Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 30 Απριλίου 2022

Κακοφωνίες και νεποτισμοί


Μαδένης, Σόρογκας, Διαμαντόπουλος


Α. Η τέχνη είναι αμείλικτη. Η τέχνη δεν είναι φιλανθρωπία. Ειλικρινά δεν θα ήθελα να γράψω ποτέ το κείμενο που ακολουθεί. Κυρίως γιατί έχω βαρεθεί να γίνομαι δυσάρεστος χωρίς να υπάρχει κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα, χωρίς κάτι, το ελάχιστο, ν' αλλάζει. Μοιάζει να μην ενοχλείται ουδείς και για τίποτε κι όλοι να βολεύονται σ' ένα είδος συνωμοσίας της σιωπής. Τρία θέματα με απασχολούν εν προκειμένω:
Πρόσφατα, στον εκθεσιακό χώρο της Εθνικής Βιβλιοθήκης που στεγάζεται στο Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος παρουσιάστηκε ατομική έκθεση του Ζωγράφου Μιχάλη Μαδένη με τίτλο "Οι Εξόριστοι'". Σπεύδω προκαταβολικά να δηλώσω πως παρακολουθώ αυτόν τον καλλιτέχνη περισσότερο από 20 χρόνια - από την εποχή των "Νέων Μορφών" που πρωτοεξέθεσε - και πως μ' έχουν κερδίσει η καλοσύνη και η ευγένεια του. Για αυτό και έπεσα από τα σύννεφα - κυριολεκτικά - όταν είδα το ατόπημα που διέπραξε με την έκθεση του αυτή. Όπως μπορεί ο καθένας να αντιληφθεί από τις ενδεικτικές φωτογραφίες που δημοσιεύω δίπλα - δίπλα, ο Μαδένης κόπιαρε δουλικά όσο και ανέμπνευστα τις, όντως συνταρακτικές και ανθρωπολογικά και αισθητικά, φωτογραφίες του καθηγητή στο ΑΠΘ Γιώργου Κατσάγγελου για να φιλοτεχνήσει τις δικές του συνθέσεις. Σε πολλές περιπτώσεις η αντιγραφή είναι απόλυτα πιστή - αυτό που λέμε mot à mot - και μάλιστα θα έλεγα πως η ζωγραφική "μεταμφίεση" των φωτογραφιών του Κατσάγγελου από τον Μαδένη, είναι εμφανώς κατώτερη των ασπρόμαυρων πρωτοτύπων. Το κύριο ζήτημα όμως δεν βρίσκεται εκεί. Αυτό που θεωρώ αληθινά εξοργιστικό, είναι ότι ο ζωγράφος δεν ζήτησε την άδεια, δεν ενημέρωσε τον φωτογράφο για την "χρήση" - κατάχρηση των έργων του ενώ ο επιμελητής του πολυτελούς καταλόγου Σταύρος Ζουμπουλάκης και ο Τάκης Μαυρωτάς που υπογράφει ένα από τα κείμενα, φαίνεται να αγνοούν τον πλαγιαρισμό ( plagiarism) που χρησιμοποίησε ο Μαδένης για τις δημιουργίες του. Μόνο ο Νίκος Παΐσιος, ο επιμελητής της έκθεσης, αναφέρεται en passant στο βιβλίο του Κατσάγγελου το οποίο ειρήσθω εν παρόδω κυκλοφόρησε πριν από 20 ολόκληρα χρόνια! Ο ίδιος ο Μαδένης σε πρόλογο του αναφέρει πως του παρουσίασε το συγκεκριμένο βιβλίο ο δάσκαλος του Παναγιώτης Τέτσης το 2002 και του είπε να αντλήσει από εκεί έμπνευση! Τόσο απλά! Χωρίς να δημιουργείται εν προκειμένω κανένα ζήτημα αντιγραφής, πνευματικής ιδιοκτησίας, πρωτοτυπίας, καλλιτεχνικών δικαιωμάτων, αυθεντικότητας του έργου, λογοκλοπής, προσβολής δημιουργού αλλά και χωρίς να αισθανθεί κανείς από τους εμπλεκόμενους την ανάγκη να ενημερώσει τον Γιώργο Κατσάγγελο και να του ζητήσει, έστω, μία τυπική άδεια! Πρωτοφανή πράγματα από ένα πνευματικό Ίδρυμα πρώτης γραμμής κι έναν θεσμό που μοιάζει να διοικείται -  θα το πω όσο πιο σεμνά μπορώ - εντελώς ερασιτεχνικά. 
Ποιός αλήθεια αποφασίζει για τις εκθέσεις αυτές και με τι κριτήρια; Και σε τελική ανάλυση με τι γνώση, τι έρευνα και τι άποψη; Ειλικρινά πιστεύω πως αυτός που φταίει λιγότερο είναι ο ίδιος ο Μιχάλης Μαδένης. Φαίνεται πως τα εικαστικά πράγματα στον τόπο μας και γενικότερα η ιστορία της τέχνης μπορούν να ασκούνται από τον καθένα, αρκεί να δηλώνει φιλότεχνος, συλλέκτης," ευαίσθητος" κλπ. Εμπλέκονται σε αυτή την "φιλοκαλία" γιατροί, δικηγόροι, συγγραφείς, βιομήχανοι και ποικίλοι "παράγοντες". Λες και δεν υπάρχουν ειδικοί επιστήμονες, ερευνητές, μουσειολόγοι, αισθητικοί, ιστορικοί της τέχνης με διδακτορικά υψηλού επιπέδου που να αναλάβουν υπεύθυνα για ιδρύματα όπως η Εθνική Βιβλιοθήκη ή το Μουσείο Μπενάκη ή, ή ... και την συγκρότηση ενός έγκυρου, εκθεσιακού προγράμματος αλλά και την παρουσίαση με κριτήρια στοιχειωδώς αντικειμενικά και επιστημονικά της καλλιτεχνικής μας ιστορίας, παλαιότερης και σύγχρονης. Αντίθετα κυριαρχούν ποικίλοι εστέτ ή κομματικοί παράγοντες οι οποίοι παρεμβαίνοντας παντού δημιουργούν αυτές τις κακοφωνίες που περιέγραψα πιο πάνω. 
Έγραφε η Νίκη Λοϊζίδη προλογίζοντας το βιβλίο "Σιωπή" του Κατσάγγελου, έκδοση του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης, 2002: 
"...Ο Γιώργος Κατσάγγελος το1990-91 ετοίμασε μια φωτογραφική ενότητα με θέμα τη Μονάδα Επανένταξης του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης, αφού επί εννέα τουλάχιστον μήνες μοιράστηκε την καθημερινή ζωή ασθενών μέσα στους ξενώνες επανένταξης, αλλά και στα σπίτια της πόλης όπου ζούσαν. Ο Γιώργος Κατσάγγελος είχε τότε επιλέξει να απαθανατίσει τις μορφές των πρώην ψυχασθενών με τρόπο «φυσικό» μέσα στους χώρους του Ιδρύματος..." 
Πράγμα που θα πει ότι ο συγκεκριμένος δημιουργός, σχεδόν εμμονικά, ασχολείται με την έρευνα - αποτύπωση του προσώπου των ανθρώπων με ψυχικές διαταραχές - το έχει κάνει επίσης ο Γιώργος Δεπόλας - συνεργαζόμενος με εξειδικευμένους ψυχιάτρους, αποσπώντας την απαραίτητη εμπιστοσύνη αλλά και επιτυγχάνοντας την ψυχική επαφή με τον φωτογραφούμενο, συμβιώνοντας μεγάλο χρονικό διάστημα με τους ασθενείς, μελετώντας τις συμπεριφορές τους και καταθέτοντας ένα σπαρακτικό αποτύπωμα ύπαρξης χωρίς καμία αφ' υψηλού προσέγγιση. Το εγχείρημα δεν είναι εύκολο, απεναντίας, πόσο μάλλον που ταυτόχρονα εγείρονται πολλά ζητήματα ηθικής τάξης που έχουν να κάνουν με το κατά πόσο επιτρέπεται να φωτογραφίζονται άνθρωποι που βρίσκονται σε περιορισμό ή αδυναμία επιλογής. Ο Κατσάγγελος πέρασε μέρες και μήνες επιδιώκοντας να αποδώσει όχι τον ασθενή αλλά τον άνθρωπο και να καταθέσει πορτραίτα σπαρακτικά ωραία. Να φτιάξει εκείνα τα πρόσωπα της σιωπής που θα μπορούσαν να ανήκουν σε οποιονδήποτε από εμάς. Με αυτά τα έργα έχει ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο, ακόμα και στην Κίνα με εμένα επιμελητή, αποσπώντας εγκωμιαστικές κριτικές. Όλα αυτά όμως φαίνονται ασήμαντα ή και αυτονόητα για τους διοργανωτές της έκθεσης του Μαδένη. Αλλά και ο ίδιος ο Μαδένης μοιάζει να κατάλαβε ελάχιστα αφού παίρνοντας αυτό το συνταρακτικό υλικό δημιούργησε  εξπρεσιονιστικές καρικατούρες που ήθελαν να εκμαιεύσουν τον εύκολο εντυπωσιασμό και την ψευδοσυγκίνηση. Μπερδεύοντας τα όρια της ζωγραφικής και της φωτογραφίας, της αναπαράστασης και της ερμηνείας, της εμβάθυνσης και τις επιπόλαιας αναφοράς. Και το χειρότερο... Οι πάντες χειροκρότησαν και ουδείς εξέφρασε αρνητική κριτική όχι για την λαθροχειρία αλλά για το αισθητικό αποτέλεσμα καθαυτό. Κρίμα.

Β. Στα Νέα του Σαββατοκύριακου της περασμένης εβδομάδας (23- 24/4) ο σεβαστός ζωγράφος Σωτήρης Σόρογκας είχε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο σχετικά με τα μουσεία σύγχρονης τέχνης, την διεθνή ελίτ που τα πατρονάρει, την απαξίωση της ζωγραφικής στον ελλαδικό χώρο αλλά και την συγκεκαλυμμένη δικτατορία του μοντερνισμού που ταλανίζει μέχρι σήμερα τους εντόπιους δημιουργούς επιβάλλοντας μιαν έξωθεν επιβεβλημένη ομοιομορφία. Επαναλαμβάνοντας πάντως τις γνωστές, ανιστόρητες κοινοτοπίες περί εκείνου του καταραμένου ουρητηρίου που κατέστρεψε, ήδη από το 1917, την αληθινή τέχνη κ.ο.κ.  Επίσης αναφέρθηκε και στα εγχώρια μουσεία διεκτραγωδώντας την τύχη που επιφυλάσσουν σε ξεχασμένους καλλιτέχνες με μια όμως πολύ σημαντική διαδρομή όπως ήταν ο Βρασίδας Βλαχόπουλος ή ο Πάνος Σαραφιανός. Και ως εδώ καλά... 
Όμως ο Σωτήρης Σόρογκας αντιμετωπίζει τα όντως κρίσιμα ζητήματα των μουσείων μας μ' έναν μάλλον απλοϊκό τρόπο. Προσωπικά δεν βλέπω κανέναν διωγμό της ζωγραφικής, το αντίθετο μάλιστα, ενώ επίσης τα διάφορα, ιδεολογικά ζητήματα έχουν μοιραστεί με μίαν κάπως μπακαλίστικη λογική: Στην Εθνική Πινακοθήκη εκτίθενται όλοι - μα όλοι - οι "τελαράδες" και στο ΕΜΣΤ οι εννοιολογικοί ή "μοντέρνοι". Παστρικές δουλειές. Μερικοί μάλιστα, όπως κι ο ίδιος ο Σωτήρης Σόρογκας, εκτίθενται προνομιακά και στους δύο χώρους. Άλλοι πάλι σε κανέναν από αυτούς όπως λ.χ ο συντακτικός πρωτοπόρος της Αφαίρεσης Γιάννης Μαλτέζος, η Γιάννα Περσάκη, ο Βαλέριος Καλλούτσης, ο Άγγελος Παπαδημητρίου, ο Νίκος Μπάϊκας, ο Νίκος Χαραλαμπίδης, ο Γιάννης Τζερμιάς, ο Απόστολος Γεωργίου κ.α. Ο Σόρογκας όμως χάρη στην προσωπική φιλία με την Άννα Καφέτση, παρά τον φορμαλιστικό συντηρητισμό του έργου του, ήταν πάντα στην πρώτη γραμμή της εγχώριας πρωτοπορίας. Από την έκθεση ακόμα "Μεταμορφώσεις του Μοντέρνου", το1992, πριν δηλαδή τριάντα, ολόκληρα χρόνια. Υπενθυμίζω, τέλος, πως ο ίδιος καλλιτέχνης ήταν και το θέμα του πρώτου και μοναδικού (;) βιβλίου της Άννας Καφέτση με τίτλο "Η ποιητική της σιωπής". Ενώ πρόσφατα αξιώθηκε αναδρομικής έκθεσης από το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή. Και σκέφτομαι με πικρία πως όταν πριν από ένα χρόνο περίπου συζήτησα με τον διευθυντή του Μουσείου Κυριάκο Κουτσομάκλλη για μίαν αναδρομική του Διαμαντή Διαμαντοπούλου, εκείνος με παρέπεμψε στις καλένδες. Πονεμένη ιστορία. Αναδρομική του Διαμαντή Διαμαντοπούλου πάντως ετοίμαζε και ο Άγγελος Δεληβοριάς, ο πολύτιμος άγγελος της τέχνης, αλλά τον πρόλαβε ο θάνατος. Έκτοτε οι θύρες είναι κλειστές για τον κορυφαίο ίσως μεταπολεμικό μας ζωγράφο παρότι όλα τα έργα είναι συγκεντρωμένα και έχει εκδοθεί και το σχετικό βιβλίο. Εκείνον που πάντρεψε την παράδοση και την αβανγκάρντ, με τρόπο προσωπικό όσο και ακραίο. Με τρόπο βαθύτατα υπαρξιακό. Όμως αυτά είναι δύσκολα και επικίνδυνα πράγματα ενώ εμείς βολευόμαστε με συναισθηματισμούς και διακοσμητικότητες εκτός ιστορίας. Οι πόρτες ήταν και θα είναι ανοιχτές για τους συμπαθείς καλλιτέχνες  Σόρογκα,  Μαδένη, Μποκόρο κ.λπ όπως ήταν παλιότερα για τον Επαμεινώνδα Θωμόπουλο ή τον μπάρμπα Σπύρο Βασιλείου αλλά όχι και για τον Μαλτέζο ή τον Διαμαντόπουλο. Όχι για τον Σκλάβο ή τον Μπουζιάνη. Η δικαιοσύνη των μετρίων και ο πολιτισμός των "ημετέρων". Η τέχνη ως φιλανθρωπία.

Χρήστος Αντωναρόπουλος, από την σειρά Οι Σημαιοφόροι. Θα εκτεθεί στις 12 Μαΐου στα πρώην δικαστήρια της Σανταρόζα

ΥΓ. Έγραφα τα εξής σταθερά επίκαιρα σ' ένα παλιότερο μου κείμενο με τίτλο "Η φούσκα της τέχνης":
Ένα ευχάριστο νέο. Οι εμπορικοί ζωγράφοι που από απληστία διέλυσαν το σύμπαν μπουκώνοντας το σύστημα με μια τεράστια μεν παραγωγή μετρίων όμως έργων και ταυτίζοντας πονηρά την αισθητική αξία των έργων με την οικονομική, δεν πουλάνε πια. Ή πουλούν με οδυνηρές εκπτώσεις. Κι ένα δυσάρεστο. Ούτε κι οι άλλοι πουλάνε. Κι αυτό είναι άδικο. Γιατί εξακολουθεί να παράγεται υψηλή τέχνη στη πατρίδα μας και μάλιστα σε πολύ χαμηλές τιμές. 
Κάποτε πάντως πρέπει να κάνουμε μια κουβέντα  για την τεράστια φούσκα της τέχνης όλα αυτά τα χρόνια ... Είναι εθνική υπόθεση και σχετίζεται με την παιδεία και την αυτογνωσία μας. Αλλά και το απίστευτο μαύρο χρήμα που κρουνηδόν διακινήθηκε τότε. Όταν οι τιμές των πινάκων ανέβαιναν τρελά σαν τις μετοχές της τράπεζας Αττικής. Αλλά και για όσους γελοίους ή πονηρούς πλειοδότησαν στο άκρως κατασκευασμένο Χρηματιστήριο της. Εξαπατώντας. Αισχροκερδώντας. Και δημιουργώντας, τέλος,  την ψευδαίσθηση σε εκατοντάδες μεγαλογιατρούς ή μεγαλοδικηγόρους ότι αγοράζοντας σωρηδόν πίνακες και ξεπλένοντας αδήλωτα κέρδη ή φακελάκια, γίνονταν αυτόματα συλλέκτες ή αποκτούσαν ευαισθησία και γνώση. Και ότι η τέχνη σχετίζεται άμεσα με την ιδιοκτησία και την κατοχή.( Και όχι με την ανασφάλεια )!