Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2021

Η αισιοδοξία της απελπισίας


(στην εκδότρια μου Φρόσω Μιχάλη)

Ένας άνθρωπος που δεν διστάζει να τσαλακωθεί, να γελοιοποιηθεί, να σαρκάσει τη δημόσια εικόνα του, έχει τον άπειρο σεβασμό μου. Κυρίως γιατί διδάσκει σε μια κοινωνία άκρως αυτιστική πλέον και έμφοβη, (η οποία όμως παίρνει πολύ στα σοβαρά τον εαυτό της - καλύτερα...τον εαυτούλη της), τον αξιακό όγκο του ελαφρού. Την ηθική του χαμόγελου.
Ιδιαίτερα τώρα που ο φαντασιακός τρόμος για τον άλλο, η αντιμετώπιση του διπλανού ως πιθανού φορέα - άρα ως πραγματικής απειλής θανάτου - είναι όχι μια εγωπαθής, κατακριτέα αντίδραση αλλά η επίσημη πολιτική. Το απόλυτο polically correct! Η φρικώδης κορεκτίλα των σχέσεων. Άνθρωποι που κοιτούν με αηδιαστική καχυποψία τον απέναντι τους στο μετρό, τον άγνωστο του πεζοδρομίου.
 Άνθρωποι που φορούν τις μάσκες περισσότερο εσωτερικά και λιγότερο εξωτερικά. Που τις έχουν αποδεχτεί σαν τον ρόλο που ανέκαθεν ήθελαν να παίξουν. Άνθρωποι που σχεδόν με ανακούφιση, δεν κρύβουν απλώς αλλά διαγράφουν το πρόσωπό τους πίσω από την προστασία της προσωπίδας. Άνθρωποι που βολεύονται να μη χαμογελούν. Ζευγάρια που χωρίζουν επειδή δεν αντέχουν όχι τόσο τη διαρκή παρουσία του άλλου μέσα στα λίγα τετραγωνικά ενός διαμερίσματος αλλά τον εαυτό τους τον ίδιο. Άνθρωποι, ειδωλολάτρες δηλαδή του εαυτού.
 Αξίζουν όμως τόσες θυσίες για μια τέτοια ζωή; Ζούμε άραγε έτσι, απλώς επιβιώνοντας; Ο γάτος μου στο μπαλκόνι που φλερτάρει μ' όλες τις γάτες της γειτονιάς, είναι πιο ευτυχισμένος από το αφεντικό του. Επειδή οι άνθρωποι στις μέρες του νέου πουριτανισμού έχουν υπερεκτιμήσει το σεξ και υποτιμήσει τον έρωτα, το συναίσθημα.
Άρα ιδιαίτερα τώρα.... Τώρα που οι ανθρώπινες σχέσεις δοκιμάζονται στον βαθύτερο πυρήνα τους και που οι άνθρωποι επιλέγουν κάτι τόσο απάνθρωπο όπως είναι η απόσταση, ο διαρκής εγκλεισμός, η στέρηση του σώματος, η ασφάλεια της μόνωσης αντί του... κινδύνου μιας αγκαλιάς κι ενός φιλιού, εκείνες οι εξαιρέσεις που χαμογελούν, που καθιστούν τον εαυτό τους ευφρόσυνο θέαμα - ο υγιέστερος ορισμός της τέχνης - που προσφέρονται και που δεν ταυτίζουν την ερωτικότητα με το σεξ αλλά με την επαφή και την επικοινωνία, με κάνουν περίεργα αισιόδοξο μέσα στην απελπισία μου. 
Επειδή υποκαταστήσαμε τις ανθρώπινες σχέσεις και την σωματική επικοινωνία με τις φιλίες στο fb, ένα μεγάλο αδελφό που μας υπενθυμίζει κάθε μέρα πόσοι από τους εκατοντάδες "φίλους" μας έχουν γενέθλια. Και ότι κάνουμε το καθήκον μας αποστέλλοντας ηλεκτρονικές ευχές. Παρασύροντας μας έτσι σ' ένα παιχνίδι εικονικών, ως εκ τούτου ασφαλών, σχέσεων από απόσταση που όμως δεν είναι σχέσεις άλλα προσομοιώσεις (simulacres) και ενταφιασμός των σχέσεων. Ένα είδος άυλης φυλακής. Μιας φυλακής που λέγεται εκούσια απόσταση. Τουλάχιστον μάς απομένει η σχέση με την τέχνη ως διαρκής έρωτας και εξορκισμός του θανάτου...

Σημ. Οι φίλοι μου ξέρουν πόσο πολύ αντιπαθώ τα τηλέφωνα. Επειδή υποκαθιστούν με πολύ ύπουλο τρόπο το σώμα. 

ΥΓ. Αρκεί βέβαια να μην μπερδεύουμε την τέχνη και τον πολιτισμό και τους καλλιτέχνες και την προσφορά τους με το υπουργείο Πολιτισμού και με τους μανδαρίνους του. Ακόμη και η πιο δραματική εκδοχή της τέχνης μπορεί και μεταστρέφει τη μιζέρια της ζωής σε δωρεά. Πότε το αντίθετο. Η εξουσία πάλι, η κάθε εξουσία, υπήρξε ανέκαθεν αντιαισθητική. Αφού ανέκαθεν αντιλαμβανόταν την πολιτική ως συμβιβασμό. Ενώ η τέχνη είναι το παιχνίδι έξω από τις συμβάσεις. Θα 'λεγα ακόμα πως εξουσία και κιτς ταυτίζονται αφού κοινός παρανομαστής τους είναι το μελοδραματικό, το καλλωπισμένο ψέμα. Αποκλειστικά. 


Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2021

Αγαπώντας και Μισώντας


(Ή ΠΕΡΊ ΤΈΧΝΗΣ)

Εν πρώτοις η εντυπωσιακή τοιχογραφία του Ino στην Πειραιώς. Ενός κλασικού της street art με έργο διεσπαρμένο σε όλο τον κόσμο. Με πολλές επίτοιχες συνθέσεις στο λιμάνι του Πειραιά, τη Δραπετσώνα και το Κερατσίνι. Ενός κλασικιστή ζωγράφου ο οποίος μαζί με τον Γιώργο Ρόρρη, θα μπορούσε να θεωρηθεί ο τελευταίος μάστορας της Σχολής του Μονάχου (και δεν ενέχει κανέναν ψόγο αυτή μου η κρίση).
Την φωτογράφισα πρόσφατα. Κυρίως για την αισθητική της που ανθίσταται σε μία αντιαισθητική πόλη. Και γιατί διαθέτει ένα περιεχόμενο σαφές και εύληπτο. Εκτός κι αν είναι κακό αυτό. Κι εδώ υπαινίσσομαι πως είναι άλλο πράγμα η σκοτεινότητα της τέχνης κι άλλο η σκόπιμη ακατανοησία των δημιουργών της. Τέλος επειδή θα έπρεπε η νέα, δημοτική αρχή να δείξει μεγαλύτερη ευαισθησία στα δημόσια έργα αυτής της πόλης, γλυπτά ή τοιχογραφίες. Να προστατεύσει τα παλιά και να προτείνει καινούργια. Να εκσυγχρονίσει τους εκθεσιακούς χώρους και τις πινακοθήκες της συνεργαζόμενη με τους άξιους και τους γνώστες κι όχι τα μηντιακά περιτρίμματα και τους κομματικούς παρατρεχάμενους. Ο νέος δήμαρχος υποσχέθηκε πολλά. Ήρθε τώρα η ώρα να πραγματοποιήσει τουλάχιστον τα λίγα. Η συνεργασία του με άξιους συναδέλφους όπως η Κατερίνα Κοσκινά και ο Χριστόφορος Μαρίνος είναι σωστή κίνηση.
Κατά τ' άλλα αυτό είναι το μήνυμα : 
Γράφουμε για την ελληνική τέχνη και τους δημιουργούς της όσο πιο αντικειμενικά γίνεται, βλέποντας αρετές ή αδυναμίες και αγωνιώντας ταυτόχρονα  για το γενικότερο, ιστορικό πλαίσιο και το διεθνές συγκείμενο. Κοιτώντας από μέσα προς τα έξω και το αντίστροφο. Όσο γίνεται. Πάντα, όμως, μα πάντα, με μιαν διάθεση αγαπητική και συγκινημένη. Γιατί είναι τα δικά μας πράγματα, άλλοτε σπουδαία κι άλλοτε λιγότερο. Κι άλλοτε καθόλου.
 Όμως είναι εκείνη η έκφραση στην οποία μετέχουμε όλοι, έμμεσα ή άμεσα. Είναι η κοινή παράδοση και το κοινό μας μέλλον. Η κοινή μας οπτική γλώσσα. Αν δεν υπήρξαμε οι φυσικοί γονείς αυτών των δημιουργημάτων, είμαστε πάντως οι ανάδοχοι τους! Και ως τέτοιοι έχουμε ευθύνη για αυτά. Χωρίς μιζέριες ή μεμψιμοιρίες. Έχοντας συνείδηση της περιφερειακότητας μας σε σχέση με τα διεθνή κέντρα εξουσίας (άρα και τέχνης) αλλά και του χαώδους λαβύρινθου που συνιστά η παγκόσμια δημιουργία σήμερα. Όπου κατ' ουσίαν ισχύει ένας τεράστιος, ένας τερατώδης αντικατοπτρισμός. Αφού μόνο το παρελθόν δικαιούται να νομιμοποιήσει αισθητικά και ιστορικά το όποιο παρόν ή μέλλον. Με λίγα λόγια ουδείς γνωρίζει τι θα επιλέξει η ιστορία κι ο χρόνος ως τέχνη και τι θα απορρίψει ως σκουπίδι ή μόδα. (Που εντέλει σημαίνει το ίδιο).
Τί θα καταγραφεί ιστορικά από τα χιλιάδες πρόσωπα και τα εκατομμύρια έργα της τέχνης της εποχής μας; Μόνο όταν όλα αυτά γίνουν παρελθόν, θα γνωρίζουμε τι πραγματικά υπήρξε. Όλα τα υπόλοιπα, αντικατοπτρισμός!
Αξίωμα : Επιτρέπεται να μην μού αρέσει ένα έργο τέχνης. Δεν μού επιτρέπεται όμως να μην το αγαπώ! Δεν μισείς ένα έργο τέχνης. Ποτέ! ( Ακριβώς όπως κι ένα παιδί ).
Γιαυτό και ήμουν πικρός, ακόμη και χολερικός, εναντίον όλων εκείνων των μεγαλοπαραγόντων της τέχνης, γκαλεριστών, συλλεκτών, curators κλπ. που παρότι Έλληνες, έβλεπαν ή βλέπουν συγκαταβατικά και αφ' υψηλού την νεοελληνική τέχνη. Συγκροτώντας συλλογές ή οργανώνοντας εκθέσεις χωρίς να τους συμπεριλαμβάνουν. Αγνοώντας έτσι τους σύγχρονους δημιουργούς μας. Δηλαδή μη μετέχοντας στο κοινό στοίχημα που μάς δεσμεύει όλους:
 Η νεοελληνική τέχνη, σε κάθε της έκφανση. 
Ακόμη χειρότερα νομίζοντας πως η σύγχρονη τέχνη μας εξαντλείται στον Κουνέλλη. (Το αντίθετο παράδειγμα είναι εκείνοι που νομίζουν ότι εξαντλείται στον Μποκόρο). Πόσο λάθος είναι αμφότερα τα αξιώματα νομίζω πως δεν αξίζει να αποδείξω. 
Συμπέρασμα αναπόφευκτο και προσωπική εξομολόγηση : Έγινα και γίνομαι συχνά κακός με κείμενα και δημόσιες τοποθετήσεις μου για να υπερασπιστώ τις αγάπες μου! Αλλιώς δεν έχει αξία. Μόνο όταν ξέρουμε τι και γιατί "μισούμε", δικαιούμαστε να υποστηρίζουμε ό τι αγαπάμε. Με όσα λάθη κι αν κρύβει η αγάπη...

ΥΓ. Ακούω το σύγχρονο, μουσικό έργο Misere του Karl Jenkins, Ύμνοι του Ελέους και της Λύτρωσης, σαν ένα είδος κάθαρσης της εσώτερης ύπαρξης μέσα από την τέχνη.

(Η πρώτη φωτογραφία, όπως και οι πλείστες του τοίχου μου, είναι δική μου. Η άλλη είναι του εξαιρετικού Λευτέρη Μιαούλη. Από τον Πειραιά που αγαπώ. Ένα μοναδικό δείγμα ελληνικού αρ νουβώ. Με φως μελιχρό...
Απ' αυτόν τον σταθμό ταξίδευα καθημερινά προς Ομόνοια σ' όλη την εφηβεία και τη νεότητα μου. Φροντιστήριο, Πανεπιστήμιο, εργασία ως καθηγητής πια στο Νέο Φροντιστήριο και του Μπελεζίνη. Ώσπου παντρεύτηκα, απόκτησα αυτοκίνητο και μετακόμισα στη Ν. Σμύρνη.
 Είναι απίστευτο λοιπόν πόσα πράγματα μού θυμίζει. Πόση ζωή... άλλοτε κερδισμένη κι άλλοτε σπαταλημένη μίζερα. Θυμάμαι το κρύο όταν αργά το βράδυ περίμενα έξω από τον τερματικό σταθμό το μπλε ή το πράσινο λεωφορείο για το σπίτι. Εμπρός στο άδειο λιμάνι με το ξεροβόρι να περονιάζει. Συχνά το τελευταίο λεωφορείο, γύρω στα μεσάνυχτα, έφτανε γεμάτο και δεν σταματούσε. Τότε ανέβαινα με τα πόδια. Παπαστράτου, Άγιος Διονύσιος, Δραπετσώνα, Άγιος Δημήτριος. Θυμάμαι την σκοτεινιά των κλειστών μηχανουργείων. Την υγρασία...
Ερώτημα: Περισσότερο αγαπάμε ή μισούμε τις αναμνήσεις μας; Μη βιαστείτε ν' απαντήσετε)

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2021

Ταξίδια στη νύχτα


(Πρωτοχρονιάτικο διήγημα)

Βιαστική, πάμφωτη πανσέληνος μάζεψε γρήγορα όλα πέπλα της νύχτας σ'ένα πανέρι στην άκρη του ουρανού. Ασημιά σιωπή, χρυσή σπατάλη. Είναι ήδη τέσσερις το πρωί και δεν έχω ύπνο. Ως συνήθως. Είμαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι, είμαι άβολα, νιώθω τον χρόνο τέλμα που με πνίγει και προσπαθώ να συγκεντρωθώ σ' ένα βιβλίο. Η απόλυτη σιγαλιά της ώρας δεν με καταπραΰνει. Μοιάζει σαν να έχει αδειάσει ο κόσμος αυτό το βράδυ της παραμονής του νέου έτους.
Τότε συνειδητοποιώ ότι ξαγρυπνά μαζί μου κι ο άγνωστος γείτονάς του από πάνω ορόφου. Μαζί με τους γάτους στον ακάλυπτο που αιφνίδια ερωτοτροπούν άλλοτε θριαμβικά κι άλλοτε με θρηνητικές κραυγές ζωής ή θανάτου. Ο γείτονας από πάνω (ή μήπως γειτόνισσα;) βηματίζει και από καιρού εις καιρόν μετακινεί κάποια, βαριά μάλλον, έπιπλα. Τα σύρει στην κυριολεξία από τη μία άκρη του δωματίου στην άλλη. Σχεδόν τον ακούω να βαριανασαίνει. Τον νιώθω. Προσπαθώ να φανταστώ τη σκηνή και τον άγνωστο σε μένα χώρο του διαμερίσματος του. Κάτι δεν βολεύει, κάποιος φαίνεται ότι ασφυκτιά, κάποια αντικείμενα, τα συγκεκριμένα έπιπλα εκτονώνουν απωθημένες του επιθυμίες ή ακόμα και μιαν οργή που έχει κατασταλεί. Φαντάζομαι τον γείτονα να θέλει να αλλάξει το σαλόνι (;) δημιουργώντας μία ψευδαίσθηση του καινούργιου και εκείνη τη λειτουργικότητα που η παλιά διάταξη των επίπλων δεν διέθετε. Έτσι, θα σκέφτεται, τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα. Η πολυθρόνα πρέπει να μπει εκεί στη γωνία για να βλέπει προς το παράθυρο και όχι την τηλεόραση κι ο καναπές στο κέντρο του χώρου. Να δεσπόζει. Όπως συμβαίνει με τα θεατρικά έργα του Τσέχωφ.
Όχι, δεν με ενοχλεί ο θόρυβος παρότι είναι επαναληπτικός και έντονος στον από πάνω όροφο και παρότι με ενοχλούν ίσως κάθε υπερβολή όλοι οι θόρυβοι. Φίλος γιατρός μού έχει πει πως αυτό ονομάζεται "θορυβοφοβία " κατά το αγοραφοβία. Πρόκειται για ένα ψυχολογικό ορμέμφυτο που δημιουργεί πανικό σε όποιον το έχει γιατί ακόμα και ένας περιορισμένης έντασης θόρυβος, μπορεί να τον ταράξει βαθιά.
Όμως τώρα εδώ δεν πρόκειται για τον θόρυβο αλλά πρόκειται για κάποιον που αγρυπνά μέσα στη νύχτα, που είναι προφανώς μόνος, μοναχικός και πού εγκλωβισμένος σε ένα δωμάτιο επιχειρεί ένα ταξίδι απλώς μετακινώντας τα έπιπλα. Ξαναδημιουργώντας τον χώρο. Ο μπουφές γίνεται τώρα νησί, το γραφείο πεδιάδα, η ντουλάπα βουνό. Οι μετακινήσεις ανακαλύπτουν μία χωροταξία παρθένα. Ναι τώρα τώρα το δωμάτιο μπορεί να γίνει ένα ταξίδι που να κρύβει εκπλήξεις και η μοναξιά να μην είναι τόσο εκκωφαντική. Σαν τα δωμάτια που ζωγράφιζε ο Ντε Κήρυκο και είχαν στο κέντρο τους μία βάρκα και τον λεμβούχο της. Έναν εγκλωβισμένο Οδυσσέα που δεν μπορούσε να επιστρέψει. Οι θορύβοι που ακούω δεν είναι τίποτε άλλο από φουγάρα πλοίων που αναχωρούν, χαρούμενοι χαιρετισμοί που ανταλλάσσουν καπετάνιοι όταν τα καράβια τους διασταυρώνονται καταμεσής του πελάγου. Έτσι νιώθω τον συγκάτοικο μου. Όχι σαν κάποιο διαλυμένο νευρωτικό αλλά σαν εκείνο τον χρυσοστολισμένο πλοίαρχο του Αλέξανδρου Μπάρα που κάθεται στην πλώρη του υπερωκεάνιου του και ρεμβάζει ερωτευμένος μέσα στη νύχτα.
Μπορεί να είναι ο κάτοικος του από πάνω ορόφου τελικά ευτυχισμένος; Ίσως. Κυρίως επειδή ελπίζει πως κάτι μπορεί να αλλάξει, αν αλλάξουν θέση τα αιωνίως βαριεστημένα έπιπλα του. Η ώρα είναι ήδη πέντε. Σε λίγο θα χαράξει. Οι θόρυβοι δεν έχουν σταματήσει, πράγμα που σημαίνει ότι η νεύρωση και τα αδιέξοδα, τα ταξίδια ως την άκρη της νύχτας του  περιπετειώδους ενοίκου δεν έχουν σταματημό. Δεν πρόκειται για μετακόμιση ούτε για κάποια οικιακή εργασία που αποφάσισε να εκτελέσει μέσα στα βαθιά μεσάνυχτα και τ' άγρια χαράματα. Όχι, είναι κάτι πιο υπαρξιακό και πιο απόλυτο. Είναι αυτός, μόνος με τον εαυτό του, στο χώρο του που τον ξέρει σπιθαμή προς σπιθαμή και θέλει πραγματικά να τον αλλάξει. Δεν τον αντέχει.  Τον ιδιωτικό, ασήμαντο χώρο του και τον εαυτό του.
Η ώρα πηγαίνει ήδη έξι...Σηκώνομαι, ανάβω όλα τα φώτα και αρχίζω εμπνευσμένος να μετακινώ τα δικά μου έπιπλα. Κυρίως τραβάω το γραφείο πιο κοντά στο παράθυρο της βεράντας και έπειτα ακολουθεί η μεγάλη πολυθρόνα - μπερζέρα. Όταν σε λίγο θα φωτίζει ο νέος χρόνος, θέλω τα προσωπικά μου έπιπλα να με κοιτάζουν από την καινούργια τους θέση. Να μην με απορρίψουν.


Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2021

Ζωγραφική, σινεμά, ΕΡΤ και... εγκλεισμός

Ζωγραφική, σινεμά, ΕΡΤ και... εγκλεισμός

(στον Τάσο Γουδέλη που καταλαβαίνει)

Και για μένα ισχύει αυτό που έγραψε πρόσφατα ο φίλος Χάρης Καμπουρίδης ότι δηλαδή αντιμετωπίζει και τη φωτογραφία και τον κινηματογράφο ως συνέχεια της ζωγραφικής. Αυτής της αρχέγονης, ανεξάντλητης, πάρα τις κασσάνδρες, θα συμπλήρωνα, μήτρας των εικόνων. Κάτι ανάλογο, εξάλλου, είναι και το βαθύτερο περιεχόμενο των μαθημάτων μου στο προπτυχιακό και το μεταπτυχιακό τμήμα θεατρικών σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, όλα αυτά τα χρόνια. Πρόκειται για τον αέναο όσο και πεισματικό διάλογο, τα δάνεια ή τα αντιδάνεια, ανάμεσα στην κινούμενη εικόνα και την στατική. Αφού τα πάντα εκκινούν από μία λευκή επιφάνεια, από μία οθόνη, ένα άσπρο χαρτί, ένα κάδρο, ένα πλάνο. Κι αφού όλα είναι στην αρχή ασπρόμαυρα κι ασπρόμαυρα γίνονται και στο τέλος. Απ'την άλλη η ζωγραφική - γραφική - γραφή είναι τόσο αρχαία όσο και το προπατορικό αμάρτημα και είναι το ευνοημένο (ευλογημένο) μέσον δια του οποίου ο λόγος γίνεται σάρκα. Και που το φως γεννιέται από τη σκιά όπως ακριβώς το ορατό από το αόρατο. Ποτέ αντίθετα. Συνεχώς.
Δεν χρειάζονται παραδείγματα νομίζω για να αποδείξει κανείς ότι οι πιο σημαντικοί σκηνοθέτες του κινηματογράφου, οι πιο σημαντικοί φωτογράφοι έχουν κατεξοχήν εικαστική παιδεία, έχουν υπάρξει φανερά ή κρυφά ζωγράφοι, σχεδιαστές ή εικονογράφοι ενώ βαθύτερη φιλοδοξία τους είναι να κάνουν ταινίες τόσο ωραίες όσο κι ένας πίνακας ζωγραφικής, από αυτούς που θαυμάζουμε στα μουσεία ή τις απρόσιτες συλλογές των βαθύπλουτων. Εκεί εξάλλου έγκειται και το πρόβλημα: 
Επειδή πιστεύω ότι όσο πιο εύκολο στην πρόσληψη του είναι ένα έργο, τόσο πιο φτωχό στην αισθητική του αποτίμηση. Και εκείνος ο κινηματογράφος του εντυπωσιασμού που στοχεύει σ' ένα, όσο το δυνατόν, πιο μαζικό κοινό - το χρήμα γαρ - επιδιώκει με κάθε τρόπο, και υπάρχουν πολλοί, την άμεση και εύκολη συγκίνηση. Την αδιαμεσολάβητη από την οποιαδήποτε νοητική διεργασία. Όμοια ακριβώς μ' εκείνη τη ζωγραφική που επιδεικνύει, σχεδόν αποκλειστικά, τα τεχνικά - αφηγηματικά της προσόντα στοχεύοντας στον ρηχό ενθουσιασμό των αδαών και τις υψηλές τιμές στην αγορά της τέχνης. Όμως χωρίς βαθύτερο τρόμο, χωρίς δέος, δεν υφίσταται και βαθύτερη συγκίνηση. 
Από την άλλη πλευρά η κινούμενη εικόνα διαθέτοντας αυτήν την εγγενή ευκολία της σαγήνης μοιάζει να ναρκώνει τους αισθητικούς μύες της συνειδήσεως, τα κύτταρα της ψυχής... Κάτι πού ισχύει λιγότερο για τη φωτογραφία και τη ζωγραφική. Δεδομένου πάντα ότι η εικόνα διαθέτει, σε σχέση με το κείμενο, πιο εύκολη, πιο άμεση και πιο παραλυτική, συγκινησιακή δύναμη. Να το πω πιο απλά, η εικόνα μπορεί να είναι πιο ευλογημένο αλλά συγχρόνως παραμένει το πιο "τεμπέλικο" μέσο που οδηγεί στη μαγεία σε σχέση με το κείμενο το οποίο ενεργοποιεί πολύ πιο έντονα τη φαντασία. Και άρα απαιτεί περισσότερη συγκέντρωση και συμμετοχή εκ μέρους του δέκτη. Απαιτεί περισσότερη δουλειά. Αλληλεπίδραση. Ακόμη μεγαλύτερη δυσκολία παρουσιάζει η ποίηση και ασφαλώς η μουσική. Η πλέον αφηρημένη. 
Επιστρέφοντας πάλι στα κοινά σημεία ανάμεσα στη ζωγραφική τον κινηματογράφο - και το ενδιάμεσο τους, τη φωτογραφία - θα έλεγα πως δεν είναι τυχαίο ότι διακρίνουμε και στο σινεμά εκείνα τα αισθητικά κινήματα που διακρίνει κανείς στην τυπική ιστορία της ζωγραφικής: Έχουμε δηλαδή, παρά τη μικρή σχετικά ιστορία του εκφραστικού αυτού μέσου, κλασικιστικό κινηματογράφο, συμβολικό, νεορομαντικό, εξπρεσιονιστικό, σουρεαλιστικό ακόμα και κυβιστικό, φουτουριστικό, αφηρημένο, πειραματικό κλπ. Σήμερα λίγοι είναι διατεθειμένοι - και ασφαλώς όχι το μεγάλο κοινό - να παραδεχτούν τη σχέση δουλείας, κυριολεκτικά, που συνδέει το σινεμά με τη μεγάλη ζωγραφική, κι αν θέλετε, με το μεγάλο μυθιστόρημα του 19ου αιώνα, όμως η αλήθεια είναι διαφορετική. Μία σχέση που καθιστά τη ζωγραφική επίκαιρη σήμερα ακόμα και όταν δεν την ψάχνει κανείς στις γκαλερί, τα μουσεία ή τις ιδιωτικές συλλογές. 
Αφορμή για αυτό το πρωτοχρονιάτικο κείμενο στάθηκε η σύντομη σειρά του BBC, μόλις τρία, εξαιρετικά επεισόδια, "Μάρτυρας Κατηγορίας" που είδα χθες το βράδυ στο ertflix, στηριγμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Αγκάθα Κρίστι και την οποία συστήνω ανεπιφύλακτα. 
Για να μιμηθώ τον Καμπουρίδη, θα έλεγα ότι είναι μία σπουδή ανάμεσα στο art nouveau και το art deco, σε ένα υγρό και ομιχλώδες Λονδίνο, λίγο μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Με πολύ καλούς και γνωστούς ηθοποιούς. Με εντυπωσιακή ατμόσφαιρα εποχής, υψηλή υποκριτική, ανατροπές και πάνω από όλα αυτή η εικαστική ματιά που κάνει το κάθε πλάνο έναν ιδιαίτερο πίνακα.
 Θα έλεγα ότι μου θύμισε την πρόσφατη ταινία "J'accuse" μεγάλου, πολωνού σκηνοθέτη Roman Polanski αλλά και το "1917" του Sam Mendes στα πλάνα της αρχής. Ο ίδιος αιματοβαμμένος κλασικισμός, ανάλογη υποβολή των σιωπηλών βλεμμάτων, με μίαν εντυπωσιακή ανατροπή στο τέλος και μ' ένα κλείσιμο ματιού εκ μέρους του σκηνοθέτη προς τους μυημένους. Τα τελευταία πλάνα θα σας θυμίσουν κάποια, παραθαλάσσια τοπία που ζωγράφισε ο Περικλής Πανταζής (1849 - 1884), μαθητής του Manet κατά τον θρύλο, στο Βέλγιο. Από αυτά που εκτίθενται  σήμερα στα Musées Royaux των Βρυξελλών. Μπίνγκο!

ΥΓ. Επιμένω να βλέπω ertflix και κρατικά κανάλια επειδή τα πληρώνουμε και μάλιστα με αρκετά αυθαίρετο τρόπο και επειδή είναι τα μόνα που υπερασπίζονται ένα διαφορετικό σινεμά ενώ διαθέτουν και κάποιες, ελάχιστες, εκπομπές για τις τέχνες και τον πολιτισμό. Μέμφομαι την ΕΡΤ γιατί δεν ενθαρρύνει τον επιστημονικό διάλογο για τρέχοντα ζητήματα - φερ' ειπείν το τσιμέντωμα της Ακρόπολης - μέσα από σύγχρονα προγράμματα λόγου. Την μέμφομαι γιατί δεν διαθέτει μίαν εναλλακτική ματιά ως προς το τι μπορεί να είναι η τηλεόραση σήμερα, για αυτό και δεν συγκινεί τους νέους. Την μέμφομαι τέλος γιατί επιμένει σ' αυτό το πνεύμα της δημοσιοϋπαλληλίας με τις βαρετές μεγαλοκοπέλες και τους μεγαλοκυρίους που νομίζουν ότι προάγουν τον πολιτισμό αλλά δεν παράγουν τίποτε περισσότερο από ανία. Ούτε καν πόζα!
 Σιχαίνομαι από την άλλη την ιδιωτική τηλεόραση για την άνοια που προσφέρει. Για το τεράστιο, πολιτιστικό κακό που έχει κάνει εδώ και δεκαετίες στον τόπο. Για τη χυδαιότητα, τον εκφυλισμό και το kitsch που εκπροσωπεί. Είναι αλήθεια πώς μόνο η κρατική ραδιοτηλεόραση μπορεί να επιτελέσει ένα ευρύτερο, εκπαιδευτικό έργο για αυτό και είναι μεγάλη η ευθύνη των κομμάτων που δεν διαθέτουν συγκεκριμένη πολιτική για αυτό το κοινό όσο και κοινόχρηστο αγαθό. Είναι τεράστια η ευθύνη της, εκάστοτε, κυβέρνησης.

Ερώτηση προς την διοίκηση της ΕΡΤ: 
Πότε επιτέλους θα παίξετε το επεισόδιο με την Έπη Πρωτονοταρίου που έφυγε πρόσφατα και τον Μάνο Παυλίδη (1921 - 2007) από την σειρά "Φανταστικό Μουσείο" που σκηνοθέτησε ο Μάνθος Σαντοριναίος, τιμώντας έτσι τη μνήμη μιας μεγάλης Ελληνίδας; (Και να σκεφτεί κανείς ότι στην ίδια σειρά παρουσιάστηκε και το πορτρέτο του αείμνηστου Κωνσταντίνου Μητσοτάκη). Εκτός και αν επιτρέπεται να παρουσιάζεται κάθε τόσο ο Τσόκλης αλλά όχι η Έπη. Τι λέει επ' αυτού η κυρία Αρώνη;

Φωτογραφία: Ο Lucian Freud στο ατελιέ του. Η πραγματικότητα, η αναπαράσταση και η υπέρβαση της. Η δεσποτεία του βλέμματος.