Κείμενά μου δημοσιεύονται κανονικά κάθε εβδομάδα στο freepress «FAQ» από το νούμερο 18. Δείτε στο www.faqpress.gr.
Συνολικές προβολές σελίδας
Παρασκευή 1 Αυγούστου 2008
FAQ
ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ, Η ΗΘΙΚΗ ΚΑΙ Η ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΤΟΥ
Μπέρτολντ Μπρεχτ
Ο κ. Λιάπης μου είναι πολύ συμπαθής. Είναι κομψός, διαθέτει χαριτωμένα αμήχανο χαμόγελο, παίξαμε μπάλα μαζί πριν από πολλά χρόνια, έχει τον αέρα του πολιτικού τζακιού απ’ το οποίο προήλθε. Ο Μιχάλης ανατράφηκε για να γίνει υπουργός (τουλάχιστον) κι αυτό φαίνεται σε κάθε του κίνηση. Η οποία είναι συγκαταβατικά ευγενής και ευγενικά συγκαταβατική. Είναι δηλαδή η συμπεριφορά κάποιου που ως πορφυρογέννητος έμαθε από νωρίς να δίνει διαταγές, να ταξιδεύει «business class», να ανήκει σε μιαν νομενκλατούρα και να διαφοροποιείται απ’ το πόπολο. Ήταν μόλις 30 ετών όταν έγινε διευθυντής προσωπικού στην Προεδρία της Δημοκρατία και έκτοτε συνόδευε τον θείο του σ’ όλα τα επίσημα και ιδιωτικά του ταξίδια. Οι αστακοί που έχει καταναλώσει στην αβροδίαιτη ζωή του θα γέμιζαν όλη τη λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου. Οι αστακοί μεγαλώνουν στη λάσπη του βυθού. Ο κ. Λιάπης υποστηρίζει ότι δέχεται λάσπη με τους τόνους. Οι φρέσκοι τόνοι που έχει επίσης γευστεί στην πολυκύμαντη σταδιοδρομία του ανταγωνίζονται τους αστακούς. Η, έστω, υπερβολική ή σατιρική παρουσίαση της πραγματικότητας δεν συνιστά ύβρη. Ειδικά όταν αναφερόμαστε σ’ ένα δημόσιο πρόσωπό το οποίο διαχειρίζεται κρατικά κονδύλια, εκπροσωπεί σε θεσμικό επίπεδο τον πολιτισμό του τόπου και διεκπεραιώνει υποθέσεις που μας αφορούν όλους. Τα παραπτώματα για τα οποία εγκαλείται ο κ. υπουργός είναι κατ’ αρχάς αισθητικής τάξεως. Όλα τα άλλα έπονται. Ο κ. Λιάπης όφειλε να ζει τον μονήρη και ασκητικό βίο του θείου του ο οποίος «πέτρωσε τη καρδιά του» κατά τη χαρακτηριστική του έκφραση στο όνομα του καθήκοντος. Όπως εκείνος το αντιλαμβανόταν. Η Ιστορία τον έχει, ήδη, κρίνει. Ο κατιών του απόγονος όμως θεώρησε το dolce farniente ως μείζον πολιτικό επίτευγμα. Στο υπουργείο συγκοινωνιών εισήλθε και εξήλθε αθώος του αίματος, στο ΥΠ.ΠΟ μετά την πτώση του Ζαχόπουλου αποφεύγει να υπογράψει οτιδήποτε για να μην εκτεθεί! Έτσι το τέλμα διαιωνίζεται. Ο πρωθυπουργός θεώρησε λανθασμένα πως στο δραματικά υποβαθμισμένο από τη Ν.Δ. υπουργείο πολιτισμού –ποιος μπορεί να ξεχάσει το πέρασμα του Μπομπ Βουλγαράκη; -θα ήταν ο ξάδελφος του ασφαλής εγκαινιάζοντας εκθέσεις ζωγραφικής. Σφάλμα. Τώρα ο κ. Λιάπης πρέπει να υπογράψει ένα τουλάχιστον έγγραφο: Τη παραίτησή του.
Τι όμως του καταλογίζεται και πώς τίθεται θέμα πολιτικής ευθύνης και ηθικής τάξεως; Ο υπουργός εφωράθη –εξ ου και η λέξη «αυτόφωρο» -να συνδιασκεδάζει με ανθρώπους του κοινωνικοοικονομικού κατεστημένου οι οποίοι είχαν και έχουν βλέψεις σε κρατικές αναθέσεις. Θα μου πείτε με ποιόν θέλατε να κάνει παρέα ο κ. Λιάπης; Με τον Καταλειφό, τον Μαρμαρινό ή τη Σαβίνα Γιαννάτου; Με τον Καβάκο, τη Μάνια Παπαδημητρίου ή τον Γιάννη Βαρβέρη; Ο minister όπως κάθε minister συναγελάζεται τους ομοίους του. Είναι χαρακτηριστικό πως η συντριπτική πλειοψηφία των υπουργών πολιτισμού πρωτομπήκε στην Εθνική Πινακοθήκη στο εικοσαετές τουλάχιστον διάστημα που εγώ υπηρετούσα εκεί, αφού κατέλαβαν τον υψηλό θώκο τους. Και βέβαια αμέσως άρχιζαν να μιλούν περί παντός επιστητού (εξ ου και «επιστήμη») για αρχαιολογία, τέχνη, λογοτεχνία, όπερα, κλπ. Ο επαγγελματισμός, αν όχι ανύπαρκτος, τουλάχιστον ρηχός και διεκπεραιωτής. Καμία υψηλή ιδέα ή μεγαλόπνοη σύλληψη.
Διερωτώμαι λοιπόν ποιοί είναι οι σύμβουλοι του κ. Λιάπη. Ποιοι τον συμβουλεύουν για να κάνει όσα κάνει (ή μάλλον δεν κάνει). Από ποια κομματικά γραφεία έχουν προέλθει, άγευστοι των τεχνών και ανέραστοι ως προς τις Μούσες όπως και ο προϊστάμενός τους; Διαθέτουν βέβαια ύφος Umberto Eco, δηλαδή το ύφος της εξουσίας. Αν έκαναν τουλάχιστον και κάτι περισσότερο από το να παρακολουθούν ποδοσφαιρικές αγώνες. Γι’ αυτό σας λέω: Ο κ. Λιάπης πρέπει να παραιτηθεί τάχιστα για λόγους κυρίως αισθητικής. Γιατί δεν έχει κατανοήσει ποια είναι τα πολιτικά του λάθη. Κι επειδή μπέρδεψε ασυγχώρητα το δημόσιο με το ιδιωτικό. Πως λεγόταν η παλιά καλή ταινία; «Ιδιωτικά βίτσια, δημόσιες αρετές». Πριν την χούντα ο μακαρίτης Γαρουφαλιάς δεν εκτίθετο ποτέ στην παρέα του Φιξ ή του Νιάρχου. Η τότε νομενκλατούρα ήξερε να διαφυλάσσει τα συμφέροντα της διαθέτοντας μιαν συγκεκριμένη αισθητική. Τηρούσε τα προσχήματα. Η πολιτική αιδώς απωλέσθη οριστικά με τους πεινασμένους του ΠΑΣΟΚ και τους χορτάτους της ΝΔ. Ο κ. Λιάπης ενώ διαθέτει χαρέμι ολόκληρο γραμματέων καταδέχθηκε να του κλείσει το ξενοδοχείο στη Γερμανία η Siemens. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έκανε παρέα με τον Κουν, τον Χατζιδάκι και τον Μόραλη. Οι επίγονοι του με τους Χριστοφοράκους, τους trendy εφοπλιστές και τους Ζαχόπουλους. O tempora o mortes.
ΥΓ. : Τι περιμένετε από έναν τόπο που οι μπασκετμπολίστες είναι καλύτεροι από τους πολιτικούς του;
Για τη απώλεια του λαϊκού και το κόστος της
Ξέρετε τι σημαίνει glocalisation, ethnic, folk-art; Είναι διαχείριση των τοπικών πολιτισμών, των cultures του Lyotard, εντός των ορίων του συστήματος, δηλαδή της παγκοσμιοποιημένης εκδοχής του κόσμου μας. Το global συγκρούεται με το local και ο λαϊκός πολιτισμός είτε μουσειοποιείται καθιστάμενος folkart -έντεχνη παρουσίαση του λαϊκού που αποσπάται από τον φυσικό του χώρο - είτε γίνεται ethnic δηλαδή εμπλουτίζεται από στοιχεία άλλων τεχνών (jazz, rock, ambient κ.ά.), ένα πολιτιστικό mixage.
Η glocalisation είναι η χειροπιαστή αμηχανία μας να υπερασπιστούμε ένα παρελθόν που δεν επαρκεί για τις σύγχρονες ανάγκες κι ένα παρόν που πλέει στο αμνιακό υγρό του χρόνου, χωρίς ταυτότητα. Στην πατρίδα μας, η κυριαρχία του «λαϊκοέντεχνου» λαϊκισμού με όλα του τα πολιτικά και πολιτιστικά συμφραζόμενα και η ταχύτατη εξαφάνιση ενός υψηλόφρονος αστισμού δημιούργησαν το κοινωνικό εκείνο ίζημα το οποίο περιέχει νεόπλουτους αγράμματους, μικροαστούς ζηλόφθονους και λούμπεν στοιχεία χωρίς συνείδηση της ιδιαιτερότητάς τους. Και όσον αφορά στην εξαφάνιση της αστικής παιδείας που εκπροσωπούσαν ο Εμπειρίκος, ο Τσαρούχης ή ο Σεφέρης με τον κοσμοπολιτισμό τους, μικρό το κακό γιατί αναφερόταν ανέκαθεν σε μειονότητες. Το μέγα κακό προήλθε από την εξαφάνιση -καλύτερα ισοπέδωση- του λαϊκού χάριν κάποιων «εκσυγχρονισμένων» συμπεριφορών και μιας θεοποιημένης, μικροαστικής συνείδησης. Η τηλεόραση συμβάλλει καίρια στην επιβολή του λαϊκίζοντος εις βάρος του λαϊκού και στην ομογενοποίηση ενός κάποτε πολύχρωμου στην αυθεντικότητά του πληθυσμού. Η εμπορευματοποίηση του λαϊκού φολκλόρ, η εξαφάνιση των αγροτικών κοινωνιών και η χύδην ζωή στα αστικά κέντρα έδωσαν τη χαριστική βολή στον πηγαίο λαϊκό άνθρωπο: Στους πρωταγωνιστές του «Δράκου» του Κούνδουρου, στον λοχία -δεν έχει όνομα! -της «Ευδοκίας», στους αεικίνητους Βέγγο και Χατζηχρήστο, των «ταινιών γέλιου». Η λαϊκότητα πλέον θα γίνει κατ' εξοχήν αξία της κουλτούρας της Αριστεράς και σταδιακά από τα Μακρονήσια θα περάσει στη δισκογραφία και τις συναυλίες. Ο «Επιτάφιος» π.χ. των Ρίτσου - Θεοδωράκη με τον ασκητικά εμβληματικό Μπιθικώτση εκφράζει περισσότερο ένα ήθος και μια στάση ζωής και λιγότερο μιαν ιδεολογία ή μιαν αισθητική.
Έκτοτε, η Αριστερά γραπώθηκε απ' αυτές τις κυτταρικές μορφές ώσπου τις εξήντλησε αυτοεξαντλούμενη. Σήμερα, ο πολλαπλός Θεοδωράκης παντού είναι η ακραία συνέχεια μιας φόρμας που κατέληξε σε φολκλόρ. Η απώλεια του λαϊκού είναι το χειρότερο πολιτιστικό πλήγμα που δέχθηκε μεταπολεμικά ο τόπος και εν πολλοίς αυτό που προκάλεσε διαλεκτικά και την απίσχνανση του όποιου μοντέρνου στην ίδια εποχή. Η εξίσωση μοιραία καταλήγει σε ψευδολαϊκότητα που συνεπάγεται ψευδομοντερνισμό. Πιο απλά, δεν μπορεί να υπάρξει ο Κανιάρης χωρίς τον Τσαρούχη και εκείνος χωρίς τον Κόντογλου και τον Παρθένη. Ο Τσιτσάνης και ο Βαμβακάρης δεν εξισώνονται προς τον Σκαλκώτα, αλλά αποτελούν την αναγκαία περιρρέουσά του ατμόσφαιρα διαμορφώνοντας αισθητικά έναν ολόκληρο λαό. Η λογική τους συνέχεια είναι οι Χατζιδάκις-Θεοδωράκης και η αναίρεσή τους ο σημερινός φασισμός του «λαϊκοέντεχνου» και η δεσποτεία των έθνικ ατάλαντων. Στις ΗΠΑ ανάλογα η jazz και τα blues, ο Cole Porter και ο Duke Ellington αποτελούν το έδαφος για να στηριχθούν συνθέτες όπως ο Aaron Copland ή Charles Parker. Το επόμενο βήμα είναι η παγκοσμιοποιημένη ποπ Madonna και ο εκχυδαϊσμός του όποιου προσωπικού ύφους. Για μας, πάντως, η απώλεια του λαϊκού πληρώνεται με πανάκριβα λύτρα πολιτιστικής εξαθλίωσης, χωρίς να κερδίζεται το ελάχιστο αυτοκριτικής ή αυτογνωσίας.