Las
Flores del Inferno
Αν
δεν υπήρχε η τέχνη, θα κυριαρχούσε μόνο
ο λόγος της άρχουσας τάξης.
Δημήτρης
Περδικίδης
Στα
ίχνη της πρωτοπορίας
H
δεκαετία
του ’50 είναι η εποχή κατά την οποία
συγκροτείται ο νεότερος ελληνικός
μύθος: ό,τι έκτοτε αγαπούν οι ξένοι ως
Eλλάδα,
ό,τι οι Έλληνες αναπολούν ως χαμένο
παράδεισο βλέποντας τις παλιές ασπρόμαυρες
κινηματογραφικές ταινίες.
Mια
Eλλάδα
ακόμη παρθενική, με αίσθηση του μέτρου,
με γνώση του περιττού, στην οποία η
φτώχεια, η δυσχέρεια και οι δυσκολίες
μετατρέπονται σε αισθητική. Mια
Eλλάδα
περιορισμένων διαστάσεων, πλημμυρισμένη,
λογχισμένη καλύτερα, από ένα έντονο,
βασανιστικό φως. Την κινηματογραφική
της εικόνα θα αποδώσει ο Μιχάλης
Κακογιάννης στην ταινία Στέλλα
με τη Μελίνα Μερκούρη που προβάλλεται
το 1955. H
«χαρισάμενη» εποχή, όπως θα έλεγε ο
Kοσμάς
Πολίτης, αποκτά το σύμβολό της. H
Στέλλα,
παρότι βραβεύεται στο φεστιβάλ Κανών
και ένα χρόνο αργότερα αποσπά τη χρυσή
σφαίρα καλύτερης ξένης ταινίας, δεν θα
αποφύγει τα βέλη του κοινωνικού
συντηρητισμού που εκτοξεύονται μάλιστα
και από την Αριστερά. «Η
χυδαιότητα και η ξετσιπωσιά παρουσιάζονται
σαν ηρωισμός. Η μαγκιά και το σερτιλίκι,
σαν παλληκαριά. {...} Η αισθητική συνταύτιση
του Κακογιάννη με τον θιασώτη των
μπουζουκιών και συνθέτη του Καταραμένου
φιδιού
Μάνο Χατζηδάκι είναι το λιγότερο
αποκαρδιωτική»,
γράφει
τότε
ο
Αντώνης Μοσχοβάκης στην Επιθεώρηση
Τέχνης.
Τα
τραύματα, ωστόσο, του εμφυλίου είναι
ακόμη νωπά. Η δίκη
και η εκτέλεση του Μπελογιάννη συμβαίνει
την περίοδο που ο τότε πρωθυπουργός
Νικόλαος Πλαστήρας επιχειρούσε να
επιβάλει πολιτική εθνικής συμφιλίωσης.
Οι διεθνείς κινητοποιήσεις και εκκλήσεις,
παρ’ ότι τελικά δεν απέδωσαν, έκαναν
ακόμα και τον Πάμπλο Πικάσο να εμπνευστεί
ένα διάσημο σκίτσο από την εικόνα του
«Aνθρώπου
με το γαρύφαλλο».
Στα μέσα της
δεκαετίας του ’50 ο Nάσερ καταλαμβάνει
την εξουσία στην Aίγυπτο, αλλά οι
εθνικοποιήσεις που επιβάλλονται,
δημιουργούν ανυπέρβλητα προβλήματα
στην ελληνική παροικία που ομαδικά
αποχωρεί. Επίσης, λίγο μετά την
πρωθυπουργοποίηση του Kαραμανλή, ξεσπά
το πογκρόμ εναντίον των Eλλήνων της
Kωνσταντινούπολης. Mετά τη Σμύρνη, δύο
άλλες πανάρχαιες κοσμοπολίτικες εστίες
του Mείζονος Eλληνισμού, η Aλεξάνδρεια
κι η Πόλη απορφανίζονται από το ελληνικό
στοιχείο.
Aς σημειωθεί εδώ
πως ένας δημιουργός αυτής της γενιάς
που γεννήθηκε το 1922 επέλεξε μιαν άλλη
ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, εκτός της Pώμης
ή του Παρισιού. Πρόκειται για τον
πειραιώτη Δημήτρη Περδικίδη που από το
1953 βρίσκεται στη Mαδρίτη, με υποτροφία
της ισπανικής κυβερνήσεως, μετέχοντας
στο αντιφρανκικό ρεύμα. O
Περδικίδης, έντονα πολιτικοποιημένος,
περνά από μια ζωγραφική των υλικών και
της ματιέρας σε παραστάσεις με έντονα
κριτικό χαρακτήρα. Tο 1964 και το 1966
εκπροσωπεί μαζί με άλλους την Iσπανία
στην Biennale της Bενετίας.
Η Ελλάδα,
αν και υπήρξε κομμάτι της ευρύτερης
εξέλιξης των πλαστικών τεχνών, έστω ως
απόηχος των ανακατατάξεων ή των εικαστικών
εξελίξεων σε διεθνές επίπεδο, εντούτοις
διατήρησε και διατηρεί σημαντικούς
πυρήνες αυτονομίας και ιδιαιτερότητας.
Επιπλέον, ανέδειξε μερικές ατομικές
περιπτώσεις δημιουργών, οι οποίοι και
ως καλλιτεχνική έρευνα και ως καλλιτεχνική
ποιότητα ξεπέρασαν τα στενά γεωγραφικά
μας όρια, αλλά και γενικότερα τα όρια ή
τις ανάγκες μιας τοπικής ιστορίας της
τέχνης. Όσοι μελετούν την ευρωπαϊκή
περιφέρεια, συχνά ερμηνεύουν τα ποικίλα
φαινόμενα της περιφέρειας αυτής με βάση
κάποιο δεδομένο «μοντέλο» που εισάγεται
άνωθεν, αναγνωρίζοντας όμως συνειδητά
εξαιρέσεις ή και ανατροπές στους
ισχύοντες κανόνες. Είναι άλλωστε σαφές
ότι διαφορετική υπήρξε η εξέλιξη της
τέχνης στις ανεπτυγμένες και διαφορετική
στις υπό ανάπτυξη χώρες. Aυτή
η κοινωνικο-οικονομική παράμετρος δεν
μπορεί να υποτιμηθεί.
Υπ’ αυτή την έννοια η
λεγόμενη γενιά του ’60, ήδη από τη θητεία
της στην AΣKT,
είχε παρουσιασθεί αρκετά συμπαγής και
με πολύ σαφείς στόχους. H
δύσκολη νεότητά της – Κατοχή, εμφύλιος,
μετακατοχική «δημοκρατία» – τη
σφυρηλάτησε ανάλογα και της εξήψε την
επιθυμία να επιτύχει.
Λέγεται
λοιπόν, συχνά με επίταση, πως αληθινά
μοντέρνοι υπήρξαν οι εκπρόσωποι της
γενιάς του ’60, εφ’ όσον αυτοί μόνοι
διεκδίκησαν έναν ασυμβίβαστο διεθνισμό,
απέρριψαν τον εθνοκεντρισμό ως φολκλόρ
και αναζήτησαν τη δικαίωση της τέχνης
τους εκεί που η τέχνη θάλλει: στο Παρίσι,
τη Pώμη,
το Bερολίνο,
τη Μαδρίτη, τη Βαρκελώνη, τη Nέα
Υόρκη.
Όμως και
πριν από τη γενιά του Kεσσανλή ή του
Παύλου υπήρξαν μεμονωμένες περιπτώσεις
δημιουργών που «εξέδραμαν» έγκαιρα στα
κέντρα των αποφάσεων και υπήρξαν καθ’
όλα πρωτοποριακοί. Εννοώ τον Θανάση
Tσίγκο, τον Γιάννη Γαΐτη, τον Γεράσιμο
Σκλάβο, τον Βαλέριο Καλούτση, τον Mάριο
Πράσινο, τον Mayo, τον John Xριστοφόρου, τον
Δημήτρη Περδικίδη, δηλαδή δημιουργούς
που κατέθεσαν περισσότερο έργο και
λιγότερο θόρυβο. H
ελληνική τέχνη μπορεί να μην είχε έναν
Duchamp, δηλαδή έναν δημιουργό που να θέτει
καίρια και αποκλειστικά τη διάσταση
της τέχνης ως κοινωνικού γίγνεσθαι,
ούτε κι έναν Beuys που να επιδιώκει ρήξεις
μέσα ακριβώς από το γλωσσολογικό αίτημα.
Eίχε όμως οξυδερκείς απολογητές της
ιστορικής της παραδόσεως όπως ο Kόντογλου,
ο Tσαρούχης ή ο Παπαλουκάς και δημιουργούς
που θέλησαν να σπάσουν τον επαρχιώτικο
απομονωτισμό τής εγχώριας παραγωγής
μας και να διεκδικήσουν ένα διεθνές
πρόσωπο (Tσίγκος, Σπυρόπουλος, Γαΐτης,
Ακριθάκης, Kανιάρης, Xρύσα, Tάκις, Kεσσανλής,
K. Ξενάκης ,κ.ά.). Οι περισσότεροι απ’
αυτούς τήρησαν με συνέπεια τις ιδεολογικές
τους αρχές και τα αισθητικά τους πιστεύω,
παρά την ποικιλία των εκφραστικών μέσων
που χρησιμοποίησαν στη διάρκεια της
διαδρομής τους.
Aς
σημειωθεί εδώ πως ένας δημιουργός αυτής
της γενιάς επέλεξε μια άλλη ευρωπαϊκή
πρωτεύουσα, εκτός της Pώμης ή του Παρισιού.
Πρόκειται για τον Πειραιώτη Δημήτρη
Περδικίδη που από το 1953 βρίσκεται στη
Mαδρίτη, με υποτροφία της ισπανικής
κυβερνήσεως, μετέχοντας στο αντιφρανκικό
ρεύμα.
O
Περδικίδης, έντονα πολιτικοποιημένος,
περνά από μια ζωγραφική των υλικών και
της ματιέρας σε παραστάσεις με έντονα
κριτικό χαρακτήρα. Tο
1964 και το 1966 εκπροσωπεί μαζί με άλλους
την Iσπανία
στην Μπιενάλε της Bενετίας.
Tο
1960 είναι χρονιά «κοσμοϊστορική» για
όλη την τέχνη. Kατ’
αρχήν είναι η χρονιά που εγκαινιάζεται
η Mπραζίλια,
μια πόλη που φτιάχτηκε από το μηδέν στο
πουθενά, πάνω σε σχέδια του Όσκαρ
Nιμάγιερ.
Πρόκειται για πείραμα μοναδικό, με
στόχο την κατασκευή μιας μεγα-πόλης που
θα έρχεται από το μέλλον και δεν θα έχει
καμιά σχέση με την παράδοση και την
τοπική ιστορία. Θυμίζουμε πως ήδη από
το 1946 ο Θανάσης Tσίγκος
συνεργαζόταν με τον Nιμάγιερ
πάνω σ’ αυτό το project.
Στο
μεταξύ η Eλλάδα αλλάζει ραγδαία. Τα
«στοιχεία της δεκαετίας του ‘60»
περιλαμβάνουν αυτούς που ξενιτεύονται
στα εργοστάσια της Γερμανίας και της
μακρινής Αυστραλίας, ενώ όσοι μένουν
είτε παραληρούν με το σπαρακτικό «αχ»
του Καζαντζίδη είτε σιγοτραγουδούν
μαζί με τον Μπιθικώτση Ελύτη, Ρίτσο και
Σεφέρη. Σε πολιτικο-οικονομικό επίπεδο
έχουν ξεπεραστεί τα προβλήματα από την
υποτίμηση του νομίσματος το 1953 (κυβέρνηση
Π. Tσαλδάρη) και έχουμε φθάσει στη συμφωνία
των Aθηνών του 1961 που διαλαμβάνει τη
σύνδεση της χώρας με την EOK, η οποία όμως
θα καθυστερήσει για είκοσι ολόκληρα
χρόνια. O επερχόμενος εξευρωπαϊσμός, με
άλλα λόγια, θα βρει την ελληνική ζωγραφική
διαπλεκόμενη με τις προτάσεις και τις
συγκρούσεις δύο δυναμικών γενιών, του
’30 και του ’60, αλλά θα διακοπεί δραματικά
από τη Δικτατορία.
Tον
Φεβρουάριο
του 1967 στο μουσείο Rath της Γενεύης, δύο
περίπου μήνες πριν την αποφράδα 21η
Απριλίου, ο Πάνος Kαραβίας παρουσιάζει
την έκθεση «Art Hellénique Contemporain», με επιλογές
αρκετά οξυδερκείς. Συμμετείχαν εκτός
των άλλων ο Kανιάρης, ο Kαράς, ο Γαΐτης,
η Tέρψη Kυριακού, ο Xρ. Λεφάκης, ο Mυταράς,
ο Περδικίδης, ο Πηλαδάκης, η Σ. Πολυχρονιάδη,
η Mαρία Σπέντζα, ο Tσόκλης, ο Λαμέρας, η
Mυλωνά, ο Σκλάβος, η Σπητέρη-Bεροπούλου,
ο Θόδωρος κ.ά. Eίναι σαφές ότι ήδη από
την εποχή αυτή αξιολογικά έχουν
τοποθετηθεί τα πράγματα σχετικά με τις
γενιές, τις επιμέρους επιδόσεις ή τους
επιμέρους διαχωρισμούς όσον αφορά στις
πλαστικές τέχνες. Tο τοπίο θα συσκοτιστεί
με την έλευση της δικτατορίας.
Εξαγόμενη
ιθαγένεια
Ο
Δημήτρης Περδικίδης ανήκει στους
καλλιτέχνες της Ελληνικής διασποράς
οι οποίοι σταδιοδρομούν σε μεγάλα
καλλιτεχνικά κέντρα της Δύσης μετά από
το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ενώ όμως η
πλειονότητα όλων αυτών – και κυρίως
της λεγόμενης “γενιάς του '60” –
κατευθύνονται προς το Παρίσι και,
δευτερευόντως τη Ρώμη, ο Περδικίδης
πηγαίνει στη Μαδρίτη αποσπώντας κρατική
υποτροφία για την Real
Academia de San Fernando (1953-6).
Ο ζωγράφος, που γεννήθηκε στο Πειραιά
το 1922 και εικοσάχρονος συμμετείχε στην
Αντίσταση εντασσόμενος το ΕΑΜ, φοίτησε
στην ΑΣΚΤ και υπήρξε μαθητής του Κ.
Παρθένη, του Ου. Αργυρού και του Α.
Γεωργιάδη του Κρητός (1946-50). Ας μην
ξεχνάμε, εδώ, πως μαθητές του Παρθένη
ήσαν οι κορυφαίοι εκπρόσωποι της γενιάς
του ΄30 (Γκίκας, Τσαρούχης, Διαμαντόπουλος,
Εγγονόπουλος...) και ο Π. Τέτσης. Ο
Περδικίδης, έντονα πολιτικοποιημένος
και συγκρουσιακός καλλιτεχνικά,
εγκαταλείπει την Ελλάδα για τριάντα
ολόκληρα έτη μην αντέχοντας το βαρύ,
μετεμφυλιακό κλίμα – το οποίο κορυφώνεται,
αλίμονο, με τη Χούντα των Συνταγματαρχών.
Εδώ βέβαια εντοπίζεται το εξής παράδοξο:
Ο Περδικίδης, μεταβαίνοντας στη Μαδρίτη
ή τη Βαρκελώνη, βρίσκει την Δικτατορία
του Φράνκο και την ανάλογα βαριά
ατμόσφαιρα που επακολούθησε τον ισπανικό
Εμφύλιο. Με μια διαφορά όμως. Στη μαρτυρική
χώρα της Ιβηρικής συναντά αφενός μια
λαμπρή εικαστική παράδοση εξαιρετικά
επίκαιρη με όρους ιστορίας της τέχνης
(Greco,
Velasquez, Goya, ) και
την εντόπια πρωτοπορία που ήδη είχε
πρωτοστατήσει στην εξέλιξη της σύγχρονης
μορφοπλαστικής έρευνας (Picasso,
Miro, Dali, Solana) αλλά
και που συνεχίζει τις ανατροπές της
μέσω των καλλιτεχνών όπως ήταν ο Manolo
Millares (1926-1972), ο
Tàpies,
ο
Canogar, ο
Rivera,
η
Equipo Crónica
(Rafael Solbes, ManoloValdes), o Antoni Clavé, o Antonio Saura, ο
Guinovart, ο
Mompó,κ.α.
Το
άλλο πολύ σημαντικό στοιχείο είναι πως
στην Ισπανία διαμορφωνόταν εκείνη την
εποχή μια δυναμική πολιτική για την
προώθηση της σύγχρονης δημιουργίας με
κεντρικό πρόσωπο τον Luis
Gonzales Robles (1916-2003)
ο
οποίος επέβαλε – κυριολεκτικά – τους
συνομήλικους του εικαστικούς στις
Μπιενάλε του Σάο Πάολο και της Βενετίας
κατοχυρώνοντας την ισπανική – άκρως
δραματική και πολιτικοποιημένη –
εκδοχήτης informel.
Αν
για τους λοιπούς Ευρωπαίους το informel
ή
το tachisme
ήταν
ελεύθερες κηλίδες χρώματος για τους
Ισπανούς ήσαν το συμβολικό ίχνος του
αίματος του Ignacio Sánchez
στην
αρένα. Ο Περδικίδης γρήγορα εντάσσεται
σ' αυτό το πυρετικό και άκρως δημιουργικό
κλίμα συμμετέχοντας στις διεθνές
παρουσιάσεις που οργανώνει ο Robles
–
κριτικό του πάρισο είναι στην Αθήνα και
τη Βενετία ο Τώνης Σπητέρης – χωρίς
όμως να ξεχνά το χρέος του προς την
πατρίδα.
Το
1957 πρωτοεκθέτει ατομικά στην Αίθουσα
Εκθέσεων της Γενικής Διέυθυνσης Καλών
Τεχνών -
Dirección General de Bellas Artes
(Robles)
στη
Μαδρίτη. Το 1958 στη γκαλερί Buchholtz
όπου
και αποσπά βραβείο γραφικών τεχνών. Το
1960 εκθέτει στη Sala
Nebli (Μαδρίτη)
και στο Woodstock
Hall του
Λονδίνου. Το 1961 στο Ateneo
de Madrid όπου
και βραβεύεται πάλι ενώ το 1964 στη “Τέχνη”
Θεσσαλονίκης και το 1966 στην “Άστορ”
Αθηνών επωφελούμενος της περιορισμένης
πολιτιστικής Άνοιξης που σημειώνεται
τότε στην Ελλάδα. Το 1969 οργανώνει ατομική
έκθεση στο Λος Άντζελες (Anhalt
aud Fleicher Gallery), το
1971 στο Hilton
Αθηνών,
το 1975 στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών και το
1977 δείχνει στο “Δεσμό” τα “Σύμβολα
και Μηνύματα”. Το 1985, έτος της επιστροφής
στη πατρίδα, και το 1988 εκθέτει στις “Νέες
Μορφές” και το 1989, έτος του θανάτου του,
στις “Εποχές” της Κηφισιάς.
Αλλά
ο Περδικίδης διαπρέπει κυρίως μέσα από
τις μεγάλες, κρατικές διοργανώσεις.
Συμμετέχει νεότατος και διακρίνεται
στη Δ' Πανελλήνια του '53 και την Ε' του
1957 στο Ζάππειο. Επίσης λαμβάνει μέρος,
επροσωπώντας βεβαίως την Ισπανία, στην
Ισπανοαμερικανική Μπιενάλε της Βαρκελώνης
το 1955, στην VI
Bienal de São
Paulo και
στις εκθέσεις “Σύγχρονη Ισπανική Τέχνη”
στην Kunstverein
του
Μονάχου το 1961. Είναι ενδεικτικό πως η
Ελλάδα συμμετέχει για πρώτη φορά στη
Μπιενάλε του Σάο Πάολο το 1956, σ' ένα θεσμό
που μετρά μόλις πέντε χρόνα ζωής.
Το 1962 συμμετέχει στην έκθεση των
Τεχνοκριτών στη Μαδρίτη και βέβαια το
1966 στην XXXIII
Biennale της
Βενετίας. Επίσης το 1966 συνεκθέτει στου
Μουσείο Rath
της
Γενεύης και ενδιαμέσως στη Στοχόλμη,
το Σαν Φρανσίσκο, τη Βαρκελώνη, κλπ...
Το
1982 συμμετέχει στα Europalia
των
Βρυξελλών με θέμα “Art
et Dictature” και,
τέλος, το 1987 στην Πανελλήνια του ΟΛΠ
δημιουργώντας ιδιαίτερη αίσθηση κυρίως
επειδή είχε διαφοροποιηθεί απο το
κυρίαρχο τότε νεοεξπρεσιονισμό.
Πιο
συγκεκριμένα η προσωπική ζωγραφική του
Περδικίδη διαμορφώνεται τη δεκαετία
του '50 από το εικαστικοπολιτικό κλίμα
που κυριαρχεί στις πρωτοποριακές ομάδες
“Dau
al Set” της
Βαρκελώνης και “El
Paso” της
Μαδρίτης. Ο ίδιος ομολογεί πως τον
εμπνέει βαθιά “η σκοτεινή δύναμη της
ισπανικής ζωγραφικής, οι ακραίες
καταστάσεις του κόκκινου και του μαύρου,
το οικουμενικό τους στοιχείο”. Ενώ
εικαστικό του πρότυπο αλλά και λόγος
που τον έφερε στη Ιβηρική ήταν η pintura
negra του
εικαστικού και συγγραφέα José
Solana-Gutiérrez
(1886-1945).
Ο
Denis
Vigneron υπογραμμίζει
ότι η σχέση Περδικίδη και Solana
βασίζεται
σε έναν hispanisme
ouvert, universel. Επίσης
παραπέμπει στα ανάλογα ζεύγη
Καζαντζάκη-Máximo
Kahn, Καζαντζάκη-Rosa
Chacel και
Περικλή
Πανταζή-Dario
de Regoyos!
Τη
δεκαετία του '60, ο Περδικίδης δουλεύει
με μικτή τεχνική και collage
πάνω
σε ξύλινες επιφάνειες δημιουργώντας
συμβολικούς χώρους δράματος, θυσίας
και κάθαρσης. Χειρονομιακή, “υλική”,
η ζωγραφική του μιλάει για την τραγωδία
της Ιστορίας χωρίς να καταφεύγει σε
εύκολα κλισέ. Το '70 πάλι αναδύονται
περισσότερο οι κομψοί γραφισμοί, τα
γεωμετρικά στοιχεία-αναφορές στην
κλασική αρχαιότητα και οι μεταλλαγμένες
φωτογραφίες της επικαιρότητας που
αντιστικτικά επιτρέπουν στον κριτικό
ρεαλισμό να συνυπάρχει με μιαν αυστηρή,
αφηρημένη οργάνωση του χώρου. Πρόκειται
για έργα ελεγειακά με άμεση την διάσταση
της διαμαρτυρίας. Ο καταγγελτικός του
λόγος συγγενεύει τόσο με την Equipo
Cronica όσο
και με τους “Νέους Έλληνες Ρεαλιστές”
του 1972 (πρβλ. τον “έφιππο Βελουχιώτη”
με φόντο την Ελληνική σημαία).
Ο
Περδικίδης, μετά την τόσο γόνιμη αφηρημένη
– informel
του
περίοδο, την οποία ο M.
Galvan είχε
ονομάσει “La
ultima avanguardia española”
περνάει
σε μια ζωγραφική η οποία ενσωματώνει
ντοκουμέντα της επικαιρότητας σ' ένα
είδος “εικαστικής προπαγάνδας”. Μα
και τώρα το ενδιαφέρον του για τις
μορφοπλαστικές αξίες παραμένει
αναλλοίωτο. Έτσι έχουμε ένα αποτέλεσμα
το οποίο συνδυάζει τον ρεαλισμό – εφόσον
υπάρχει αυτούσιο το αντικείμενο – με
την αφερετική υπέρβαση.
Στη συνέχεια, η ζωγραφική του γίνεται
πιο ιδεαλιστική με τα ποικίλα, αρχαϊκά
σύμβολα να κυριαρχούν καλειοδοσκοπικά
σε μια προσπάθεια να συνδυαστεί η
Ελληνική, αισθητική πρόταση με τις
γενικότερη Ευρωπαϊκή παράδοση. Σ' αυτές
τις συνθέσεις η ιεροπρέπεια του τρίπτυχου
πρωταγωνιστεί σαν τη εικόνα μιας
πανανθρώπινης θρησκείας η οποία δεν
έχει ανάγκη από μεταφυσικές αναφορές
για να διεκδικήσει ιερότητα. Ή, με τα
δικά του λόγια: “Σε καμία περιπτωση δεν
θέλησα να γίνω παθητικός θεατής του
κόσμου που με περιβάλλει.”
Στο
Canto LXXX ο
Πάουντ
βάζει
τον
εστέτ
του
19ου
αιώνα
Ομπρι
Μπίρντσλι,
κορυφαίο
της
αρ
νουβό,
να
λέει
απευθυνόμενος
στον
Γέιτς:
«Beauty is difficult, Yeats!».
Περισσότερο
από δύσκολη, η ομορφιά είναι τρόπος να
ζεις, σιωπηλή επανάσταση που τιμωρεί
όσους χαριεντίζονται επιπόλαια μαζί
της. Το κάλλος είναι το όντως ον,
ταυτιζόμενο με το αγαθόν στον κλασικό
κόσμο, για να καταστεί θρησκεία στην
Αναγέννηση και ψύχωση των ασυμβίβαστων
στον Ρομαντισμό. Η ομορφιά είναι ένα
πράγμα σιωπηλό και μυστικό, ακατάδεχτο
σε εξωτερικές επιφάνειες, όπως ακριβώς
το περιέγραψε ο Πλωτίνος, αδιάφορο στις
εύκολες συγκινήσεις του βλέμματος και
τη φυσική αρμονία. Οταν ο Duchamp από τις
αρχές του ΧΧ καταδίκαζε τη ζωγραφική
τού αμφιβληστροειδούς, δεν διέφερε πολύ
από τις εμμονές του Greco για μια ζωγραφική
που ν' ανατρέπει την ιταλική καλλολογία,
που να μην απεικονίζει αλλά ν' αποκαλύπτει.
Εννοιολογικός ο Ντισάν, οραματικός ο
μυστικός του Τολέδο, κατ' ουσίαν προτάσσουν
μια τέχνη-αίνιγμα που χαρίζεται στους
γενναίους, που είναι οδυνηρή και λυτρωτική
μαζί προς όσους βούλονται ν' αναπλεύσουν
τον ρουν του ποταμού μαζί με τον Μποντλέρ
και τον Ουράνη.
Τελικά
όλη η ζωγραφική πορεία αυτού του ιδεολόγου
Πειραιώτη ευπατρίδη φαίνεται ότι είναι
η αγωνιώδης καταγραφή της διαρκούς
ανθρώπινης θυσίας και η αναμονή, μάλλον
φρούδα τελικά (;), της οριστικής δικαίωσης.
Κι αν η τέχνη δεν μπορεί να αλλάξει τον
κόσμο, μπορεί να αλλάξει τον καθένα μας
χωριστά...
Μάνος
Στεφανίδης
Επίκουρος
καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών