Ομαδική έκθεση ζωγραφικής με την Κάλλη Καστώρη, τον Βασίλη Σούλη και τον Παντελή Ψαρρά. Guest artist ο Γιώργος Μπαρδάκας
Ως θεωρητική αφετηρία της έκθεσης αυτής (και του τίτλου της βέβαια) στάθηκε ένα κείμενο του Freud από το 1920 στο οποίο ο πατέρας της ψυχανάλυσης διαπραγματεύεται τη βαθιά σχέση ανάμεσα στην οδύνη της απώλειας και την ηδονή της κατάκτησης. Παρατηρώντας ο ίδιος τον μόλις 1,5 έτους εγγονό του να παίζει μ' ένα παιχνίδι που τη μια το έριχνε μακριά και την άλλη το τραβούσε κοντά του - Fort und Da στα γερμανικά - συνειδητοποίησε πως ο μικρός σκηνοθετούσε μια τεχνητή απώλεια χάνοντας για λίγο το παιχνιδάκι του (fort) για να το ξαναβρεί αμέσως μετά, ανακουφισμένος (da). Ο Φρόιντ μίλησε τότε για την πρώτη συνειδητοποίηση της απώλειας (εν προκειμένω της μητέρας) αλλά και της ωρίμανσης μέσα από την περιπέτεια και την διακινδύνευση. Τη Χαρά μέσα από το πάθος.
Πολύ περισσότερο, από αυτό το δίπολο, δηλαδή την αρχετυπική και συμβολική κίνηση από το σημείο α ως το σημείο β, ξεκινάει κάθε "αφήγηση", μικρή ή μεγάλη, σπουδαία ή ασήμαντη, είτε πρόκειται για κείμενα είτε για εικόνες. Το "ταξίδι" αυτό της ψυχής, η έκθεση της από την ασφάλεια στην περιπέτεια αποτελεί την απαρχή κάθε αισθητικής - συναισθηματικής εμπειρίας, κάθε τέχνης. Από το ταξίδι του Οδυσσέα ως τα πιο απλοϊκά σχήματα που χαζεύουμε στις σαπουνόπερες τις τηλεόρασης: Κάποιος φεύγει (δράση), χάνεται για ένα διάστημα (δράμα) και στο τέλος επιστρέφει (happy end). Έτσι δημιουργείται η ιστορία. Θα έλεγα πώς από αυτό το αρχετυπικό σχήμα αφορμάται κάθε αφηγηματική τέχνη. Και βέβαια συμπεριλαμβάνω σε αυτή τη διαδικασία και τη ζωγραφική.
Οι τρεις παρουσιαζόμενοι ζωγράφοι, η Κάλη Καστόρη, ο Βασίλης Σούλης και ο Παντελής Ψαρράς, αφηγούνται, κι αυτοί με τη σειρά τους, τις δικές τους οπτικές ιστορίες κινούμενοι ανάμεσα στον φωτορεαλισμό και τον εξπρεσιονισμό επιμένοντας τόσο στον σχολιασμό των "παθημάτων" του σύγχρονου κόσμου όσο και την καταβύθιση στον εσωτερικό βίο. Οι ιστορίες τους, αν και πολύπλοκες ή πολυεπίπεδες, κινούνται πρωτίστως ανάμεσα σ' ένα καλωσόρισμα (hello) και σε έναν αποχαιρετισμό (good bye). Μια διελκυστίνδα ανάμεσα στο θετικό και το αρνητικό. Την αισιοδοξία του (κάθε) νέου χρόνου και την κατάθλιψη που αφήνει η αποχώρηση του παλιού. Hello και Good bye δηλαδή.
Θα έλεγα συνοπτικά ότι η ζωγραφική γεννήθηκε από τη ντροπή του κενού, η μουσική από τον φόβο της σιωπής και η ποίηση από την αγωνία των λέξεων να γίνουν εικόνες.
Κατά τα λοιπά και για μένα ισχύει αυτό που έγραψε κάποτε ο αείμνηστος φίλος Χάρης Καμπουρίδης ότι δηλαδή αντιμετωπίζει και τη φωτογραφία και τον κινηματογράφο ως συνέχεια της ζωγραφικής. Αυτής της αρχέγονης, ανεξάντλητης, πάρα τις κασσάνδρες, μήτρας των εικόνων θα συμπλήρωνα. Πρόκειται για τον αέναο όσο και πεισματικό διάλογο, τα δάνεια ή τα αντιδάνεια, ανάμεσα στην κινούμενη εικόνα και την στατική. Το fort και το da ή το hello και το good bye που εξετάζουμε εδώ. Αφού τα πάντα εκκινούν από μία λευκή επιφάνεια, από μία οθόνη, ένα άσπρο χαρτί, ένα κάδρο, ένα πλάνο. Απ'την άλλη η ζωγραφική - γραφική - γραφή είναι τόσο αρχαία όσο και το προπατορικό αμάρτημα και είναι το ευνοημένο (ευλογημένο) μέσον δια του οποίου ο λόγος γίνεται σάρκα. Και που το φως γεννιέται από τη σκιά όπως ακριβώς το ορατό από το αόρατο. Ποτέ αντίθετα. Συνεχώς.
Δεν χρειάζονται παραδείγματα νομίζω για να αποδείξει κανείς ότι οι πιο σημαντικοί σκηνοθέτες του κινηματογράφου, οι πιο σημαντικοί φωτογράφοι έχουν κατεξοχήν εικαστική παιδεία, έχουν υπάρξει φανερά ή κρυφά ζωγράφοι, σχεδιαστές ή εικονογράφοι ενώ βαθύτερη φιλοδοξία τους είναι να κάνουν ταινίες τόσο ωραίες όσο κι ένας πίνακας ζωγραφικής, από αυτούς που θαυμάζουμε στα μουσεία ή τις απρόσιτες συλλογές των βαθύπλουτων. Και με την έκθεση αυτή εξετάζω τις ουσιαστικές σχέσεις αλλά και τις διαφορές ανάμεσα στη ζωγραφική, τη φωτογραφία και τον κινηματογράφο ανάμεσα στο ενσταντανέ και την σεκάνς όπως τις διατυπώνουν με ενάργεια οι τρεις ταλαντούχοι δημιουργοί, η Κάλλη, ο Βασίλης και ο Παντελής διατηρώντας ο καθένας και την καλλιτεχνική του ιδιαιτερότητα και την αυτοτέλεια της γραφής του. Δημιουργώντας έργα που αντέχουν και σε μια δεύτερη ή και τρίτη ανάγνωση. Έργα που μιλούν για την μοναξιά, την αδυναμία επικοινωνίας, το ανικανοποίητο, τις όλο και πιο προβληματικές σχέσεις των ανθρώπων αλλά και τις πολλαπλές κρίσεις που γενικότερα χαρακτηρίζουν την εποχή μας.
Τέλος, θέλω να υπογραμμίσω πως όσο πιο εύκολο στην πρόσληψη του είναι ένα έργο, τόσο πιο φτωχό στην αισθητική του αποτίμηση. Όπως για παράδειγμα εκείνος ο κινηματογράφος του εντυπωσιασμού που στοχεύει σ' ένα, όσο το δυνατόν, πιο μαζικό κοινό - το χρήμα γαρ - και επιδιώκει με κάθε τρόπο την άμεση και εύκολη συγκίνηση. Την αδιαμεσολάβητη από την οποιαδήποτε νοητική διεργασία. Όμοια ακριβώς μ' εκείνη τη ζωγραφική που επιδεικνύει, σχεδόν αποκλειστικά, τα τεχνικά - αφηγηματικά της προσόντα στοχεύοντας στον ρηχό ενθουσιασμό των αδαών και τις υψηλές τιμές στην αγορά της τέχνης. Όμως χωρίς βαθύτερο τρόμο, χωρίς δέος, δεν υφίσταται και βαθύτερη συγκίνηση. Και στην πατούσα έκθεση ο προσεκτικός θεατής θα έχει πολλές ευκαιρίες και να προβληματιστεί και να συγκινηθεί.
ΥΓ. Στην Εθνική Πινακοθήκη αυτό τον καιρό εκτίθεται ένα ιστορικό έργο, το σπονδυλωτό περιβάλλον του Βλάση Κανιάρη με τον χαρακτηριστικό τίτλο "Arrivederci - Willkommen", από την δεκαετία του '70. Σε αυτό ο δήμαρχος μιας ιταλικής πόλης αποχαιρετά τους συμπολίτες του που μεταναστεύουν από το Νότο με το τρένο για τον Βορρά, εν προκειμένω την Γερμανία, για να εργαστούν ως γκάσταρμπάιτερ. Ένα ταξίδι δηλαδή από το "εδώ" στο "εκεί" και που αφορούσε επίσης στην Ελλάδα, την Ισπανία, την πρώην Γιουγκοσλαβία ή την Τουρκία. Hello και Good bye δηλαδή και ο εικαστικός σχολιασμός ενός δραματικού, κοινωνικού φαινομένου με χιλιάδες ατομικές περιπέτειες και ευρύτατες, πολιτικές επιπτώσεις...
ΥΓ. Γκαλερί Θάλεια. Σήμερα από τις 6 μμ τα προεγκαίνια. Μεταμορφώσεως 1, στη συμβολή λεωφόρων Αμφιθέας και Ποσειδώνος, στο Καλαμάκι. Αύριο, τα επίσημα εγκαίνια από τις 7 μμ με ζωντανή μουσική και γαλλικά κρασιά. Βλέπετε η γκαλερίστρια μας είναι Γαλλίδα.