Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2017

Η Ελλάδα στο Κάσελ


 

(στον Χρήστο Αντωναρόπουλο)

Κοιτάζω την φωτογραφία και σκέφτομαι κάνοντας χιούμορ: Ζογγολόπουλος στο Κάσελ! Ο θορυβώδης αν και ημιτελής, μεταλλικός Παρθενώνας των απαγορευμένων βιβλίων είναι πιο ουσιαστικός ως διάφανη, ποιητική κατασκευή του Έλληνα γλύπτη παρά ως πολιτική καταγγελία. Η ντοκουμέντα πάσχει από αυτό που ανέκαθεν έπασχε: την υπερπολιτικοποίηση.
Μπράβο πάντως σε όσους εργάστηκαν για ένα τέτοιο αποτέλεσμα που προβάλλει την δημιουργία μας εκτός του βαλκάνιου κρατιδίου μας. Οι ξένες κριτικές αβαντάρουν την ελληνική συμμετοχή εκθειάζοντας καλλιτέχνες όπως ο Ακριθάκης ή ο Κανιάρης και διαπιστώνοντας παράλληλα την παρακμή των παγκόσμιων εκθέσεων - ποταμών αφού εξέλειπαν οι κριτικές θεωρίες και τα ιστορικά κινήματα που θα μπορούσαν να τις δικαιολογήσουν. Οι αντιφάσεις υπερκαλύπτουν τις προθέσεις. Κατά την άποψη μου ζούμε ήδη στην περίοδο της karaoke Art μετά την εποχή της Coca Cola Art μετά δηλαδή το - προσωρινό ασφαλώς αν και πολυδιαφημισμένο - "τέλος της ιστορίας".
... Δηλαδή σήμερα οι πάντες, θεσμοί, φυσικά πρόσωπα κλπ , επιχειρούμε να αποδώσουμε με την δική μας φωνή κι όπως - όπως την επιτυχία που πρωτοτραγούδησε το ίνδαλμα μας παλιότερα. Η, τότε, συγκίνηση -διαμεσολαβημένη πια - έχει καταστεί σήμερα υδαρής ουσία έκφρασης. Ιδίως μετά το πρώτο, το μαχητικό στάδιο του μεταμοντέρνου, ήγουν της στάσης της επελαύνουσας ως τότε ιστορίας, της post modern διακοπής της προς χάριν της απόλαυσης!
Η "μεταπρατική" αυτή διαδικασία ταιριάζει στα παγκοσμιοποιημένα ήθη, στην θηριώδη μαζικότητα της τέχνης σε όλον τον πλανήτη, στην πλατιά ενημέρωση των πάντων ως προς τα πάντα αλλά και στην επιπολής, οριζόντια συγκίνηση που όλοι δημοκρατικά μοιραζόμαστε. Αφού όλοι αποφασίσαμε πως είμαστε μικροί καλλιτέχνες αδιαφορώντας για εκείνον, τον ένα, τον μεγάλο που έχει δραματικά εκλείψει. Η κάθε εποχή έχει τον Vermeer ή έστω τον Picasso της. Εμείς;

ΥΓ. Μέσα Νοεμβρίου θα ξαναθυμηθούμε τον Παναγιώτη Κονδύλη και τις θέσεις του για την παρακμή του αστικού πολιτισμού στην γενέτειρα του Αρχαία Ολυμπία. Η διημερίδα έχει τεθεί συμβολικά υπό την αιγίδα της Βουλής των Ελλήνων. A propos αυτό το κλειστό και άδειο ΕΜΣΤ λίγες μόνο μέρες μετά τον πολυπληθή του θρίαμβο λόγω της ντοκουμέντα μού προξενεί θλίψη.
Αποδεικνύεται πάντως ότι η αδυναμία μας να στήσουμε ένα μουσείο που να αντανακλά την εποχή μας δεν είναι μόνο θεσμική ή προσωπική αλλά εκφράζει την ανικανότητα μιας ολόκληρης κοινωνίας να δει τον εαυτό της από μιαν ιστορική απόσταση. Ένδεια -βαθιά και δομική - θεωρίας τελικά.
Έτσι οι ποικίλοι "ειδικοί και ανίδεοι" συνεχίζουν ακόμη τον αναχρονιστικό και ανιστόρητο πόλεμο ανάμεσα σε μιαν κατασκευασμένη πρωτοπορία και μία κατασυκοφαντήμενη παράδοση καταδικάζοντας τους πιο επιδραστικούς δημιουργούς μας εκτός μουσείου. Και ενώ η Ντοκουμέντα τίμησε σε βαθμό εξωφρενικό τον Τσαρούχη, οι εδώ αφισιονάδος δεν αποδέχονται πως το τελάρο παραμένει όχι μόνο το πιο δημοφιλές αλλά και το πιο επιτυχημένο εκφραστικό μέσο της τέχνης μας σήμερα. Η χειροποίητη διαδικασία κι όχι η τεχνολογία μνημειώνεται σε τόσο διαφορετικούς δημιουργούς όπως ο Μποστ, ο Μπάικας, ο Σταύρος Ιωάννου ή ο Δημήτρης Παπαϊωάννου. Και είναι φυσικό σε έναν τόπο που δεν εξοικειώθηκε ποτέ με την τεχνολογία αλλά μόνο με την καταναλωτική της αξιοποίηση. Θα το πω απλά: Η ζωγραφική ή το θέατρο καλύπτουν ακόμη έστω και με αδυναμίες εκείνη την μεταφυσική ανάγκη που αδυνατεί να καλύψει το βίντεο ή το σινεμά. Η προφάνεια δηλαδή απέναντι στο δέος και την υποβολή.

Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2017

Ο Θαμπός Αλέξης




Στην Έφη Αχτσιόγλου, τον νέο μου έρωτα 


Δύο χρόνια μετά, δυόμιση καλύτερα, και ο φωτεινός Αλέξης δεν λάμπει πια. Μοιάζει όλο και περισσότερο με τα τελευταία αστεία του Λαζόπουλου με τα οποία δεν γελάει κανείς πλέον. Άκεφος, μουτρωμένος, συχνά με ξεσπάσματα οργής, πιστεύει πως θα ξαναπείσει έτσι, δηλαδή με νεύρα και φωνές, όσους έχει επί χρόνια κερδίσει απλώς χαμογελώντας και λέγοντας βολικά, ολοστρόγγυλα ψέματα. Α, όλα κιόλα. Η ερωτική σχέση του Αλέξη με την κοινωνία - και μάλιστα πέραν των προσήμων της αριστεράς και της δεξιάς- στηρίχθηκε και στηρίζεται αποκλειστικά σε λαμπερές, επικοινωνιακές εικόνες. Σε καθησυχαστικά χαμόγελα, στο κλείσιμο του ματιού που ξέρει να υπόσχεται και την αμαρτία και τον Παράδεισο, σε βολικά όνειρα αφού η πραγματικότητα επιμένει να μην βολεύει ούτε και στο ελάχιστο. Αφού αδυνατούμε να αλλάξουμε τη μοίρα μας, επιλέγουμε εκείνους που μας δυσαρεστούν λιγότερο ως προς τα μοιραία που αφεύκτως θα μας συμβούν. Γιατί αυτός είναι ο ρόλος του Αλέξη και σε αυτόν έχει διαπρέψει ως σήμερα. Γιαυτό τον χειροκροτούμε, για το παραμύθι που ξέρει να αφηγείται τόσο πειστικά. Τόσο χαλαρωτικά.

Α, όχι ένας θυμωμένος Αλέξης σαν αυτόν που εμφανίστηκε στο προχτεσινό υπουργικό συμβούλιο, είναι εκτός ρόλου και σίγουρο προανάκρουσμα αποτυχίας. Όχι, ο Αλέξης δεν έχει πλάκα, εκτός πλάκας. Ένας σοβαρός Αλέξης, χωρίς γελάκια και αστεία, χωρίς ευφυολογήματα και λογοπαίγνια είναι ένας θαμπός, δηλαδή ένας αποτυχημένος Αλέξης. Ένας Αλέξης που μοιάζει με καρατερίστα που στην πιο κρίσιμη στιγμή του έργου ξεχνάει τα λόγια του. Καταστροφή! Τι κάνουν εκεί στου Μαξίμου οι σχεδιαστές στρατηγικής δηλαδή οι ψιμυθιωτές του πρωθυπουργικού image; Αφού δεν μαθαίνουν ορθογραφία, ας διδαχτούν τουλάχιστον επικοινωνία.

Σκεφθείτε λίγο χωρίς το συναίσθημα: Γιατί θυμώνει ο Αλέξης; Γιατί τα βάζει με τους υπουργούς του; Μήπως αυτός δεν τους διάλεξε; Μήπως αυτός δεν υποχρεούται να τους καθοδηγεί χαράσσοντας πολιτικές και ελέγχοντας τα αποτελέσματα; Μήπως δεν είναι ο ίδιος εκείνος που δίνει το μέγιστο παράδειγμα χαλαρότητας και ενός σταρχιδισμού μεν αριστερών προδιαγραφών δε; Αφού σύνθημα του είναι “Πάμε χαλαρά και με χαμόγελο, πάμε αναβάλλοντας, κωλυσιεργώντας και κοροϊδεύοντας” γιατί δεν το εφαρμόζει; Αν θέλαμε κάποιον αυστηρό που να μας μαλώνει, που να καταγγέλλει την ανικανότητα και την κρατική ραστώνη, είχαμε σίγουρα καλύτερες επιλογές... Εκτός κι αν για όλα, για τα νυν και τα μελλοντικά δεινά μας φταίει αυτό το δύστυχο ανθρωπάκι, ο Κουρουμπλής.

Δεν είναι ο ρόλος της Κασσάνδρας αυτός που ταιριάζει του Αλέξη αλλά του νεαρού και ευειδούς Γανυμήδη, του οινοχόου των θεών, του χαμογελαστού κεραστή της Ελπίδας. Αν πάλι η αριστεροδέξια κυβέρνηση του ξεμείνει μόνο με τα μειδιάματα του Σταθάκη και του Κατρούγκαλου, τότε παρουσιάζουμε σοβαρό, ιδεολογικό και πολιτικό έλλειμμα. Ο πραγματικά πειστικός κομεντιέν, ο ακαταμάχητα κυνικός και ο χαρισματικός τυχοδιώκτης παραμένει σταθερά ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Όλοι οι υπόλοιποι είναι απλά απεικάσματα του αξεπέραστου πρωτοτύπου, είναι και θα παραμείνουν θαμπά simulacres όπως θα έλεγε και ο Μποντριγιάρ, ο αγαπημένος συγγραφέας του Προέδρου. Αρκεί, σύντροφοι, να μη θαμπώσει εκείνος, ο καθρέφτης του ζωτικού ψεύδους του έθνους, ο απαράμιλλος σχεδιαστής της συλλογικής μας καρικατούρας. Ο μοιραίος Αλέξης μας!

Τρίτη 12 Σεπτεμβρίου 2017

Iraklis Parcharidis, Elegiac Painting




"Bodies? Say it again. Bodies.
It’s unclear, it can't be heard. Ask the touch.
Does it remember? Has it ever pronounced that word?"
Kiki Dimoula, "The Adolescence of Oblivion"
In an era where images rule everything because the visible has become an oppressor and only what is visible exists, painting seeks again to accomplish its old mission: to mediate through the visible to the invisible and to claim once again the soul of things while establishing above all, their body. If Duchamp through a Dadaistic negative attitude condemned the painting of the retina as vulgar, painting in our days, under certain circumstances, undertakes a crusade against the vulgarity of what is visible and claims the Epiphany-Theophany of what is hidden behind the image of the body, that is longing for its immortality. For these reasons we contempt decorative painting, for these reasons we renounce the painting that is ashamed for its body, hidden behind abstract concepts and smart tricks. This is why we search for the painting of revelation, which is the most difficult!


Iraklis Parcharidis, away from the neo-Greek descriptivism or the ready-made polychromatic emotions, artic­ulates a visual rationale, meditative, architectonic, and elegiac. His subject is the human existence in a world that constantly loses its human characteristics. Such an intention would easily tempt someone to use optical gabbles or melodramatic clichés. The cultivation of the painter however, as well as his mentality protect him from such narrow paths. His poeticism, through his clever drawing inflicts the formation of particular symbols: the figure, the house, the city, the tree, the group of people, the primordial landscape, and the mythical nature before the arrival of people. Dimoula would say it differently: "I am an amateur human being. How could I form better complains? Because painting in our days mostly exists to defend complains".


Through these visual symbols, his sets his work as if in a scenography of a text, the painting reason of which has not yet been written. A theatre without words... we could say that compared to his previous exhibition (Titanium Yiayiannos Gallery, 2006) his paintings investigate fields and situations within a twilight zone. The materials are now more direct-earthy, stucco, charcoal, acrylic and e.t.c - and the result is less chromatic-conspicuous and more imposing-elegiac. Like a blurred wall painting of Roubliev, that has not been discovered yet, Parcharidis is painting in a monumental way and allusive chiaroscuros, the rope-walkers of a life that has been deformed, the myths and the miracles of a religion which has no more believers. In a time of torturing images and the lack of bodies -in other words the orphanhood of desire- Parcharidis sees the world with eyes half closed like the old hagiographers. In other words, he dreams the world and discovers it wandering in the edge of his soul.
In 1870, in Saint Russia with the encouragement of critic Vladimir Stasov, the new artists abandoned the capital and wandered at the vast steppes, in order to learn about the silent lives of the deprived masses. Because of this, they were named "Peredvizhniki" wanderers. Parcharidis is a perenvisnik like Ilya Repin with references that range from Russian, high morale realism, to the imaginative painting of Chagall. His adventure in painting all these years, has taught him something: that one can think better with his eyes closed. And that one sees better through misty eyes...

Manos Stefanidis
Professor of Art History
 
*Published in the “Iraklis Parcharidis, Elegiac Painting”  exhibition catalogue, Titanium Yiayiannos Gallery, Athens, Greece, 2009.
Bibliography
·         Julian Bell, Mirror of the world, A new History of Art, Translation Giorgos Lambrakos- Eleanna Panagou, Metechmio, Athens 2009
·         Manos Stefanidis, Ellinomousion, Β publication, Volume 9th Eleftheros Tipos, Athens 2009, p. 71

Για τις εικόνες και τη σάρκα τους

Η ζωγραφική του Ηρακλή Παρχαρίδη  

Το δράμα της εποχής είναι πως η διαφήμιση, η κατανάλωση και η κουλτούρα μπορούν να ταυτίζονται.
Π. Κονδύλης




Ο Γάλλος κοινωνιολόγος Νικολά Μπουριώ (Nicolas Bourriaud) ανατρέχοντας στα κείμενα του Φλωμπέρ διατείνεται πως η τέχνη είναι η απόλυτη μορφή ελευθερίας και πως η αλληλεπίδραση μεταξύ των θεατών της, ο συχνά φορτισμένος διάλογος ανάμεσα στο δημιουργό και το κοινό αντιμάχεται τη γενικότερη τάση της κοινωνικής κατάρρευσης. Λέει χαρακτηριστικά: «Με τις υπηρεσίες τους οι καλλιτέχνες θεραπεύουν τις πληγές των κοινωνικών θεσμών... και αυτού του είδους η τέχνη είναι και ουμανιστική και δημοκρατική.»
Δεν θα μπορούσα να βρω καλύτερο πρόλογο για την παρούσα έκθεση του Ηρακλή Παρχαρίδη από το κείμενο του Μπουριώ, επειδή αυτό νηφάλια καταργεί προκαταλήψεις ή φοβίες που ίσως ισχύουν στη χώρα του ως προς την σύγχρονη τέχνη, αλλά που σίγουρα ισχύουν στην Ελλάδα.
Παρότι συχνά μιλάμε στον τόπο μας για τις εικόνες, την εποχή και τη δυναμική τους, εντούτοις ένας βαθύς, σχεδόν αταβιστικός, φόβος μας καταλαμβάνει όταν βρισκόμαστε εμπρός σε μιαν εντυπωσιακά φταγμένη εικόνα, ένα γκράφιτι, μια υπερμεγέθη φωτογραφία ένα γλυπτό με νέον ή με κινητικά στοιχεία σε κάποιο δημόσιο χώρο. Αντίθετα οι χύδην τηλεοπτικές εικόνες που εκπέμπονται στον ιδιωτικό μας χώρο ασταμάτητα, ακόμη κι αν δεν μας ευχαριστούν πλήρως πάντως μας χαλαρώνουν, λειτουργούν κατευναστικά και τις θεωρούμε οικείες. Η οθόνη της τηλεόρασης έχει πάρει στα σύγχρονα σπίτια τη θέση που είχε ήδη από τον 17ο αιώνα στα μικροαστικά νοικοκυριά, φερ' ειπείν της Ολλανδίας, ο πίνακας ζωγραφικής, το ταμπλώ κάποιου μικρού μαιτρ με θέμα συνήθως μιαν ηθογραφία ή ένα πορτρέτο.
Η ζωγραφική τότε, μπορούσε -ακόμη- να λειτουργεί κατευναστικά-παρηγορητικά, να ταξιδεύει με την ψευδαισθητική της ικανότητα τον θεατή. Να υπερασπίζεται δηλαδή έναν άλλο κόσμο πιο γοητευτικό από τον ισχύοντα και άρα, έστω και sotto voce, να διαμορφώνει μια συνθήκη επαναστατική. Ήδη στις δύο αυτές μικρές παραγράφους που διαβάσατε χρησιμοποίησα για να μιλήσω για τη τέχνη τις μαγικές λέξεις «ελευθερία» και «επανάσταση». Άρα έχετε το τρίπτυχο διαμορφωμένο: χωρίς τις υπόλοιπες δύο, καμιά δεν μπορεί να ισχύσει πραγματικά ενώ αντίθετα και ο τρεις αλληλοσυμπληρώνονται. Πολύ απλά μπορούμε να υποστηρίξουμε πως η τέχνη (οφείλει να) ανανεώνει ή και να καταργεί παλιότερες μορφές έκφρασης που έχουν εξαντλήσει το περιεχόμενό τους, να εφευρίσκει καινούριες και να ονειρεύεται το μέλλον της. Αυτό κι αν είναι αναγκαία και ικανή συνθήκη.


Προσωπικά μου αρέσουν οι ζωγράφοι που έχουν εμμονές. Που επιστρέφουν ξανά και ξανά στο ίδιο θέμα, όχι τόσο για να το τελειοποιήσουν -αυτό θα ήταν αφέλεια- αλλά για να τελειοποιήσουν, όσο γίνεται, τον εαυτό τους· αυτό σημαίνει αγιοσύνη. Αφού η τέχνη αποτελεί μια μορφή αγιότητας (που όμως δεν φοβάται να αμαρτήσει). Κι αφού η αμαρτία, υπό όρους, δηλαδή όταν εμφορείται από αναπαλλοτρίωτο πάθος, είναι κι αυτή, μορφή αγιότητας. Άρα, με τη σειρά της, διεκδικεί το πρόσωπο (και το προσωπείο) της τέχνης. Αυτές τις σκέψεις μου προκάλεσε η τελευταία ενότητα πινάκων του Ηρακλή Παρχαρίδη, επειδή πρωτίστως επαναδιαπραγματεύεται παλιότερα θέματα με ανανεωμένη πίστη και ξαναδοκιμασμένη υπομονή. Επιχειρώντας να καταστήσει ζωντανό, όχι το πραγματικό, αλλά το ονειρικό. Δηλαδή, το αόρατο. Σαν τους βυζαντινούς μαΐστορες ή τους παλαιούς αγιογράφους. Που ζούσαν και δούλευαν στην προ ευκολίας εποχή. Σαν ένα αντίδοτο στην κυρίαρχη χαμέρπεια της εποχής, στη αισθητική της ισοπέδωσης. Εφόσον κι η εποχή μας μοιάζει με τις ντομάτες που τρώμε. Έχουν μεν χρώμα αλλά είναι άνοστες. Ο Πασκάλ έγραφε πως ατενίζοντας το σύμπαν έψαχνε το σχέδιο του θεού. Αντίθετα, εμείς αντιμετωπίζουμε αυτό το σχέδιο σα μουτζούρα. Εμείς, οι εραστές των μαζικών, των βιομηχανοποιημένων και ομοειδών αντικειμένων. Που τα καταναλώνεις και τα πετάς, μιας και αντικαθίστανται τόσο εύκολα. Έτσι όμως, απόλλυται η μονοείδεια των πραγμάτων. Δηλαδή, η ψυχή τους. Σε τρόπον ώστε σήμερα δεν θα μπορούσε ο Vermeer να ζωγραφίσει μια «νεκρή φύση». Επειδή θα αδυνατούσε να βρει αληθινά αντικείμενα και όχι ομοιώματα πραγμάτων, ώστε να οργανώσει τη σύνθεσή του. Αφήστε που θα δυσκολευόταν και σε ανθρώπινα μοντέλα. Επειδή κι οι άνθρωποι όλο και λιγότερο σε κοιτούν στα μάτια. Ειδικά, αν δεν διεκδικούν κάτι από σένα. Και πάλι, τα βλέμματα γίνονται όλο και πιο ανέκφραστα, σαν τις προειρημμένες ντομάτες. Χωρίς το βλέμμα, όμως, δεν υπάρχει επικοινωνία όπως και δεν υπάρχει ζωγραφική. Κι αν σήμερα αντιμετωπίζουμε κρίση της ζωγραφικής είναι, μάλλον, επειδή υφίσταται κρίση στα όρια της απουσίας βλέμματος.
Για τον Ηρακλή Παρχαρίδη, ζωγραφική πρωτίστως σημαίνει στοχαστικό βλέμμα, ιερότητα της ματιάς. Ο πίνακας δεν είναι απλώς μια αφηγηματική φαντασμαγορία, αλλά κάτι το ιερό και το μυστικό. Τα αχανή τοπία με τους φράχτες, τα τείχη των παλαιών πόλεων, τα σπίτια που μισοβυθίζονται στο σκοτάδι και το χιόνι, δεν είναι τόσο αναπαραστάσεις όσο σχόλια για μια μεταφυσική του χώρου. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ανθρώπινες φιγούρες. Πρόκειται για αρχέτυπα μοναξιάς ή μελαγχολίας μάλλον, παρά για ρεαλιστικές προσεγγίσεις του θέματος. Και το κυριότερο: Άτομα και τοπία αποδίδονται από τον ζωγράφο με μέσα αμιγώς μορφοπλαστικά και με συνεχή την αγονία της ανανέωσης της φόρμας, σε βαθμό ώστε το κλασικό και το πειραματικό να εξισορροπούν.
Επειδή συχνά επαναπαυόμαστε ως θεατές σε παλαιότερες -μουσειακές καλλιτεχνικές εκφράσεις, ας πούμε στην pompier ζωγραφική του 19ου αιώνα- αδυνατώντας από συναισθηματική οκνηρία να αντιληφθούμε το τώρα και να δούμε τις ανάγκες του σήμερα. Η τέχνη και ιδιαίτερα η ζωγραφική με την εξεικονιστική της γοητεία ανέκαθεν εξέφραζε και αντανακλούσε τις κοινωνικοϊδεολογικές συνθήκες της κάθε εποχής. Άλλοτε οπτικοποιούσε την αντιμεταρρυθμιστική διδασκαλία του Παπισμού κι άλλοτε περιέγραφε με ζωντανά χρώματα την ευμάρεια της Γαλλίας κατά τη περίοδο της Β’ Αυτοκρατορίας (γύρω στο 1860).


Σήμερα όμως; Σήμερα, η εικόνα, η εξεικόνιση αντιμετωπίζουν κρίση λόγω υπερπληθωρισμού της ζήτησης και της προσφοράς οπτικού υλικού, υπερκορεσμού της αγοράς και αποπροσανατολισμού του μεγάλου κοινού.
Λέει η Μάσα στις «Τρεις Αδελφές»: "εγώ νομίζω ότι ο άνθρωπος έχει χρέος να πιστεύει σε κάτι ή τουλάχιστον να ψάχνει για κάτι που θα πιστέψει αλλιώς η ζωή του είναι άδεια, πολύ άδεια..."
Ζούμε σε μιαν θλιβερή περίοδο κρίσης και παρακμής. Έτσι όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση, σου απαγορεύεται ακόμη και να πενθήσεις. Αφού δεν υπάρχει νεκρός. Υπάρχουν μόνο κάποια εκατομμύρια ζόμπι, φαντάσματα, ζωντανόνεκροι που καμώνονται τις ατομικές περιπτώσεις, υποστηρίζουν σπασμωδικά την ανθρώπινη τους υπόσταση αλλά κατ' ουσίαν είναι από καιρό νεκρωμένοι. Προσέξτε, όχι νεκροί...Νε-κρω-μέ-νοι, φυλακισμένοι, σε μιαν μικροαστική απάθεια, σε μιαν ατομική ιδιωτεία. Η τέχνη, πάλι, μπορεί να κάνει, όχι χωρίς κόπο, «εμείς» τα χιλιάδες αδιέξοδα «εγώ». Μπορούμε με εικόνες ν΄ αλλάξουμε τον κόσμο; Μπορούμε;
Επειδή η ζωγραφική διαθέτει τη σχεδόν μαγική δυνατότητα, παρά τη μαζική της υπερπαραγωγή σ’ όλους τους αιώνες του αστικού πολιτισμού, να κερδίζει απ’ τα λάθη της, να τ’ αφομοιώνει και να επηρεάζει δραματικά τις νεότερες τέχνες της εικόνας που έχουν εν τω μεταξύ εμφανιστεί. Μυστήριο! Αβάσταχτα ταυτολογική πολλές φορές, εμμανώς ανθρωποκεντρική, απαρασάλευτα στατική –τουλάχιστον εξωτερικά– σαφώς αγκυλωμένη από φόρμες που τις σημάδεψε ο χρόνος, δύναται (η ζωγραφική) ακόμη να φθέγγεται με κύρος ερμηνεύοντας την εποχή, σηματοδοτώντας το άγνωστο, δανείζοντας μορφές στο αόρατο. Επιβάλλοντας εντέλει το δικό της μεγαλειώδες όσο και περίκομψο, οπτικό πένθος απέναντι στην ανθρώπινη μοίρα.
H ζωγραφική, βλέπετε, κινείται σε δρόμους παράλληλους με την ιστορία. Απόλυτα ταυτισμένη με το χρόνο και την εντελέχειά του, το θαύμα του ανθρώπινου πολιτισμού αλλά και μ’ επίγνωση των αιτιών της καταρράκωσής του, η ζωγραφική στέκει σαν προκατακλυσμιαία θεότητα-μήτρα, εκκολάπτει και καθοδηγεί τα τέκνα της, τη φωτογραφία, τον κινηματογράφο, την ηλεκτρονική εικονογραφία έστω κι αν η ίδια μυρίζει τερεβυνθίνη ή κάρβουνο. O τρόμος ή η έκσταση δεν είναι αποκλειστικά προϊόντα του προηγούμενου αιώνα. Αντιθέτως. Ούτε πάλι τα ανθρώπινα σώματα μπορούν να αντικατασταθούν από ρομπότ και η σάρκα των πραγμάτων, η σάρκα των εικόνων να εξισωθούν με τις προσομοιώσεις τους (simulacres, που έλεγε ο Baudrillard)
Στην εποχή που οι εικόνες κατακυριεύουν τα πράγματα επειδή η ορατότητα κατάντησε δυνάστης και που υπάρχει μόνο ό, τι φαίνεται, η ζωγραφική ζητεί εκ νέου να εκπληρώσει την παλιά της αποστολή: Να μεσιτεύσει δια του ορατού στο αόρατο και να ξαναδιεκδικήσει τη ψυχή των πραγμάτων κατοχυρώνοντας όμως πάνω απ’ όλα το σώμα τους. Αν ο Duchamp μέσα από μία ντανταϊστική άρνηση καταδίκαζε τη ζωγραφική του αμφιβληστροειδούς ως χυδαία, σήμερα η ζωγραφική, υπό προϋποθέσεις, αναλαμβάνει μία σταυροφορία εναντίον της χυδαιότητας του ορατού και διεκδικεί την επιφάνεια-θεοφάνεια εκείνου που κρύβεται πίσω από την όραση. Του σώματος που αναζητεί την αθανασία του. Των σωμάτων-απέραντων τοπίων με το διάφανο φως του Παρχαρίδη που ονειρεύονται μέσα από την «κόλαση» μιας χειρονομιακής παραφοράς την οπτική γαλήνη εκείνου του παραδείσου που κρύβει ο καθένας από μας μέσα του...

ΥΓ. Γι’ αυτούς τους λόγους συνοπτικά καταδικάζουμε τη ζωγραφική της διακόσμησης, γι’ αυτούς τους λόγους αποκηρύσσουμε και τη ζωγραφική που ντρέπεται για το σώμα της κρυμμένη πίσω από αφηρημένες έννοιες και εξυπνακίστικα τρικ. Γι’ αυτό ζητάμε μία ζωγραφική της αποκάλυψης, το πιο δύσκολο!
Μάνος Στεφανίδης
18.09.2012

* Από τον κατάλογο της έκθεσης του Ηρακλή Παρχαρίδη «Φράχτες» στην Titanium Yiayiannos Gallery το 2012.





Καλημέρα σας!

Όλοι μας έχουμε μία πλατεία που είναι και δική μας. Βρίσκομαι στην πλατεία Ηρακλή Παρχαρίδη όπου χιονίζει καρβουνόσκονη, όπως νομίζω θα έλεγε κι ο αγαπημένος μου φίλος Νάσος Θεοφίλου. Καρβουνόσκονη που σκιαγραφεί και σχεδιάζει τους περαστικούς αλλά και τους περασμένους, τις μνήμες και τις αναμνήσεις, καθώς γεμίζει και αδειάζει διαδοχικά η σκηνή. Το θέατρο σκιών, το κουκλοθέατρο, το θέατρο δρόμου, η commedia dell’ arte, οι καρναβαλιστές και οι ξυλοπόδαροι βρίσκονται πρωταγωνιστές μιας δραματικής γιορτής που εξελίσσεται στο ευρύ σκηνικό περιβάλλον της πλατείας. Θαμπές, αόριστες, αλλά και στερεότυπες εικόνες σε χρόνους στερήσεων αλλά και ελπίδας. Το βάδισμα των περιπατητών, η αργή και σταθερή πορεία των αθλίων ασωμάτων προς τον προδιαγεγραμμένο ιδανικό προορισμό. Κάθε ζωγραφιά αφηγείται και περιγράφει την παράσταση μίας ολόκληρης ημέρας. Η ζωγραφική του Ηρακλή Παρχαρίδη κατάφερε να με κάνει θιασώτη της video-art - Θεέ μου συγχώρεσέ με - και φιλοδοξώ να βιντεοσκοπήσω επί δώδεκα διαρκείς ώρες κάθε πίνακα του ζωγράφου ώστε να καθηλώσω το θεατή απέναντι σε μια κινούμενη εικόνα που ο ίδιος θα εφεύρει και θα αισθανθεί.
Μου ‘ρχεται στο νου και στα χείλη το τραγούδι του ανώνυμου στιχουργού:
Στου νησιού τη μικρή την πλατεία
εκεί στη άκρη και κάτω απ’ το πεύκο
διηγείται παλιά ιστορία
ένας άνδρας με άσπρο γιλέκο
Για ταξίδια με μαύρα καράβια
προσμονής στον ατέρμονα χρόνο
για μι’ αγάπη θλιμμένη και άδεια
στου χαμού τον αβάσταχτο πόνο
Παίρνει ο άνεμος λέξεις και γράμματα
στο τραγούδι του πάνω απ’ τα κύματα
ήχοι γίνονται από γέλια και κλάματα
του αγέρα παράξενα ποιήματα
Ένας άνδρας με άσπρο γιλέκο
ψιθυρίζει τις νύχτες στ’ αστέρια
μ’ ένα άσπρο λουλούδι στο πέτο
κι ένα άσπρο βιβλίο στα χέρια
Παίρνει ο άνεμος λέξεις και γράμματα
στο τραγούδι του πάνω απ’ τα κύματα
ήχοι γίνονται από γέλια και κλάματα
του αγέρα παράξενα ποιήματα

Καλό σας βράδυ!

Αριστείδης Γιαγιάννος

* Από τον κατάλογο της έκθεσης του Ηρακλή Παρχαρίδη «Ζωγραφικές Ελεγείες» στην Titanium Yiayiannos Gallery το 2009.