Εγκαίνια: Δευτέρα 20/10, 8.00μμ
Μουσείο Βορρέ, Παιανία
[...] Σε
καιρούς ολιγόψυχους,
ειρωνεία είναι
ο τρόπος με τον οποίο η Ιστορία καταγράφει
τα έργα και τις ημέρες μας.
Το ζήτημα,
εν τέλει,
είναι εάν αξίζει να ασχοληθεί κανείς,
εν μέσω
παγκοσμιοποίησης,
με την τέχνη
που παράγεται σήμερα στον τόπο αυτό και
για λόγους άλλους πέραν των πατριωτικών.
Αν είμαστε
παρακολούθημα μιας "κεντρικής"
αφήγησης ή απλώς
η προσομοίωσή της,
το simulacre
του Baudrillard
που υφίσταται για εσωτερική κατανάλωση
και μόνο. Έχουμε,
δηλαδή,
το δικαίωμα ή,
έστω,
την πολυτέλεια
να πούμε πως δεν μας ενδιαφέρει η Ελληνική
τέχνη και οι δημιουργοί της,
όπως δήλωσε
πρόσφατα συλλέκτης και οικονομικός
μεγαλοπαράγοντας της χώρας;
Αν,
λοιπόν,
αξίζει,
πρέπει να πάρουμε
τα πράγματα από αρκετά παλιά.
Το να φτιάξεις
μια επιβλητική συλλογή,
με εντελώς
ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και το να
στήσεις ένα μουσείο,
στα "προϊστορικά"
εκείνα χρόνια του ’60,
και του ’70
-ακόμη περισσότερο
σε ένα χωριό της Αττικής-,
συνιστούν όχι μόνο τρέλα αλλά και το
απόλυτο absurdum
στον χώρο της τέχνης.
Αμφότερα τα
ατοπήματα αυτά τα διέπραξε ένας τρελός
του καιρού του, ο
Ίων Βορρές (1924),
ιδρυτής του
ομώνυμου μουσείου στην Παιανίας το
τμήμα σύγχρονης τέχνης του οποίου
εγκαινιάστηκε επίσημα το 1983.
Οι συλλογές
όμως άρχισαν τουλάχιστον είκοσι χρόνια
νωρίτερα. Επί
τριάντα περίπου χρόνια ο Βορρές σάρωνε
κάθε εικαστική έκθεση που ανέβαινε στην
Αθήνα,
δημιουργώντας ένα πολυεπίπεδο puzzle
εικόνων, προσώπων
και έργων που ακριβοδίκαια αποτύπωσαν
μιαν ολόκληρη εποχή.
Η
αναδυόμενη μεταπολιτευτική ευμάρεια
δημιούργησε τις κατάλληλες συνθήκες
ώστε να γιγαντωθεί η εικαστική αγορά,
να ιδρυθούν
νέες γκαλερί, να
εκκολαφθούν νέες συλλογές,
να πολλαπλασιαστούν
τόσο οι καλλιτέχνες όσο και η καλλιτεχνική
παραγωγή τους, να
αναπτυχθεί και εδώ αυτό που ήταν γνωστό
στο εξωτερικό ως "χρηματιστήριο
της τέχνης". Να
αντιληφθεί,
τέλος, η
πολιτική ηγεσία πως και η τέχνη απαιτεί
την πολιτική της (ή,
μάλλον,
και την μικροπολιτική της).
Αυτά κυρίως για
τις δεκαετίες του ’80
έως το ’90.
Όμως το Μουσείο
Βορρέ σχεδιασμένο απο το μοντερνιστή
αρχιτέκτονα Μιχάλη Φωτιάδη αναπτύχθηκε
σε μια εποχή πιο αρχαϊκή αποτελώντας
το πρώτο πείραμα σύγχρονης τέχνης,
οργανωμένο από
ιδιώτη και μάλιστα εκτός κέντρου σε
έναν περιαστικό χώρο,
εξόχως γραφικό
αλλά και δύσκολα προσπελάσιμο (κάτι
τέτοιο βέβαια είναι σύνηθες και στην
Ευρώπη και στην Αμερική.
Αναφέρω πρόχειρα
τα Ιδρύματα Beyeler
και Gianadda
στην Ελβετία,
το Kroller
– Muller
στην Ολλανδία ή το
Prada και το
Castello
Rivoli στην
Ιταλία). Η
ίδρυση του Μουσείου Βορρέ ακολούθησε
την εξής διαλεκτική:
πρώτα η λαογραφική
συλλογή και ο ανάλογος "ιστορικός"
χώρος με τα παλιά κτίσματα και στη
συνέχεια η σύγχρονη συλλογή και η νέα
πτέρυγα που θα τη στέγαζε (ζωγραφική,
γλυπτική,
χαρακτική).
Σε μεταγενέστερη
φάση εγκαινιάστηκε η τεράστια αίθουσα
"Αλέξανδρος
Βορρές", σχεδιασμένη
απο το αρχιτέκτονα καθηγητή Φραγκίσκο
Γουλιέλμο.
Το
Μουσείο Βορρέ λειτούργησε σχεδόν
ταυτόχρονα με την ολοκλήρωση και την
πλήρη λειτουργία της Εθνικής Πινακοθήκης,
την οποία
"σιωπηρά"
συμπλήρωνε και
διαγκωνιζόταν ως προς τα πλέον πρόσφατα
εκθέματα. Φερ’
ειπείν τα μόνιμα εκθέματα της ΕΠΜΑΣ
σταματούσαν στους Εγγονόπουλο,
Κοντόπουλο,
Τσαρούχη,
Σπυρόπουλο,
Μόραλη,
Τέτση,
Σκλάβο,
Καπράλο ενώ οι
συλλογή του Βορρέ αντίθετα άρχιζε από
τους Εγγονόπουλο,
Κοντόπουλο,
Τσαρούχη,
Σπυρόπουλο,
Μόραλη,
Τέτση,
Σκλάβο,
Καπράλο,
κλπ.
Επιπλέον,
αμφότερα τα
ιδρύματα διέθεταν επιβλητικούς κήπους
που εκτός από εκθέματα φιλοξενούσαν
και εντυπωσιακά πάρτυ,
τα οποία λάμπρυναν
η παρουσία της τότε πολιτικής ηγεσίας
(Κωνσταντίνος
Καραμανλής, Ανδρέας
Παπανδρέου, Φρανσουά
Μιτεράν, Πιερ-Έλιοτ
Τρυντώ, Ζακ
Λανγκ, Μελίνα
Μερκούρη, Κωνσταντίνος
Μητσοτάκης, κ.ο.κ.).
Θυμάμαι
χαρακτηριστικά τις εκδηλώσεις για την
"Αθήνα
– Πολιτιστική Πρωτεύουσα"
το 1985 με
την παρουσίαση των "Αστών
του Καλαί", καθώς
και την παρουσία στον κήπο της ΕΠΜΑΣ
του Έλληνα πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου
και του Γάλλου προέδρου Φρανσουά Μιτεράν.
Ανάλογα
events
οργανώνονταν και στους κήπους του
Μουσείου Βορρέ ενώ τα εκάστοτε εγκαίνια
αποτελούσαν μείζον καλλιτεχνικό και
κοσμικό γεγονός.
Το κοινό έβλεπε
πίνακες του Φασιανού,
του Μυταρά,
του Καρά ή του
Σόρογκα να κρέμονται στους θεσμοθετημένους
χώρους και επιδίωκε να συμμετάσχει και
ιδιωτικά σε αυτή τη συμβολική τελετή.
Τόσο απλά.
Ειδικότερα
στο Μουσείο Βορρέ,
παρά την
εντυπωσιακή παρουσία της γλυπτικής,
αποθεώνεται η
εικόνα και η αφηγηματική της φαντασμαγορία.
Αποθεώνεται
δηλαδή η ζωγραφική.
Ο θεατής καλείται
να θαυμάσει την virtuosité
εκπροσώπων του υπερρεαλισμού ή του
μαγικού ρεαλισμού όπως ο Δέρπαπας,
ο Πανταλέων ή
ο Γκίνης, ή
να χαρεί την γεωμετρική ηρεμία των
συνθέσεων της Όπυς Ζούνη,
της Καίτης
Αντύπα, του
Χαΐνη ή του Τσαμαρντινού.
Βασικό κριτήριο
για τη συγκρότηση των συλλογών ήταν ο
πλουραλισμός και η ανεξιθρησκεία.
Ίσχυε κι εδώ ό,
τι ίσχυε
γενικότερα στην μεταπολεμική τέχνη
μας, έστω
κι αν δύσκολα το παραδεχόμαστε.
Το μεταμοντέρνο
εισέβαλε παντού πλησίστιο πρωτού ο
τόπος γνωρίσει την ανατρεπτική εμπειρία
του μοντέρνου. Ή,
αν προτιμάτε,
ένας
ψευδομοντερνισμός όριζε τα πράγματα
πλην ευάριθμων εξαιρέσεων που όμως δεν
συγκροτούσαν κανόνα.
Υπό τη έννοια
αυτή, το
Μουσείο Βορρέ υπήρξε πρωτοποριακό στον
συντηρητισμό του.
Ή στην
μεταμοντέρνα του διάθεση. [...]