Δύσκολο, όμως, πράγμα η Ανάσταση. Ιδιαίτερα όταν την διεκδικούν τόσο λίγοι. Απ' την άλλη, η βλακεία είναι ακαταμάχητη. Η μιζέρια ή ο φθόνος ενδημούν στον τόπο. Οι αντιγραφείς επιβραβεύονται. Παντού μικρές ή μικρο-μέγαλες εξουσίες διαγκωνίζονται στην προώθηση του κυρίαρχου πολτού. Κάποτε ο Δόλιος άρχων κατηύθυνε τα πάντα απ' το παρασκήνιο. Σήμερα αρκούν οι σκιές που τον περιβάλλουν να τρομοκρατούν όσους γεννήθηκαν τρομοκρατημένοι. Αποκλεισμοί, παρασιωπήσεις, επιβολή των φελλών, ιδού το πολιτιστικό μας τοπίο.
Ποικίλα ερπετά διακινούν την «έγκυρη» πληροφορία ότι η κριτική που ασκώ εδώ και χρόνια στα κακώς κείμενα Πινακοθηκών ή Μουσείων οφείλεται στο ότι θέλω ν' αντικαταστήσω τις διευθύνσεις τους. Λες και κανείς μπορεί να διεκδικήσει εν Ελλάδι καλλιτεχνικό οφίκιο χωρίς τη συγκατάνευση Εκείνου. Ή, το Σύστημα μπορεί ν' αποδεχθεί κάποιον που το αμφισβητεί ένδον. Ή, έστω, που διασκεδάζει με την πόζα του. Γι' αυτό και χάρηκα την παρουσία του Ν. Μπακουνάκη στην «Ελευθεροτυπία» της 11/4 ως δείγμα, ανισοβαρούς πάντως, ανεξιθρησκείας. Στο αντίπαλο, όμως, δέος ισχύει κανονικό Index Librorum Prohibitorum. Γραμμή δεν περνάει αν δεν είσαι «προσκυνημένος». Τις προάλλες, τα «Νέα» παρουσίαζαν το τελευταίο βιβλίο του Γ. Αριστηνού «Νάρκισσος και Ιανός».
Κι ενώ αναφέρονταν διεξοδικά όλοι οι συντελεστές της έκδοσης, είχε παραληφθεί ο συντάκτης του εικαστικού επίμετρου -40 σελίδες παρακαλώ- και επιμελητής του αφιερώματος για τη συλλογή Λεωνίδα Μπέλτσιου. Οταν δημοσιογραφία, δεοντολογία και λεβεντιά συνταυτίζονται... Ασχετο: Αλλο Μπακούνιν κι άλλο... Μπακουνάκης. Μεταξύ μας πάντως, από την έμμεση λογοκρισία προτιμώ την απροκάλυπτη. Δηλαδή να γράφουμε σαν να σιωπούμε. Η επόμενη επιλογή μας. Κι όμως, βούλομαι να ζω την εποχή μου, κι όχι να επιβιώνω σ' αυτήν. Κατά τ' άλλα, ζήτωσαν οι αντιγραφείς, ποιητές, κριτικοί ή απλοί γραφιάδες που κοπιάρουν άλλους γραφιάδες.
Η πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή για τις αρμοδιότητες των διευθυντριών στα μουσεία σύγχρονης τέχνης εξελίχθηκε σε κρεσέντο ασχετοσύνης, υποκρισίας και κομματικών συμψηφισμών. Εκτός του ΚΚΕ και της έντιμης στάσης του, η λοιπή αριστερά διαφώνησε συμφωνώντας με τη δεξιά της. Το πρόβλημα, βέβαια, δεν είναι η γραφειοκρατική διεκπεραίωση αλλά τίθεται εντελώς διαφορετικά: Οι επικεφαλής όλων των μουσείων της χώρας -και ιδιαίτερα εκείνων που επαγγέλλονται μοντερνισμούς -πρέπει να εκλέγονται μέσα από ανοιχτές διαδικασίες, οι θέσεις τους να προκηρύσσονται κανονικά, να υποβάλλονται υποψηφιότητες, και ειδικό εκλεκτορικό σώμα να προκρίνει τους επαρκέστερους. Σήμερα διορίζονται αυθαίρετα από τον εκάστοτε υπουργό (νόμος Βενιζέλου). Δηλαδή ισχύουν απλά φασισμός και αυθαιρεσία. Αφού, ακόμη και τον οβελία σου διαλέγεις ανάμεσα από ομοειδή κατσίκια. Κι όχι κοτζαμάν διευθύντρια! Επ' αυτού η Εύα Μελά εκ μέρους του Κομμουνιστικού Κόμματος είπε τ' αυτονόητα. Τ' ακούς Αλέκο; Ολα τα άλλα αποτελούν τις, συνήθεις, κομματικές και δημοσιογραφικές αθλιότητες. Δημόσιες σχέσεις και συμφωνίες κάτω απ' το τραπέζι αντί της διαφάνειας και αξιοκρατίας που έχει δραματικά ανάγκη ο τόπος. Διαθέτουμε, πλέον, δεκάδες άξιων μουσειολόγων και ιστορικών τέχνης κι είναι ντροπή να τους εμποδίζεται η σταδιοδρομία στο όνομα των... βραβείων Λυμπέρη. Δηλαδή να μπαίνει ταφό... πλακα στις φιλοδοξίες τους, επειδή κάποιους το Σύστημα πλασάρει σαν αιώνιους. Αμετακίνητος τόπος, με τους ζωντανόνεκρους να κάνουν παιχνίδι αλλά κανείς από δαύτους να μην ανασταίνεται στ' αλήθεια. Ποτέ... Αρα; «Σιγά μην κλάψω»...
Τδισδιάστατος χρόνος, αδελφοί. Η αποθέωση ενός παρόντος λυμφατικού που εκμηδενίζει και το παρελθόν αλλά και το μέλλον. Αυτός ο ιδιότυπος στραβισμός της κάθε εξουσίας που βλέπει μόνο το τώρα, αποτελεί τον πιο ζόρικο καρκίνο της εποχής. Οσφυοκάμπτες παντού, απ' το σεμνό Γ' Πρόγραμμα που έχασε και το ύστατο φύλλο συκής του μαζεύοντας μόνον αγράμματους «φίλους», ώς τα θηριώδη συγκροτήματα εκδοτών του μπετόν και εργολάβων της πληροφορίας. Η κρίση της κοινωνίας γίνεται αναπόφευκτα κρίση της τέχνης· με τους ιδιώτες να αυτοσχεδιάζουν αυτάρεσκα εκεί που το κράτος ψευδο-αναρχικά απλώς δεν υπάρχει! Κριτικοί, θεωρητικολογούντες και ευαίσθητοι δημοσιογράφοι θαυμάζουν, με θαυμασμό επαγγελματικό, τα αόρατα ρούχα του εκάστοτε βασιλιά. Ετσι είναι ο κανόνας του παιχνιδιού. Μόνο που το παιχνίδι είναι πια εφιάλτης. Τη συνταγή της ευτυχίας (σου) όμως δεν μπορεί να τη γράψει κανείς άλλος παρά εσύ ο ίδιος. Μη θαυμάζεις λοιπόν τους αντιγραφείς της ευτυχίας. Ούτε τους λογοκρίνοντες. Ούτε εκείνους τους νεόπλουτους που γνωρίζουν την τιμή όλων των πραγμάτων και την αξία κανενός.
Φινάλε: Η Αριάδνη παρατηρεί τα πάντα με τα μάτια διάπλατα. Για να υπάρχει κάτι, πρέπει να περάσει πρώτα απ' το στόμα της. Κοιτάει ενθουσιασμένη τα αυτοκίνητα που τρέχουν αλλά δυσπιστεί ως προς την οντολογία τους. Το είναι και το μη είναι μπερδεύονται γλυκά στο μυαλό της, ενώ ό,τι γλείφεται διαθέτει συμβολικά ακλόνητο υπαρξιακό έρμα! Η Αριάδνη δεν έχει δει ακόμη τη θάλασσα. Αύριο όμως θα κατέβουμε στην παραλία του Αγίου Ρωμανού. Για την Αριάδνη το αρχέγονο, υγρό στοιχείο αύριο θα πρωτογεννηθεί. Για μένα πάλι θα είναι ένα είδος Ανάστασης. Ζώντας με την Αριάδνη οφείλεις κάθε μέρα να κατασκευάζεις τον κόσμο από την αρχή. Ν' ανασταίνεις τα πράγματά του ένα προς ένα και να τα αντιστοιχείς στις κραυγούλες της μεθοδικά. Σαν μικρός θεός έκπληκτος για τα θαύματά του τα ίδια. Φίλτατοι, εις το επανιδείν...