Η γλυπτική του Σταύρου Διακουμή
…ήθελε, συμπεραίνω, να μιλήσει για το χρόνο να καταγγείλει τον παρόν που είναι πάντοτε παρωχημένο
Κώστας Μαυρουδής, Τέσσερις Εποχές, Κέδρος 2011
Λέγεται συνήθως πως η ζωγραφική αντιμετωπίζει δραματική, εκφραστική κρίση. Στην πραγματικότητα κρίση αντιμετωπίζει κυρίως η γλυπτική, μια τέχνη που δεν έχει πια τρόπους να υποστηρίξει την ύπαρξή της στις συνθήκες του ύστερου, παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Στις συνθήκες δηλαδή απορφανισμού και έκλειψης του δημόσιου χώρου. Σήμερα η γλυπτική είναι υποχρεωμένη να λειτουργήσει μονοδιάστατα σαν φετίχ, αποκλειστικά, του ιδιωτικού γούστου. Κάποτε το γλυπτό διατύπωνε το δημόσιο λόγο του στα πιο περίοπτα σημεία των κτηρίων ή των πόλεων. Ήταν συγχρόνως «μνημείο», δηλαδή οπτικοποιημένη μνήμη και βαρυσήμαντος σχολιασμός της συλλογικής ιστορίας αλλά και «άγαλμα», δηλαδή αγαλλίαση του βλέμματος των ανθρώπων που το αγκάλιαζαν ταυτιζόμενοι ψυχικά μαζί του.
Ο όγκος, το βάρος, η σημειολογία των πολύτιμων ή «αιώνιων» υλικών του που συγκροτούσαν το έργο της γλυπτικής κατέληγαν σε μια συγκεκριμένη ρητορική, διατύπωναν ένα «κείμενο» δημοκρατίας που ισορροπούσε ακριβοδίκαια ανάμεσα στην αισθητική και την πολιτική. Σήμερα; Σήμερα το πολυδιαφημισμένο, λόγω συμφερόντων, τέλος, -προσωρινό ασφαλώς αλλά όχι και λιγότερο επώδυνο, της ιστορίας-, σημαίνει επίσης το τέλος της γλυπτικής στην παραδοσιακή ή και νεωτερική μορφή της. Αν ένας εκδικητικός Θεός έπλασε κατ’ εικόνα του τον άνθρωπο για να τον δοκιμάσει και εν τέλει να τιμωρήσει, ο άνθρωπος έφτιαξε και εκείνος με τη σειρά του τους Θεούς καθ’ ομοίωσιν δημιουργώντας με τα χέρια του τα ίδια αυτές τις υπερφυείς κατασκευές με τις οποίες χαίρονται ακόμη και οι Αθάνατοι, τ΄ αγάλματα. Σήμερα η γλυπτική διακόπτει τις σχέσεις της με τη χαρά, με τη μνημειακή φόρμα, με την ηδονή του κατασκευάζειν, με τα παλαιά, σεσημασμένα υλικά. Σήμερα η γλυπτική αναζητεί τον εαυτό της δανειζόμενη μορφές και ιδέες από τη ζωγραφική, τους κώδικες της αρχιτεκτονικής ή το θέατρο, τις τέχνες του αυτοσχεδιασμού, την αισθητική του δρόμου, τις εκφράσεις του τυχαίου. Performance του εαυτού της περισσότερο και εγκατάσταση στο χώρο η γλυπτική επαναπροσδιορίζεται. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο, του τόσο σύγχρονου προβληματισμού, βρίσκεται και η γλυπτική παραγωγή του Σταύρου Διακουμή. Ο ίδιος επιμένει να είναι γλύπτης στην εποχή του τέλους (;) της γλυπτικής και να δημιουργεί υβριδικά έργα ικανά να εκπροσωπήσουν το αμφιλεγόμενο πρόσωπο της εποχής, τον τροπικαλισμό των καιρών. Ρομαντική πλην νόμιμη φιλοδοξία. Γιατί αν ο γλύπτης της παράδοσης, ακολουθώντας το παράδειγμα του τραγικού ποιητή, λαξεύει σε αθάνατα υλικά με συμβολικές διαδικασίες τον άνθρωπο που επιβάλλεται στη μοίρα του, ο Διακουμής φτιάχνει απλώς το πρόσωπό του, ψάχνοντας κομμάτια του εαυτού του σε εφήμερα υλικά ή ready made λύσεις. Τα γλυπτά του, ελαφρά και αντιρητορικά, φοράνε τα ρούχα του κατασκευαστή τους, έχουν τα χέρια και το σπασμένο του δάχτυλο και επιμένουν να κρατούν τα μάτια κλειστά οδηγώντας ένδον το βλέμμα τους. Πλήρης ταύτιση δημιουργού και δημιουργήματος! Τα έργα του Διακουμή, σπαραχτικά και σύγχρονα, επιμένουν παρά ταύτα να διαλέγονται με τις φιγούρες της εγχώριας ή της διεθνούς avant-garde, όπως λόγου χάρη τον Georges Segal ή τον Βλάση Κανιάρη. Κυρίως όμως συνομιλούν με γλύπτες της γενιάς του σ’ όλο τον κόσμο που επιμένουν στην ανθρώπινη φιγούρα όπως λ.χ ο Maurizio Catalan, χωρίς κομπασμούς και ηρωικές πόζες. Στη δική του πάντως περίπτωση γίνεται ένα ακόμη βήμα. Στις συνθέσεις του οι φιγούρες τεμαχίζονται, επανασυντίθενται αλλιώς, γίνονται ωραία «τέρατα», έχουν τρία πόδια ή τα κεφάλια στηρίζονται στους μηρούς και τα χέρια. Τέτοιες λύσεις φορτίζουν τα ανθρωπόμορφα αυτά έργα με ιδιάζουσα δραματική αύρα, τα καθιστούν ευάλωτα θραύσματα, όπως και κάθε ανθρώπινο σώμα ανεξαιρέτως. Και εδώ έγκειται το μεγάλο εύρημα της δουλειάς του. Οι φιγούρες του, μελαγχολικές, πλην αξιοπρεπείς, αποτελούν μια ελεγεία στη φθορά και μια σπουδή στο χρόνο που χάνεται. Θέλουν να αντισταθούν με τα ευτελή τους μέσα, κατά βάθος όμως γνωρίζουν τη μοίρα τους. …
ΥΓ: Ο Διακουμής ανήκει στους μαχητικούς δημιουργούς μιας τέχνης περιφερειακής μεν, αλλά όχι περιθωριοποιημένης. Αυτό σήμερα είναι το status των εικαστικών πραγμάτων στην Ελλάδα. Για να πάρετε όμως μια γεύση του τι συμβαίνει διεθνώς, προσέξτε αυτή την είδηση: Σάλο έχει προκαλέσει στην αγορά τέχνης το γεγονός ότι ο διευθυντής του Beaubourg, ο πολύς κ. Pacquement - γνωστός και στην Αθήνα- αγόρασε για το μουσείο του ένα καθ’ ολοκληρίαν άυλο «έργο» του νεαρού καλλιτέχνη Tino Sehgal, προστατευομένου της γκαλερί Marian Goodman, υπό τον τίτλο The Situation. Το «έργο» παραδόθηκε προφορικά χωρίς άλλο αποδεικτικό στοιχείο, βιντεοσκόπηση κλπ. και πληρώθηκε με επιταγή των 50.000€. Πρόκειται για την ιδέα μιας περφόρμανς παρουσιασμένης από ηθοποιούς το 2009 στη γκαλερί, η οποία προφανώς μπορεί να επαναληφθεί με άλλους συντελεστές, αν το Μουσείο που είναι πια ο «ιδιοκτήτης» της ιδέας, το επιθυμήσει. O Sehgal (1976) που είναι αγγλοϊνδικής καταγωγής και ζει στο Βερολίνο, θεωρεί συνθήκη του «έργου» να μην υπάρχει καμία γραπτή ή οπτική μαρτυρία γι’ αυτό, κανένα απολύτως ντοκουμέντο και να πληρωθεί σε ρευστό, χωρίς απόδειξη (sic)! O Alfred Pacquement, απαντώντας στις αιτιάσεις της εφημερίδας Le Monde είπε ότι η πληρωμή με παραστατικά είναι όρος κάθε μουσειακού οργανισμού ενώ ο ιντερνετικός καλλιτέχνης Fred Forest διαμαρτυρόμενος για τα «αόρατα ρούχα του βασιλιά» σάρκασε τη συναλλαγή λέγοντας πως έτσι «προδίδεται η ιδέα του έργου».
Αντιλαμβάνεται κανείς από τ’ ανωτέρω πως σ’ έναν κόσμο υπερδιαφήμισης, εξιμπισιονισμού μιντιακών μυθολογιών και μιας ασύδοτης αγοράς τέχνης έτοιμης να πουλήσει τα πάντα, αρκεί να ικανοποιεί τις απαιτήσεις των mainstream καλλιτεχνών και να «παραμυθιάζει» το σνομπ κοινό της, τα αυτοαναφορικά, βασανισμένα γλυπτά του Διακουμή έχουν μικρή πιθανότητα επιτυχίας. Καλύτερα!
(Περισσότερα στο άρθρο του περιοδικού L’ Hebdo, 21/1/11, με τίτλο l'artiste qui vend du vent, ο καλλιτέχνης που πουλάει αέρα) www.hebdo.ch
Μάνος Στεφανίδης
11 Φεβρουαρίου 2011