Στον τρυφερό μου πλην απρόσεκτο αναγνώστη, κ. Γιάννη Η. Χάρη
Σεργιανίζω την θεατρικότατη αναφορά στο αμερικανικό design που εκθέτει αυτόν τον καιρό -κι ώς τις 5/5- το Μουσείο design Θεσσαλονίκη του Στέργιου Δελιαλή στην Ελληνοαμερικανική Ενωση. Ανάμεικτα συναισθήματα. Από τη μια η μυθοποίηση του, μαζικώς παραγόμενου, αντικειμένου. Απ' την άλλη η έκλειψη των πραγμάτων, δηλαδή η υποχώρηση της ουσίας εμπρός στη χρήση. Κι όμως. Κάποια αντικείμενα λειτουργούν διαχρονικά σαν εμπνευσμένοι σημαντήρες γεγονότων, σαν το προκάλυμμα της ιστορίας της ίδιας. Εξ ου και η «αισθητική» τους σημασία. Ας πούμε τα τζιν του Levi Strauss «501», από το 1873! Ή η diamond chair του Harry Bertoia (1952). Ή, το κουτί του απορρυπαντικού Roll του '60, που έκρυβε μέσα του στην αρχή πλαστικούς καουμπόηδες και Ινδιάνους και αργότερα προτομές των ηρώων του '21. Τι μεταμόρφωνε τα συγκεκριμένα αντικείμενα σε πράγματα; Το ότι μ' αυτά στόλιζε η γιαγιά μου μιαν υποτυπώδη εταζέρα -συγκίνηση μαζί και κοκεταρία- κι εγώ έπαιζα ώρες ατέλεωτες βάζοντας τους αρχαίους μου Ελληνες και τους Ρωμαίους να παρελαύνουν εμπρός τους. Ο «Παπαφλέσσας» μου μάλιστα είχε παραμορφωθεί λίγο από τη ζέστη της σόμπας. Εμοιαζε όμως έτσι πολύ πιο αυθεντικός. Πιο βασανισμένος, πιο μοναδικός. Ηταν ο δικός μου και ξεχώριζε απ' τους άλλους όμοιούς του που είχαν οι φίλοι μου.
Δεν υπάρχει ανθρώπινο αντικείμενο που να μην έχει, κάπως, σχεδιαστεί. Δηλαδή, να μην υπακούει στην προγραφή κάποιου design. Βέβαια, design έχουμε κυρίως όταν τ' αντικείμενα παράγονται με συστηματικούς ρυθμούς και βιομηχανικές μεθόδους κι όταν η τυποποίησή τους επιβάλλει την οικονομία των μέσων για τη μεγαλύτερη, δυνατή απόδοση. Είναι τότε που έννοιες όπως «χρηστικότητα», «λειτουργία», «απλότητα», «σαφήνεια», «μορφολογικός δυναμισμός» κ.λπ. προσομοιώνονται την αισθητική. Στην πραγματικότητα, βέβαια, δεν υφίσταται ά-σχημο, ά-μορφο αντικείμενο. Κατ' ανάγκην κάθε πράγμα είναι όμορφο και η μορφή του εκτιμάται ή απαξιώνεται ανάλογα με τις κοινωνικοϊδεολογικές συνθήκες πρόσληψης. Αναλόγως του προσωπικού γούστου αλλά και των συλλογικών ψυχώσεων. Εφόσον, συνήθως, ανάμεσα σε μας και τα αντικείμενα μεσολαβούν βιτρίνες, ιλουστρασιόν σελίδες, διαφημιστικές σειρήνες... Είναι τότε που το αντικείμενο σωματοποιεί την απόλαυση. Αποκλειστικά.
Κατ' ουσίαν τ' αντικείμενα συνδέονται με τις επιθυμίες μας, ενώ τα πράγματα με τις αναμνήσεις μας. Τότε που οι ατομικές περιπτώσεις συγκροτούσαν όχι γεγονότα απλώς αλλά εμπειρίες και γίνονταν ερμηνείες των γεγονότων. Ομως με τρομάζει πως κάθε σημερινό αντικείμενο θα καταστεί έκθεμα του μέλλοντος κι ότι ακόμη και η οδοντόβουρτσά μου αύριο θα προτείνει αισθητική. Κι διερωτώμαι, αφού ο σύμπας κόσμος συγκροτείται αποκλειστικά από τις απειράριθμες εκφράσεις του ωραίου γιατί ο κόσμος αυτός να μου προξενεί τόσο άλγος; Ο ποιητής ισχυρίζεται ότι πονάει η ομορφιά, καταλαβαίνω όμως πως δεν πρόκειται περί αυτού. Ούτε πάλι δικαιώνεται ο Duchamp μέσα από την σχεδιαστική υστερία που έχει κατακλύσει τις δυνάμεις παραγωγής, καθιστώντας αδιάκριτα το ο,τιδήποτε σε έργο τέχνης και αν αγορεύοντας το αυτονόητο σε καλλιτεχνική αξία.
Αναπόδραστα δενόμαστε με τ' αντικείμενα γιατί έτσι ψευδαισθητικά ο χρόνος σταματάει, καθώς τ' αντικείμενα δεν γερνάνε ποτέ δίπλα μας. Μόνο τα πράγματα φθείρονται και πεθαίνουν. Τα πράγματα μόνο κλαίνε με τη σειρά τους για την φθορά μας. (Lacrimae Rerum, θα μπορούσε να είναι ποίημα αλλά και μάρκα αισθαντικού κρασιού). Τ' αντικείμενα πάλι εξαντλούνται στην επιφάνειά τους, στη λειτουργία τους, στη μορφή τους. Ο Vermeer στο Ντελφτ ζωγράφιζε τα πράγματα μέσα στον κραδασμό του χρόνου, την ένταση του χώρου, τις δραματικές μεταβάσεις από το φως -υπάρχειν στο σκοτάδι- απολείπειν· σαν τις φωνητικές μεταπτώσεις μιας κολορατούρας όπως η Μ. Κάλλας. Το μέταλλο των χορδών της «αντικείμενο», όλα τ' άλλα, ή άλλως που διαποτίζει ακόμη το στέρεό μου και το στέρνο μου, «πράγμα».
Δεν ξέρω γιατί αλλά στη συνείδησή μου το design έχει ταυτιστεί με την κουλτούρα της διασκέδασης, με την μέχρις εσχάτων απόλαυση που επιτάσσει η καταναλωτική προπαγάνδα. Το ότι δηλαδή τα πάντα πρέπει να 'ναι ελαφρά για να είναι και χαρούμενα. Η πεμπτουσία της μεταμοντέρνας αρχιτεκτονικής, μ' άλλα λόγια. Ολα οφείλουν να κατατείνουν ώστε να εξοριστεί, έστω και ψευδαισθητικά και στανικά, το πένθος από τη ζωή μας. Εκεί πίσω όμως στο ημίφως των πραγμάτων, όπου το βελούδο ζωντανεύει αλλόκοσμο και το καρφί του καθίσματος ασημίζει σαν κτέρισμα, το πένθος της τέχνης μεταμορφώνεται σε γεγονός αναστάσιμο και τ' αντικείμενα διεκδικούν εκείνη ακριβώς την ψυχή που έχασαν οι άνθρωποι...
ΥΓ.: Αδελφοί, έλεος. Εσχάτως κατακεραυνώνομαι από ποικίλες μεριές ως σεξιστής. Κι ας δηλώνω με κάθε ευκαιρία πως δεν με αφορά ούτε με απασχολεί η ερωτική επιλογή του οποιουδήποτε. Απλώς, μ' ενοχλεί ο συνδικαλισμός της επιθυμίας και η προκλητική επιβολή της ως κοινωνικο-αισθητικού must. Οσο για το χιούμορ πάλι, από την εποχή του Αριστοφάνη και του Αγάθωνα -αν ενθυμείστε οι παλαιότεροι- straight και gay αντάλλασσαν πειράγματα. Στο κάτω κάτω, αν πρόκειται περί κρύων αστείων, μη γελάτε. Τόσο απλό. Εκτός κι αν απαγορεύεται να μην αρέσει σε κάποιον το 2 του Δ. Παπαϊωάννου. Ή η τελετή έναρξης των Αγώνων. Βλέπετε, αδελφοί; Ο κίνδυνος του φασισμού υποκρύπτεται σε κάθε μορφή απαγόρευσης και σε κάθε εξοστρακισμό της αντίθετης άποψης. Αφήστε που, και για την κακία ακόμη, απαιτούνται μικροσταγόνες δωρεάς.
7 - 22/04/2007