( λίγες σκέψεις για το μεταπολεμικό, ελληνικό θέατρο εν όψει των στρογγυλών τραπεζιών που διοργανώνει το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά στις 6 Ιουνίου και στα οποία θα συμμετάσχω )
Πόσο είναι νόμιμο να εκθειάζεις τον έρωτα αποσιωπώντας την οδύνη από τον έρωτα, εκείνο το πένθος που νομοτελειακά τον ακολουθεί; Ο Δημητριάδης ταυτίζει τον έρωτα με την βακχεία και μεταμορφώνει την μάντισσα κακών που όμως δεν πιστεύει κανείς, την Κασσάνδρα, σε βακχίδα του Απόλλωνα εξισώνοντας το ιερό με τον πόθο. Η παρθένα θα ευαγγελιστεί τον ίμερο καθιστάμενη οιονεί ιέρεια της Αφροδίτης. "Ποτέ μην αρνείστε σ' εκείνον που ποθεί, εκείνο που ποθεί"...
Τώρα είναι η σειρά του θεϊκού εραστή, του Απόλλωνα, να διονυσιαστεί. Ο πόθος ως εμμονή ζωής είναι για τον Δημητριάδη η ονειρεμένη λύση στο αίνιγμα της ζωής. Από την άλλη έχουμε την αποθέωση της γυναίκας μέσα από την προσέγγιση - πολύ ευτυχή - ομολογουμένως - και του σκηνοθέτη Θάνου Σαμαρά και της ερμηνεύτριας Έλλης Τρίγγου. Μια κοσμογονία εικόνων απογειώνει τον μονόχορδο, αξιωματικό λόγο του ποιητή - συγγραφέα. Την ερωτική επί του Όρους ομιλία του. Την ανάβαση στο λόφο της Κύπριδος. Παρατηρημένο: Όσο πιο αποδραματοποιημένο, δηλαδή συμβολικά ακίνητο, είναι ένα κείμενο, τόσο πιο πολύ προσφέρεται σε ξέφρενη, σκηνοθετική δράση. Ό τι δηλαδή σώζει την παράσταση και καθαίρει τον θεατή στον Ευαγγελισμό της Κασσάνδρας. Ό τι καθιστά τη λυρική πρόζα, θέατρο και θέαμα. Κατά τ' άλλα;
Κατά τ' άλλα είμαστε περαστικοί από τις ζωές των ανθρώπων και οι άνθρωποι, μόνοι στο τέλος και μοναδικοί στο άθλημα της μοναξιάς, συμβιώνουν περισσότερο με τις αναμνήσεις των σωμάτων παρά με τα σώματα τα ίδια. Το εφήμερο του ίμερου είναι ο δυσοίωνος χρησμός του αιώνιου θήλεος. Έστω και αν δεν τον πιστεύει κανείς.
ΒΙΒΛΙΚΌΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΆΔΗΣ
-Ποιά κείμενα μπορούν να καταστούν θέατρο; Οι μοντέρνοι θα έλεγαν τα πάντα ενώ οι μεταμοντέρνοι συμφωνώντας θα πρόσθεταν με την γνωστή αποδομητική τους διάθεση “τα πάντα και επιπλέον εκείνα που δεν έχουν ακόμα γραφτεί”.
Αν ο κάθε κλασικισμός υπερασπίζεται την καλλιέπεια και τον ορθολογισμό της αφήγησης δηλαδή το προφανές των πραγμάτων, ο κάθε νεοτερισμός διατείνεται πως αν υπάρχει κάποια αλήθεια, αυτή κρύβεται στο παραλήρημα του εσωτερικού μονολόγου, στο τυχαίο ασαμπλάζ εικόνων ασύνδετων που αντανακλούν περισσότερο τα σκοτάδια του μυαλού, την σκοτεινάγρα της ψυχής σε εκείνο τον ασταμάτητο πόλεμο του έρωτα παρά στην συμφιλιωτική ειρήνη της αγάπης. Τα κείμενα είναι πληγές περισσότερο παρά φάρμακα...
Αναφέρομαι στα κείμενα εκείνα που με ενδιαφέρουν προσωπικά, που περισσότερο αγωνιούν με ερωτήματα, με ερωτηματικά, με ερωτικά σύμβολα νίκης ή ήττας, παρά που ναρκισσεύονται με καθησυχαστικές απαντήσεις.
Σαν τον απελευθερωτικό - παραληρηματικό επινίκιο του Δημητριάδη για παράδειγμα στον μονόλογο "Ευαγγελισμός της Κασσάνδρας" που υπηρετεί τόσο εμπνευσμένα αυτό το μικρό στοιχειό του θεάτρου μας, η Έλλη Τρίγγου. Ένα κείμενο που υπογράφει ένας γέρος πια άντρας αποθεώνοντας τολμηρά τον ίμερο, την επιθυμία, τον πόθο, τη τρέλα και την λώβα του σπερματικού, πρωτίστως, του εμπειρίκειου έρωτα. Εκείνου του έρωτα που δικαιώνει και που δικαιολογεί τα πάντα, αρκεί να αφήνονται τα κορμιά στην Προφητεία του, να διατρυπούν και να διατρυπώνονται, να κατακαίγονται από το πυρ του χωρίς να γίνονται στάχτη. Κορμιά πυρίκαυστα και πυρίμαχα ταυτόχρονα.
Ο Δημητριάδης εδώ ερωτοτροπεί με τη γλώσσα, φιάχνει λέξεις, εκμαυλίζει τις λέξεις, λεξιμαχεί ως ακατασίγαστος λεξιλάγνος και ευαγγελίζεται έναν έρωτα για τα πάντα, προς τους πάντες σαν τη μόνη απάντηση στο πανταχού παρόν ντομίνιο του Θανάτου. Σαν βιβλική προφητεία που απελευθερώνεται για να απελευθερώσει, σαν μιαν Ομιλία όχι επί του όρους των Ελαιών ούτε των Κέδρων αλλά στον λοφίσκο της Αφροδίτης...
Βέβαια ο πανσεξουαλισμός του Δημητριάδη, ιλαρός και ευφορικός, ευφάνταστος και γεμάτος από λεξιμαργική ευρηματικότητα, αποενοχοποιημένο χιούμορ και παιδική σκανταλιά - με τον τρόπο που τα σκολιαρόπαιδα λένε "βρωμόλογα" - πολύ δύσκολα κρύβει στο βάθος της εικόνας του το πένθος που καιροφυλακτεί στους βουβώνες -κάθε- απελευθερωμένου έρωτα. Επειδή νόμος του έρωτα, δύναμη και μαζί αδυναμία του, είναι το αδήριτα εφήμερο της ύπαρξης του. Είναι άπειρα πολύς επειδή ζει λίγο. Και δεν είναι κασσανδρισμός να το αναλογίζεται κανείς. Στην νίκη του έρωτα υπάρχουν μόνο σφάγια και ρέει αποκλειστικά το αίμα των θυμάτων που θριάμβευσαν...
ΥΓ. Τα μεγάλα μεταπολεμικά κείμενα που αποτελούν ipso facto θέατρο υψηλού επιπέδου, είναι τα έργα του Ρίτσου, η Σονάτα του Σεληνόφωτος, η Ελένη κλπ. είναι η Νυκτωδία της Κροστάνδης του Καρούζου που δεν την τόλμησε κανείς, είναι ο Λειβαδίτης στα λυρικά του, είναι η Μαρία Νεφέλη, η Ελένη ή η Σονάτα του Σεληνόφωτος του Ρίτσου κοκ. Διερωτώμαι αν θα υπήρχε το ποιητικό θέατρο του Ζιώγα, του Καμπανέλλη, της Αναγνωστάκη, του Μάτεσι χωρίς π.χ τα κείμενα του Χειμωνά. Αλλά και οι νεότεροι ποιητές μας, φερ' ειπείν ο Γιώργος Μαρκόπουλος, έχουν εξαιρετικό, θεατρικό ενδιαφέρον. Φρονώ ότι ο Δημητριάδης αρδεύεται από αυτά τα ποτάμια. Εκεί λούζει τις πληγές του δικού του κορμιού. Εκεί ενοράται τους Ευαγγελισμούς του.
Θα τελειώσω με τον ποιητή του "Κλέφτικου", του Γιώργου Πρεβεδουράκη ο οποίος στο τελευταίο του βιβλίο Οδός Ρόδων, εκδόσεις Πανοπτικόν γράφει:
...το τι πράττει κανείς με το σώμα του είναι υπόθεση συλ-λο-γι-κή.