζαντινό ιδίωμα για να προσεταιρισθεί τη νέα εποχή κι έπειτα εγκαταλείπει την ιταλική καλλιέπεια για να βυθιστεί στο προσωπικό του όραμα για το ωραίο, για να συνειδητοποιήσει μέσα στον προσωπικό του βιολογικό χρόνο όλη τη χρονικότητα της τέχνης, προηγούμενη και μέλλουσα. Γι' αυτό είναι σημαντικός ο Γκρέκο. Γιατί γνωρίζει να διαβάζει την παράδοση χωρίς να υπαλληλοποιείται σ' αυτήν και γιατί δεν διστάζει να τη βιάζει προκειμένου να εκκολαφθεί το νέο. Ο φοβερός Δομήνικος ο Κρης ξέρει σαν τον Κάτουλλο να αγαπά και να μισεί. Ακόμη καλύτερα, ξέρει πως το «μίσος» νομιμοποιεί το κύρος της αγάπης (Odi et Amo). Επίσης γνωρίζει τον Πλωτίνο, τον Νεοπλατωνισμό, τον Ψευδο-Διονύσιο, τον Σύρο Θεολόγο του 6ου αι., τη φιλοκαλία αλλά και τα κείμενα των Αλχημιστών του Τολέδο με τις αναφορές στον «σμαραγδένιο πίνακα». Ο Γκρέκο σιχαίνεται τη λατρεία του προφανούς και τη διαλεκτική της μίμησης. Ο ίδιος επιχειρεί μέσω της εικόνας να αποκαλύψει, πριν από τον Γκέτε ή τον Καντίνσκι ή τον Μπέκμαν, το αόρατο, την «άυλον φωτοδοσίαν» της οποίας αντανάκλαση είναι τα υλικά φώτα. Ετσι στις συνθέσεις του κυριαρχεί το παράλογο και το θαυμαστό. Η φωτιστική του αρχή δεν υπείκει στη φυσική νομοτέλεια αλλά στον «Πατέρα των φώτων, την αρχήν τού φωτίζεσθαι άπασιν τοις φωτιζομένοις» (Ψευδο-Διονύσιος). Ισως γι' αυτό ο διανοούμενος αυτός ζωγράφος παραμένει σταθερά καχύποπτος προς τον όποιον ρασιοναλισμό και απολογείται, μέσω της τέχνης του, προς το μη δυνάμενο ν' απεικονιστεί και προς το φρικώδες της έκφρασης:

«Και το φως εν τη σκοτία φαίνει και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν» (Ιω. Α 4-9). Συχνά αυτή η μάχη φωτός και σκότους οδηγεί σε αποτελέσματα υπερρεαλιστικά, καθώς η μέρα και η νύχτα συνυπάρχουν στον ίδιον πίνακα a la Magritte! (Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε γη και τα καταχθόνια.) Για τον Γκρέκο αυτό που προέχει είναι η ανάδυση της μέσα φλόγας, του αρχαίου κάλλους που δεν αναφέρεται στο κατ' εικόνα, αλλά στο καθ' ομοίωσιν και που δεν στέργει σ' εξωτερικές συγκινήσεις. Συγχρόνως λατρεύει τον πλάγιο λόγο, τον οποίο παρεμβάλλει στις συνθέσεις του σαν ένα κείμενο μέσα στο κείμενο ή σαν εικόνα μέσα στην εικόνα. Επίσης διάφορες λεπτομέρειες είναι άκρως διαφωτιστικές· όπως αίφνης ο τρόπος με τον οποίον αποδίδει τα χέρια που χειρονομούν σαν φτερούγες, ενώ τα μακριά τους δάχτυλα είναι έτοιμα να συλλαβίσουν μουσικές στο κλειδοκύμβαλο των Αγγέλων.

Τα χέρια του λοιπόν είναι προβολές της διαλεκτικής: μιλάνε, επιχειρηματολογούν, αντιδρούν, υποτάσσονται, αμφισβητούν, παραδίδονται. Είναι εικόνες του argumentum και της eloquentia. Οι μορφές του πάλι, έχοντας απολέσει τον οστέινο σκελετό τους, αποδίδουν πνευματικές καταστάσεις και είναι σύμβολα ενός εσωτερικού αγώνα. Εδώ το Βυζάντιο ξαναζεί, απελευθερωμένο όμως από τους τύπους ή την ιδεοληπτική εμμονή του. Οι ισχύοντες μορφολογικοί κανόνες ανατρέπονται, τα σώματα επιμηκύνονται καθ' υπερβολήν, οι αναλογίες παραβιάζονται με γνώμονα τη σημασία και όχι τη φυσικότητα. Μήπως, άραγε, πρέπει ν' ανιχνεύσουμε πίσω τους τα κείμενα του Πλωτίνου; Ιδιαίτερα όταν μιλάνε για τα κορμιά που, απελευθερώνοντας τις ψυχές τους, μπορούν ν' αναπολήσουν τις ιδέες βυθισμένα στην έκσταση; Αυτό είναι. Ο Γκρέκο ζωγραφίζει μορφές σε εσωτερικό παραλήρημα και σε νηφάλια μέθη, σε έκσταση. Δείτε τον Ιωάννη της Αποκάλυψης στην «Πέμπτη Σφραγίδα»: Εχει γονατίσει, κι όμως φαίνεται ορθός, είναι γέροντας, αλλά έχει πρόσωπο εφήβου, γιατί μόνο με νεανικά μάτια και παιδικό βλέμμα ατενίζει κανείς τον Θεό. Το χέρι του ανεμίζει σαν την πρώτη πικασική δεσποινίδα της οδού Αβινιόν προς «τ' άστρα που δεν έχουν τίποτε να πούνε και κρατούν αναμμένη σιωπή» (Γ. Σαραντάρης).

Αυτή η αναμμένη σιωπή είναι το εκκωφαντικό μυστικό των πινάκων του, οι εικόνες του αόρατου που λαμπυρίζουν. Ο ίδιος θα πελεκήσει ένα ένα τα στηρίγματα του λόγου επιβάλλοντας σιωπή, επιδιώκοντας η εικόνα να καλύψει τον λόγο με τη δυνατότητά της προς αποκάλυψη. Γι' αυτό και δεν τον συγκινούν οι μελοδραματισμοί της βενετσιάνικης ζωγραφικής και το κατασκευασμένο δράμα του μανιερισμού. Αυτός δεν σκηνοθετεί, είναι το δράμα, και το φωτίζει με την ενέργεια της «αΰλου φωτοδοσίας». Θαύμα.

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 08/12/2007