Βιβλιοφιλία και βιβλιόφιλοι
"...Η μοιχεία ανακάλυπτε η Έμμα μπορούσε να είναι το ίδιο βαρετή με τον γάμο...Και τώρα, δεν μπορούσε να πιστέψει ότι η ανούσια ζωή που ζούσε ήταν η ευτυχία που είχε ονειρευτεί..."
(από τη «Μαντάμ Μποβαρύ»)
"Η ηθική είναι το έσχατο επιχείρημα των μικροαστών"
Όσκαρ Ουάιλντ
Είναι στατιστικά διαπιστωμένο πώς οι πλείστοι των Ελλήνων βιβλιοφίλων είναι, μετά συγχωρήσεως, δυσκοίλιοι. Και τούτο συμβαίνει κυρίως γιατί οι πλείστοι των Ελλήνων - και μη προς κακοφανισμό σας - διαβάζουν σχεδόν κατ' αποκλειστικότητα μόνο στην τουαλέτα. Άρα όσο περισσότερο χρόνο καταναλώνουν στο..."μέρος", τόσο σοφότεροι γίνονται. Ηλίου φαεινότερον.
Πλην όμως των φιλομαθών δυσκοίλιων υπάρχει και μία άλλη μερίδα αναγνωστών εξίσου πολυπληθής και αυτοί είναι οι βιβλιόφιλοι της παραλίας. Δηλαδή η φιλαναγνωσία και οι φιλαναγνώστες της άμμου. Τώρα που τελείωσε το θέρος ας τους τιμήσουμε δεόντως. Πρόκειται για εκείνους τους βιβλιόφιλους και αυτά τα βιβλία τα οποία σέρνονται καθημερινά από το μεσημέρι ως αργά το απόγευμα σε μία παραλία, δίπλα σε αντιηλιακά και βατραχοπέδιλα, που συνήθως διαβάζονται μέχρι τη σελίδα 12, ή 15 στην καλύτερη περίπτωση, που έχουν εξώφυλλα πιο μαυρισμένα από το δέρμα των ιδιοκτητών τους και βέβαια πολλή άμμο στις μέσα τους σελίδες.
Σ' αυτούς τους τελευταίους ανήκω και εγώ αφού κάθε καλοκαίρι προσπαθώ γεμάτος τύψεις και ανάμεσα σε βουτιές και τσίπουρα με πάγο να καλύψω όλες τις "βιβλικές" εκκρεμότητες το χειμώνα. Μάταιος κόπος! Κόπος που όμως με υποχρεώνει κάθε χρόνο να κουβαλάω σε αμμουδιές και παραθεριστικά θέρετρα δεκάδες βιβλία και στο τέλος να ξεφυλλίζω με το ζόρι μόνο δύο ή τρία. Με την πανταχού παρούσα άμμο, στο τέλος, κι όχι το βλέμμα μου να επισκέπτεται τις περισσότερες από τις σελίδες τους.
Φέτος ξαναδιάβασα από το πρωτότυπο και με ελάχιστη μεταφραστική βοήθεια - κυρίως του Γρυπάρη και του Τάσου Ρούσσου - τον συγκλονιστικό Αγαμέμνονα του Αισχύλου, ίσως το κορυφαίο τραγικό κείμενο όλων των εποχών. Σημαντικότερο, κατά τη γνώμη μου, απ' όλα τα έργα του Σαίξπηρ του Ίψεν η του Ονήλ χωρίς διόλου να υποτιμώ το ταλέντο ή την ιδιοφυΐα και των τριών προαναφερθέντων.
(Παρενθέση: Τί ξεχωριστή, πνευματική προσωπικότητα ο Τάσος Ρούσσος! Τί προσφορά! Κι ως λογοτέχνης, και ως δάσκαλος και ως μεταφραστής. Σκεφτείτε πως το εκδομένο του έργο, τα μυθιστορήματα και οι μεταφράσεις του πλησιάζουν τα πενήντα)!
Όμως ο "Αγαμέμνων" από την πρώτη σκηνή του φρουρού που παρατηρεί τις φρυκτωρίες ως την αιμοσταγή αποκορύφωση με την Κλυταιμνήστρα, την ουσιαστική πρωταγωνίστρια του έργου, παραμένει ανυπέρβλητος.
Έπειτα απόλυτη αλλαγή κλίματος αφού ξαναδιάβασα την μαντάμ Μποβαρύ του Γκυστάβ Φλομπέρ στην ιστορική, πρώτη μετάφραση του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, αρχές του 1920. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε πως το βιβλίο αυτό προοικονομεί όλον τον μοντερνισμό του 20ου αιώνα από τον Τόμας Μαν ως τον Άρθουρ Σνίτσλερ. Το βιβλίο αυτό πρωτοδημοσιεύθηκε σε συνέχειες το 1856 κάνοντας απίστευτη εντύπωση και προκαλώντας την παρέμβαση τόσο της δικαιοσύνης όσο και της εκκλησίας. Το ελληνικό παράλληλο είναι αναμφισβήτητα η "Πάπισσα Ιωάννα" του Ροΐδη όμως κυκλοφόρησε δέκα χρόνια αργότερα κάνοντας ανάλογο θόρυβο και στο εσωτερικό αλλά και στο εξωτερικό. Η Μποβαρύ είναι ένα λεπτοδουλεμένο και γλωσσικά και δραματικά αριστούργημα που ισορροπεί ανάμεσα στην πιο δραστική κοινωνική σάτιρα και τον πιο διεξοδικό - θα 'λεγα αμείλικτο - σχεδιασμό των χαρακτήρων. Έκτοτε ο μποβαρισμός έγινε όρος της ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας αναφερόμενος σ' εκείνα τα άτομα που δεν αντέχουν να συμβιβάσουν την πραγματικότητα με την φαντασίωση και κυριαρχούνται από την νοσηρή (;) ανάγκη να ονειρεύονται εκείνο τον μεγάλο έρωτα που όμως δεν έρχεται ποτέ.
Είναι καταπληκτικά τα κοντράστα μέσα από τα οποία χτίζει ο μισάνθρωπος συφιλιδικός και επιληπτικός συγγραφέας την υπόθεση του έργου. Μία υπόθεση στοιχεία της οποίας αντλεί είτε από τον αστυνομικό δελτίο της εποχής είτε από τις προσωπικές του ερωτικές περιπέτειες. Μία χαρακτηριστική εικόνα, καθαρά κινηματογραφική και απόλυτα ενδεικτική των προθέσεων αλλά και της αισθητικής του συγγραφέα, είναι εκείνη στην οποία τα αποσπάσματα του παράγοντα της κυβέρνησης που εκφωνεί τον καθαρευουσιάνικο, ξύλινο λόγο του στην κεντρική πλατεία εναλλάσσονται με τα αποσπάσματα των ερωτόλογων με τα οποία αποπλανά ο Ροδόλφος την Έμμα στο παρακείμενο δημοτικό μέγαρο. Ή, η σκηνή κατά την οποία ο πολυπράγμων φαρμακοποιός Ομέ οικτίρει τον κύριο Μποβαρύ εμπρός στο νεκροκρέβατο της αυτόχειρος συζύγου του ονειρευόμενος συγχρόνως εκείνο το παράσημο ο βασιλιάς αμελεί να του απονείμει...
Μην ξεχνάμε, τέλος, ότι υπότιτλος του βιβλίου είναι " Ήθη της επαρχίας", Mœurs de provence. Πού θα κατατάσσαμε σήμερα την αισθηματική επαρχιώτισσα Μαντάμ Μποβαρύ; Ψυχολογικός ρεαλισμός ή νατουραλισμός είναι οι εύκολες ταμπέλες αφού ο Φλομπέρ ξεπερνάει και τους προκατόχους του, τον Μπαλζάκ ή τον Σταντάλ, αλλά και τους σύγχρονους του όπως είναι ο Ζολά ή ο Ουγκώ. Αυτός ο τελευταίος μαζί με τον Μπωντλαίρ πάντως θα γίνουν οι μοναδικοί υμνητές του συγκεκριμένου μυθιστορήματος. Ο Φλόμπερ παραμένει μία κατηγορία από μόνος του και θα τον παραλλήλιζα με τον συνομήλικο του ζωγράφο Πωλ Σεζάν. Στο μεταίχμιο του κλασικού και του μοντέρνου. Τον επιστήθιο φίλο και συμπατριώτη του Εμίλ Ζολά ο όποιος όμως ποτέ δεν τον κατανόησε. Και όχι βέβαια με τον νατουραλιστή Κουρμπέ που εξωτερικά τουλάχιστον μπορεί κάπως να συγκριθεί μαζί του. (Θυμηθείτε τον "πορνογραφικό" πίνακα L' origine du monde). Όχι, ο ρεαλισμός του Φλομπέρ επειδή ακριβώς δεν αντανακλά διόλου την εξωτερική πραγματικότητα αλλά διεισδύει στο βάθος όχι μόνο των πραγμάτων αλλά κυρίως της γλώσσας, της αισθητικής της γλώσσας αλλά και της αναρχικής λειτουργίας της - αυτό δηλαδή που χάνεται ακόμη και στην καλύτερη μετάφραση - παραμένει το αξεπέραστο ορόσημο μιας εποχής. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή που η καινούργια εποχή δοκίμαζε τα όπλα της. Και για να χρησιμοποιήσουμε τα ίδια του τα λόγια:
" Επρόκειτο για την εποχή κατά την οποία η δημοκρατία προσπαθούσε να φέρει το προλεταριάτο στην ίδια κατάσταση χαύνωσης που βρίσκονταν οι μικροαστοί".
ΥΓ. Μουσικός συνειρμός: η Φανταστική Συμφωνία του Εκτόρ Μπερλιόζ φέρει τον υπότιτλο "Επεισόδια από τη ζωή ενός καλλιτέχνη". Πράγμα που θα πει "Κάνουμε τέχνη επειδή η ζωή που μας δόθηκε, δεν φτάνει". Ή, αλλιώς"Χαρούμενοι στο πένθος μας" ένας ακόμη, πιθανός, ορισμός της τέχνης...
Φωτογραφία: Σήμερα, όλοι μας στην πινακοθήκη Γιώργου Βογιατζόγλου, Νέα Ιωνία, που στήνει μιαν εξαιρετική έκθεση ο Θανάσης Μουτσόπουλος, το παιδί μου!