Η ποίηση στο τραγούδι
- Μνήμη Γιάννη Σπανού και Θάνου Μικρούτσικου -
Στον φίλο μου Τάσο Δαλακίδη
Ο λυρικός, ο "σουμπερτιανός" Γιάννης Σπανός που έφυγε πέρσι, κατάφερε να γίνει δημοφιλέστατος με τα άψογα και ως φόρμα και ως περιεχόμενο έντεχνα τραγούδια του, χωρίς να γράψει ποτέ πολιτικά θούρια και χωρίς να στηριχτεί στην βοήθεια και την ομπρέλα των κομμάτων. Μόνος του, αυτός κι ένα πιάνο.
Βέβαια εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι μέχρι και τη Μεταπολίτευση το να γράφεις πολιτικά τραγούδια, είχε τεράστιο κόστος. Ο Μίκης Θεοδωράκης, μεγαλομάρτυς, μπορεί να το ομολογήσει. Τεράστια πάντως υπήρξε η προσφορά του γιατί έφερε στα χείλη του απλού κόσμου τον πολυσήμαντο, ποιητικό λόγο δημιουργώντας συχνά από ακροατές, αναγνώστες. Και στη συνέχεια είτε φτιάχνοντας οπαδούς, είτε σκεπτόμενους πολίτες. Το πολιτικό τραγούδι υπήρξε για την αριστερά μείζον, πολιτιστικό άλλοθι.
Χωρίς να αποφεύγονται βέβαια και τα ευτράπελα. Φερ'ειπείν ο Μπιθικώτσης φούντωνε από αγανάκτηση όταν έπρεπε να τραγουδήσει πράγματα που δεν καταλάβαινε καθόλου. Τουλάχιστον στην αρχή. Για παράδειγμα τον στίχο του Γκάτσου: ... Κι αν θα πεινάσεις για ψωμί, θα σφάξουμε ένα αηδόνι!
Μετά πάλι στην πτώση της δικτατορίας το πολιτικό τραγούδι ήταν σίγουρο διαβατήριο για το μεγάλο κοινό αλλά για τη μεγάλη επιτυχία. Κάθε είδους. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Θάνος Μικρούτσικος ο οποίος έφτασε μέχρι και τον θώκο του υπουργού Πολιτισμού έχοντας υπηρετήσει και ως διευθυντής στο Φεστιβάλ Πάτρας. Ο πολιτικός του αντίποδας είναι ασφαλώς ο Σταύρος Ξαρχάκος, αντιδήμαρχος επί δημαρχίας Έβερτ, ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας κλπ.
Στο πολιτικό τραγούδι όπως είπαμε, η αριστερά είχε και έχει τον πρώτο λόγο: Πάνος Τζαβέλλας, Μάνος Λοΐζος, Χρήστος Λεοντής, Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, Διονύσης Τσακνής, Ηλίας Ανδριόπουλος για να θυμηθώ τις πιο ενδεικτικές περιπτώσεις. Πρώτος βέβαια και έσχατος ο Μίκης, ο ουρανομήκης ό,τι κι αν έγραφε. είτε μελοποιώντας Μποστ, "ένα πλοίον ταξιδεύον με υπέροχων καιρών" .. είτε τον λεπτοφυή αδελφό του Γιάννη Θεοδωράκη, "Όμορφη Πόλη, φωνές, μουσικές..."
Όμως η μέγιστη προσφορά του Σπανού κατά την άποψη μου είναι το ότι έφερε με τη σειρά του, στο στόμα των πολλών τους στίχους των "ελασσόνων" λεγόμενων ποιητών. Και μάλιστα μ' έναν εξαιρετικά καλαίσθητο όσο και ουσιαστικό τρόπο. Πόσο μάλλον που οι δύο του πρώτες Ανθολογίες κυκλοφόρησαν μέσα στη Χούντα, πραγματικό βάλσαμο για όσους είχαν βαρεθεί το Σταμούλη το λοχία και τα συναφή άσματα. Ο Γιάννης Σπανός λοιπόν καταπιάστηκε μεθοδικά με το να κάνει τον ποιητικό λόγο τραγούδι αμέσως μετά την τεράστια προσφορά και τομή του Μίκη Θεοδωράκη ο οποίος μελοποίησε έγκαιρα, ήδη από την δεκαετία του '60, τιτάνες όπως ο Ελύτης, ο Σεφέρης ή ο Ρίτσος.
Και βέβαια τον Μεγάλο Ερωτικό του Μάνου Χατζιδάκι, έργο πολύτιμης ευαισθησίας το οποίο επίσης εμφανίστηκε στην περίοδο της δικτατορίας. Να μην ξεχάσω εδώ το "Καπνισμένο Τσουκάλι" του Λεοντή σε μία ποίηση όμως στρατευμένη, δηλαδή όχι από τις καλύτερες του Γιάννη Ρίτσου, τα "Τραγούδια του Νέου Πατέρα" του Γιάννη Μαρκόπουλου σε ποίηση Μιχάλη Κατσαρού. Ο ίδιος συνθέτης μάς έδωσε και τους Ελεύθερους Πολιορκημένους του Διονυσίου Σολωμού αλλά και το Πέραμα του Γιώργου Χρονά (!) ενώ μουσικό μνημείο αποτελεί ο Μπολιβάρ του Μίνου Μαμαγκάκη με τον Γιώργο Ζωγράφο και ο Ερωτόκριτος του ίδιου συνθέτη. Να μην ξεχάσω τον Αργύρη Κουνάδη, την Τετραλογία του Δήμου Μούτση ο οποίος μελοποιεί από Σεφέρη ως Καβάφη με τον Χρήστο Λετονό, τον αδικοχαμένο, σε μιαν εξαιρετική ερμηνεία. Και εδώ σταματούν τα επικά και τα μεγάλα με μίαν τελευταία αναφορά στον "Θρήνο για τον Σάντσες Ιγνάθιο Μεχίας" του Σταύρου Ξαρχάκου σε μετάφραση, άψογα ρυθμική, του Νίκου Γκάτσου.
Ο Σπανός θα γράψει έκτοτε, δηλαδή μετά την Τρίτη Ανθολογία, αμιγώς λαϊκό τραγούδι ιδιαίτερης όμως ποιότητας, κάτι ανάλογο με τον αθόρυβο όσο και ουσιαστικό Σταύρο Κουγιουμτζή, εξίσου χαμηλόφωνο και λυρικό σύνθετη ο οποίος μεταξύ των άλλων μάς έδωσε το Πάσχα των Ελλήνων σε ποίηση Γιώργου Θέμελη...
Πολλοί, βέβαια, κατά καιρούς έχουν εναντιωθεί στη μελοποίηση του ποιητικού λόγου όμως παρά τις όποιες αποτυχίες, τα κέρδη είναι πολύ περισσότερα. Σκεφτείτε για παράδειγμα τον Νίκο Καββαδία, έναν ποιητή που διαβάζεται εύκολα αλλά δεν είναι (εύκολος) και την αναγνωσιμότητα του μέσω...της ακρόασης. Εν προκειμένω η προσφορά του Θάνου Μικρούτσικου είναι τεράστια. ( Προσωπικά θα τον θυμάμαι για την Καντάτα για τη Μακρόνησο στην οποία τραγουδούσε ο αξέχαστος συμμαθητής μου Σάκης Μπουλάς).
Δεν ξεχνώ εδώ Τα Ρω του Έρωτα του Λίνου Κόκοτου, τα ειδικά γραμμένα για τραγούδια, ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη και τον ανεξάντλητο βέβαια Νίκο Γκάτσο ή τον Μάνο Ελευθερίου, ποιητές και στιχουργούς ταυτόχρονα, τον Άλκη Αλκαίο, τον Μιχάλη Μπουρμπούλη, τον Κώστα Τριπολίτη, εξίσου στιχουργούς και ποιητές. Χωρίς να εξαιρώ τον Λευτέρη Παπαδόπουλο παρά την υπερβολικά άνιση παραγωγή του.
Πρόβλημα μέγα ως προς την μελοποίηση του αποτελεί πάντως ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Με τον οποίον καταπιάστηκαν ογκόλιθοι όπως ο Δημήτρης Μητρόπουλος, συνθέτες της σοβαρής μουσικής εξαιρετικά φειδωλοί σε μουσικές ευκολίες όπως είναι ο Χάρης Βρόντος αλλά και τραγουδοποιοί ευαίσθητοι όπως είναι ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, ο Νίκος Ξυδάκης, ο ίδιος ο Γιάννης Σπανός, ο Δήμος Μούτσης και πολλοί άλλοι. Κλείνοντας αυτές τις πρόχειρες σκέψεις που υπαγορεύω στο μαγνητόφωνο του κινητού μου, θέλω να υπογραμμίσω την ιδιαιτερότητα και την προσφορά της Λένας Πλάτωνος προς την κατεύθυνση αυτή αλλά και την Μαριανίνα Κριεζή που είτε ως Λιλιπούπολη είπε ως συνεργάτιδα "ελασσόνων" όσο και ουσιαστικών μουσικών μάς έχει δώσει μικρά, μικρά διαμαντάκια. "Πάω πίσω λοιπόν στη μαμά μου" όπως μάς πληροφορούσε με κομψή θλίψη η Αρλέτα.
Τέλος ο Διονύσης Σαββόπουλος. Για πολλούς πιο ουσιαστικός ποιητής παρά μουσικός. Οι στίχοι του αξεπέραστοι, επίκαιροι σε κάθε εποχή. Ίσως και για αυτό ανθολογείται - και πολύ σωστά - από αρκετές ποιητικές ανθολογίες.
Και κάτι έσχατο: Νομίζω ότι ο Γιάννης Σπανός με το μουσικό του ένστικτο αλλά και την φόρμα την οποία υπηρέτησε, συνενώνει δημιουργώντας συνέχεια τους παλιούς, πολύ καλούς συνθέτες του ελαφρού τραγουδιού όπως τον Γιάκοβλεφ, τον Λαβράνο, τον Καπνίση, τον Μωράκη με εκείνους του λαϊκού τραγουδιού. Και δεν αναφέρομαι στους έντεχνους αλλά σε συνθέτες όπως ο Καλδάρας ή ο Άκης Πάνου. Το άλλο αντίστοιχο είναι ασφαλώς ο Μίμης Πλέσσας. Ο τζαζίστας μουσικός που έγραψε τα πάντα με μοναδική ευκολία, ελαφρά αξεπέραστα αλλά κυρίως λαϊκά τραγούδια. Τον αγαπώ γιατί, εκτός των άλλων, έχουμε εμφανιστεί μαζί σ' ένα πολυθέαμα που οργάνωσε η Ειρήνη Παππά στη Ρώμη, τέλος του '80, και τον "μισώ" όσο μπορεί κανείς να μισήσει το Μίμη, γιατί έκανε σουξέ στην εποχή της χούντας, ως μη ώφειλε, τραγουδώντας για αγάλματα στους δρόμους και για καμαρούλες μια σταλιά.
Και επειδή οι αναμνήσεις έρχονται μία μία χωρίς να τις περιμένεις, θυμάμαι ότι σε εκείνη την μυθική παράσταση στο Κολοσσαίο της Ρώμης όπου η Ειρήνη Παππά απήγγειλε μεταξύ μονολόγων του Ευριπίδη και δικά μου κείμενα (έτσι ώστε οι Ιταλοί να με θεωρούν αρχαίο ...Στεφανίδη σαν τον Θουκυδίδη!) συμμετείχε και ο πολύτιμος μουσικός που επίσης χάσαμε πρόσφατα και πρόωρα, Χριστόδουλος Χάλαρης. Ζήτω το ελληνικό τραγούδι λοιπόν και κυρίως ζήτω όλος αυτός ο ανώνυμος κόσμος που εξακολουθεί να το τραγουδάει και, κυρίως, να το χορεύει. Μέγιστη απόδειξη ενότητας μιας πολύπαθης όσο και πολυτεμαχισμένης κοινωνίας όπως η δική μας...
ΥΓ. Και στους εγκλεισμούς ή τα lock down εμείς ας τραγουδάμε! Αν ξέχασα κάτι, συμπληρώστε.
( Τί να μας πούνε τώρα υπουργοί πολιτισμού, πρώην, νυν και μέλλοντες)!
Στη πρώτη φωτογραφία μία θάλασσα μικρή, ένα καράβι αταξίδευτο από ένα σπάνιο έργο του εξαιρετικού νεοέλληνα ζωγράφου Μιχαήλ Οικονόμου που γεννήθηκε στον Πειραιά το 1888 και πέθανε στο Δρομοκαΐτειο το 1933 έχοντας ζήσει έντονη, κοσμοπολίτικη ζωή στο Παρίσι. Στη δεύτερη ένας μαγικός Βολανάκης και στην τρίτη η Αθήνα με την τριλογία των Χάνσεν όπως δεν την βλέπουμε εύκολα...