Με αφορμή την έκθεσή του στα Τρίκαλα, στη γκαλερί alma που εγκαινιάζεται στις 28 Μαΐου στις 8μμ.
Μη
με διαβάζετε αν έχετε δίκιο.
Νίκος
Καρούζος
Το
γοητευτικό με τη ζωγραφική είναι οι
ποικίλες σκέψεις που δημιουργούνται
στο θεατή εξ αιτίας της. Το πως δηλαδή
απ' την εικόνα και τη δυναμική της, απ'
την εικόνα και τη γοητεία της εκκινεί
εκείνο το νήμα της σκέψης που (μπορεί
να) μορφοποιείται σε λόγο. Κυριολεκτικά
εξ αφορμής. Απ' την άλλη ένα κριτικό
κείμενο οφείλει ν' αναπτύξει, συχνά
ισορροπώντας στα όρια της υποκειμενικότητας
ή και της αυθαιρεσίας, τα όσα ενστικτωδώς
και εν σπέρματι υποστηρίζει χωρίς λόγια
ο ζωγράφος με τις εικόνες του. Με τις
θεματικές του εμμονές. Με τα στερεότυπα
της μαστορικής του. Και βέβαια θα υπάρχει
πάντα, όπως εξ άλλου συμβαίνει σε όλες
τις παραστατικές τέχνες, ένα κομμάτι
άρρητο και αόρατο,
ακόμη κι απ' αυτόν τον ίδιο τον δημιουργό.
Το
πιο πολύτιμο.
Αντίθετα,
στην ακαδημαϊκή τέχνη σταθερά αποθεώνεται
το προφανές. Ό, τι δηλαδή ενθουσιάζει
και εντυπωσιάζει το μικροαστό και την
αισθητική του. Στην άλλη πάλι, την πιο
ανήσυχη, την πιο πειραματική έκφραση,
ιχνηλατείται πρωτίστως ο τρόπος που
εν-σαρκώνονται οι ιδέες. Να γιατί ο
μοντερνισμός είναι, εντέλει, ένας
ιδεαλισμός χωρίς ρομαντικό πρόσημο.
Δηλαδή με το συναίσθημα τιθασευμένο.
Π.χ. o
Duchamp
ή
ο Fontana.
Και
στον Κυριάκο Μορταράκο το συναίσθημα
έπεται μιας αρχικής εννοιολογικής
θέσης. Μιας πρώτης ιδέας, ας πούμε
φιλοσοφικής. Απ' τα νεανικά του έργα
προχωρεί ψαχουλευτά, σαν τον τυφλό
στο σκοτεινό δωμάτιο για να χρησιμοποιήσω
έναν πλεονασμό.
Πρώτα αγγίζει, μετά κατανοεί, έπειτα
ερμηνεύει και τέλος συγκινείται. Έτσι
νομίζω αποκτά αξία κι η δική μας συγκίνηση
(που, εξ ορισμού, δεν πρέπει να είναι
εύκολη). Θέμα του τα πρωταρχικά πράγματα,
τ' απολύτως χρειώδη, το εργαστήριό του,
το φως της λάμπας και οι ακοίμητες ώρες
που ξεκουράζονται, θαρρείς, πάνω στα
φθαρμένα αντικείμενα. Κι έπειτα το
δωμάτιο με την κλειστοφοβική του αίσθηση
θα καταστεί “χώρος” όπως θα καταστεί
“χρόνος” και το ατελείωτο στάγδην των
λεπτών . “Χρώμα” και των δύο, χώρου και
χρόνου, τα θαμπά γαιώδη, τα εξουδετερωμένα
μπλε, τα βαριά πράσινα, το λυκόφως, το
μισοσκόταδο στα, χωρίς ανοίγματα,
εσωτερικά. Παλιότερα, ήταν το δωμάτιο
του Van
Gogh, γεμάτο
ερωτικά ερωτήματα ύπαρξης. Πιο παλιά
ακόμη πρωταγωνιστούσε ο κύβος, δηλαδή
ένα αρχετυπικό δωμάτιο, ένας “οίκος”,
μια θεατρική ιδεατή σκηνή στον χώρο, με
υποτυπώδη όμως δράση. Επίσης κάτι
απροσδιόριστο πύκνωνε πάντα την απόσταση
από το έργο στο θεατή. Το αόρατο και
πολύτιμο που λέγαμε πιο πάνω. Κι όμως,
η θεματική του, σαράντα χρόνια τώρα,
είναι διαλεκτικά διαυγέστατη. Χωρίς
επιπόλαιους εντυπωσιασμούς ή “μεταφυσικές”
ατμόσφαιρες. Η ποίηση της ύλης δεν
χρειάζεται περαιτέρω ποίηση να
υποστηριχτεί. Και οι λέξεις ας κολυμπούν
μετέωρες στο ζωγραφικό φόντο όποτε
υπάρχει χρεία...
Απλώς
στα πρόσφατα έργα απαναλαμβάνεται από
το Κυριάκο Μορταράκο το πρώτιστο θέμα
των τεχνών της εικόνας (το ορθογώνιο,
“παράθυρο” στον κόσμο” του Alberti,
το
καρέ του σινεμά, το κάδρο της φωτογραφίας)
μ' έναν τρόπο βαρυσήμαντο, θα έλεγα
μνημειακό αλλά και αρκούντως απελπισμένο.
Τώρα το “παράθυρο” δεν έχει άνοιγμα,
το ορθογώνιο παραμένει τυφλό, έχοντας,
ανεπαισθήτως, κλείσει τον κόσμον έξω.
Μια ζωγραφική τόσο για τη κρίση της
ζωγραφικής όσο και για τη κρίση της
κοινωνίας γενικότερα, χωρίς εύκολους
συμβολισμούς. Χωρίς λαϊκισμούς. Το λόγο
παίρνουν στη συνέχεια οι θεατές-αναγνώστες,
όσοι διαβάζουν τους κώδικες ανάμεσα
στο προφορικό και το καταγεγραμμένο,
ανάμεσα στο προνεοτερικό και το λόγιο.
- Θ' ανοίξουμε, άραγε, τα κλειστά πλαίσια και πως;
- Με λόγια, με κείμενα ή με έργα;
27/4/2014
Μάνος
Στεφανίδης