Η τελευταία ποιητική συλλογή του Κώστα Μαυρουδή «Τέσσερις Εποχές» Κέδρος 2010
Ο άνθρωπος είναι μηχανή πόνου. Αυτός ο πόνος όμως συνιστά και την ύστατη ελπίδα της ανθρώπινης συνθήκης. «Αυτός ο χρόνος (το 1977) κάποτε ήταν μέλλον» διαπιστώνει ο Κώστας Μαυρουδής στην τελευταία-και αρτιότερη κατά την άποψή μου- ποιητική του συλλογή «Τέσσερις Εποχές» (Κέδρος 2010). Και γύρω απ’ αυτό το μοτίβο του χρόνου που ποτέ δεν στερεοποιείται, που δεν υποτάσσεται-έστω-στην τελετουργική διαδικασία της ανάμνησης, που δραπετεύει συνεχώς και από τα όρια της μικροϊστορίας και από τις συνιστώσες της μακροϊστορίας, που χλευάζει τον έρωτα ή τον φόβο των ανθρώπων, γύρω απ’ αυτόν το χρόνο δυνάστη πλέκεται η στιχουργία του Μαυρουδή. Μια στιχουργία που ταλαντεύεται ανάμεσα στην υπόκωφη στοχαστική εξομολόγηση, -σε κάποια instantané που μεγεθύνονται αποκαλυπτικά- και σε μια φόρμα σχεδόν επική που εξωθεί το φαινομενικά ασήμαντο στο προσκήνιο απαιτώντας να παίξει ρόλο πρωταγωνιστή.
Ώστε λοιπόν Ποίηση είναι εκείνο το θέατρο-γραπτό που αυξομειώνει μεγέθη ανάλογα τη βούληση ή τις ανάγκες του γράφοντος υποκειμένου; Ο Μαυρουδής διχάζεται ανάμεσα σε μια ρεαλιστική φωτογραφία που τα πρόσωπα, οι τόποι ή τα πράγματα είναι λέξεις χρωματισμένες από τα σκοτεινά νερά μυστικών ποταμών και σε ένα θέατρο σκιών -κυριολεκτικά-, σ' ένα tableau vivant νεκρών που τα πάντα δραπετεύουν γελώντας από τη φυλακή του συγκεκριμένου. Είναι τότε που η οξυδερκής φωτογραφία μεταμορφώνεται σε ένα ποιητικό action painting. Έτσι, προς δόξαν κάθε ακυριολεξίας.
Ο Μαυρουδής δεν περιγράφει μόνο τον κόκκο της σκόνης του χρόνου πάνω στο ερμάρι. Ούτε αφηγείται απλώς την περιπέτεια της παρουσίας του. Κυρίως ερμηνεύει την υπαρξιακή του υπόσταση, την οντολογία του. Αυτό είναι το ηρωικό στοιχείο μιας κατά τα άλλα λυρικής αναπόλησης. Ή, μήπως, το ειρωνικό; Με τη φιλοσοφική σημασία της λέξης βέβαια. Επίσης ο ποιητής παρότι γράφει ελεγείες, δεν υιοθετεί να υποκειμενικά μινυρίσματα πολλών ομοτέχνων του αλλά επιλέγει μια φόρμα κατά το μάλλον ή ήττον «αντικειμενική», μιαν αφήγηση που δένεται με πλήθος ιστορικών αναφορών, χρονολογιών, τοπωνυμίων ώστε επ’ ουδενί να εμφιλοχωρεί σε αυτή και τινάς υπερβάλλων συναισθηματισμός.
Ο συνθέτης των τεσσάρων εποχών απαιτεί από τα μικροεπεισόδια ή τα λάμποντα σαν από αιφνίδιο φλας θραύσματα της μνήμης να απεικονιστούν στον αναγνώστη με διεσταλμένη την ηρωική τους άλω. Αλλιώς θα ήταν απλώς ασήμαντα επεισόδια στη ζωή ενός υπερευαίσθητου παρατηρητή, περιπέτειες ενός κοσμοπολίτη που θέλει αμέτη μουχαμέτη να βγάλει κι απ’ τη μύγα ξύγκι. Κι εδώ έγκειται η επιτυχία και η πρωτοτυπία των ποιημάτων αυτών. Ο στοχασμός δεν κατατίθεται σε βάρος του άπεφθου λυρισμού, η αυθορμησία της έκφρασης δεν ελαφραίνει τη στρατηγική της όλης σύνθεσης. Έχουμε εμπρός μας ένα μεγάλο λυρικό τραγούδι σοφά δομημένο, ένα κάστρο που ενώ προκλητικά σου προτείνει την ορθάνοιχτή του πύλη, θα ήταν σοφότερο να εισχωρήσεις μέσα σε αυτό από τις ρωγμές. Τις χαραμάδες. Και τότε σπολλάτη σου. Ο Μαυρουδής μ’ αυτή τη συλλογή βάζει ψηλά τον πήχη. Θέλει να γράψει μέσα από μια μικρή πλακέτα το opus magnum μιας ολόκληρης εποχής, να διεισδύσει ερμηνευτικά εκεί που συνήθως η τρέχουσα ποίηση βολεύεται με επιφανειακότητες. Η ιστορία πάντα παρούσα στα καθημερινά μικροεπεισόδια ή στα μεγάλα γεγονότα της τέχνης: (π.χ. ο θάνατος του Παπάγου αλλά και το τέλος της Μαντάμ Μποβαρί. Ο Έλιοτ και οι απόψεις του για την κουλτούρα και το ναυάγιο της «Έλσης» έξω απ’ τον Καφηρέα, κλπ.)
Πόση ζωή χωράει ο θάνατος; Πόσο νόμιμη είναι η αντιστροφή του ερωτήματος; Μ’ άλλα λόγια, πόσα απίδια χωράει ο, ποιητικός μας, σάκος; Και πόσο, τέλος, το αντέχουμε;
Συγκλονιστικό είναι, για παράδειγμα, το ποίημα «Καλοκαίρι ή Έλεγχος σε επιβάτη με υπερμετρωπία» όπου στο πλοίο “Αγγέλικα”, στις 12 Ιουλίου του '53, μυστικοί ζητάνε την ταυτότητα ενός “υπόπτου”. Συγκλονιστικό όχι για το θέμα αλλά για την διαπραγμάτευση. Ένα κανονικό δράμα τσέπης. (σελ. 40-42)
Η «αντικειμενικότητα» της σύνθεσης δεν αποτρέπει τον ποιητή από την πρόκληση να καταστήσει το έργο αυτοβιογραφικό δηλαδή, mutatis mutandis να μας αφορά όλους:
η πόλη κατακλύζεται από υπερήλικες …
αργόσχολους απρόσβλητους από την ανία.
Θα σας γοήτευε ο τόπος.
Έχετε γεννηθεί κι εσείς ηλικιωμένος,
ποτέ δεν τρέξατε για τίποτα στο δρόμο…
Ο Μαυρουδής στοχάζεται, σαρκάζει, αυτοσαρκάζεται και αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίο λάμπει πραγματικά η σκόνη του χρόνου. Μνημιώνοντας τη μνήμη φαντασιώνεται πως εξορκίζει το θάνατο ο οποίος αμφισβητεί εν τοις πράγμασιν την ύπαρξη. Δεν τον ξέρει ο ποιητής, άρα κι εκείνος δεν υφίσταται. Όταν έχουν υπάρξει όλα αυτά του τα μεγάλα, τα θαυμαστά, τα ασήμαντα, τα τρομερά, πως είναι δυνατό να υπάρχει και θάνατος; Εξάλλου τι είναι ο σύγχρονος άνθρωπος; Τι ήταν πάντα;
Ένας μοντέρνος Ναζωραίος που κουβαλάει τα σκι του ξεθεωμένος, δίκην Σταυρού κατεβαίνοντας προς την πίστα (σελ. 35). Ο Μαυρουδής παρατηρεί, ταξιδεύει, μεταγλωττίζει το οπτικό γεγονός σε ποιητικό αιφνιδιασμό, σε νοητικό άλμα που φιλοδοξεί να γίνει έργο τέχνης. Ο Τσαρούχης το ‘λεγε καλά και επ’ αυτού ο ποιητής των τεσσάρων εποχών, νομίζω συμφωνεί απόλυτα: «υπάρχουν δύο σχολές έκφρασης. Από τη μια η φαντασία της πραγματικότητας κι απ’ την άλλη η πραγματικότητα της φαντασίας».
Να αποτολμήσω και μια τρίτη; Το αβέβαιο ταξίδι ανάμεσα στο αντικείμενο και την απομυθοποίησή του, αιτία και για τη σημερινή μας αλλοτρίωση σύμφωνα με το Roland Barthes. Με άλλα λόγια το δράμα των πραγμάτων που δεν αντέχουν (δεν αντέχουμε) το νόημά τους.
ΥΓ. Όποιος βούλεται να κάνει τέχνη σήμερα οφείλει πρωτίστως να πενθεί.
Μάνος Στεφανίδης
Επ. καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών