Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2012

Παναγιώτης Κονδύλης: Η σημερινή Ελλάδα αποτελεί περίπτωση φθίνοντος έθνους


Η σημερινή Ελλάδα αποτελεί ακριβώς περίπτωση φθίνοντος έθνους, το οποίο εκλαμβάνει τις έμμονες μυθολογικές του ιδέες για τον εαυτό του ως ρεαλιστική αυτεπίγνωση. Δεν είναι διόλου περίεργο ότι η ψυχολογική αυτή κατάσταση συχνότατα παρουσιάζει συμπτώματα παθολογικού αυτισμού γιατί το απαραίτητο υπόβαθρο και πλαίσιο της υγιούς αυτεπίγνωσης είναι η γνώση του ευρύτερου περιβάλλοντος κόσμου, μέσα στον οποίο καλείται να δράσει ένα ατομικό ή συλλογικό υποκείμενο, αποτιμώντας κατά το δυνατόν νηφάλια τις δυνατότητες του και υποκαθιστώντας τη νοσηρά εγωκεντρική αρχή της ηδονής με τη φυσιολογικά εγωκεντρική αρχή της πραγματικότητας. Όπως οι κατώτεροι ζωικοί οργανισμοί, έτσι και οι σημερινοί Έλληνες αντιδρούν με έντονες αντανακλαστικές κινήσεις μονάχα σ’ ό,τι τους ερεθίζει άμεσα και ειδικά· οι δηλώσεις κάποιου «φιλέλληνα» στη Χαβάη ή κάποιου «μισέλληνα» στη Γροιλανδία (κι ας μη μιλήσουμε καθόλου για τα όσα παρεμφερή μαθαίνει κανείς από τις Βρυξέλλες ή την Ουάσιγκτον) ευφραίνουν ή εξάπτουν, αναλόγως, τα πνεύματα πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τα απασχολούν τα ουσιώδη, αν και συχνά αφανή, μεγέθη της πολιτικής και της οικονομίας.

Επίσης ελάχιστοι φαίνεται να ενδιαφέρονται για τα πολιτικά συμπαρομαρτούντα των διαγραφόμενων οικολογικών στενωπών ή για τις προσεχείς συνέπειες της μετανάστευσης των λαών σε μια χώρα τόσο ευπαθή οικολογικά και τόσο έκθετη γεωγραφικά όσο η Ελλάδα. Όμως η έλλειψη, και μάλιστα η άρνηση, της αυτεπίγνωσης δεν φαίνεται μόνον έμμεσα στη στενότητα της πολιτικής κοσμοεικόνας, από την οποία συνήθως αφορμώνται οι συζητήσεις πάνω στην εθνική πολιτική. Φαίνεται και άμεσα, στον τρόπο διεξαγωγής αυτών των συζητήσεων. Στο επίκεντρό τους βρίσκονται δηλ. περισσότερο ή λιγότερο θεμελιωμένες σκέψεις και γνώμες για το ποιά τροπή θα πάρει αυτή ή εκείνη η συγκεκριμένη εξέλιξη και για το αν αυτή ή εκείνη η ενέργεια ενδείκνυται ή όχι, πράγμα πού συχνότατα οδηγεί στη γνωστή και προσφιλή πολιτικολογία και τραπεζορητορεία. Δεν θίγεται όμως ο ακρογωνιαίος λίθος κάθε πολιτικής προβληματικής: ποιά είναι η ταυτότητα και η οντότητα του πολιτικού υποκειμένου, για τις πράξεις, τις παραλείψεις και το μέλλον του οποίου γίνεται λόγος; Πιο συγκεκριμένα: ποιά είναι η σημερινή φυσιογνωμία της Ελλάδας και τι προκύπτει απ’ αυτήν ως προς την ικανότητά της να ασκήσει εθνική πολιτική μέσα στις σημερινές πλανητικές συνθήκες; Η εσωτερική αποσύνθεση, την οποία κανείς αφήνει να προχωρήσει όσο δεν φαίνεται ν’ αντιμετωπίζει άμεσο κίνδυνο, του στερεί τα απαιτούμενα μέσα και περιθώρια ελιγμών όταν η ανάγκη σφίγγει.

Υπάρχει διάχυτη η εντύπωση ότι μόλις εμφανισθεί στο διεθνές προσκήνιο η Ελλάδα (ολόκληρη Ελλάδα!) και υψώσει τη φωνή για τα δίκαιά της, η κοινωνία των εθνών θα αφήσει τις δικές της έγνοιες και θα ενδιαφερθεί για τα ελληνικά αιτήματα, περίπου αποσβολωμένη από την ηθική λάμψη τους. Η προβολή της εξ ορισμού ανώτερης ηθικής διάστασης φαίνεται να απαλλάσσει από τους ταπεινούς μόχθους και τους παραζαλιστικούς λαβυρίνθους της συγκεκριμένης πολιτικής, φαίνεται δηλ. ότι αρκεί να έχει κανείς το δίκαιο με το μέρος του για να έχει κάνει σχεδόν τα πάντα, όσα εξαρτώνται απ’ αυτόν. Στον υπόλοιπο κόσμο εναπόκειται να αντιληφθεί το ελληνικό δίκαιο και να πράξει ανάλογα. Η ελληνική πλευρά συχνότατα θεώρησε και θεωρεί ως αδιανόητο ότι οι άλλοι μπορούν να έχουν (ειλικρινά ή όχι) διαφορετική αντίληψη για το τι είναι δίκαιο· επίσης δυσκολευόταν και δυσκολεύεται να συμφιλιωθεί με τη σκέψη ότι οι άλλοι δεν παίρνουν πάντα τοις μετρητοίς τους ισχυρισμούς της κι ότι χρησιμοποιούν και άλλες πηγές πληροφοριών ή ακούνε και άλλες απόψεις. Εκείνο όμως πού προ παντός αρνείται να κατανοήσει σε μόνιμη βάση η ελληνική πλευρά, καθώς έχει αυτοπαγιδευθεί στις υπεραναπληρώσεις των ηθικολογικών άλλοθι, είναι ότι κάθε ισχυρισμός και κάθε διεκδίκηση μετρούν μόνο τόσο, όσο και η εθνική οντότητα πού στέκει πίσω τους. Όποιος λ.χ. μονίμως επαιτεί δάνεια και επιδοτήσεις για να χρηματοδοτήσει την οκνηρία και την οργανωτική του ανικανότητα δεν μπορεί να περιμένει ότι θα εντυπωσιάσει ποτέ κανέναν με τα υπόλοιπα «δίκαιά» του. Ούτε μπορεί κανείς να περιμένει ότι θα ληφθεί ποτέ σοβαρά υπ’ όψιν μέσα στο διεθνές πολιτικό παιγνίδι, αν δεν έχει κατανοήσει, και αν δεν συμπεριφέρεται έχοντας κατανοήσει, ότι, πίσω και πέρα από τις μη δεσμευτικές διακηρύξεις αρχών ή τις αόριστες φιλοφρονήσεις, τις φιλίες ή τις έχθρες τις δημιουργεί και τις παγιώνει η σύμπτωση ή η απόκλιση των συμφερόντων. Όμως στη βάση αυτή μπορεί να κινηθεί μόνον όποιος έχει την υλική δυνατότητα να προσφέρει τόσα, όσα ζητά ως αντάλλαγμα. Με άλλα λόγια: οι κινήσεις στο πολιτικό-διπλωματικό πεδίο αποδίδουν όχι ανάλογα με το «δίκαιο», το οποίο άλλωστε η κάθε πλευρά ορίζει για λογαριασμό της, αλλά ανάλογα με το ιστορικό και κοινωνικό βάρος των αντίστοιχων συλλογικών υποκειμένων, το οποίο όλοι αποτιμούν κατά μέσον όρο παρόμοια, όπως γίνεται και με τα εμπορεύματα στην αγορά. Επί πλέον καμμιά προστασία και καμμιά συμμαχία δεν κατασφαλίζει τελειωτικά οποίον βρίσκεται μαζί της σε σχέση μονομερούς εξάρτησης. Η αξία μιας συμμαχίας για μιαν ορισμένη πλευρά καθορίζεται από το ειδικό βάρος της πλευράς αυτής μέσα στο πλαίσιο της συμμαχίας. Ισχυροί σύμμαχοι είναι άχρηστοι σ’ όποιον δεν διαθέτει ό ίδιος σεβαστό ειδικό βάρος, εφ’ όσον ανάλογα με τούτο εδώ αυξομειώνεται το ενδιαφέρον των ισχυρών. Ίσως να θεωρεί κανείς «απάνθρωπα» και λυπηρά αυτά τα δεδομένα ? αν όμως ασκεί εθνική πολιτική αγνοώντας τα, αργά ή γρήγορα θα βρεθεί σε μια κατάσταση όπου τη λύπη για την ηθική κατάπτωση των άλλων θα τη διαδεχθεί ο θρήνος για τις δικές του συμφορές.

Η παρατήρηση αυτή μας φέρνει στη δεύτερη από τις δύο μεγάλες φάσεις της εθνικής συρρίκνωσης του ελληνισμού σ’ αυτόν τον αιώνα. Αν η πρώτη είχε κυρίως γεωπολιτικό χαρακτήρα, η δεύτερη, πού άρχισε μετά τη σχετική ολοκλήρωση της πρώτης, χαρακτηρίζεται από τα συμπτώματα και τα συμπαρομαρτούντα ενός παρασιτικού καταναλωτισμού αδιάφορου για τις μακροπρόθεσμες εθνικές του επιπτώσεις, ιδιαίτερα σ’ ό,τι αφορά την ανεξαρτησία της χώρας και την αυτοτέλεια των εθνικών της αποφάσεων. Τον καταναλωτισμό αυτόν δεν τον ονομάζουμε παρασιτικό για να τον υποβιβάσουμε ηθικά, αντιπαρατάσσοντάς του «ανώτερα» και «πνευματικά» ιδεώδη ζωής, όπως κάνουν διάφοροι διανοούμενοι. Θα ήταν εξωπραγματικό και ανόητο να θέλει να αποκόψει κανείς τον ελληνικό λαό στο σύνολό του από τις νέες δυνατότητες της παραγωγής και της τεχνολογίας — και επί πλέον θα ήταν και επικίνδυνο, γιατί μια τέτοια αποκοπή θα συμβάδιζε με μια γενικότερη οικονομική και στρατιωτική καθυστέρηση. Ό όρος «παρασιτικός καταναλωτισμός» χρησιμοποιείται εδώ στην κυριολεξία του για να δηλώσει ότι η σημερινή Ελλάδα, όντας ανίκανη να παραγάγει η ίδια όσα καταναλώνει και μην έχοντας αρκετή αυτοσυγκράτηση — και αξιοπρέπεια — ώστε να μην καταναλώνει περισσότερα απ’ όσα μπορεί να παραγάγει η ίδια, προκειμένου να καταναλώσει παρασιτεί, και μάλιστα σε διπλή κατεύθυνση: παρασιτεί στο εσωτερικό, που υποθηκεύει τους πόρους του μέλλοντος μετατρέποντάς τους σε τρέχοντα τοκοχρεολύσια, και παρασιτεί προς τα έξω, που έχει επίσης δανεισθεί υπέρογκα ποσά όχι για να κάνει επενδύσεις μελλοντικά καρποφόρες αλλά κυρίως για να πληρώσει με αυτά τεράστιες ποσότητες καταναλωτικών αγαθών, τις οποίες και πάλι εισήγαγε από το εξωτερικό. Η εξέλιξη αυτή συντελέσθηκε στο πλαίσιο της μεταπολεμικής προοδευτικής διαπλοκής των διεθνών οικονομικών διαδικασιών γενικά και των ευρωπαϊκών οικονομιών ειδικότερα, ωστόσο θα ήταν λάθος να τη θεωρήσουμε ως ειμαρμένη πού ενέσκηψε πάνω σε μιαν αδύνατη κι ανυπεράσπιστη Ελλάδα, αιχμαλωτισμένη ανέκκλητα στα δίχτυα του «διεθνούς κεφαλαίου». Τέτοιες φαινομενικά περισπούδαστες εξηγήσεις προσφέρουν όσοι οχυρώνονται πίσω από την αγοραία «αριστερή» και «φιλολαϊκή» ρητορική, αρνούμενοι να αναμετρήσουν το μέγεθος των δικών τους ευθυνών, το βάθος των συντελεστών της σημερινής εθνικής κρίσης και την οδυνηρότητα των πιθανών διεξόδων απ’ αυτήν.

Οι πρωταρχικοί λόγοι, πού έθεσαν σε κίνηση τη διαδικασία της εθνικής εκποίησης και της συναφούς πολιτικής αποδυνάμωσης της Ελλάδας σε διεθνές επίπεδο, είναι ενδογενείς και ανάγονται στη λειτουργία του πολιτικού της συστήματος και στη συμπεριφορά όλων των υποκειμενικών του παραγόντων. Με άλλα λόγια: το ελληνικό κοινωνικό και πολιτικό σώμα στο σύνολο του επωφελήθηκε από τη μεταπολεμική πρωτοφανή ανάπτυξη της διεθνούς οικονομίας και άντλησε βραχυπρόθεσμα ωφελήματα απ’ αυτή με αντάλλαγμα τον μακροπρόθεσμο υποβιβασμό της Ελλάδας στην κλίμακα του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας και συνάμα τη γενική εθνική της υποβάθμιση. Αυτό έγινε με τη μορφή ενός σιωπηρού, αλλά διαρκούς και κατά μέγα μέρος συνειδητού και επαίσχυντου κοινωνικού συμβολαίου, στο πλαίσιο του οποίου η εκάστοτε πολιτική ηγεσία — «δεξιά», «φιλελεύθερη» ή «σοσιαλιστική», κοινοβουλευτική ή δικτατορική: στο κρίσιμο τούτο σημείο οι αποκλίσεις υπήρξαν ελάχιστες — ανέλαβε τη λειτουργία να ενισχύει γρήγορα και παρασιτικά τις καταναλωτικές δυνατότητες του «λαού» με αντίτιμο την πολιτική του εύνοια ή ανοχή, ήτοι τη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας και την κάρπωση των συναφών κοινωνικών και υλικών προνομίων. Βεβαίως, η συναλλαγή αυτή χαρακτήριζε τον ελληνικό κοινοβουλευτισμό από τα γεννοφάσκια του, όμως η πρωτοφανής μεταπολεμική διεθνής οικονομική συγκυρία της προσέδωσε δυνατότητες επίσης πρωτοφανείς: προς άγρα και συγκράτηση της εκλογικής πελατείας μπορούσαν τώρα να προσφερθούν όχι απλώς ανιαρές κρατικές θέσεις, αλλά επί πλέον πολύχρωμες μάζες καταναλωτικών αγαθών και πλήθος δελεαστικών καταναλωτικών δυνατοτήτων. Ενώ όμως η πρώτη προσφορά συνεπαγόταν κυρίως την εκποίηση του κρατικού μηχανισμού και των κρατικών πόρων στην εσωτερική αγορά, η δεύτερη — και πιο πλουσιοπάροχη — απέληγε με εσωτερική αναγκαιότητα στο ξεπούλημα ολόκληρου τού έθνους στη διεθνή αγορά. Αυτό το ξεπούλημα άρχισε με τα μεγάλα, αντίδρομα και ταυτοχρόνως συμπληρωματικά, κύματα της μετανάστευσης και του τουρισμού, για να κορυφωθεί, αλλάζοντας αισθητά όψη και συναισθηματική επένδυση, στην αγορά αυστριακών μπισκότων για σκύλους και στην οργάνωση τριήμερων ταξιδιών στο Λονδίνο για ψώνια, κατασταλάζοντας ενδιαμέσως παχυλές επιδοτήσεις μιας περιττής αγροτικής παραγωγής και την περαιτέρω διόγκωση μιας ημιπαράλυτης δημοσιοϋπαλληλίας. Ποτέ άλλοτε το κράτος και το έθνος δεν βρέθηκαν, χάρη στην απλόχερη μεσολάβηση του «πολιτικού κόσμου», σε τόσο αγαστή σύμπνοια με τον χαρτοπαίχτη της επαρχίας και με το τσόκαρο των Αθηνών.

Ο παρασιτικός καταναλωτισμός, όπως τον ορίσαμε παραπάνω, προκάλεσε μια τέτοια διασπάθιση πόρων, ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1980, ώστε η στενότητα των πόρων θα ακολουθεί στο εξής, και για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, την ελληνική εθνική πολιτική σαν βαριά σκιά. Οι σημερινές, και οι αναπόδραστες αυριανές, προσπάθειες του «πολιτικού κόσμου» για τη λύση αυτού του πιεστικού προβλήματος δεν αποτελούν διαρθρωτική του αντιμετώπιση, παρά κατά βάθος αποσκοπούν στη δημιουργία συνθηκών πρόσκαιρης ανακούφισης πού θα επιτρέψουν ξανά την ανακύκλωση του προηγούμενου φαύλου παιγνιδιού μεταξύ κομμάτων και ψηφοφόρων. Είναι περιττό να εξηγήσουμε ποιες μακροπρόθεσμες συνέπειες έχει η υφιστάμενη σήμερα στενότητα των πόρων για το μέλλον τού έθνους, δηλ. για την οικονομική ανταγωνιστικότητα του, για την παιδεία του και για την άμυνα του. Εξ αιτίας της στενότητας τούτης η Ελλάδα ξεκινά τον αγώνα δρόμου στην αρχόμενη πολυτάραχη φάση της πλανητικής πολιτικής με ένα επί πλέον σημαντικότατο μειονέκτημα. Η οικονομική της υποπλασία, η οποία χρηματοδοτήθηκε και εξωραΐσθηκε καταναλωτικά με την εκτεταμένη απώλεια της οικονομικής της ανεξαρτησίας, θα περιορίσει πολύ τα περιθώρια των πολιτικών της επιλογών και δραστηριοτήτων, προ παντός όταν θα συγκρουσθούν οι δικές της θέσεις με εκείνες των Ευρωπαίων και άλλων χρηματοδοτών της. Για τη σύγκρουση αυτή, η οποία, δεν αποκλείεται κάποτε να πάρει εκρηκτικές διαστάσεις, θα πούμε μερικά πράγματα αμέσως παρακάτω. Πάντως την πορεία και την έκβασή της τις προδιαγράφει η σημερινή εικόνα της Ελλάδας στον διεθνή, και προ παντός στον κοινοτικό ευρωπαϊκό χώρο. Θα πρέπει κανείς, όπως συμβαίνει κατά κανόνα στη μακάρια ελληνική επικράτεια, να αγνοεί τον χώρο αυτόν ή να έχει πάθει αθεράπευτη εθνικιστική τύφλωση και κώφωση για να μη γνωρίζει ότι στα μάτια των εταίρων της η Ελλάδα είναι σήμερα ένας ανεπιθύμητος παρείσακτος, ένας αναξιοπρεπής επαίτης, ο οποίος ζητά δισεκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο προκειμένου να καταναλώνει πολύ περισσότερα απ’ όσα του επιτρέπουν οι παραγωγικές του δυνατότητες και η παραγωγικότητα της εργασίας του, και ο οποίος επί πλέον, για να διασφαλίσει την παρασιτική του ευημερία, δεν διστάζει να ελίσσεται και να εξαπατά, ενώ ο επαρχιωτισμός και ο ενίοτε παιδικός εγωκεντρισμός του δεν του επέτρεψαν ποτέ να διατυπώσει κάποια ουσιώδη σκέψη ή πρόταση γενικού ευρωπαϊκού ή διεθνούς ενδιαφέροντος. Δεν έχει σημασία αν την εικόνα τούτη τη συμμερίζονται όλοι ανεξαιρέτως και αν ευσταθούν όλες της οι λεπτομέρειες ? βαρύνουσα πολιτική σημασία έχει η γενική της διάδοση και προ παντός η γενική συμφωνία της με τα πραγματικά δεδομένα. Εδώ ήδη φαίνεται καθαρότατα η βαθειά εσωτερική σχέση ανάμεσα στην πολιτική του παρασιτικού καταναλωτισμού και στις τύχες της χώρας μέσα στην κοινωνία των εθνών.

Οι απωθητικοί και αντισταθμιστικοί μηχανισμοί, με τη βοήθεια των οποίων η πολυδαίδαλη και πολυμήχανη νεοελληνική ψυχή παρακάμπτει τους εξευτελισμούς χωρίς ποτέ να τους υπερνικήσει κατά μέτωπο, είναι παλαιοί, δοκιμασμένοι και γνωστοί. Επειδή ο επαίτης κατάγεται, γεωγραφικά τουλάχιστον, από τον τόπο του Περικλή, πιστεύει ο ίδιος ότι δικαιούται να εμφανίζεται με χλαμύδα, τη λευκότητα της οποίας τίποτε, ούτε καν κατάφωρες παραχαράξεις και καταχρήσεις, δεν θα μπορούσε να σπιλώσει. Παράλληλα, οι περιοδικές πατριωτικές εξάρσεις ή αψιθυμίες, από διάφορες αφορμές, επιτρέπουν την ψυχολογικά βολική υπερκάλυψη της εθνικά ολέθριας συλλογικής πρακτικής από το υψιπετές εθνικό φρόνημα, της κοντόθωρης ευδαιμονιστής δραστηριότητας από το μετέωρο παραλήρημα. Επίσης καθιστούν δυνατή την ψευδαίσθηση της ομοψυχίας όταν οι ατομικές βλέψεις και οι προσωπικές επιδιώξεις στην πραγματικότητα αποκλίνουν τόσο, ώστε είναι πια δυσχερέστατο να συντονισθούν με καθοριστικό άξονα τις επιταγές μιας μακρόπνοης εθνικής πολιτικής. Η κραυγαλέα επίδειξη ομοψυχίας υποκαθιστά έτσι την ύπαρξη πρακτικά δεσμευτικής και αποδοτικής ομογνωμίας πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα και συγκεκριμένες λύσεις. Έτσι, ό,τι θα έπρεπε ν’ αποτελεί ψυχολογικό θεμέλιο για την άσκηση εθνικής πολιτικής μετατρέπεται σε ψυχολογικό άλλοθι για τη ματαίωση των προϋπο­θέσεών της, καθώς η διαρκής πατριωτική μέθη εμποδίζει μόνιμα τους ευτυχείς φορείς της να αποκρυσταλλώσουν τη ρητορική εθελοθυσία τους σε κοινές πραγματιστικές πολιτικές αποφάσεις, ήτοι σε μία κατανομή ευθυνών, εργασιών, προσφορών και απολαβών μέσα σ’ ένα μακρόχρονο και δεσμευτικό πρόγραμμα εθνικής επιβίωσης. Όσο περισσότερο η συζήτηση μετατοπίζεται προς την κατεύθυνση τέτοιων αποφάσεων, τόσο γρηγορότερα η μέθη ξεθυμαίνει για να επικρατήσει και πάλι η ατομική ή «κλαδική» λογική του παρασιτικού καταναλωτισμού. Ως συνδετικός ιστός και ως κοινός παρονομαστής απομένει έτσι μία γαλανόλευκος πομφόλυξ.

Το γεγονός, το οποίο περιπλέκει αφάνταστα τη σημερινή ελληνική κατάσταση, κάνοντάς τη να φαίνεται κατ’ αρχήν αδιέξοδη, είναι ότι η υπέρβαση του παρασιτικού καταναλωτισμού ειδικότερα και του κοινωνικού και ιστορικού παρασιτισμού γενικότερα, η εκλογίκευση της οικονομίας και της εθνικής προσπάθειας στο σύνολο της, δεν προσκρούουν απλώς στα οργανωμένα συμφέροντα μιας μειοψηφίας, η οποία στο κάτω-κάτω θα μπορούσε να παραμερισθεί με οποιαδήποτε μέσα και προ παντός με τη συμπαράσταση της μεγάλης πλειοψηφίας. Τα πράγματα είναι ακριβώς αντίστροφα. Η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού όλων των κοινωνικών στρωμάτων έχει εν τω μεταξύ συνυφάνει, κατά τρόπους κλασσικά απλούς ή απείρως ευρηματικούς, την ύπαρξη και τις απασχολήσεις της με τη νοοτροπία και με την πρακτική του παρασιτικού καταναλωτισμού και του κοινωνικού παρασιτισμού. Για να ακριβολογήσουμε, βέβαια, πρέπει να προσθέσουμε ότι σε σχέση με τη σύγχρονη Ελλάδα η έννοια του παρασιτισμού μόνον οξύμωρα μπορεί να χρησιμοποιηθεί: γιατί εδώ δεν πρόκειται για έναν λίγο-πολύ υγιή εθνικό κορμό, ο οποίος έχει αρκετές περισσές ικμάδες ώστε να τρέφει και μερικά παράσιτα ποσοτικώς αμελητέα, παρά για ένα πλαδαρό σώμα πού παρασιτεί ως σύνολο εις βάρος ολόκληρου του εαυτού του, ήτοι τρώει τις σάρκες του και συχνότατα και τα περιττώματα του. Οι κοινωνικές και ατομικές συμπεριφορές, πού ευδοκιμούν μοιραία σε τέτοιο μικροβιολογικό περιβάλλον, συμφυρόμενες με ζωτικότατα κατάλοιπα αιώνων ραγιαδισμού, βαλκανικού πατριαρχισμού και πελατειακού κοινοβουλευτισμού, αποτελούν την άκρα αντίθεση και τον κύριο φραγμό προς κάθε σύλληψη και λύση των προβλημάτων της εθνικής επιβίωσης πάνω σε βάση μακροπρόθεσμης και οργανωμένης συλλογικής προσπάθειας. Η σημερινή ψυχοπνευματική εξαθλίωση του ελληνικού λαού στο σύνολο του δεν νοείται ωστόσο εδώ με τη στενή σημασία των διαφόρων ηθικολόγων, παρά πρωταρχικά ως μέγεθος πολιτικό: έγκειται στην επίμονη και ιδιοτελή παραγνώριση της αδήριτης σχέσης πού υφίσταται ανάμεσα σε απόδοση και απόλαυση, και κατ’ επέκταση στην αδιαφορία απέναντι στην υπονόμευση του εθνικού μέλλοντος εξ αιτίας απολαύσεων μη καλυπτομένων από αντίστοιχη απόδοση.

Ως ελαφρυντικό πρέπει ίσως να θεωρήσει κανείς ότι οι πλείστοι Έλληνες δεν γνωρίζουν καν τι σημαίνει «απόδοση» με τη σύγχρονη έννοια και συχνά πιστεύουν ότι αποδίδουν μόνο και μόνο επειδή ιδροκοπούν, φωνασκούν και τρέχουν από το πρωί ως το βράδυ. Όμως αυτό ελάχιστα μεταβάλλει το πρακτικό αποτέλεσμα. Η δυσαρμονία απόλαυσης και απόδοσης ήταν ανεκτή όσο η απόλαυση ήταν γλίσχρα και όσο η απόδοση δεν μετριόταν πάντα με τα μέτρα των προηγμένων ανταγωνιστικών οικονομιών. Αλλά στις τελευταίες δεκαετίες μεταστράφηκαν και οι δύο αυτοί όροι: τα οικονομικά σύνορα έπεσαν, τουλάχιστον σ’ ό,τι άφορα το μέτρο της απόδοσης, εφ’ όσον δεν είναι δυνατό να αποτιμώνται με άλλο μέτρο απόδοσης τα (συνεχώς αυξανόμενα) εισαγόμενα και με άλλο τα εξαγόμενα, κι επομένως όποιος θέλει να εισαγάγει χωρίς να ξεπουληθεί πρέπει να εξαγάγει ίση απόδοση, οι αντιλήψεις για το τι σημαίνει απόλαυση προσανατολίσθηκαν, πάλι, μαζικά στα πρότυπα των προηγμένων καταναλωτικών κοινωνιών, έτσι ώστε η απόσταση απ’ αυτά να γίνεται από τους πλείστους αισθητή ως στέρηση. Έτσι η διάσταση ανάμεσα σε απόλαυση και απόδοση έγινε εκρηκτική, με αποτέλεσμα τον τελευταίο καιρό να ξαναγίνουν επίκαιρες ορισμένες στοιχειώδεις οικονομικές αλήθειες πού η Ελλάδα νόμιζε ότι τις είχε ξεπεράσει με την απλή μέθοδο του δανεισμού. Με δεδομένες όμως τις νοοτροπίες και τις συμπεριφορές πού επισημάναμε παραπάνω, οι αλήθειες αυτές δεν επενέργησαν ως καταλύτης παραγωγικών ενεργειών, παρά μάλλον ως καταλύτης αντεγκλήσεων, η στειρότητα των οποίων επέτεινε τη συλλογική αμηχανία και αβουλία. Πράγματι, για όποιον δεν είναι εξ επαγγέλματος και ιδιοτελώς υποχρεωμένος (λ.χ. ως πολιτικός) να τρέφει και να διαδίδει ψευδαισθήσεις, είναι προφανές ότι η χώρα βυθίζεται στον κοινωνικό λήθαργο και στη συλλογική απραξία, ήτοι η κοινωνική πράξη έχει υποκατασταθεί από αντανακλαστικές κινήσεις: το νευρόσπαστο κινείται κι αυτό, όμως δεν πράττει. Η αίσθηση της αποσύνθεσης είναι γενική και δεσπόζει σε όλες τις συζητήσεις, ενώ η εξ ίσου διάχυτη δυσφορία εκτονώνεται όλο και ευκολότερα, όλο και συχνότερα σε προκλητική επιθετικότητα και σε επιδεικτική χυδαιότητα.



Αναδημοσίευση από το e-keimena.gr

Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2012

Επιστολή *



Κωνσταντίνος Παρθένης, La Liberté

Από την έκθεση :“ΠΕΡΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ” Ο ιδανικός διάλογος 12 σύγχρονων καλλιτεχνών μ’ έναν εικαστικό τους προπάτορα, 7-30 Μαρτίου, γκαλερί Τεχνοχώρος, Λεμπέση 4 & Μακρυγιάννη, Αθήνα


Κύριε διευθυντά,

Με πολύ ενδιαφέρον παρακολουθώ τ' αλλεπάλληλα ρεπορτάζ της έγκριτης εφημερίδας σας με θέμα τους πλαστογράφους έργων τέχνης και την έξαρση της πλαστογραφίας στη πατρίδα μας. Επιτρέψτε μου πάντως να παρατηρήσω πως εκτός από γενικότητες “κάποιος συντηρητής, μια συμμορία, ένας έμπορος...”, δεν πληροφορήθηκα τίποτε το συγκεκριμένο, παρ' ότι τα τελευταία χρόνια η σχετική ειδησιογραφία βρίθει στοιχείων: Λόγου χάρη τα πλαστά της Vranas Gallery, τα διακόσια πλαστά που σταματήσαμε, δυο επιμελητές, στην Εθνική Πινακοθήκη πριν δημοπρατηθούν στη Λευκωσία, τα καταγγελθέντα έργα του Ελληνικού παραρτήματος των Christie's -ο αείμνηστος μάλιστα Καρκαγιάννης είχε τότε εντυπωσιακά ξιφουλκήσει- η υπόθεση Εθνικής Ασφαλιστικής-Αμερικάνου, κλπ.

Απ' την άλλη τα άρθρα σας επικεντρώνονται αποκλειστικά στα δυο επίδικα έργα Παρθένη που δημοπρατήθηκαν στους Sotheby's σε τρόπο ώστε να δημιουργούνται ετεροβαρείς εντυπώσεις. Τη στιγμή μάλιστα που η αυθεντικότητά τους εξετάζεται από τα Ελληνικά δικαστήρια. Προσωπικά, ως πραγματογνώμονας διορισμένος από την Δικαιοσύνη, έχω ήδη αποφανθεί. Σκέφτομαι πάντως πως σε μια κοινωνία που έχει καταστήσει την πλαστότητα ιδεολογία, στην πολιτική, τις ανθρώπινες σχέσεις και συμπεριφορές, είναι περίπου νομοτελειακό το αυθεντικό να συκοφαντείται ως ψεύτικο από όσους, ειδικούς ή μη, δεν αντέχουν το βάρος του.


Μετά τιμής.

Μάνος Στεφανίδης

Επ. Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών


*Το ανωτέρω κείμενο στάλθηκε ηλεκτρονικά στην εφημερίδα Καθημερινή. Αγνοώ αν θα δημοσιευθεί ή όχι. Χάρις στο Internet, έχω πλέον την πολυτέλεια να μη με νοιάζει.


Όχι πια



6 Στο χείλος του γκρεμού
Το ξέρατε ότι ο φίλος μου Χάρρυ Κλυνν ζωγραφίζει και μάλιστα εξαιρετικά; Να ένα από τα τελευταία του έργα που μόλις μου έστειλε από τη Θεσσαλονίκη.



Μετά τη Marfin υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μην ξαναπάω σε διαδήλωση. Να μην επιτρέψω στο κράτος, το παρακράτος, τις οργανωμένες συμμορίες και το ιδεολογικοποιημένο έγκλημα να με χρησιμοποιήσουν. Όχι πια. Μετά την συστηματική εκτροπή κάθε, μα κάθε διαδήλωσης σε όργιο βίας, καταστροφών, ερήμωσης του ιστορικού κέντρου και στο τέλος σε εν ψυχρώ δολοφονίες ανυπεράσπιστων ανθρώπων από ιδεοληπτικούς κακούργους, είπα στον εαυτό μου πως πρέπει να βρω άλλους τρόπους αντίδρασης. Αλλιώς είμαι κι εγώ συνυπεύθυνος αν όχι από πρόθεση τουλάχιστον από ανοησία. Δεν μπορεί, κάποιος άλλος τρόπος θα υπάρχει από το βαρετό και ύποπτο πια “κατεβαίνω στο Σύνταγμα, σπάνε τα μάρμαρα, ξανακαίγεται το κέντρο”.

Αυτό που έγινε τις προάλλες θυμίζει ασφαλώς τη νύχτα των κρυστάλλων του Δεκέμβρη το 2008. Και τότε στα πράγματα ήταν μια αστεία κυβέρνηση όπως και τώρα. Βύρωνες, Αρούληδες, Παπουτσήδες, Πεταλωτήδες, ίδια γεύση ανικανότητας. Εκείνο όμως που συνέβη την Κυριακή, 12 Φεβρουαρίου είναι μοναδικό. Χτύπησαν στοχευμένα “κάποιοι άγνωστοι” ιστορικά κτήρια, ίσως για ξεκαθάρισμα λογαριασμών, ίσως για αποχαρακτηρισμούς ιδιοκτησιών, ίσως, ίσως ... κι όχι για απλό πλιάτσικο ή επίδειξη παράλογης βίας. Το επιτελικό σχέδιο ξεκίνησε με τη κατάληψη της Νομικής. Εκεί ήταν το στρατηγείο και η αποθήκη των “πυρομαχικών”. Κάτω ουσιαστικά από τη μύτη των αρχών και δυστυχώς με την ανοχή -για να μην πω συγκάλυψη- της Πρυτανείας. Τα υπόλοιπα τα ξέρετε. Είναι τόσο πανομοιότυπα τα γεγονότα ώστε δεν μπορούν να θεωρηθούν αθώοι όσοι οργανώνουν διαδηλώσεις για ξεκάρφωμα ιδίων ευθυνών και πρωτίστως οι “αμαρτωλές” και κρατικοδίαιτες ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ με τους προέδρους και τα στελέχη που αμέσως μετά τη θητεία τους μεταμορφώνονται σε υπουργούς και (κυβερνητικούς) βουλευτές. Η διαδήλωση όπως τη ξέρατε το '60 και το '70, στην εποχή του Ελληνικού Πολιτικού Μοντερνισμού πέθανε. Σήμερα, στο νοσηρό και δυσοίωνο Μεταμοντέρνο, πρέπει να εφευρεθούν άλλες μορφές διαμαρτυρίας. Προσωπικά σύντροφοί, δεν θα ξανακατέβω. Δεν αντέχω άλλη βία στο όνομα της προοδευτικότητας, δεν αντέχω να καίγεται η πόλη που αγάπησα. Δεν αντέχω να καταστρέφονται η Ιστορία και η συλλογική μνήμη έτσι α-νόητα, να χάνεται όση ελάχιστη ομορφιά μας απέμεινε, όσο κάλλος μπορούμε να αντέξουμε και εμείς και οι νεοβάνδαλοι που αναθρέψαμε σαν παιδιά και σαν μαθητές μας στο όνομα, λέει, της Αριστεροσύνης και της Ανατροπής.


ΥΓ. 1 Στο καψαλισμένο κέντρο με τα χαλάσματα που καπνίζουν, το σκοτάδι και οι σκιές των τζάνκι, βλέπω σκηνές από το Blade Runner και το Mad Max εφιαλτικά πραγματοποιημένες. Στη πόλη που έζησα την εφηβεία μου και την οποία πότε δεν φαντάστηκα έτσι...

ΥΓ. 2 Και μη με ρωτήσετε τι πρέπει να κάνουμε αφού δεν θα κάνουμε διαδηλώσεις. Πρώτον εγώ είπα να διαδηλώνουμε αλλιώς. Δεύτερον το πως, βρείτε το.

Μάνος Στεφανίδης

12/2/2012

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012


Φωτογραφία που μου έστειλε ο πεθερός μου από την Γαλλία!!!


Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2012

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΠΕΙΡΑΙΕΙΣ


Ηρακλής Παρχαρίδης


Κείμενο που προλογίζει την έκθεση “ΧΡΩΜΑΤΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΓΚΡΙΖΟ”, Οι Πειραιώτες εικαστικοί για τη γενέτειρα τους πόλη. 30/1 έως 9/3/2012. Αίθουσα τέχνης “Γαία”, Αλκιβιάδου 103, Πειραιάς.



Τον Πειραιά ανέκαθεν διέκρινε διαφοροποιημένη κοινωνιολογική σύσταση σε σχέση με την Αθήνα. Το ιδιαίτερο αυτό ταξικό στοιχείο, εμείς του λιμανιού εκείνοι οι αστοί, μπόλιαζε τους Πειραιώτες με ένα ιδιάζον αίσθημα αξιοπρέπειας και τους έκανε να υπομένουν στωικά τον παραγκωνισμό τους υπέρ του κλεινού άστεως ή την απορρόφηση απ' αυτό του όποιου τους καλλιτεχνικού δυναμικού. Έτσι θα ήταν ρομαντική υπερβολή αν μιλήσουμε για εντόπια σχολή, ή για κάποια καλλιτεχνική ομάδα. (Μόνη εξαίρεση ίσως υπήρξε ο Βολανάκης και οι μαθητές του, γόνοι ως επί το πλείστον εφοπλιστικών οικογενειών στις αρχές του αιώνα). Οφείλουμε όμως να αναφερθούμε σε αρκετές ατομικές περιπτώσεις, από τις σημαντικότερες πράγματι της νεοελληνικής τέχνης, και για μιαν αφόρητη νοσταλγία που καλεί πάντα τους Πειραιώτες ζωγράφους στη γενέθλια πόλη.

Η πληθυσμιακή σύσταση του Πειραιά διαμορφώθηκε μετά την Μικρασιατική καταστροφή και την απετέλεσαν συμπαγείς προσφυγικοί πληθυσμοί, επήλυδες των γύρω νησιών ή του παράλιου Μωριά, που έρχονταν εδώ προς άγραν καλυτέρας τύχης. Οι πληθυσμοί αυτοί, βιομηχανικοί εργάτες ή ναυτικοί, έδιναν στις συνοικίες του εκείνο το έντονο χρώμα, αυτή την ιδιότυπη ποιοτική ατμόσφαιρα, τίποτε το επίπλαστο ή αρρωστημένο αλλά κάτι αδρό και άμεσο που μόνο ο Τσαρούχης μπόρεσε να εκφράσει στα νεανικά του έργα.

Στα καφενεία του Πασαλιμανιού ή στις ταβέρνες της Πειραϊκής και της Δραπετσώνας, στα καπηλειά της Κοκκινιάς και του Ρέντη, στους κήπους εμπρός από το μεγάλο λιμάνι, στον Προφήτη Ηλία και στο Τουρκολίμανο κινούνταν κάποτε – σήμερα ίσως πολύ λιγότερο – ένας κόσμος δυναμικός, εορταστής, ανήσυχος βαθιά ερωτικός. Αυτό είναι το πιο σπουδαίο που εκόμισε ο Πειραιάς εις την τέχνην: ένα καλλιτεχνικό χρώμα, μιαν ατμόσφαιρα με έντονα λαϊκό μύρο, ένα κράμα νοσταλγίας για εκείνο το ταξίδι, για εκείνο το ταξίδι που δεν πραγματοποιείται ποτέ και για μιαν επιστροφή που συνεχώς αναβάλλεται.

Θυμάμαι μικρός πόσο με εντυπωσίαζαν τα χαμόσπιτα της γειτονιάς μου, στα Ταμπούρια και τη Νίκαια, που παρόλη τη φτώχεια τους είχαν στα στηθαία των ταρατσών ή σε ειδικές κόγχες των προσόψεών τους, πήλινα εκμαγεία κλασικών αγαλμάτων – τον Απόλλωνα μουσηγέτη, την Αθηνά του Φειδίου και άλλα. Όλα αυτά ήσαν δείγματα μιας μικροαστικής υπερηφάνειας που δεν υπάρχει σήμερα.

Ο Πειραιάς ανέκαθεν έσφυζε από καλλιτεχνικές ανησυχίες και τον συνείχε σαφώς αντιακαδημαϊκό, προκλητικό πνεύμα, με την μόνη διαφορά πως σπάνια κάποια επίσημη αρχή ή τοπική εξουσία διεκδικούσε τις ανησυχίες αυτές. Εκμεταλλευόμενη αυτή την αιρετική διάθεση, η Αθήνα συνήθως χωρίς ιδιαίτερο κόπο, απορροφούσε δια παντός κάθε Πειραιώτικη ικμάδα, και τότε και τώρα...

Η έκθεση λοιπόν αυτή περιλαμβάνει μερικούς από τους πιο διαπρεπείς Πειραιώτες καλλιτέχνες, αρκετοί των οποίων ήσαν δάσκαλοι και πρυτάνεις στην Σχολή Καλών Τεχνών όπως ο Τέτσης, ο Μαυροΐδης, ο Κοκκινίδης, έχοντας σημαδέψει με το έργο τους την νεοελληνική ευαισθησία.

Επίσης θα σταθεί στη νεότερη γενιά που ευδοκίμως παίρνει τη σκυτάλη: στον Αχιλλέα Δρούγκα, στην Ηρώ Κανακάκη, στον Σταύρο Ιωάννου, στον Ηρακλή Παρχαρίδη, στον Στέφανο Δασκαλάκη, στον Βαγγέλη Διονά, στον Γιάννη Μετζικώφ. Τέλος, της έκθεσης συμβολικά προΐσταται μια “ηρωική” φιγούρα του Γιάννη Τσαρούχη, ένας εμβληματικός νέος που ισορροπεί ανάμεσα στον αισθησιασμό της νεότητας του και στην μελαγχολική συνείδηση της, πως ο χρόνος όλα τα γερνάει, πως ο χρόνος είναι, τελικά, κρίμα!

Κυρίως όμως η έκθεση αυτή θέλει να υπογραμμίσει την έλλειψη εικαστικής ζωής που καθιστά τον Πειραϊκό λαό μη αυτάρκη. Ελλείπουν οι εκθεσιακοί χώροι, οι ουσιαστικές πρωτοβουλίες, οι οργανωμένες εκδηλώσεις που θα ενημερώσουν το ευρύτερο κοινό και θα δώσουν αληθινές διεξόδους στο καλλιτεχνικό μας δυναμικό. Δράττομαι της ευκαιρίας να πω ότι επίσης η Δημοτική Πινακοθήκη χρειάζεται ριζική ανανέωση και – κυρίως – απαλλαγή από την ανέχεια που την ταλανίζει τόσα χρόνια. Χρειάζεται ένα καινούργιο όραμα, τόσο απλά.

Αυτή η έκθεση ας αντιμετωπιστεί ως μια προσπάθεια επί του παρόντος για την αρχική κωδικοποίηση του δυναμικού του Πειραιά. Μια οφειλόμενη τιμή στην Πειραιώτικη δημιουργία.

Στο μέλλον όμως οφείλουμε όλοι – φορείς και ιδιώτες – να πραγματώσουμε πολύ περισσότερα “για χάρη του Πειραιά”.

ΥΓ. Γύρω μου προσκυνημένοι καλλιτέχνες, παράγοντες, άνθρωποι με θέση ή κύρος που ξέρουν την αλήθεια, που συνειδητοποιούν το τέλμα αλλά που όμως σιωπούν από υστεροβουλία ή φόβο. Η πιο ηρωική τους πράξη, ν' απονείμουν εκ του ασφαλούς εύσημα στο έργο τους ή και να βλασφημήσουν εντύπως δια το θεαθήναι. Μόνο μέχρις εκεί. Κατά τα άλλα, το αγχωτικό κυνήγι του χρήματος ο μόνος τους στόχος και η ακηδία για ό,τι υπερβαίνει την επικράτεια του αφαλού τους. Η ευθύνη τους μεγαλύτερη από εκείνη των πολιτικών. Εξάλλου από τους πολιτικούς δεν απαιτούμε να ονειρευτούν αλλά να αφουγκράζονται όσους ονειρεύονται. Ο μισονεϊσμός, η παντοδυναμία των μέτριων ή των ηλιθίων και η βαθύτατη συντηρητικότητα αυτής της κοινωνίας είναι τα πιο δυσοίωνα προανακρούσματα για το μέλλον που ήρθε ήδη. Κι εγώ βαρέθηκα τις μεμψιμοιρίες.


Μόνο που να, το κόασμα των βατράχων στο βούρκο, διώχνει τους αετούς... Πιο πολύ από τους καλλιτέχνες με ενδιαφέρουν, κατά βάθος, όσοι ζουν κατά τέχνην.



Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012

Το ωραίο είναι επαναστατικό (και το πλαστό αναπόφευκτο)


Παρά τη συκοφάντηση του, το έργο παραμένει αυθεντικό, όσο και αν ωρύονται τα ΜΜΕ και τα συμφέροντα που θέλουν την απαξίωσή του. Κι όλα αυτά εν όσω η δίκη βρίσκεται σε εξέλιξη. Το πράγμα πάει βαθύτερα. Μπορεί μια κοινωνία που αποθεώνει το πλαστό στην πολιτική, την ιδεολογία ή την αγορά να αναγνωρίσει το γνήσιο; Θα ήταν αντιφατικό προς την ίδια της την υπόσταση!



Οι περισσότεροι άντρες

είναι κακοί εραστές

του συγκεκριμένου.

Ας το θυμόμαστε καλά αυτό

πριν

ξαναερωτευτούμε τ' άστρα.

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ



Επιτέλους! Το καταλάβαμε ότι ζούμε στη καρδιά του μεταμοντέρνου και ότι, όπως το έλεγε ο Φουκώ, η εξουσία θα ήταν πολύ εύθραυστη εάν η μοναδική της λειτουργία ήταν να καταπιέζει. Την εξουσία τη ζούμε εωσφορικά όλοι μας λοιπόν παρά την έχουμε. Τα 'μαθες τα νέα Γιωργάκη; Τα πληροφορήθηκαν οι ψηφοφόροι και οι δοτοί υπουργοί σου; Ο Παύλος, η Μαριλίζα κι εκείνος ο κολοσσός, ο τρυφεροκωλαρούλης Πεταλωμένος Γάτος; Τόσες πολλές μετριότητες δεν μπορούσαν παρά να συγκροτήσουν την υποδειγματική κοινωνία του τέλειου, του απόλυτου πλαστού. Ώστε ακόμη κι οι αυθεντικοί Παρθένηδες να μοιάζουν ψεύτικοι στα μάτια των μυώπων νεόπλουτων, των διατεταγμένων δημοσιογράφων και των στραβωμένων “ειδικών” που έχουν ειδικευθεί μόνο στο χοντρεμπόριο έργων τέχνης σε τέτοιο βαθμό ώστε να τους κλέβουν έναν ολόκληρο Πικάσο και να μην ανοίγει ρουθούνι. Αλλά και να σπεύδει αλληλέγγυα των δεξιούληδων της Πινακοθήκης η πασόκα γενική γραμματέας Πολιτισμού! Η συγκυβέρνηση επιτέλους αποδίδει. Η εξουσία των μέτριων είναι ανίκητη, όπως είναι ανίκητη η γελοιότητα σε αυτό τον τόπο, έννοια τόσο θεσμική όσο και μεταφυσική.

Χανόμαστε αύριο επειδή θύμωσε ο Σόιμπλε; Χανόμαστε σήμερα επειδή του στείλαμε για οικονομολόγο έναν αποτυχημένο συνταγματολόγο; Όχι! Έχουμε χαθεί χρόνια πριν γιατί φορέσαμε σαν δέρμα τη μεταμοντέρνα συνθήκη: Άλλα λέμε, άλλα κάνουμε, άλλα εννοούμε κι άλλα πιστεύουμε. Ή, μάλλον τα πιστεύουμε όλα που θα πει δεν πιστεύουμε τίποτε. Ωραία, συνεπώς, αυτογελοιοποιείται ο γεροντογόης Πέτρος του Μαξίμου και του Λαλιώτη, ωραία διατυπώνει τα πόθεν έσχες του ο τελευταίος στα Δολιανά, ωραία ο ΔΟΛ παραπαίει χωρίς όμως να χάνει διόλου τα παραδοσιακά, εξουσιαστικά ανακλαστικά του. Διερωτώμαι: Το κράτος που πληρώνει τα χρέη του Μεγάρου γιατί δεν δίνει τις αίθουσες του στην ΕΛΣ και την ΚΟΑ; Εκτός κι αν ηδονίζεται που στη σκηνή “Χρήστος Λαμπράκης” άδουν αηδίες πάριοι αοιδοί. Η δικαιοσύνη της ξεφτίλας. Κατά τ' άλλα, προσεχώρησαν στην ΔΗΜ.ΑΡ. τα πράσινα τζάνκι Παν Παν, Μπίστης και Μαλέλης, ξέρετε, ο Star ποιητής της Πετρούλας. Το ερώτημα είναι πότε και πως θα φύγουν. Εκτός κι αν εξαρτάται από το πόσο γρήγορα θα φύγουμε οι υπόλοιποι. Επειδή δεν γίνεται ωραία ομελέτα ή έστω διαφήμιση με κλούβια αυγά ή βρόμικα εσώρουχα. Σύντροφοι, αν δεν αλλάξουν όλα, δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτε.

Κι επειδή το ωραίο είναι επαναστατικό κι επειδή αυτή τη στιγμή της απόγνωσης αλλά και της ανακούφισης -τόσες τζιπούρες ανενεργές, τόσες πισίνες έρημες από πισινούς- έχουμε την ομορφιά τόσο ανάγκη όσο έχουμε και την επανάσταση: Ή μήπως την έχουμε περισσότερο;



ΥΓ. 1 Το μόνο που θα μας θεραπεύσει απ' τον καρκίνο του μεταμοντέρνου τίποτε, είναι ο αθεράπευτος Ρομαντισμός. Η επιστροφή σε μια πίστη, η υποταγή σε μιαν αξία, η ανάγκη για μαθητεία, η “μοντέρνα” αντίληψη για προσφορά και για θυσία. Αλλιώς η αποϋλοποίηση της πραγματικότητας θα συνεχίζεται. Μετά την Marfin, είναι μοιραίο όσο κι αν δεν το βλέπουν οι μύωπες της κρατικοδίαιτης ΓΣΕΕ και της κυβερνητικής ΑΔΕΔΥ, κάθε διαδήλωση να καταλήγει σε έκρηξη των δυνάμεων του κακού, σε νοσηρή επίδειξη βίας του κράτους και του παρακράτους.


ΥΓ. 2 Αυτές οι δύσκολες στιγμές λείπει από τον τόπο το πολιτικό μέγεθος και η σκέψη ενός Βουλγαράκη, ενός Μιχάλη Λιάπη (τι λέω Παναγία μου). Ευτυχώς η Μιλένα (του Βαγγέλη ντε) ανέλαβε τις ευθύνες της. Εσύ να δούμε πότε θα αναλάβεις τις δικές σου, ψηφοφόρε της.


ΥΓ. 3 Τελευταίες στιγμές αυτής της βουλής των ζόμπι. Δείτε τους γιατί σε λίγο δεν θα υπάρχουν. Θα εξαφανιστούν σαν simulacres του Baudrillard: Η Μάγια της τηλεόρασης, η Πέμη, η Τζάκρη (και η τσίκλα της), η Άντζελα, ο Άρης, η Λούκα, ο Αβραμό, εκείνη η νόστιμη που είχε διετελέσει και υπουργός Γεωργίας ελέω Γιωργάκη, η Άννα, η κόρη του Καραπαναγιώτη, ο γιός Γερουλάνος και λοιπά τροπικά ζώα της μηντιακής και νεποτικοπολιτικής πανίδας μας. Σε λίγο θα εξαφανιστούν και οι βουλευτές-εκπρόσωποι του κυβερνητικού συνδικαλισμού, τα κομματοπεκινουά του φαλιρισμένου συστήματος και οι πολιτικοί νάνοι των τοπικών μαφιών της επαρχίας, από Θράκη έως Κρήτη. Ακούστε τα Ελληνικά που μιλάνε, δείτε τις φάτσες τους και βγάλτε συμπέρασμα ακόμη κι αν δεν είστε φυσιογνωμιστές.


ΥΓ. 4 Τα 300 εκατομμύρια που τους έλειπαν μπορούσαν να τα βρουν από τις χρηματοδοτήσεις των κομμάτων. Στοιχειώδες Watson! Χρεοκόπησε η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, ας χρεοκοπήσει και το κόμμα!


ΥΓ. 5 Μέσα από τα δυο υποτιθέμενα πλαστά του Παρθένη, μια ολόκληρη κοινωνία ψυχαναλύεται και αποδεικνύεται κάλπικη Η ιδεολογία του πλαστού ως ύψιστη μεταμοντέρνα συνθήκη έχει διαβρώσει τους επιστημονικούς φορείς, τα ΜΜΕ, την αγορά της τέχνης, τους ανίδεους “ειδικούς”, τους διαπλεκόμενους θεσμούς όπως η αμαρτωλή αλλά αγαπητή στα νεόπλουτα λαμόγια, Πινακοθήκη.


ΥΓ. 6 Σημεία των καιρών: ο συγγραφέας της μοναδικής μονογραφίας για τον Παρθένη κατηγορείται από τα λαμόγια ότι έχει δημοσιεύσει πλαστό έργο και σιωπά αιδημόνως αντί να υπερασπιστεί τις επιλογές του. Σαν τον Καραμανλή!


ΥΓ. 7 Το πιο θλιβερό είναι πως μερικοί φοβούνται ακόμα...


ΥΓ. 8 Όνειρο του πολιτικού συστήματος είναι να... ξαναβγούμε στις αγορές (sic). Αυτό είναι το όραμα που (πρέπει να) μας οιστρηλατεί ως κοινωνία. Αντί του να ξαναγίνουμε κοινωνία από αγορά.

Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2012

ΚΕΘΕΑ - ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ


Γιάννης Τζερμιάς
Οιδίπους και Σφίγγα



Η τέχνη είναι, πάνω απ' όλα, μια διαδικασία επικοινωνίας και αλληλοδιάδρασης. Οργανώσαμε αυτή την έκθεση των περίπου εκατόν καλλιτεχνών έχοντας κατά νου πως πιο σημαντικό από την αισθητική επάρκεια των όποιων έργων είναι η επικοινωνιακή, η κοινωνική τους δυνατότητα. Το στοιχείο της προσφοράς που a priori εμπεριέχει κάθε έκφραση, κάθε δημιουργία. Αλλιώς όλα βυθίζονται γλυκά και τελεσίδικα σ' ένα εγωτικό και ναρκισσευόμενο τέλμα. Αντίθετα μ' ενδιαφέρει προσωπικά, όπως ενδιαφέρει και τους φίλους του ΚΕΘΕΑ, εκείνη η τέχνη που ενώνει το “εγώ” με το “εμείς” και που δίνει συμβολικά τα μέσα για να βγούμε από το αδιέξοδο που βρισκόμαστε ως κοινωνία εδώ και χρόνια. Καταφέραμε να φτιάξουμε μια πατρίδα που αποτελείται από μυριάδες ατομικούς παραδείσους σε μια αναπόφευκτη συλλογική κόλαση. Και τώρα τι γίνεται; Πάλι θα αυτοπαραμυθιαστούμε παίζοντας τους ίδιους βαρετούς ρόλους, επαναλαμβάνοντας τετριμμένες κοινοτοπίες;

Πάλι θα λατρέψουμε το είδωλο του σταρ καλλιτέχνη που ομφαλοσκοπεί μακάρια πασπαλισμένος από την ληθαργική χρυσόσκονη των ΜΜΕ; Γιατί αν έχει τεράστιες ευθύνες η πολιτική τάξη για την κατάντια του τόπου, έχει ανάλογες και η πνευματική ηγεσία. Έχουν δηλαδή κι όλοι αυτοί που έβαλαν παραπάνω το “ταλέντο” ή τη “σταδιοδρομία” τους από τη μοίρα και το μέλλον του τόπου. Που ξέχασαν το παιδαγωγικό τους χρέος προς τους νεότερους, που εγκατέλειψαν τους εφήβους στην ηλιθιότητα της τηλεόρασης και την έωλη φθήνια των κυρίαρχων καταναλωτικών μοντέλων. Που ανέχθηκαν να γιγαντώνεται γύρω τους ο Λεβιάθαν των παραισθησιογόνων χωρίς ν' αντιδράσουν , χωρίς να καταγγείλουν, χωρίς να διαταράξουν ούτε για λίγο την ιδιωτική τους ευωχία, τη νιρβάνα τους. Ώσπου φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. Στο να έχει κάθε Ελληνική οικογένεια έναν τουλάχιστον χαμένο στον παραισθησιακό κόσμο των ναρκωτικών· στον τεχνητό παράδεισο του θανάτου.

Χωρίς συγκεκριμένη, τολμηρή και ανοιχτόμυαλη πολιτική από πλευράς κράτους, χωρίς ανακλαστικά από πλευράς πολιτών, χωρίς σταθερούς μηχανισμούς πρόληψης, θεραπείας, επανένταξης, χωρίς πρόνοια και γενναίες πιστώσεις για το ζοφερό αύριο.

Αυτή η έκθεση, οι “Ορίζοντες” θέτει το δάχτυλο επί των τύπων ενός από τα άμεσα και καταστροφικά προβλήματα της Ελλάδας σήμερα. Μιας Ελλάδας που αγωνίζεται να περισώσει το χρεοκοπημένο αν και πανάκριβο πολιτικό της προσωπικό αλλά αφήνει αβοήθητη τη νεολαία της να καταρρέει στους παράδρομους της Ομόνοιας και του Πολυτεχνείου, σαν ζωντανό φάντασμα της πιο πικρής ματαίωσης. Γι αυτό δράσεις σαν αυτές του ΚΕΘΕΑ δεν είναι απλώς απαραίτητες, είναι πολύτιμες για την αξιοπρέπεια και τον αυτοσεβασμό όλων μας. Για την χαμένη μας συλλογικότητα. Οι δημιουργοί που συμμετέχουν, δεν έρχονται σαν βαρύγδουπες υπογραφές αλλά ως συνειδητοποιημένοι πολίτες και ως άνθρωποι που αγωνιούν για τον τόπο. Επίσης κατεβλήθη προσπάθεια να συγκεντρώσουμε πολύ σημαντικά έργα, αντάξια της ανθρωπιστικής αποστολής τους. Φιλοδοξία μας είναι να στήνουμε μια πολύ σημαντική έκθεση προσκαλώντας να πάρει μέρος το καλύτερο, το πιο ευαίσθητο κομμάτι του καλλιτεχνικού μας δυναμικού. Ζωγραφική, γλυπτική, χαρακτική, ελαιογραφίες και σχέδια, μικρά και μεγάλα έργα, συγκροτούν μια σύγχρονη δυναμική πινακοθήκη την οποία συγκροτούν από τώρα οι κλασικοί του αύριο. Επαναλαμβάνω: οι κλασικοί του αύριο που εσείς έχετε την δυνατότητα να γνωρίσετε και ν' αποκτήσετε σήμερα.

Εφόσον η τέχνη αποτελεί την τελευταία, διαχρονική μας αξία· την ύστατη, αληθινά επαναστατική δύναμη... τη δύναμη όλων μας...


ΥΓ.


Κυνηγέ,

υποπτεύομαι γιατί σκοτώνεις τα πουλιά.

Τα απωθημένα σου φτερά εκδικείσαι.

Κική Δημουλά


«Ηρέμησε λοιπόν. Έχω κι εγώ ένα σωρό απωθημένους ουρανούς μα δεν σκοτώνω άστρα...». Σ' αυτόν τον τόπο αγαπητοί, θάλλει, ακόμη, μεγάλη ποίηση. Ερήμην όλων των ισοπεδωτικών μηχανισμών της εξουσίας, ερήμην των απειρόκαλων πολιτικών και των ανυποψίαστων πολιτικών τους. Τι να κάνουμε; Ο τρόμος της υψηλής δημιουργίας δεν καταδέχεται να γίνει σύνθημα, λαϊκιστική προπαγάνδα, εύκολη ατάκα, συνταγή ευτυχίας. Εγώ πάλι περισσότερο από τον καλλιτέχνη ψάχνω τη στάση του. Την υπερηφάνειά του. Την ικανότητά του να περιφρονεί και να μην υπαλληλοποιείται. Να μην φοβάται κανέναν δόλιο άρχοντα ούτε τους δόλιους τους υπασπιστές του, ανύπαρκτους τελικά στο ξεδίπλωμα της ιστορίας. Γιατί ο αληθινός δημιουργός την ιστορία μόνο φοβάται και σ' αυτή λογοδοτεί. Όσο για εκείνους που έσπευσαν να διακηρύξουν θριαμβευτικά τον θάνατο (της ιστορίας), έσσεται ήμαρ. Όποιος κατέστησε τον εαυτό του νεκροθάφτη ας μην διαμαρτύρεται που συναλλάσσεται αποκλειστικά με πτώματα.

Μια στάση ζητώ, ένα όχι. Και βλέπω τους πάντες, σχεδόν, γύρω μου να προτείνουν οι ίδιοι την τιμή της αγοραπωλησίας τους πριν καν τους ζητηθεί. Για ένα τόσο δα, εφήμερο φλασάκι προβολής για μια σταλίτσα ικανοποίησης του πιο αξιοθρήνητου εγωισμού. Όλα κι όλα... Ο καλλιτέχνης οφείλει να είναι εγωιστής, δηλαδή αμείλικτος με τον εαυτό του. Εγωπαθής μόνο δεν πρέπει να είναι, επειδή τότε υπερέχει η ανασφάλεια της αδυναμίας του. Εκτός κι αν μόνος αυτός και αποκλειστικά έχει απωθημένους ουρανούς. Ε, τότε ίσως αυτός ο μαγικός στίχος της Κικής μπορεί να τον βοηθήσει: Η νεκροψία όλης αυτής της καντεμιάς έδειξε πως τα μόνα καλότυχα φτερά τα είχε η ματαιότης.

Το δράμα, πάλι, με την ελληνική τέχνη είναι ότι δεν ανταποκρίνεται άμεσα και ανοιχτά προς την ελληνική κοινωνία απ' όπου και προέρχεται. Υπάρχει ερήμην της. Ένα κουβάρι θεσμών, εξουσιών, μηχανισμών, υπουργείων συνωμότησαν, θαρρείς, για να οδηγηθούμε σ' αυτή τη μικρή τραγωδία· σ' αυτό το σιωπηρό μέσα πένθος. Κοντεύει ήδη μισός αιώνας από την «χαμένη άνοιξη» του '60 που διαφαινόταν μια κάποια πολιτιστική αναγέννηση πριν τον κλαυσίγελο της δικτατορίας. Έπειτα ήρθαν οι μάνατζερ, οι «δημοτικιστές», οι «καθαρολόγοι», οι «εχθροί» του Ελγίνου, οι εκσυγχρονιστές και οι λιανικές επιγαμίες πολιτισμού και αθλητισμού. Αφού πρώτα ευνούχισαν τη γλώσσα ώστε να λες «Δόξα τω Θεώ» αλλά να μην μπορείς να το γράψεις -εκτός κι αν σας αρέσει το παρακείμενο δοτικό τέρας- έθισαν έναν ολόκληρο λαό στη μεθαδόνη της ευκολίας, στο «δικαίωμα» της ήσσονος προσπάθειας, στην ηθική της αγοράς και στο αγοραίο μιας ηθικής που μεταβάλλεται ανάλογα τις περιστάσεις...

Έτσι, ο καλλιτέχνης έγινε πια κομμάτι του συστήματος. Το άλλοθί του, η υψηλή του δικαιολογία, η ευκολία του και η διασκέδασή του. Το κερασάκι σε μια τούρτα με «γεννήματα εχιδνών» στο εσωτερικό της, για να θυμηθούμε την ποιητική έκφραση των Μακαρισμών. Ίσως γι' αυτό είμαι τόσο σκεπτικιστής απέναντι στη μυθολογία των μεγάλων σόου και των πανάκριβων παραγωγών που όμως αποπνέουν την κρατική περί τέχνης άποψη, όσο κι αν υποδύονται την avant-garde. Επειδή το ελεύθερο φρόνημα του καλλιτέχνη υποδουλώνεται στη δεσμευτική παραγγελία του manager. Στην εποχή των εικόνων και στη δεσποτεία των μέσων χρειαζόμαστε όσο τίποτε άλλο στάσεις και ρήξεις. Περισσότερο από το να συμμετάσχει ο Χ δημιουργός φερ' ειπείν στην «πολιτιστική Ολυμπιάδα», είναι πιο σημαντικό να καταδείξει ο ίδιος με τη στάση του τα κενά, τις αντιφάσεις και την, εντέλει, υποκρισία μιας τέτοιας σύλληψης. Την ξεθυμασμένη της μεγαλομανία, τον αφόρητο επαρχιωτισμό της, την εγγενή σύγκρουση μίζερης άγνοιας και επιθετικού νεοπλουτισμού.

Ο δημιουργός καλείται, αντί να είναι μοναδικός θεατής στο αλωνάκι του εαυτού του, να γίνεται ο πρωταγωνιστής στο θέατρο του κόσμου· και η τέχνη του να είναι ταξική, δηλαδή εναντίον της ομοιομορφίας, της προβλέψιμης τάξης και ασφάλειας που «εγγυάται» η όποια εξουσία. Ας κρατήσουν αυτοί τη διακόσμηση, τη «συγκίνηση», την αναπαράσταση και το μελό για τον εαυτό τους. Εμείς θέλουμε το μέλι της στάσης και την κίνηση της ανατροπής, Και αυτή η κοινωνία έχει ανάγκη θεμελιωδών ανατροπών τώρα. Αλλιώς θα βουλιάξει στην πιο καταναλωτική απάθεια και στο πιο φαντασιακό τίποτε· σαν το αμερικανικό σινεμά και την ονείρωξή του, που τα ξεχνάς μόλις εγκαταλείψεις την αίθουσα.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ «ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ» ΜΕ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΣΕΣ ΠΑΡΑΛΛΗΛΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ



Η καλλιτεχνική δράση, που με τον τίτλο «Ορίζοντες» πραγματοποιείται στη Δημοτική Πινακοθήκη του Πειραιά (Φίλωνος 29), στο ανακαινισμένο νεοκλασικό κτίριο του Παλαιού Ταχυδρομείου, από 3 έως 18 Φεβρουαρίου 2012, στηρίζεται από 120 αναγνωρισμένους εικαστικούς που έχουν προσφέρει έργα τους με στόχο την προβολή και την ενίσχυση των θεραπευτικών προγραμμάτων ΚΕΘΕΑ ΝΟΣΤΟΣ και ΚΕΘΕΑ ΕΞΑΝΤΑΣ. Στην έκθεση, που έχει επιμεληθεί ο κριτικός τέχνης κ. Μάνος Στεφανίδης, περιλαμβάνονται έργα ζωγραφικής, γλυπτικής, χαρακτικής και σχέδια.


Κυριακή
12/2
ώρα 12:00 το μεσημέρι, ομιλία-ξενάγηση από το Μάνο Στεφανίδη. Θα ακολουθήσει μικρό μουσικό μέρος με πιάνο και βιολοντσέλο με τη Μέμα Ειρηναίου - Τζανουλίνου

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2012

Flash στη νύχτα: παρουσίαση

Το βιβλίο του Γιώργου Αριστηνού θα παρουσιαστεί τη Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου στις 8 μμ. Στο Σπίτι της Κύπρου, Ξενοφώντος 2α. Θα μιλήσουν οι : Συμεών Σταμπουλού, Αριστοτέλης Σαΐνης, Μάνος Στεφανίδης και Άρης Μαραγκόπουλος.

Πλιάτσικο στο κορμί της γλώσσας



Γιώργος Αριστηνός, Flash στη νύχτα, εκδ. Τόπος, Αθήνα, 2011


Το έργο τέχνης είναι πάνω απ' όλα σχόλιο θανάτου

Ο Δάντης, στη Θεία Κωμωδία, παρακαλεί το θεό του: “e fa la lingua mia tanto possente”(κάνε τη γλώσσα τόσο δυνατή)! Δυνατή ως προς τι; Μα για να χωρέσει το νόημα του θανάτου. Η τέχνη δεν (μπορεί να) είναι τίποτε άλλο παρά το λεκτικό απείκασμα του θανάτου. Ο συνειδητός συγγραφέας γράφει (για) τον θάνατο του. Περιγράφει ό, τι τυπικά αγνοεί και ουσιαστικά ξέρει. Δεν χωρούν ναρκισσισμοί, ωραιοπάθειες ή πόζες εδώ. Τα πάντα (πρέπει να) είναι απλά, για να είναι αμείλικτα. Ο θάνατος ν' αφήνει στην πόρτα μας τα αυγά του όπως κάποτε ο γαλατάς το γάλα. Όρθρου βαθέος, όπως θα έλεγε ο Βαρβέρης. Η λογοτεχνία γίνεται τότε ένας διαμεσολαβητής του επέκεινα. Πραΰνει το φόβο, την απελπισία, τον θρήνο, το πένθος μέσα στον άπειρο ωκεανό της μόνης πραγματικότητας που υφίσταται. Συνομιλεί με τους νεκρούς από θέση ισχύος.

Θα το πω ευθέως: Το βιβλίο του Γιώργου Αριστηνού “Flash στη νύχτα” εκδόσεις Τόπος, 2011, είναι ένα κείμενο που λαμπρύνει τη νεωτερική μας λογοτεχνία, ένας λόγος αναφοράς για την σύνολη τέχνη μας στο νέο αιώνα. Και τούτο γιατί ο πειραματισμός συμβαδίζει με μιαν υψηλής ποιότητας αισθητική και η έκφραση γονιμοποιείται από λογής παράδοξες όσο και γοητευτικές πηγές. Ιδιαίτερά τώρα που πορευόμαστε μέσα σε μια πλημμυρίδα ασήμαντων ή αδιάφορων βιβλίων τα οποία γράφονται μόνο και μόνο για τις ανάγκες της αγοράς, το “Flash στη νύχτα” αναβοσβήνει τόσο δραματικά όσο και παρήγορα, καταθέτοντας ένα πολύτιμο credo γραφής.

Σκεφτείτε: Υπό μιαν έννοια το έργο τέχνης δεν ολοκληρώνεται ποτέ, αφού και μετά την υλική περάτωσή του, κάθε εποχή το εμπλουτίζει με τη δική της ανάγνωση, έτσι ώστε αυτό που αποκαλούμε «νόημα», ν΄ αποτελεί ένα ανοιχτό σύνολο ή ό,τι ο Umberto Eco ονομάζει «opera aperta».

Σκεφτείτε επίσης, τη περίπτωση εκείνου του καλλιτέχνη που επιστρέφει ξανά και ξανά στο δημιούργημά του, πίνακα, κείμενο, γλυπτό, θεατρική παράσταση κλπ. προσθέτοντας ή αφαιρώντας στοιχεία, έτσι ώστε η κάθε τελευταία εκδοχή να αποτελεί απλώς ένα σταθμό αλλά όχι το πέρας της πορείας προς τη δημιουργία. Έτσι, ο Picasso δεν μεταγράφει απλώς κλασικά έργα όπως οι Meninas ή οι «Γυναίκες στο Αλγέρι», αλλά δίνει πολλαπλές εκδοχές των έργων αυτών – μερικές φορές ξεπερνώντας τις 30 ή 40 - και δημιουργώντας κατ΄ ουσίαν ένα «δίκτυο σχεδίων αναφοράς» ώστε έργο να είναι το σύνολο τους ενώ ο καθένας, χωριστά, πίνακας ν΄ αποτελεί μιαν ενδεικτική χειρονομία, ένα σχόλιο, ένα μετακείμενο, ένα σπάραγμα έννοιας.

Αν το νόημα, το σημαινόμενο σύμφωνα με τους μεταδομιστές, είναι ένα παροδικό, κυλιόμενο αποτέλεσμα λέξεων ή σημαινόντων, συνεχώς μετατοπιζόμενων, εν μέρει παρόν και εν μέρει απόν πώς θα μπορούσε να υποστηριχθεί μια τελεσίδικη εκδοχή του; Μια κυρίαρχη σημασία του νοήματος αυτού; Μια και μόνη αλήθεια; Τι γοητευτικό, αλήθεια, αδιέξοδο!

Εφόσον τέχνη είναι το σκοτεινό κι άγριο πράγμα που έχει ελάχιστη ή μηδαμινή σχέση με την «καλαισθησία». Η καλαισθησία διευθετεί, η τέχνη ανατρέπει. Τέχνη είναι οτιδήποτε ορίζει τον εαυτό του σαν τέχνη. Τ' αξιολογικά κριτήρια έπονται. Και βέβαια η ζυγαριά του χρόνου.

Η τέχνη είναι κοινωνία, επικοινωνία, αλλά όχι δημοσιότητα. Αφήστε που θα 'ρθει μια εποχή, ήρθε ήδη, στην οποία η δημοσιότητα θα είναι το άκρον άωτον της banalité. Η τέχνη επίσης δεν επιτρέπει ελεημοσύνες και σιχαίνεται τη φιλανθρωπία. Το έργο τέχνης είναι δημόσιο αγαθό και κατά παράβαση ή συγκυριακά «ιδιωτικό». Μ' ενοχλεί η προβολή ιδιοκτησίας πάνω σ' ένα έργο τέχνης. Μοιάζει σαν να δηλώνει κάποιος κάτοχος του Πολικού Αστέρα. Η καλύτερη θέση για ένα έργο τέχνης βρίσκεται στο μυαλό μας. Η κοινωνία του θεάματος επείγει να καταστεί κοινωνία του βλέμματος. Διαφορετικά, οι νεοβάρβαροι της εικόνας παραμονεύουν.

Έργο τέχνης είναι ένας θεσμός έξω από τους θεσμούς. Το έργο τέχνης, πάνω απ' όλα, είναι εκείνος ο αιφνιδιασμός που εισβάλλει στη συζήτηση ανάμεσα σε μένα και τον εαυτό μου. Είναι το ξάφνιασμα που κεντρίζει τη γλώσσα ώστε να υπερβεί την απλή, επικοινωνιακή της λειτουργία και να καταστεί ποίηση που αναγκάζει την εικόνα να σημάνει πολλά περισσότερα από όσα αναπαριστά. Μοντερνισμός πάλι είναι η εκ νέου ανάγνωση των στερεότυπων της παράδοσης -όμως με μια ματιά ριζοσπαστικά καινούρια- ενώ το μοντερνιστικό έργο πάλι, έχοντας το δύσκολο στόχο να υποκαταστήσει τη θρησκεία και να διεκδικήσει την αλήθεια με κύρος αντάξιο της επιστήμης, μοιραία ανάγεται σε ένα βάθρο σχεδόν μεταφυσικό και η δύναμή του καθίσταται, τρόπον τινά, ολοκληρωτική. Εδώ ακριβώς βρίσκονται και οι ερμηνείες για τις τυχόν υπερβολές της avantgarde που συχνά άγγιξαν τα όρια της φασιστικής αυθαιρεσίας. Και τούτο γιατί οι μοντερνιστικές ιδέες διακινούνταν από μικρές ομάδες «φανατικών» -θυμηθείτε τον κύκλο του Dada, τους διδάσκοντες στο Bauhaus ή τους σουρεαλιστές- που ευαγγελίζονταν τη μία και μόνη αισθητική αλήθεια και που υιοθετούσαν το ρόλο του διαφωτιστή ή του μύστη για τις ευρύτερες, ανεξοικείωτες μάζες (Cézanne, Malevich, Breton, Picasso, Pollock) μέσω μιας φόρμας που χλευάζει, ανατρέπει και διαβουκολεί την όποια παράδοση. Κάθε παράδοση; Μόνον εκείνες τις μορφές που ταυτίζονται με τον ακαδημαϊσμό, δηλαδή την πεπερασμένη και μηχανική περί τέχνης αντίληψη που βιάστηκε να κλείσει το έργο τέχνης σε ένα αυστηρό παιδαγωγικό σύστημα και σε εξαντλητικούς ορισμούς γραφειοκρατικής, το μάλλον ή ήττον, νοοτροπίας.

Το μοντέρνο και στις πλέον αισιόδοξες στιγμές του εξέφραζε ένα δράμα γνωρίζοντας από πρώτο χέρι το μεταφυσικό κακό: δηλαδή πως ό, τι κερδίζεται με τον χρόνο, χάνεται με τη στιγμή. Αντίθετα, το μεταμοντέρνο διαστέλλει το παρόν με αφέλεια σαν κάτι που δεν υφίσταται και το εκλαμβάνει ως ιστορικό χρόνο. Έτσι εκσυγχρονίζει, νομίζει, το curriculum vitae των ανθρώπων παραχωρώντας πιστοποιητικά ευτυχίας -κάτι μάθαμε και εμείς ως έθνος πρόσφατα από αυτό- αλλά όμως δεν εξορκίζει τη μοίρα του θανάτου τους. Το μοντέρνο έχει επίγνωση θανάτου και γι' αυτό μπορεί να αναφωνεί σαν τον Νίκο Εγγονόπουλο, το θαύμα του Ελμπασάν και του Βοσπόρου, πως «κατ' εμέ θάνατος δεν υπάρχει».

Ο υποψιασμένος πεζογράφος, ό, τι κι αν γράφει σήμερα, δεν επιτρέπεται να αγνοεί την ιστορική εξέλιξη του είδους που υπηρετεί. Δεν μπορεί δηλαδή να γράφει σαν να μην έχουν γραφεί ακόμη η «Αισθηματική Αγωγή», ο «Πόλεμος και Ειρήνη», ο «Ηλίθιος» ή το «Ζερμινάλ». Θέλω να πω ότι είναι ανόητο όσο και άσκοπο να χάνεται χρόνος και να κόβονται δέντρα για να κυκλοφορούν θηριώδεις τόμοι που υπηρετούν απλώς το αυτονόητο που αναπαράγουν τις ίδιες, τυποποιημένες ιστορίες, που μπερδεύουν τη γραφή με το εξιστορείν, που φιλοδοξούν να (ξανα)πουν την (ίδια) ιστορία χωρίς καν να έχουν διόλου καρυκεύσει την διαδικασία αφήγησης, ώστε να αντέξει λίγο ακόμη ο μακρόθυμος αναγνώστης.

Από την άλλη πλευρά, ο υποψιασμένος πεζογράφος αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να χάσει το θάρρος του, αναμετρούμενος με τους τιτάνες του είδους ή να πέσει σ΄ έναν άλλου είδους ακαδημαϊσμό, αυτόν της καθ΄ υπαγόρευση πρωτοπορίας. Με άλλα λόγια, μιας γραφής που προωθείται μέσα από μοντερνιστικά κλισέ. Κάποιοι νομίζουν πως αν το γράψιμο δεν είναι μελό ή παλαιομοδίτικο, είναι κατ΄ ανάγκην υπναλέο και αδιάφορο. Όπου εδώ η δευτέρα πλάνη έσται μείζων της πρώτης .

Άποψή μου είναι πως δεν επιτρέπεται, δεν μπορούμε να γράφουμε αν διαρκώς δεν αναρωτιόμαστε γιατί γράφουμε και τι είναι η γραφή κι αν απλώς γράφουμε επειδή γράφει όλος ο κόσμος ή επειδή γνωρίζουμε ανάγνωση και γραφή και θέλουμε να το αποδείξουμε ή επειδή νομίζουμε πως η ιστορία της ζωής μας ή κάποιας θείας μας από τη Σμύρνη ή μιας πρώην μας που τώρα κάνει καριέρα τεχνοκριτικού στο τύπο είναι πράγματα που πρέπει καλά και σώνει να γίνουν βιβλία. Με κάθε κόστος. Άρα γράφουμε για την ανάγκη της γραφής κι όχι για να κατευνάσουμε κάποια ναρκισσευόμενη ματαιοδοξία μας. Σας διαβεβαιώ πως ο τίτλος «συγγραφέας» ούτε επίζηλος μπορεί να είναι πια στις μέρες μας ούτε καν κερδοφόρος.

Κι αυτό το γνωρίζει καλά ο συγγραφέας Γιώργος Αριστηνός, ένας από τους διαπρεπέστερους εκπροσώπους του μοντερνισμού στη γλώσσα μας κι ένας από τους ευάριθμους εκείνους εργάτες της γραφής που πιστεύουν ότι ο όποιος μύθος υπηρετεί το, κυρίαρχο, κείμενο κι όχι αντίστροφα. Ο Γιώργος Αριστηνός στο τελευταίο του κείμενο φτάνει στο απόγειο της προσωπικής του παθιασμένη σχέση με τη γραφή. Το ονομάζω επίτηδες “κείμενο” κι όχι “νουβέλα”, “μυθιστόρημας” ή “μετα-μυθιστόρημα, γιατί συνειδητά ο δημιουργός του αναμειγνύει τα διαφορετικά είδη γραφής, καταστρέφει τα κυρίαρχα στερεότυπα της αφήγησης, απελευθερώνεται μέσα από συνεχείς λεκτικούς συνειρμούς, προχωρεί σε διακειμενικές ζεύξεις με τους μεγάλους στιλίστες που θαυμάζει (π.χ του Joyce, τον Céline και τον Steiner) βακχεύει ενθουσιασμένος στην αυτοβιογραφία, την ημερολογιακή σημείωση, το δοκίμιο, την αλληγορία, την ειρωνεία, τον εσωτερικό, εξομολογητικό μονόλογο αλλά και το παραδοσιακό “ιστορίαν ξυγγράφειν”. Ο Αριστηνός δυναμιτίζει ή συναρμολογεί λέξεις και φράσεις, ταπεινώνει τους κεντρικούς ήρωες ενός λυμφατικού κατά τα άλλα στόρι για να εξυψώσει αφηγηματικές στιγμές που λάμπουν, παίγνια μια γραφής που άλλοτε σκοτάζει και άλλοτε ιριδίζει, πληγές πάνω στο σώμα της γλώσσας που όσο αιμορραγούν άλλο τόσο ανθοφορούν υακίνθους. Περισσότερο από το δράμα δυο ερωτικών συντρόφων έχουμε το δράμα της γλώσσα στην προσπάθειά της να καταστεί κείμενο.

Τι είναι το “Flash στη νύχτα”; Είναι η εξιστόρηση της ερωτικής ζωής του συγγραφέα; Μάλλον όχι. Είναι μια δική σας ή μια δική μου ιστορία; Μάλλον ναι. Είναι μια ακόμα ιστορία της γραφής που ψάχνει ασθματικά τον εαυτό της; Οπωσδήποτε.


ΥΓ. “Εγώ είμαι καλά κύριε ψυχαναλυτά, εσείς επινοήσατε τη νόσο!” σ.105


Σημείωση: Το ανωτέρω βιβλίο θα παρουσιαστεί τη Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου στις 8 μμ. Στο Σπίτι της Κύπρου, Ξενοφώντος 2α. Θα μιλήσουν οι : Συμεών Σταμπουλού, Αριστοτέλης Σαΐνης, Μάνος Στεφανίδης και Άρης Μαραγκόπουλος.




Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2012

Για το έργο τέχνης και το νόημά του


Το έργο τέχνης είναι πάνω απ' όλα σχόλιο θανάτου


Υπό μιαν έννοια το έργο τέχνης δεν ολοκληρώνεται ποτέ, αφού και μετά την υλική περάτωσή του, κάθε εποχή το εμπλουτίζει με τη δική της ανάγνωση, έτσι ώστε αυτό που αποκαλούμε «νόημα», ν΄ αποτελεί ένα ανοιχτό σύνολο ή ό,τι ο Umberto Eco ονομάζει «opera aperta».

Σκεφτείτε επίσης, τη περίπτωση εκείνου του καλλιτέχνη που επιστρέφει ξανά και ξανά στο δημιούργημά του, πίνακα, κείμενο, γλυπτό, θεατρική παράσταση κλπ. προσθέτοντας ή αφαιρώντας στοιχεία, έτσι ώστε η κάθε τελευταία εκδοχή να αποτελεί απλώς ένα σταθμό αλλά όχι το πέρας της πορείας προς τη δημιουργία. Έτσι, ο Picasso δεν μεταγράφει απλώς κλασικά έργα όπως οι Meninas ή οι «Γυναίκες στο Αλγέρι», αλλά δίνει πολλαπλές εκδοχές των έργων αυτών – μερικές φορές ξεπερνώντας τις 30 ή 40 - και δημιουργώντας κατ΄ ουσίαν ένα «δίκτυο σχεδίων αναφοράς» ώστε έργο να είναι το σύνολο τους ενώ ο καθένας, χωριστά, πίνακας ν΄ αποτελεί μιαν ενδεικτική χειρονομία, ένα σχόλιο, ένα μετακείμενο, ένα σπάραγμα έννοιας.

Αν το νόημα, το σημαινόμενο σύμφωνα με τους μεταδομιστές είναι ένα παροδικό, κυλιόμενο αποτέλεσμα λέξεων ή σημαινόντων, συνεχώς μετατοπιζόμενων εν μέρει παρόν και εν μέρει απόν πώς θα μπορούσε να υποστηριχθεί μια τελεσίδικη εκδοχή του; Μια κυρίαρχη σημασία του νοήματος αυτού; Μια και μόνη αλήθεια; Ως πρόχειρο παράδειγμα αναφέρω την διδασκαλία της «Αντιγόνης» του Λ. Βογιατζή στην παλιά της εκδοχή εσωτερικού χώρου στο θέατρο οδού Κυκλάδων, την πρόσφατη προπέρσινη στην Επίδαυρο και την ξανακοιταγμένη, ίδια παράσταση πέρσι πάλι στον ιερό χώρο της Αργολίδας. Υπό την έννοια αυτή κάθε έργο είναι το σκίτσο, το προσχέδιο της όποιας μελλοντικής του επανεγγραφής. Στο διηνεκές.

Τι όμως είναι σχέδιο;Και τι «δίκτυο σχεδίων αναφοράς»; Ο Picasso φιλοτεχνεί την 1η Μαΐου 1937 ένα σκαρίφημα της Guernica σ΄ ένα χαρτόνι. Δύο μήνες μετά εκθέτει με αμφιβολίες την οριστική εκδοχή αυτής, της επικής σύνθεσης των 7 μέτρων αφού στο ενδιάμεσο διάστημα προσθέτει και αφαιρεί χρώμα, χρησιμοποιεί ως collage μεγάλες επιφάνειες πανιού προβληματιζόμενος συνεχώς. Τους σταθμούς αυτού το ταξιδιού φωτογραφίζει μεθοδικά σε Α/Μ φωτογραφίες η Dora Maar. Πολύτιμο ντοκουμέντο μιας «παράστασης» που πέρασε από πολλά στάδια εργαστηρίου κι όταν τελικά «ανεβάστηκε» στο ισπανικό περίπτερο της Διεθνούς Έκθεσης Παρισίων ήταν πάλι περισσότερο μια «πρόβα» και λιγότερο μια πρεμιέρα.

Θα 'λεγα λίγο προβοκατόρικα ότι το προσχέδιο, η πρώτη σημείωση ενός νοήματος που αντιστέκεται αποτελεί, και η μόνη δυνατή εκδοχή του περατωμένου έργου. Όλες οι άλλες εμφανίσεις του όπως θα ήθελε ο Hegel, όλες οι άλλες «επιστροφές» του όπως προσδοκούσε ο Nietzsche είναι απλώς «χειρονομίες» εν τόπω και εν χρόνω, επανεγγραφές μιας ιδέας που υπάρχει ακριβώς για να μπορεί να δραπετεύσει και κανείς και τίποτε δεν μπορούν να μεταβάλουν την οντολογική της υπόσταση. Έργο τέχνης είναι πρωτίστως η ιδέα του, ενώ η υλική του μορφή αποτελεί ένα σχέδιο εργασίας.

Ανάλογα διαβάζει την έννοια του νοήματος στο πρόσφατο κείμενο της «Νόημα» και η Μαρία Λαϊνά (…)

Σ΄ αυτό πάλι που ονομάζουμε εννοιολογική τέχνη, l΄art conceptuel η αρχική ιδέα είναι και η οριστική εκδοχή του έργου σε βαθμό ώστε το μεγάλο γυαλί του Duchamp να ολοκληρώνεται όταν σπάει κατά λάθος σε μια μεταφορά και να παραδίδεται στην ιστορία του μοντερνισμού ως το πιο διάσημο non finito της νεωτερικής εποχής. Αφού ο δημιουργός του το εγκατέλειψε ισχυριζόμενος ότι έστω κι έτσι χωρίς να το έχει τελειώσει, είπε όλα όσα ήθελε να πει. Αναφέρομαι βέβαια στη νύφη που γυμνώνεται από τους μνηστήρες της και που βρίσκεται σήμερα στο μουσείο τέχνης της Φιλαδέλφειας 1916 – 1924.

Το ίδιο πράγμα υπαινίσσονται και ο Picasso ή ο Gris με τα περιώνυμα collages τους.

Εφόσον εξερευνούν έτσι τις ασυνέχειες του χώρου μέσα από την πρόσθεση μικρών ασυνεχών κομματιών ύλης στον πλαστικό χώρο. Είναι προφανές πως, θεωρητικά έστω, η πρόσθεση – επίθεση εξωζωγραφικών στοιχείων πάνω στη ζωγραφική επιφάνεια νομιμοποιείται να συνεχίζεται στο διηνεκές. Εκπληκτικό: Το non finito ως πλαστική έννοια το μεταχειρίζεται πρώτος ο Michelangelo για να ερμηνεύσει την προσωπική του αγωνία καθώς συγκρίνει τη πρώτη, υπέρκομψη, σχεδόν υστερογοτθική Pieta του το 1498 με τις Pieta Palestrina, Rondanini, ή του Duomo που φιλοτέχνησε στο τέλος της ζωής του επιλέγοντας φόρμες όλο και πιο δραματικά αφαιρετικές. Για να αποδείξει ίσως, μέσα από την εξέλιξη αυτή πόσο ανόητο είναι το εγχείρημα του νοήματος. Η ύλη γυμνή, λαξευμένη απευθείας αποκαλύπτει το δράμα και τη φθορά της ύπαρξης περισσότερο από οποιαδήποτε καλολογική και άρτια επεξεργασμένη μορφή της. Η απεικόνιση διακοσμεί, η θραυσματική έκφραση αποκαλύπτει. Η αδυναμία στη τέχνη μεταμορφώνεται σε δύναμη.

Να μια άποψη που ασπάζονται και οι ρομαντικοί δημιουργοί εξιδανικεύοντας τα ερείπια ή αποθεώνοντας τα χαλάσματα. Τα σπαράγματα – σχεδιάσματα του Δ. Σολωμού για τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» είναι ένα αυθεντικό παράδειγμα όλων των ανωτέρω. Η τέλεια μορφή και μόνο επειδή έχει αποτυπωθεί στην ύλη, καθίσταται δραματικά ατελής. Το ερείπιο, το σπάραγμα, η ημιτελής χειρονομία επειδή δυναμιτίζουν τη φλεγόμενη φαντασία, προσεγγίζουν το τέλειο με αισθαντική επάρκεια. Ο λεηλατημένος Παρθενών, αποκαθίσταται στη συνείδηση των εραστών του τελειότερος απ΄ ότι τον παρέδωσε στην Ιστορία ο Περικλής. Εντέλει το μόνο τελειωμένο έργο είναι όποιο είχε ήδη περατωθεί προτού καταστεί έργο τέχνης. Δηλαδή τα ready made του Marcel. Η ρόδα του 1913. Έκτοτε το πρώην μαζικό αντικείμενο γίνεται σταθερά μια πρόταση συνεχούς επανανάγνωσης. Έχει κυλήσει απ΄ τη χλεύη στο σεβασμό και τούμπαλιν κι έτσι θα παραμείνει και νυν και αεί. Παιχνίδι μαζί και σύμβολο, προβοκάτσια και ιδέα. Σχόλιο θανάτου και ξόρκι αθανασίας.