Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2022

Ποιός φοβάται ακόμη τον κυρ Φώτη;

Το έργο τέχνης είναι η μοναξιά αλλά και το μεγαλείο μας μπροστά στον θάνατο. Θα μπορούσε ο τίτλος του άρθρου επίσης να είναι: 
"Γιατί είναι ευτυχισμένος ή καλύτερα"φτυχισμένος" ο Κονέκ Κονέκ, ο πρωτόγονος βασιλιάς της Ισπροβάνας που επιμένει να συλλογίζεται, ξαπλωμένος σε ανάκλιντρο αρχαίου φιλοσόφου, το τι είναι ο άνθρωπος; "

Με άλλα λόγια ποιός είναι ο Κονέκ Κονέκ, τί συμβολίζει και γιατί να είναι ευτυχισμένος σ'ένα κόσμο γεμάτο δυστυχία; Προφανώς αναφέρομαι στη γνωστή παράσταση από την οικία του Κόντογλου στο Γαλάτσι, φτιαγμένη το 1932, δηλαδή δέκα χρόνια μετά την μικρασιατική καταστροφή όταν πια άπαντες έχουν συνειδητοποιήσει πόσο εύκολα ανατρέπεται η ανθρώπινη ευτυχία. Αλλά και πόσο εύθραυστη είναι η ανθρώπινη συνθήκη ιδιαίτερα για εκείνες οι κοινωνίες που ζούσαν σε μία προνεωτερική αθωότητα πριν έρθουν οι εκπολιτιστές αποικιοκράτες και τα ενεργούμενα τους και τους ξεριζώσουν από τις εστίες τους. Και ο Κόντογλου, εν προκειμένω, αναδεικνύει στη ζωγραφική του, σαν άλλος Κλωντ Λεβί Στρος - αλλά σαν Πικάσο των Demoiselles - την γενοκτονία των ιθαγενών της Βραζιλίας, της Αφρικής, της Ινδονησίας και κατ' αναλογίαν της Μικράς Ασίας. Ακόμη τα πάθη και της Ινδίας της οποίας ένας εκπρόσωπος, ένας φακίρης σαν τον ημίγυμνο Πρόδρομο, στέκεται συμβολικά δίπλα στον Αϊβαλιώτη Καπετάνιο. Η σχέση είναι προφανής, η καταγγελία ξεκάθαρη αλλά λίγοι αυτοί που τολμούν να την αναγνώσουν. Ακόμη και σήμερα!
Διαβάζω, λοιπόν, ποικίλα όσα σε μελέτες γνωστών, ακαδημαϊκών δασκάλων αλλά και σε ρεπορτάζ εφημερίδων όπως η έγκριτη Καθημερινή γενικότερα για τον Φώτη Κόντογλου γενικότερα και την έκθεση του Μουσείου Γουλανδρή πιο εξειδικευμένα, ενδιαφέροντα πράγματα αλλά και αρκετά στρογγυλεμένα.
 Θέλω πάντως να πω εξ αρχής ότι είναι πολύ σημαντικό ότι παρουσιάζεται μια τέτοια έκθεση σ' ένα τέτοιο χώρο αυτή την χρονική συγκυρία όπως επίσης είναι πολύ σημαντική η παρουσίαση του Παρθένη στην Εθνική Πινακοθήκη ή του Σπύρου Παπαλουκά, λίγο καιρό πριν, στο Ίδρυμα Θεοχαράκη. Υπενθυμίζω ότι η χαρά του Κόντογλου ήταν πολύ μεγάλη όταν το 1927 ο Παπαλουκάς παντρεύτηκε την Όλγα Ευαγγέλου από το Αϊβαλί. Δηλαδή τη δική του αγαπημένη πατρίδα...Όμως το έργο και των τριών αυτών δημιουργών κόβει σαν μαχαίρι, είναι βαθιά πολιτικό και για τούτο η προσέγγιση του πρέπει να γίνεται και με προσοχή αλλά και με τόλμη. Κυρίως γιατί το έντονα πολιτικό - ανατρεπτικό στοιχείο του δεν είναι συμβατό σε μία εποχή κατεξοχήν απολιτίκ. Έστω κι αν το έργο αυτό αποτελεί την πιο ελεγειακή προσέγγιση των χαμένων πατρίδων όπως επίσης και των αιτιών που προκάλεσαν την απώλεια τους. Κι αυτό είναι το κυριότερο. Ότι δηλαδή δεν έχουμε να κάνουμε με μία ζωγραφική του σαλονιού αλλά με χρώματα που είναι φτιαγμένα από σάρκα και αίμα.
Το λέω ξεκάθαρα: Ο μπάρμπα Φώτης δεν είναι ο ευσεβιστής εικονογράφος των παραεκκλησιαστικών οργανώσεων, ούτε ο χαριτωμένος διακοσμητής των σαλονιών μίας αφόρητα μικροαστικής Αθήνας. Με σημαιούλες και κεράκια. Και είναι τουλάχιστον ασέβεια να τον συγχέουν με συγκεκριμένους σύγχρονους. Επειδή και στο κοσμικό και στο θρησκευτικό του έργο καιροφυλακτούν η ανατροπή και η διακωμώδηση του "καθωσπρέπει" γούστου. Λέει κάπου ο ίδιος για τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο. "Δεν την καταλαβαίνουνε, ούτε τους αρέσει η ζωγραφική του, αυτοί θέλουνε Ιακωβίδηδες (sic)". Έτσι και τώρα, νομίζω πως κυριαρχεί μία μάλλον politically correct προσέγγιση του.

 Ας πούμε, στη μεγάλη, αυτοβιογραφική σύνθεση - στην Εθνική Πινακοθήκη σήμερα αποτοιχισμένη - που ζωγραφίζει το 1932 στο σαλόνι του σπιτιού του στο Γαλάτσι, με ευσχήμονες βοηθούς τους Εγγονόπουλο καιΤσαρούχη, 10 χρόνια μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, το κυρίαρχο στοιχείο είναι σύγκρουση ανάμεσα σε έναν πολιτισμό που έρχεται από την ευρεία ανατολή και σε μίαν αποικιοκρατική βία που έρχεται από τη δύση. 
Και στο βιβλίο μου "Μικρή Πινακοθήκη" και στη σειρά "Ελληνομουσείον" και σε άρθρα μου στο "αντί" σε χρόνο ανύποπτο αλλά και στις ξεναγήσεις μου - από το 1990 ακόμη - στην Εθνική Πινακοθήκη επέμενα να εξηγώ πως όταν ζωγραφίζει ο Κόντογλου τον Αϊβαλιώτη Καπετάνιο δίπλα στον "άγριο" της Βραζιλίας και τον ιθαγενή της Ιάβας αναφέρεται κατευθείαν σε δύο προνεωτερικούς κόσμους που τους εξαφανίζει η λαίλαπα των οικονομικών συμφερόντων και της εισβολής των αποικιοκρατικών δυνάμεων. Οι Βρετανοί, οι Ιταλοί, οι Γάλλοι στην μικρά Ασία, οι Ισπανοί, οι Πορτογάλοι και πάλι οι Βρετανοί στη Νότιο Αμερική αλλά και η "Ολαντέζοι" στο κάστρο της Μπούκα Ρούα στο νησί Τσάτλα ακριβώς από πάνω από τον Αϊβαλιώτη καπετάνιο, αυτό δηλώνουν. Με τον πιο δραματικό τρόπο. Μόνο τυφλοί ή "ειδικοί" της νεοελληνικής τέχνης δεν θα έβλεπαν το προφανές και δεν θα έκαναν τη διασύνδεση. Και δεν με στεναχωρεί τόσο που με αγνοούν αλλά που δεν αντιμετωπίζουν έντιμα την ερμηνεία που προτείνω. Ο Κόντογλου καταγράφει ανάγλυφα εδώ τα αίτια που οδήγησαν την έξοδο του Ελληνισμού από την προαιώνια κοιτίδα του. Όμως οι γενικόλογες εξαπλουστεύσεις είναι όπως πάντα, από την εποχή του αείμνηστου Νίκου Ζία, ο κυρίαρχος συρμός. Αυτές που αναφέρονται στον ταπεινό, τον θεοσεβούμενο, τον χριστιανό κυρ Φώτη. Ο οποίος ήταν ασφαλώς όλα αυτά αλλά και πολλά περισσότερα. Στο μυθιστόρημα του "Πέδρο Καζάς" για παράδειγμα, εκδοθέν δαπάναις του Στρατή Δούκα, προλαβαίνει τον σουρεαλισμό, πέντε ολόκληρα χρόνια πριν το πρώτο επίσημο του μανιφέστο το 1924. Ποιός δικαιούται να το αγνοεί; 
Ο Κόντογλου, με όλους τους τρόπους, καταγγέλλει το "ψευτορωμαίικο" (δική του έκφραση) αλλά και την κρατικοποίηση της Ορθοδοξίας. Νομίζω πως κατευθείαν απόγονοι του - οι οποίοι όμως παραδόξως λείπουν από την έκθεση του Μουσείο Γουλανδρή υπέρ εκείνων που η μόνη τους σχέση μαζί του ήταν το ότι τον ζωγράφισαν από μία φωτογραφία (!) - παραμένουν ο ασκητικός του σώματος Πάνος Φειδάκης, ο Κώστας Παπατριανταφυλλόπουλος - ο όποιος επί 30 χρόνια ζωγραφίζει την εκκλησία των Βραχναίικων Αχαΐας κατά τον πιο κοντογλικό τρόπο - και βέβαια ο Γιώργος Χατζημιχάλης με τις εικαστικές αναφορές του στον "φτυχισμένο Κονέκ Κονέκ" και με όρους ενός μη δυτικού μοντερνισμού. Η παράλειψη αυτού τελευταίου είναι κατά τη γνώμη μου η πιο "πονηρή". Γιατί η αισθητική του σαλονιού προκρίθηκε απέναντι στην έρευνα και την ουσία της αισθητικής έκφρασης. Και γιατί ακόμα υπάρχουν άνθρωποι που τους βολεύει να μην βλέπουν πόσο γλυκά δένουν μεταξύ τους ο Henri Matisse, ο Κόντογλου, ο Διαμαντόπουλος - άλλος μεγάλος αδικημένος - ο Τσαρούχης και το, διαρκώς αντιστεκόμενο στις ισοπεδωτικές ερμηνείες, Βυζάντιο.



Σημείωση: Από το κείμενο της Καθημερινής: «Ήθελε να έχει μπροστά του τα πρότυπά του, τις υψηλότερες κορυφές της τέχνης που θαύμαζε», σχολιάζει ο κ. Παυλόπουλος. «Σε αυτό το έργο ο Κόντογλου απεικονίζει τη μυθολογία του συναιρώντας στοιχεία της βυζαντινής και της μεταβυζαντινής παράδοσης σε μια ενιαία αφήγηση. Για εκείνον δεν υπήρξε καμιά διακοπή στο συνεχές της ελληνικής ιστορίας και εφάρμοσε εικαστικά τη συγκεκριμένη εθνοποιητική αντίληψη..."
Οπως αναφέρει ο κ. Παυλόπουλος στο κείμενό του για την κατοικία της Κυπριάδου, το οποίο περιέχεται στον πληρέστατο κατάλογο της έκθεσης του Ιδρύματος..."για την τοιχογραφία βοήθησαν τον Κόντογλου ο πεθερός του Αθανάσιος Χατζηκαμπούρης και οι νεαροί τότε ζωγράφοι, φοιτητές στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, Γιάννης Τσαρούχης και Νίκος Εγγονόπουλος. Η τοιχογραφία, χωρισμένη σε ζώνες, παρουσιάζει πρόσωπα αγαπητών του ζωγράφων (Πανσέληνος, Θεοφάνης, Θεοτοκόπουλος κ.ά.), ποιητών (Όμηρος), φιλοσόφων (Πυθαγόρας, Διογένης, Πλούταρχος), του Ηροδότου και του Στράβωνος, παραστάσεις από τις πέντε φυλές της γης, αλλά και αρχαίους Ελληνες να προσκυνούν είδωλα. Στη χαμηλότερη ζώνη της τοιχογραφίας, ένα ύφασμα κρεμασμένο σε κρίκους, η ποδέα των εκκλησιαστικών τοιχογραφιών, αποτελεί το μόνο στοιχείο άμεσα σχετισμένο με τη θρησκευτική παράδοση".


ΥΓ. Αυτός ήταν ο λόγος, ο ενοχλητικά πολιτικός, για τον οποίο η διπλωμάτισσα, αείμνηστη Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα κρατούσε επί 10 και περισσότερα χρόνια την διάσημη τοιχογραφία στις αποθήκες της Εθνικής Πινακοθήκης!
 Προσέξτε, εν προκειμένω, πως σκηνογραφεί τους πουριτανούς Ολλανδούς όταν μεταφέρουν κανόνια στον Μέγα Ωκεανό. Χάρμα! Προσωπικά, τέλος, θα πρόσθετα και μία από τις εικόνες του Χριστού που είδα πρόσφατα στο Μουσείο της Ρεντίνας, φτιαγμένες από το χέρι του Διονυσίου του εκ Φουρνά. Ως γέφυρα ανάμεσα στον κυρ Μανουήλ Πανσέληνο και τον κυρ Φώτη. Όμως κάποιοι μοιάζει να φοβούνται ακόμα και τη σκιά τους. Και να μην τολμούν ούτε τα πλέον στοιχειώδη. Watson!

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2022

Αριστερά της Λύπης


Για τον Κυριάκο Κατζουράκη

Υπάρχουν καλλιτέχνες που διακοσμούν την ιστορία. Υπάρχουν όμως κι άλλοι που την αλλάζουν...
Μ.Σ

(Σήμερα, στις 7 το βράδυ τα εγκαίνια. Δημοτική Πινακοθήκη Αλίμου)

"... Ο χρόνος έγινε για να κυλάει,
οι έρωτες για να τελειώνουν,
η ζωή για να πηγαίνει στο διάολο
κι εγώ για να διασχίζω το Άπειρο 
με το μεγάλο διασκελισμό 
ενός μαθηματικού υπολογισμού,
μονάχα όποιος τα διψάει όλα
μπορεί να με προφτάσει,
ό,τι ζήσαμε χάνεται, γκρεμίζεται 
μέσα στο σάπιο οισοφάγο του χρόνου
και μόνο καμμιά φορά, τις νύχτες,
θλιβερό γερασμένο μηρυκαστικό 
τ’αναμασάει η ξεδοντιασμένη μνήμη,
όσα δε ζήσαμε, αυτά μας ανήκουν".

Τάσος Λειβαδίτης, 
"25η ραψωδία της Οδύσσειας" 

Χαρούμενοι στο πένθος μας. Ένας πιθανός ορισμός της τέχνης. Επειδή είναι το σκοτάδι που κυοφορεί το φως κι όχι το αντίθετο. Και επειδή όσο επιμένουμε να αφηγούμαστε τον κόσμο τόσο ο σκοτεινός a priori  κόσμος γίνεται λιγότερο σκοτεινός. Παύει να είναι ακατανόητος. Και επειδή είναι η οδύνη που καταξιώνει τη μεγάλη δημιουργία κι όχι η ευκολία ή ο αισθητικός συμβιβασμός. Αυτό δηλαδή που είναι το μεγάλο μάθημα της ζωγραφικής του Κυριάκου Κατζουράκη ο οποίος έφυγε τόσο αδόκητα και (μας) λείπει τόσο. Επειδή, πρωτίστως, το θέμα είναι πως ο κόσμος - ή, πόσος κόσμος - μπορεί να χωρέσει σ' έναν πίνακα. Κι αυτό είναι ζήτημα βαθιά πολιτικό. (Όσο κι αν κάποιοι εξοβελίζουν υπόγεια όσο και πονηρά την πολιτική από την καλλιτεχνική δημιουργία).
Τέχνη πάλι αποκαλείται εκείνο το σκοτεινό ορυχείο της  παγκόσμιας μελαγχολίας. Καμία εύκολη παρηγοριά σ' αυτό. Ο Ernst Kassirer έλεγε πως κουλτούρα είναι η έκφραση μέσω συμβόλων. Πολύ ορθά. Η έκφραση είναι το αποτύπωμα της κάθε συγκίνησης και η συγκίνηση σχετίζεται άμεσα με την ανάμνηση και την εσωτερική επεξεργασία του βιώματος. Ανάμεσα στις τόσες σκόρπιες ιστορίες των ανθρώπων ας πάρουμε ένα πρόχειρο παράδειγμα: Ένα μικρό παιδί παίζει το φλάουτο του, ο Manet το ζωγραφίζει με κατακόκκινο παντελόνι κι ο Κατζουράκης εμπνέεται από αυτό για να πάει την ιστορία λίγο πιο πέρα. Το ίδιο επίσης συνέβη με την αρχική, γκριζογάλαζη Γκουέρνικα. Ο Κατζουράκης οικειοποιούμενος το μήνυμα της την αναπτύσει σε έντονα χρωματισμένα επίπεδα. Η συγκίνηση τώρα πια έχει χρώμα βαθύ κόκκινο. Και ο Χριστός όταν μετέτρεψε το νερό σε κρασί, περισσότερο από θαύμα έκανε μία πράξη ζωγραφικής. Επειδή αναζητούσε το ιδανικό κόκκινο (Συμφωνείς Κυριάκο);
 Η τέχνη πάλι που δημιουργείται σήμερα, που δημιουργούσε συνειδητά ο Κατζουράκης ως την τελευταία στιγμή της ασυμβίβαστης, ποιητικής ζωής του, σηματοδοτεί την ασυμβίβαστα αισιόδοξη, την αντιστεκόμενη πλευρά της δυσοίωνης περιόδου που ζήσαμε όλοι μας και εξακολουθούμε να ζούμε ακόμη. (Είπαμε: Χαρούμενοι στο πένθος μας). Όσοι τουλάχιστον δεν εθελοτυφλούμε εμπρός στο πραγματικό και το συμβολικό σκοτάδι που κυκλοφορεί απειλητικό και στη χώρα μας και τον κόσμο με την απειλή, τις αρρώστιες ή και τον θανάτο να κρύβεται ακόμη στις πιο αθώες και πιο ανθρώπινες χειρονομίες. Σ' ένα χάδι δηλαδή ή ένα φιλί, μία χειραψία ή μία αγκαλιά...(Σημείωση: Ο έρωτας έχει πάντα χίλια πρόσωπα, η μοναξιά αποκλειστικά ένα. Ο έρωτας πάλι φοράει συνεχώς μάσκες, ενώ η μοναξιά φοράει απλά... το πρόσωπό της μοναξιάς της). Παράλληλα να υπενθυμίζουμε ότι αργά ή γρήγορα το φως ακολουθεί και ότι το σκοτάδι εκτός από απελπισία ή ζόφο - αυτά δηλαδή που δημιούργησε ο εγκλεισμός, ο φόβος και η απομόνωση - μπορεί να λειτουργήσει και ως εκκολαπτήριο, ως πυροκροτητής δημιουργίας. Αφού είναι πάντα απαραίτητη η δυσκολία ακόμα και η οδύνη για να κυοφορήσει το καινούργιο τον εαυτό του και να (ανα)γεννηθεί η τέχνη.
Λέω συχνά πως η πλειονότητα των καλλιτεχνών - ιδιαίτερα οι εικαστικοί καλλιτέχνες και οι συγγραφείς - έζησαν κατά την περίοδο της αναγκαστικής απομόνωσης μία εξαιρετικά, οικεία συνθήκη. Μια και οι ίδιοι έτσι ζουν ανέκαθεν, απομονωμένοι στα εργαστήρια ή τα γραφεία τους, μόνοι, κατάμονοι με τον εαυτό τους, με τα φαντάσματα ή τα οράματα τους, με τις δυσκολίες αλλά και τις υπερβάσεις των δυσκολιών. Με τα τεχνικά, τα αισθητικά ή τα ιδεολογικά ζητήματα που τους προκαλεί η δουλειά τους ίδια. Γιατί αυτό σημαίνει τέχνη. Τον τρόπο μας να ψιθυρίσουμε την απόλυτα προσωπική μας ιστορία στο αυτί της αιωνιότητας. Κι αν ακούσει! 
Η τέχνη δεν είναι δημοσιοϋπαλληλία ούτε κι η ζωγραφική είναι απλή διακόσμηση με δεδομένους, τους κανόνες. Ο όποιος κανόνας στην αληθινή δημιουργία προκύπτει με την ολοκλήρωση του έργου. Ποτέ πριν. Όπως ολόκληρο το έργο του Κυριάκου Κατζουράκη αποδεικνύει. Μία ζωγραφική που εξελίσσεται πολυδιάστατα επί μισόν αιώνα, κινούμενη από τον κριτικό ρεαλισμό, τον σουρεαλισμό, την εξπρεσιονιστική παραφορά, τη λυρική αφαίρεση και αφομοιώνοντας χωρίς συμπλέγματα μεγάλες στιγμές τόσο της εγχώριας όσο και της μοντερνιστικής, δυτικοευρωπαϊκής παράδοσης.  Μεταμορφώνοντας τις σε προσωπική, ονειρικά αναρχική πρόταση. Με γνώση, με μικρές ή μεγάλες ανατροπές στην ήδη κατακτημένη γλώσσα δημιουργών όπως ο Εντουάρ Μανέ, ο Μαξ Μπέκμαν, ο Φράνσις Μπέικον ή, γιατί όχι, ο Γιάννης Τσαρούχης και ο Γιάννης Μόραλης. Γράφει ο Φλομπέρ:
«Δυο άντρες περπατάνε κατά μήκος του ποταμού, ο ένας πλούσιος, ο άλλος φτωχός. Ο πλούσιος λέει: ''Τι όμορφο πλοίο εκεί πέρα στο νερό. Κοιτάξτε, τον κρίνο που ανθίζει στην όχθη.'' Ο φτωχός μουρμουρίζει: ''Πεινάω. Δε βλέπω τίποτα.'' Την ημέρα που θα εξαφανιστεί η πείνα, θα γίνει η τεράστια πνευματική ανατίναξη που δεν έχει ζήσει ποτέ η ανθρωπότητα.» Καταλαβαίνετε πως καταλαβαίνει τον κόσμο ο Κατζουράκης είτε κάνει ζωγραφική, είτε κάνει θέατρο είτε κάνει - κυρίως αυτό - κινηματογράφο;
Κατά βάθος όλη η ιστορία της ζωγραφικής είναι μία επανεγγραφή. Οι νεότεροι ζωγράφοι είτε ως άσκηση και μαθητεία είτε ως απάντηση στην πρόκληση της αυθεντίας των μεγάλων δασκάλων, δημιουργούν τις συνθέσεις των σχολιάζοντας έμμεσα ή άμεσα τα έργα των παλαιότερων. Βρίσκοντας έτσι, μέσα από την άσκηση και την υποταγή, τον εαυτό τους. Μέσα από τον διάλογο αλλά και τη ζήλεια. Την ταύτιση αλλά και την εναντίωση. Τον θαυμασμό αλλά και την διαφορά. Ούτε και αυτός ο ιδιοφυής και ανατρεπτικός Πικάσο δεν θέλησε να ξεφύγει από αυτόν τον κανόνα. Απεναντίας.Τον νομιμοποίησε ακόμα περισσότερο. Έτσι, σχεδόν σαν φυσική συνέπεια, στους πίνακες των νεότερων ζωγράφων ζουν, υπάρχουν και αναπνέουν οι επιδράσεις, τα θέματα ή τα ίχνη των παλαιότερων σε τρόπον ώστε ο οξυδερκής θεατής να διαβάζει ανάγλυφα το παρελθόν βλέποντας τις εικόνες του τρέχοντος καιρού. Τα πράγματα του παρόντος.


Συνοπτικά ας πούμε εδώ ότι μεταπολεμικά η ζωγραφική μας αρδεύεται από δύο σχολές: εκείνη του Μπουζιάνη που θρηνεί το σώμα και το δράμα του σώματος και την άλλη του Τσαρούχη που το αποθεώνει χωρίς να φοβάται το πένθος για τον μαρασμό και την απώλεια του. Κάπου στη μέση ο Διαμαντόπουλος κι ο Σπυρόπουλος. Κάπου στη μέση κι ο Κυριάκος Κατζουράκης. Και κάπου μακριά ο Παπαλουκάς, συνεχιστής της έρευνας του Παρθένη, του Μαλέα, του Νικολάου Λύτρα και του Οικονόμου. 
Στην μπουζιανική παράδοση πιστώνω τον  Τριανταφυλλίδη, τον Μίμη Βιτσώρη, την Μαραγκοπούλου, την Λαγάνα αλλά και τον νεανικό Φασιανό, τον Μάιπα, τον Σταύρο Ιωάννου, τον Μυταρά, τον Πατρασκίδη, τον Θεοφυλακτόπουλο, τον Πολυμέρη, τον Μορταράκο, τον Ξένο, τον Αντωναρόπουλο, τον Σακαγιάν, τον Μαντζαβίνο κλπ. Στην τσαρουχική πάλι ουκ έστιν αριθμός. Από τον Κυριάκο Κατζουράκη και τον Χρίστο Καρά ως τον Παύλο Σάμιο, τον Χρήστο Μποκόρο, τον Ρόρρη ή τον Δασκαλάκη. Με τον Κατζουράκη πάντως σταθερά στο μεταίχμιο της αφήγησης περί το  σώμα αλλά και της αποδόμησης του προσώπου και της ιστορίας του. Χωρίς να παραβλέπω την προσωπική γλώσσα ή τα επιτεύγματα του καθενός ( όπου υπάρχουν ).
Οφείλω να επισημάνω ότι τα μουσεία της σύγχρονης τέχνης ξεχωρίζουν για την προβληματική σχέση τους με τον εξπρεσιονισμό. Υπενθυμίζω ότι έχουν αγνοήσει συστηματικά ζωγράφους του μέγεθος ενός Στάμου, ενός Ζαν Ξέρον, ενός Τζον Χριστοφόρου, ενός Nonda, ενός Prassinos, του αγνώστου Γιάννη Μαλτέζου, του πληθωρικού Μηνά αλλά επίσης και την εξπρεσιονιστική περίοδο του Κανιάρη, του Κεσσανλή, του Δεκουλάκου, του Σαχίνη κλπ. Και βέβαια είναι ντροπή ότι αγνοείται το έργο του Κατζουράκη. Εκεί δηλαδή που η εξπρεσιονιστική φόρμα συναντούσε την αφηρημένη γραφή και η χειρονομία τον ψυχισμό. Πού καταλήγουμε; Ότι ιστορία είναι εκείνο το κείμενο που σταθερά πρέπει να ξαναγράφεται. Λέγαμε συχνά με τον Κάκο:
Ένα αγράμματο περιβάλλον, συλλέκτες, δημοσιογράφοι, παράγοντες κ.λπ μπορούν εύκολα να εκμαυλίσουν αγράμματους καλλιτέχνες. Για αυτό χρειάζεται συνεχής αντίσταση στην δικτατορία των μετρίων.
Και εδώ υποστηρίζω την εδραία μου πεποίθηση: Ότι δηλαδή η τρομερή προμάμη που λέγεται ζωγραφική - κάτι σαν την φοβερή γιαγιά της ωραίας, μικρής Ερέντιρα του Γκαμπριέλ Μάρκες - η αρχέγονη μήτρα δηλαδή που εκκόλαψε κάθε νεότερη μορφή εικόνας από τη φωτογραφία ως τη video art, παραμένει η κυρίαρχη, εικαστική έκφραση στη χώρα μας. Όσους  εννοιολογισμούς κι αν υποστηρίξουν θεωρητικοί ή δημιουργοί που μπερδεύουν την πραγματικότητα με την ιδεοληψία. Έτσι λοιπόν η έμφαση μας δίνεται στην ζωγραφική, είτε αυτή είναι αφηγηματική, είτε κινείται στα όρια της αφαίρεσης, της ποιητικής υποβολής και των κρυμμένων, συμβολικών μηνυμάτων. Της ψυχολογικής αναπαράστασης μιας πραγματικότητας που a priori δεν αναπαριστάται, που "κρύπτεσθαι φιλεί". Επειδή πάντα ακόμα και στην πιο αφελή, εξωτερικά, εικόνα κρύβεται ένα αίνιγμα το οποίο αποκαλύπτεται μόνο στους μυημένους. Σ' εκείνους δηλαδή που είναι διατεθειμένοι να αφιερώσουν χρόνο εμπρός στο έργο τέχνης και να του αφιερωθούν συναισθηματικά. Και τότε αυτό θα ανταποκριθεί. Το κέρδος από αυτήν την κοινωνία - επικοινωνία είναι τεράστιο για τον θεατή αλλά και για το ίδιο το δημιούργημα. Το οποίο ζει μία καινούργια ζωή και αποκτά καινούργιο περιεχόμενο ανάλογα με τα μάτια που το κοιτάζουν. Ανάλογα με τα ήθη και τους τρόπους. Και μην ξεχνάτε: Τέχνη είναι εκείνος ο δρόμος που οδηγεί από το ανοργάνωτο χάος στο οργανωμένο. Μας οδηγεί χαρούμενους στο πένθος (που είναι βαθύτερα και η μοίρα μας).



ΥΓ 1. Άσχετο: Τα σύννεφα της δύσης  δημιουργήθηκαν για να δοξάζουν την αθανασία του Tiepolo . Όπως και ορισμένες βροχερές θάλασσες για να υπερασπίζονται την φήμη του Turner. Και κάποια, σκοτεινά σοκάκια των Εξαρχείων για να σκηνογραφήσουν τους πίνακες του Κυριάκου. Τελικά ο Θεός φιάχνοντας τον κόσμο, τον έπλασε με πηλό σαν γλύπτης και τον έντυσε με χρώματα σαν ζωγράφος. Ο Θεός, φαίνεται πως  δημιούργησε κατ' αρχάς τους καλλιτέχνες και έπειτα  ξεκουράστηκε. Οι καλλιτέχνες ανέλαβαν όλα τα υπόλοιπα. 

ΥΓ 2. Φοβού εκείνη την ζωγραφική που ακυρώνει το βλέμμα. Συχνά επίσης, οι καλλιτέχνες οι ίδιοι, από ανασφάλεια ή υπεροψία, ακυρώνουν με τα καυστικά τους σχόλια το έργο των συναδέλφων τους. Ανθρώπινο πολύ ανθρώπινο που θα έλεγε και ο Νίτσε, ίσως όμως και αναγκαίο. Χωρίς συγκρούσεις δεν υπάρχει προχώρημα. Σκέφτομαι, τέλος, πως η τέχνη μοιάζει με ένα τεράστιο, πήλινο γλυπτό που για να κατασκευαστεί χρειάζεται τόσο τη φωτιά όσο και τη λάσπη. Κυριάκο, είσαι πάντα εδώ!

Μάνος Στεφανίδης 

Σημείωση. Για περισσότερα, στα εξής βιβλία μου:  Κυριάκος Κατζουράκης, έργα 1963 - 2013, ζωγραφική, θέατρο, κινηματογράφο,ς εκδόσεις Μίλητος, Μουσείο Μπενάκη,  Πινακοθήκη Γρηγοριάδη, 2013.
Ελληνομουσείον , 7 Αιώνες Ελληνική Ζωγραφική, δεύτερη έκδοση συμπληρωμένη, εκδ. Ε.Τ, 2010, 10 τόμοι, τόμοι 7ος & 8ος.
Κυριάκος Κατζουράκης, Αναφορά στην Γκουέρνικα, Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας -  Μουσείο Γ. Ι. Κατσίγρα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2018-2019.

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2022

Τα αυγά και τα καλάθια



(Παθογένεια της παιδείας ή της οικογένειας;)

Το άρθρο μου στο χτεσινό Βήμα

Ας αναλογιστούμε: Δυόμισι, σχεδόν, χρόνια αποξένωσης από τη ζωντανή εκπαίδευση έχουν δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στα παιδιά. Οι μισοί μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης διαπιστώνονται και επισήμως ως λειτουργικά αναλφάβητοι. Σιγά τα νέα. Ποιός έσπασε ποτέ αυγά σ' αυτό τον τόπο; Και το πιο δυσάρεστο (τα καλάθια του τίτλου): Έξι χρόνια στο δημοτικό και έξι σε γυμνάσιο - λύκειο με τους μαθητές να βαριούνται θανάσιμα. Να μην διασκεδάζουν. Να βρίσκονται αλλού. Ανέμπνευστοι, ανέραστοι, αδιάφοροι. Ακόμη και στην στρατιωτική εκπαίδευση οι νεοσύλλεκτοι βρίσκουν τρόπους να περνάνε καλά. Όχι όμως και στο ελληνικό σχολείο. 
Πρόκειται για ένα δράμα που οι συνεπείς εκπαιδευτικοί το ζουν καθημερινά. Επί χρόνια. Η αληθινή, υπόγεια τραγωδία του τόπου. Νέοι άνθρωποι χαμένοι πριν ακόμα δώσουν τη μάχη, χαμένα χρόνια στην κυριολεξία, λάθος προσανατολισμένοι μαθητές, κατεστραμμένοι πριν καν αρχίσουν τη ζωή τους. Με λάθος εφόδια. Ή, καλύτερα, χωρίς εφόδια. Και το χειρότερο: 
Με αδιαφορία ή και μίσος για το σχολείο. Από το δημοτικό ως το πανεπιστήμιο (ιδιαίτερα στο τελευταίο με τους καταθλιπτικούς, βρώμικους χώρους του, λόγω ... προοδευτικού ακτιβισμού)! Επειδή τα παιδιά μας, το ξαναλέω, βαριούνται θανάσιμα. Ή, καλύτερα, μάς βαριούνται. Κι εμάς και τα δωρεάν - ίσως και γι' αυτό τόσο βαρετά, κακογραμμένα και κακοσχεδιασμένα - βιβλία που τούς παρέχουμε χύδην και τα οποία δεν ανοίγουν σχεδόν ποτέ. Τόσο μαζικά και απρόσωπα βιβλία. Βιβλία που δεν θα βάλεις ποτέ στη βιβλιοθήκη αλλά θα τα πετάξεις εκδικητικά με την πρώτη ευκαιρία. Δείτε τους όγκους των εντύπων που δίνουν σε δημοτικό και γυμνάσιο και...φρίξτε. Για τον όγκο της υποκρισίας. Ποιός, διερωτώμαι, θα σπάσει τ' αυγά της εκπαιδευτικής ιδεοληψίας και θα αξιοποιήσει τα καλάθια της νέας εποχής; Τα τάμπλετ, ας πούμε, που τόσο λατρεύουν οι πιτσιρικάδες. Που θα πει, πρέπει να πάμε στο παιδί με οδηγό τις δικές του ανάγκες κι όχι τις δικές μας  ανασφαλείς βεβαιότητες. Το ίδιο και με την διδασκαλία της ιστορίας, το θαυμαστό παραμύθι του έθνους. Δηλαδή την καλλιέργεια της φιλοπατρίας αλλά και την καταπολέμηση της εθνικιστικής μειονεξίας. 
 Ονειρεύομαι λοιπόν ένα σχολείο με ελάχιστα ή και καθόλου βιβλία στην τάξη. Αλλά με ελεύθερες επιλογές βιβλίων. Το δικό μας σύστημα, είτε αριστερό είτε δεξιό, είναι προαποφασισμένο, δηλαδή σταλινικό. Αφού γενικότερα ως κοινωνία δεν αγαπάμε το βιβλίο αλλά το θεωρούμε κάτι το εξωτικό και αχρείαστο. Το διακοσμητικό για την σερβάντα! Και με τους πολιτικούς συστηματικά να κρύβουν  όλο το πρόβλημα κάτω από το χαλί. Ή να παίζουν εν ου παικτοίς.( Έστω κι αν έχουν πολλοί από αυτούς υπάρξει ακαδημαϊκοί δάσκαλοι). Όπως συμβαίνει για παράδειγμα με το αμαρτωλό, με το, διαχρονικά, κομματικοποιημένο, πρώην, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. (Και από το 2012, Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής. Όχι παίζουμε).
Τί λείπει λοιπόν από την παιδεία μας; 
Μα τι άλλο από τον έρωτα. Κι απ' το παιχνίδι του έρωτα. Δηλαδή την αυτενέργεια και την αυτοέκφραση. Τα παιδιά μας τα θέλουμε παθητικούς δέκτες που να απομνημονεύουν, τουτέστιν να παπαγαλίζουν. Όχι να εκφράζονται δημιουργικά. Η παιδεία όμως είναι συνδημιουργία. Γι' αυτό είναι τόσο διαφορετικά και τόσο επιτυχημένα τα λεγόμενα καλλιτεχνικά γυμνάσια. Ενώ βιαστήκαμε να καταργήσουμε τα καλλιτεχνικά μαθήματα, δηλαδή την αυτενεργεια στην τάξη.
Απ' την άλλη μια ολόκληρη κοινωνία που εφησυχάζει. Εμπρός στην ηλίθια, ιδιωτική τηλεόραση. Θα ήθελα να ήμουν δικτάτορας για να την καταργήσω. Τόσο μακριά απ' το βιβλίο και την κουλτούρα του βιβλίου. Με τα παιδιά, μοιραία, να βλέπουν τους γονείς τους και να τούς μιμούνται. Συμπέρασμα: Η παθογένεια της εκπαίδευσης αντανακλά ακριβοδίκαια  την παθογένεια της οικογένειας. 
Πιο απλά αρπαχτές και στη γνώση όπως και στη ζωή, ήσσων προσπάθεια, έλλειψη πειθαρχίας, κανόνων, αξιών, αρρωστημένος εγωτισμός, κιτς ως αισθητική (δηλαδή επιφάνεια και "μούρη"), έλλειψη πνεύματος μαθητείας και σεβασμού, απομυθοποίηση του δάσκαλου στο όνομα του ... μοντερνισμού κλπ. Απομυθοποίηση, τέλος, του σχολείου στο όνομα του ... ρεαλισμού και της επαγγελματικής δήθεν αποκατάστασης. Με κάθε κόστος. Μυθοποίηση απ'την άλλη του εξωσχολικού φροντιστηρίου. Αμφισβήτηση εν τοις πράγμασιν της μαθησιακής διαδικασίας. Η παιδεία ως οχληρή υποχρέωση. Η παιδεία ως τεχνική κι όχι ως μέθεξη. Κι ώσπου να γίνουν όλες, αυτές οι κοσμογονικές αλλαγές, γονείς ασχοληθείτε με τα παιδιά σας! Είστε οι πρώτοι και οι τελευταίοι δάσκαλοι τους!
Και βέβαια η αλλαγή του παραδείγματος που οφείλει να ακολουθήσει την αλλαγή της εποχής δεν είναι διόλου εύκολη. Απεναντίας. Και η έλλειψη διαλόγου ως προς την παιδεία από πλευράς κομμάτων εκ παράλληλου προς την αφωνία και την αυστηρή... ουδετερότητα της πνευματικής ηγεσίας δεν προοιωνίζεται τίποτε αισιόδοξο. Όσο οι πολιτικές παρατάξεις θα ψηφοθηρούν μέσω της παιδείας, τόσο η τραγωδία θα μεγαλώνει. 

 ΥΓ. Λέω συχνά στους μαθητές μου "Δεν μπορεί, όλα αυτά τα χρόνια, θα πετύχατε έναν δάσκαλο, έναν καθηγητή που να τον ερωτευτήκατε, που να σάς ενέπνεε, που να τον κοιτάζατε στα μάτια. Και μόνο για αυτό αξίζει ν' αγαπήσετε το σχολείο. Που είναι δικό σας κι όχι του εκάστοτε διευθυντή, καθηγητή, υπουργού κλπ.". Οι περισσότεροι απαντούν θετικά. Αυτό και μόνο αυτό - δηλαδή ο άγνωστος, "ανώνυμος" δάσκαλος - διασώζει κάτι στη παιδεία μας. Ακόμη. Από την άλλη φέρτε τα παιδιά σας στα μουσεία, στις γκαλερί, στους αρχαιολογικούς χώρους. Δείξτε τους τέχνη. Μη περιμένοντας τα πάντα από μιαν αργόστροφη πολιτεία. Κάντε τα κοινωνούς του διαχρονικού πολιτισμού μας (και πολιτισμού τους). Είναι η υψηλότερη μορφή παιδείας!  

Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2022

ΈΡΩΣ ΚΑΛΌΣ

 
21 + 21 δημιουργοί για τον Έρωτα

" Από τον Μόραλη στην Δημουλά κι από τον Θανάση Βαλτινό στον Θόδωρο Παπαγιάννη"

Έγκαίνια Σάββατο, 8 Οκτωβρίου από τις 7 έως τις 10 το βράδυ. Δημοτική Πινακοθήκη Λαμίας. Ως το τέλος Νοεμβρίου

Α. Έρως βέβαια. Έρως καλός όμως; Άραγε υπάρχουν και κακοί έρωτες; Ίσως ναι... Είναι τότε που με τους τρόπους του Καρυωτάκη και του Βαν Γκογκ, δηλαδή με κείμενα και εικόνες, κάποιοι πενθούν εκείνους τους έρωτες που δεν άντεξαν.Τότε που όλα μοιάζει να ηρεμούν. Εξωτερικά τουλάχιστον. Τα ηφαίστεια να υποχωρούν στα λαγούμια του μανδύα της γης και οι σεισμοί ν' αποκοιμιούνται. Για λίγο. Και το σώμα να τιμωρείται. Με τις αναμνήσεις βέβαια να καραδοκούν.
Γι' αυτό δεν θα συγχωρήσω στους επαγγελματίες χριστιανούς και όλους όσοι εξουσιάζουν μέσα από θρησκείες, το σταθερό κυνήγι του σώματος, την απαξίωση της επιθυμίας, την τιμωρία του ιμέρου την καταδίκη του έρωτα. Που δεν κατάλαβαν πως η ψυχή χρειάζεται ένα σώμα για να υπάρχει. Πως η ψυχή ξοδεύει ένα σώμα για να ζήσει. Και πόσο καίει και λιώνει η ψυχή ένα σώμα. Πόσος Παράδεισος διεκδικείται όταν ένα σώμα αγκαλιάζει κάποιο άλλο. Πως, τέλος, η ψυχή ενταφιάζεται κι όχι το κορμί.
Ο Όμηρος και οι προσωκρατικοί έψαχναν την έδρα της ψυχής όπως και ο Πλάτωνας με τον Αριστοτέλη. Έτσι η ψυχή μας μετακόμιζε από τον εγκέφαλο στην καρδιά κι από την καρδιά στο στομάχι. Οι πιο ευαίσθητοι την ανίχνευαν στο αίμα, οι πιο πρακτικοί στο ήπαρ ή τα οστά. Κορμί - ψυχή αξεχώριστα. Αψεγάδιαστα.
Οι αρχαίοι Έλληνες λάτρευαν το σώμα, έβρισκαν σ' αυτό το αποτύπωμα της φυσικής τελειότητας. Το πράγμα στραβώνει με την ιδεαλιστική φιλοσοφία και τον Πλάτωνα που θεωρεί το σώμα φυλακή της ψυχής. 
Πού φωλιάζει τελικά η ψυχή μας; Διαβάζοντας τον Βιτγκενστάιν μαθαίνουμε: " Όπου πονάς, όταν πονάς, εκεί που πονάς, εκεί βρίσκεται κι η ψυχή σου ... Αυτό που μετράει δεν είναι οι λέξεις που λες, ούτε εκείνο που έχεις στο νου σου όταν τις λες, αλλά το πόσο οι λέξεις αλλάζουν τη ζωή σου στις διάφορες στιγμές της". Μπορεί όμως να υπάρξει ζωή μετά τον Έρωτα; Υπάρχει Έρωτας χωρίς τον πόνο; Υπάρχει πόνος που να μην δημιουργεί τέχνη; Έρως εκτιθέμενος. Σώμα εκτεθειμένο.
Έρως, λοιπόν, Καλός με 21 + 21 δημιουργούς: Τί συμβαίνει εδώ; Μία άσκηση της γραφής που γίνεται εικόνα. Ένα πείραμα συνόλου με παλιούς και μελλοντικούς φίλους. Εν αρχή ην, όπως πάντα συμβαίνει, το τυχαίο, το απόσπασμα. Μία γραμμή στην τύχη, ένα ίχνος, μία πινελιά αφημένη στον λευκό καμβά σαν χρυσόμυγα παγιδευμένη σε κλειστό δωμάτιο. Μία υποψία χρώματος. Έπειτα ην η κίνησις.Το εμπρός - πίσω χωρίς νόημα, η αμφίδρομη, αμφίσημη, αμφίβολη κίνηση μόνο και μόνο για να εξορκιστεί η στάση, η ακινησία. Ακόμη χειρότερα το βάλτωμα. Έτσι κι αλλιώς πρέπει κάτι να κάνουμε, έστω κι αν εκ πρώτης όψεως δεν φαίνεται να υπάρχει νόημα σε τίποτα. Έστω κι αν αποτυγχάνουμε. Ή, μάλλον οφείλουμε να αποτυγχάνουμε όσο καλύτερα μπορούμε όπως θέλει ο Μπέκετ, ευαγγελιστής του κενού. Η γραμμή που κινείται λοιπόν ώσπου να βρει έναν ρυθμό. Που θέλει να μην είναι ωραία αλλά να είναι αληθινή. Σαν βελόνα σεισμογράφου. Όσο μεγαλύτερη, όσο πιο επικίνδυνη εμφανίζεται η συχνότητα της γραφής της, τόσο πιο ουσιαστική, πιο κοντά στο στόχο της. Πιο κοντά στην αλήθεια. 
Ο ρυθμός στη συνέχεια που προκύπτει από την επανάληψη.  Απλοϊκός, βαρετός στην αρχή, πιο απροσδόκητος στη συνέχεια. Πιο ενδιαφέρων. Είναι τότε που η γραμμή χορεύοντας ρυθμικά στο χαρτί αρχίζει να αφηγείται κάτι.  Τότε που η γλώσσα του ρυθμού, η ποίηση και η ζωγραφική γλώσσα έρχονται πιο κοντά. Που γίνονται και τα τρία, ρυθμός, ποίηση, ζωγραφική ένα. Δηλαδή μουσική. Τότε που το ένστικτο μιλάει από τα βαθύτερα στρώματα της ύπαρξης. Τότε που επιτυγχάνεται η έκφραση. Έργο τέχνης; Κάτι περισσότερο. Έργο ζωής.

Β ...Ο έρωτας για το σώμα που είναι πυρετός χωρίς νόσο και έκπαγλη τρέλα που ωστόσο λάμπει από υγεία. Ο έρωτας ...
Επειδή η επιθυμία, ο ίμερος, η ηδονή, ο οργασμός, η πλήρωση, η κατοχή, το σμίξιμο ή ο αναπόφευκτος αποχωρισμός αλλά και το συνακόλουθο μίσος που ξεχειλίζει όμως από παράφορη αγάπη, δεν είναι παρά απλές μετωνυμίες της ίδιας, βασικής λέξης σώμα. Αυτό, το σώμα, περιέχει a priori τα πάντα. Το σώμα μας. Αυτό, το σώμα που κουβαλάει αγόγγυστα τον θάνατό του και που τον βαφτίζει έρωτα για να του προσφέρει χοές από αίμα, ιδρώτα, δάκρυα και την υγρασία της Αφροδίτης. Το σώμα σκέφτεται, διαλέγεται, αποκλείει, συμφωνεί, φωνάζει, δέεται, δοκιμάζει, επιχειρηματολογεί... Μ' εκείνη την άπεφθη γλώσσα που προϋπήρξε οποιασδήποτε άλλης γλώσσας. Τη γλώσσα της ύπαρξης. Γιατί το σώμα πάνω από όλα είναι. Είναι. Και δεν μπορεί να είναι αλλιώς...Συχνά βέβαια ο έρωτας καταντά ένα συναίσθημα αυτιστικό, εγωτικό, ανασφαλές. Είναι τότε που ερωτευόμαστε τον πλειοδότη του εαυτού μας. Αυτόν που μάς έπεισε πως μάς θέλει περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. Με κόλπα και γητειές.
Κατ' ουσίαν δηλαδή ερωτευόμαστε κατοπτρικά το είδωλο μας. Αφού ο φόβος της μοναξιάς γίνεται συχνά πολύ κακός σύμβουλος.
Αντίθετα, η αγάπη είναι δοτική, ταπεινή, ανεξίκακη, απροκάλυπτη, αθώα. Αυτή είναι η τυφλή, η θεότυφλη κι όχι ο έρως. Εκείνος και βλέπει και ακούει και αγγίζει και θυμάται. Προπαντός θυμάται. Ζηλότυπα, εμμονικά, εκδικητικά. Κι είναι έτοιμος να τιμωρήσει τον ερώμενο με την παραμικρή αφορμή. Η αγάπη αντίθετα υπομένει, συγχωρεί, μακροθυμεί, αρκείται στα ελάχιστα και δεν ζητάει τίποτα ενώ συχνά δίνει τα πάντα. Ο έρωτας είναι το εύκολο συναίσθημα της νεότητας, η αγάπη το κέρδος της ωρίμανσης. Ο έρωτας είναι ιστορία που αρχίζει την Άνοιξη και τελειώνει το Φθινόπωρο. Η αγάπη είναι το αειθαλές που βλασταίνει σε κάθε εποχή. Ο έρωτας είναι θνησιγενής, η αγάπη όμως παραμένει αθάνατη ακόμη και στις πιο οδυνηρές συνθήκες θνητότητας. Η αγάπη, τέλος, είναι εκείνο το τρυφερό αιλουροειδές που χωράει συσπειρωμένο ανάμεσα στο τίποτε και στα πάντα. Που κατοικεί στα ελάχιστα πράγματα, πολύ συχνά στην πίσω πλευρά των πραγμάτων και τούς δίνει καινούργιο περιεχόμενο. Η αγάπη είναι η βάτος η καιομένη αλλά μη κατακαιομένη. Είναι η πέτρα της αληθείας. Αν υποθέσουμε ότι υπάρχει κάποια αλήθεια ... Αφού κάθε χτες φορτώνει στην χωματερή των ερώτων τα αισθήματα του σήμερα. Αύριο; Το απόσταγμα της ωριμότητας λέει πως αύριο δεν υπάρχει. Σύννεφα από χώμα είναι γεμάτος και ο ουρανός του μέλλοντος. Χώμα και νερό οι ανάλαφρες, οι διάφανες, οι ταξιδιάρες νεφέλες. Κι ο ουρανός, ένας φριγμένος αγρός για να τον σκάψεις. Με σκέψεις κι επιθυμίες.
Επειδή ο έρωτας είναι η μέγιστη ψευδαίσθηση, δηλαδή η μεγαλύτερη μυθοποίηση. Αγάπη πάλι είναι ό τι απομένει μετά την απομυθοποίηση του έρωτα. Γνωστά πράγματα για όσους έχουν ζήσει τον καύσωνα του Αυγούστου χωρίς να φοβηθούν τα εγκαύματα της ψυχής.
Γ. Διερωτώμαι σε ποιους απευθύνεται σήμερα η ζωγραφική; Σε πόσους η ποίηση; Απέναντι στην γοητεία της κινούμενης εικόνας, του σινεμά ή της τηλεόρασης, πόσους οπαδούς διατηρεί ακόμα η στατική ζωγραφιά; Πόσους αναγνώστες δικαιούνται εκείνη η λογοτεχνία που δεν έγινε bestseller. Απέναντι στον εργαλειακό, τον εύκολα επικοινωνιακό λόγο πόσες πιθανότητες έχει εκείνος ο λόγος που υπερβαίνει την επικοινωνία; Για ποιούς άραγε ζωγραφίζονται σήμερα οι πίνακες που εξακολουθούν να ζωγραφίζονται; Τα βιβλία που εκδίδονται με τόσο μόχθο; 
Το κοινό παρά την τερατώδη αγορά τέχνης ή το κοσμικό boom των εικαστικών, παρά τις διασημότητες της γραφής λιγοστεύει δραματικά από την τέχνη, σαν να στρέφει τα νώτα του στην ομορφιά από απόγνωση και αντικαθίσταται από βιαστικούς καταναλωτές που προτιμούν αντί της αισθητικής τη χρησιμότητα και, ακόμα χειρότερα, τη διακόσμηση. Οι αληθινοί δημιουργοί, δηλαδή οι ευαίσθητοι και οι προβληματισμένοι, αυτοί που έχουν συνείδηση όλης της ματαιότητας της εποχής μας ασφυκτιούν αλλά, όπως θα ήθελε και ο Μπέκετ, συνεχίσουν. Είναι αυτοί που η ευθύνη ή κι ο τρόμος της ομορφιάς, τούς κατακαίει τα σπλάχνα  συχνά διαπιστώνοντας πως δεν έχουν ουσιαστικό λόγο ύπαρξης. Πως δεν παρεμβαίνουν στο κοινωνικό σώμα, δεν το καθοδηγούν όπως είναι ο πραγματικός τους ρόλος. Παρόλα αυτά συνεχίζουν ελπίζοντας πώς τα σημερινά τους έργα, τα βιβλία, τα ποιήματα, οι ζωγραφικές θα βρουν φιλικά βλέμματα και αποδοχή από τους θεατές του αύριο. Πώς θα κερδίσουν δηλαδή το παιχνίδι με την Ιστορία. Αν και δεν υπάρχει, νομίζω, μεγαλύτερη ουτοπία από την επένδυση στον αναγνώστη ή τον θεατή του μέλλοντος. Στον "συνένοχο" που δεν έχει ακόμη γεννηθεί. Πεσιμισμός; Όχι κατ' ανάγκην. Ρεαλισμός της απελπισίας καλύτερα. Για την ομορφιά που όλο δραπετεύει. Για τον καλό τον έρωτα που εμπνέει τραγούδια και στίχους και εικόνες και όνειρα. Επειδή αυτό επιδιώκει η παρούσα εκδήλωση. Τον συνδυασμό μιας εικαστικής έκθεσης και μιας λογοτεχνικής έκδοσης. Την  συνομιλία ανάμεσα στον λόγο και την εικόνα. Την συμφιλίωση! Και βέβαια την αναφορά, με κάθε εκφραστικό μέσο, στο εσώτερο τοπίο και στον ιερό τρόμο για όσα ο έρωτας αντιπροσωπεύει. Εν προκειμένω 21 διακεκριμένοι συγγραφείς και ποιητές από κοινού με 21 ανάλογους ζωγράφους και γλύπτες επιχειρηματολογούν για τον έρωτα, την επιθυμία, την πλήρωση, την απώλεια, το πένθος. Τον κύκλο της ζωής. Δηλαδή για την τέχνη...
Δ. Παρένθεση: Ούτως ή άλλως, στο βάθος και της πιο καθαρής, της πιο αφηρημένης εικόνας είτε σε λεκτικό είτε σε οπτικό επίπεδο, αργοσαλεύει πάντα μία ιστορία. Σαν εκείνο το μυθικό τέρας που κοιμάται στα βάθη της λίμνης του Λοχ Νες.
Επιμένω πώς σ' αυτήν την έκθεση - έκδοση ισοδύναμης αξίας προς τα εικαστικά έργα είναι τα κείμενα που διαλέγονται μ' αυτές. Αφού η πρωτόγονη, πρωτόγνωρη χειρονομία βρίσκεται πίσω και από την γραφή και από την ζωγραφική. Κι αφού η πρώτη γραφή ήταν μία ζωγραφιά. Μία γρατζουνιά που "απεικόνιζε" πάνω στο δέρμα μιαν ιδέα. Τί άλλο; Σκέφτομαι: Οι εικόνες, λεκτικές ή οπτικές, δεν είναι τελικά, εκεί έξω, στον κόσμο αλλά μέσα μας, βαθιά.
Τί έχουμε εδώ με τον όμορφο τον Έρωτα; Μικρά δράματα της καθημερινότητας ή της φαντασίας, της εμπειρίας ή των αναμνήσεων που "συνελήφθησαν" εικαστικά και λογοτεχνικά επ' αυτοφώρω. Αφηγήσεις και "τρόποι" που ισορροπούν ανάμεσα στο ονειρικό και το πραγματικό, κομμάτια ζωής που απολιθώθηκαν αιφνίδια και έγιναν εικόνες. Που μεταμορφώθηκαν από σταγόνες ζωής σε άρωμα τέχνης είτε στον μουσαμά, είτε στο χαρτί. Ιστορίες ερώτων, βιώματα, πένθη, συνειρμοί, εικόνες, συγκινήσεις που αποθησαυρίζονται από την τρομερή εμπειρία της καθημερινότητας. Ζευγάρια πού έχουν αγκαλιαστεί για το πρώτο και το τελευταίο φιλί τους, ποιος ξέρει. Έρως κακός. Επειδή πάντα είναι πράγματα που υποδύονται άλλα πράγματα, εκτεθειμένα είτε στο φως που καθαγιάζει είτε στο σκοτάδι που συγχωρεί. 

Αντί συμπεράσματος: 
Αυτά που δεν ζήσαμε, υπάρχουν και μάς βασανίζουν περισσότερο. Έρως γλυκόπικρος. Πρόκειται για επιθυμίες που δεν έλαβαν σάρκα αλλά παραμένουν σκέλεθρα, οστά και κρανία τεταπεινωμένα. Γιαυτό κάνουμε τέχνη, γι'αυτό γράφουμε, γι' αυτό ζωγραφίζουμε. Γι'αυτό γρατζουνάμε το κενό. Γι' αυτό δημιουργούμε. Για να υπηρετήσουμε τη σιωπή. Το παιχνίδι είναι εκ των προτέρων χαμένο. Όμως εμείς επιμένουμε μήπως και δώσουμε σ' όλα αυτά τα φαντάσματα υπόσταση. Έρως καταδικασμένος. Εκτεθειμένος. Αναστημένος.

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2022

Ερωτικό Ελεγείο, Κοντράστο


Ίσως δεν έρθεις απόψε. Δεν θα κρυφτείς πίσω από την κουρτίνα, στη σκοτεινιά της κρεβατοκάμαρας. Όχι απόψε. Όμως σίγουρα αύριο. Αύριο είναι μάλλον βέβαιο, ναι, ότι
θα ρθεις... Αύριο ή, το αργότερο, μεθαύριο.
Κάποτε θα ρθεις. Θα ρθεις. Ανυπερθέτως.
Όχι, δεν θα ρθεις απόψε. Το κατάλαβα πια.
Κι ας έχει τόσο ωραίο φεγγάρι. Όπως τότε.
Κι ας είναι τόσο γλυκά λυπητερή η νύχτα.
Όχι, όχι απόψε. Αύριο, αν θέλεις, αύριο ...

Τόσα χρόνια, τόσα διαβάσματα, τόση αγωνία
για να μην έχω μάθει τελικά, τίποτα, ποτέ,
για να  παραμένω έτσι αξιοθρήνητα αδαής
αν και με τόση, ανώφελη, στείρα σοφία.
Ένας κουφιοκέφαλος, αστείος παντογνώστης 
που ξεχνάει και το όνομα του ακόμη
και το μόνο που έμαθε, το μόνο που ξέρει,
είναι ότι θα ρθεις, θα εμφανιστείς εξάπαντος.
Θα ρθεις ό τι κι αν γίνει, όποιες κι αν είναι
οι περιστάσεις. Όχι; Πες ναι... Πες ναι, ναι!

(παραλλαγή του ίδιου θέματος)

Αύριο, μεθαύριο, σ'ένα μήνα, ένα χρόνο, σε δύο
τι σημασία έχει; Θα ρθεις οπωσδήποτε...
Ψηλέας, με μαύρη ρεντικότα, κατά τον μύθο,
μ' ένα ξεδιάντροπο χαμόγελο νίκης στα χείλη
και μ' ανοιχτή, κρύα αγκαλιά. Έτσι θα ρθεις.
Θα χτυπάνε βέβαια ως είθισται τα τηλέφωνα,
τα κουδούνια, τα ξυπνητήρια, οι συναγερμοί,
θα γεμίζει το email μηνύματα που κανείς πια
δεν θα διαβάσει ενώ στο μετρό ο τυφλός 
ακορντεονίστας θα ζητιανεύει απτόητος.

Ω πόσο θα θελα να του δώσω ένα κέρμα,
ακόμη κι ένα χαρτονόμισμα, ένα χρυσό 
στατήρα, ένα υπέρπυρο, ένα κωνσταντινάτο,
μια βικτώρια, ένα φιορίνι, ένα λουδοβίκιο.
Μ' αρέσει αιφνίδια τόσο η πικρή μουσική του
όσο καμιά άλλη μουσική σ' όλη τη ζωή μου.
Ένα κομμάτι μουσικής για μια ζωή άμουση.
Πόσο θάθελα να τού ρίξω ένα  ακέραιο κέρμα ευγνωμοσύνης. Ίσως ένα χαρτονόμισμα 
των χιλίων ευρώ. Μα δεν θα μπορώ πια...

(φινάλε)

Θάρθεις; Θέλεις να ρθεις; Αύριο, μεθαύριο;
Ανυπερθέτως μεθαύριο. Θα βρεις το δρόμο;

Φωτογραφίες: 

Επάνω η τελευταία εικόνα του καλοκαιριού. Πάνω από τον διάφανο ουρανό της Σύρου συμπλέκονται δύο σύννεφα. Θα έλεγα πως πρόκειται για ένα αρσενικό και ένα θηλυκό. Ένας έρωτας σε σκηνοθεσία του απείρου. Προσεγγίζονται άραγε ή χωρίζουν; Θα ενωθούν εις συννεφένια σάρκα μιαν μετά από λίγο ή θα διαλυθούν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, υδρατμοί μόνο από τον ιδρώτα της αγάπης; Δεν το έμαθα ποτέ. Δεν είχε και σημασία άλλωστε. Μια φορά έρωτας, για πάντα έρωτας.
Κάτω η πρόσφατη φωτογραφία του φίλου Γιώργου Τσούτσουρα. Το μπουρίνι πάνω από την Αγυιά. Μεγαλειώδες!