(Μνήμη Λουκιανού Κηλαηδόνη)
Είναι Σάββατο μεσημέρι και περιμένω το πλοίο για την Ραφήνα από το λιμάνι της Τήνου. Υπάρχει αρκετός κόσμος στις σειρές των αναμενόντων τα συμβατικά και τα ταχύπλοα. Ποικιλώνυμος κόσμος, πολύχρωμος, μισοζαλισμένος από τον αέρα και την έντονη ηλιοφάνεια. Είναι υπερήλικες τουρίστες, αγέρωχες, νεαρές παραθερίστριες, νεόπλουτοι που μπέρδεψαν την Τήνο με τη Μύκονο και οι απαραίτητες συμπεθέρες από όλη την επικράτεια που ήρθαν για να προσκυνήσουν συνοδευμένες από αρειμάνιους παπάδες. Η ιδρωτίλα ανακατεύεται με τα αντηλιακά και αμφότερες οι οσμές αποθεώνουν το ελληνικό καλοκαίρι. Όλοι έχουν στα πρόσωπα μια μακάρια έκφραση καθώς το πλοίο κάνει την εμφάνιση του στο βάθος του ορίζοντα. Η φωταύγεια πυρπολεί τα λευκά και μεταμορφώνει τα μπλε σε χρυσαφιά. Ίμερος υποβόσκει...
Αίφνης, από το πουθενά εμφανίζεται ένας ξυπόλυτος τσιγγάνος, με συγχωρείτε, εννοώ Ρομά, και αρχίζει να παίζει έναν χειροποίητο, ξύλινο αυλό. Παίζει μαγικά σαν ακόλουθος ενός αοράτου Βάκχου.
Στην αρχή οι περισσότεροι νιώθουν αμήχανα - όπως συμβαίνει με κάθε επαίτη - έπειτα ξεθαρρεύουν, πείθονται από την σαγήνη της μουσικής και στο τέλος όλες και όλοι οι μετέχοντες της ημετέρας παιδείας σιγοτραγουδούν τον σκοπό ή κουνιούνται στον ρυθμό του. Ιδιαίτερα οι συμπεθέρες από την Βόρεια Ελλάδα. Βλέπετε, ο μουσικάντης έπαιζε το "Μήλο μου κόκκινο"!
Το κλίμα τώρα έχει αλλάξει εντελώς. Λίγο πριν δέσει το καράβι, οι ντόπιοι τραγουδάνε πια κανονικά και ψευτοχορεύουν ενώ οι ξένοι κοιτούν απορώντας και ... ζηλεύοντας.
Σκέφτομαι αφενός τι ξεσηκωτική δύναμη κρύβει το κάθε τραγούδι και αφετέρου πόσο εύκολο είναι να δονηθεί μια βαριεστημένη ομάδα και να γίνει από πλήθος λαός. Με ευδιάκριτα χαρακτηριστικά και κοινές, σημαίνουσες αναφορές. Οι ατομικότητες ως δια μαγείας εξέλιπαν. Το τραγούδι, ιδιαίτερα το λεγόμενο δημοτικό ή λαϊκό, - περισσότερο από άλλα είδη μουσικής ,της λόγιας συμπεριλαμβανομένης - συμπυκνώνει έναν τεράστιο αριθμό πολιτισμικών συμπαραδηλώσεων που αναφέρονται τόσο στο παρελθόν - δηλαδή την λεγόμενη παράδοση - όσο και στο μέλλον ( οι πιτσιρίκες πρωτοστατούσαν στο "γλέντι"). Επίσης οι νεότεροι διασκεδάζοντας προέβαιναν μέσω της μουσικής σ'ένα είδος επιθετικής επίδειξης της ταυτότητας. Αυτοί είμαστε, ήταν σαν να έλεγαν. Προς πάσαν κατεύθυνση.
Όσο για το τραγούδι, τί παραπάνω να πω; Κάθε φορά, μα κάθε φορά που το ακούω, ξεσηκώνομαι και εγώ. Γιατί άραγε; Δεν είμαι Μακεδόνας, δεν κατάγομαι από χωριό, δεν έχω ανάλογες προσλαμβάνουσες. Πρόκειται όμως για ένα πασίγνωστο, ερωτικό τραγούδι υψηλού λυρισμού με ιδιαίτερο ρυθμό που το τραγουδούσαμε φοιτητές κατά την διάρκεια των ανασκαφών στην Πύλο και την Βοϊδοκοιλιά. Επίσης κουβαλάει έναν ολόκληρο μύθο που γίνεται κοινή, προσωπική ιστορία κάθε φορά που κάποιος ή κάποια το (ξανά) τραγουδάει.
Συμπέρασμα που το έχω ξαναπεί: Όσο αυτός κόσμος τραγουδάει και χορεύει έτσι αρμονικά όσο και αυθόρμητα δικαιούται να ελπίζει.
(Εν πλω προς Ραφήνα με τον Θεολόγο)
Φωτογραφία: Ο μπάρμπα Γιαννούλης κι ένας άλλος μπάρμπας.