Εγώ δεν τα βλέπω τα αντικείμενα όπως
είναι· τα οραματίζομαι.
Βλέπω κρεμασμένη μια κόκκινη πετσέτα…
Τετέλεσται· ο μέγας παρακείμενος του κόσμου.
Μιλώ από ένα υπόγειο· μιλώ απ’ το υπερώο
Της Ελλάδας.
Νίκος Καρούζος, από τον
Ερυθρογράφο, 1988
«Δεν καταδέχομαι να μην πεθάνω» επέμενε ο Νίκος Καρούζος,
ποιητής αλλά και ζωγράφος. πιστεύοντας πως η τέχνη είναι η μόνη και γι’ αυτό η
μόνη ιδιοτελής, έστω, αθανασία που μας παραχωρήθηκε. Και με έρωτα και με
θάνατον, ακαταπαύστως. Η ιστορία της αισθητικής συχνά προφήτευσε είτε τον
θάνατο της τέχνης εν γένει είτε ειδικά της ζωγραφικής. Αυτής της γηραιάς κυρίας
που αν και ταυτισμένη με την δημιουργία και την ακμή του αστικού πολιτισμού
αλλά και περιφρονημένη, από τον Duchamp και τους αβαγκαρντιστές, ως έκφραση
απλώς του αμφιβληστροειδούς, σταθερά επιστρέφει μυστηριωδώς ανανεωμένη. Έχοντας
τώρα ν' αντιπαλέσει με τη φωτογραφία, τον κινηματογράφο και τις λοιπές μορφές
της τεχνολογικής ανα-παράστασης. Σέρνει λοιπόν τα μαύρα πέπλα της φτιάχνοντας
χειροποίητο φως και ορίζοντας χειροποίητο σκοτάδι σαν να μας λέει πως δεν
ξεμπερδεύουμε εύκολα μαζί της.
Κοινός τόπος επίσης πως η τέχνη είναι εκείνο το ψέμα που
πάντως μπορεί να υπερασπιστεί τη μόνη υπαρκτή αλήθεια. Κοινός τόπος, επίσης,
πως “γνώση” είναι ο κομψός τρόπος με τον οποίο συνήθως οι ευφυείς άνθρωποι
καλύπτουν την υπαρξιακή, την ακατάλυτη τους άγνοια. Εν αρχῆ, εξάπαντος, των
πάντων ην το δράμα των εικόνων που έκρυβαν λέξεις και το δράμα των λέξεων που
αποκάλυπταν εικόνες. Εικόνες που με τη σειρά τους αναζητούσαν, διαρκώς,
καινούρια νοήματα: Αρχαίες λέξεις που ξαναζούν, αρχαίες εικόνες που
φανερώνονται μαγικά για ν’ αφηγηθούν το ίδιο, το προκατακλυσμιαίο παραμύθι από
την αρχή. Έπειτα η πρωταρχική εικόνα, το πρόσωπο του μαγεμένου Νάρκισσου που
καθρεφτίζεται στο αρυτίδωτο νερό, έδωσε τον πρώτο “πίνακα”. Η σχετική ιστορία
ακολούθησε. Προφορικά πρώτα, γραπτά ύστερα. Από τότε όποιος θέλει να δει το
πρόσωπο του άλλου -ή το δικό του- σκύβει πάνω από ένα κείμενο.
Στη συνέχεια υπήρξε εκείνο το πρόσωπο που δεν έπρεπε να
ιδωθεί, μέσα στο έρεβος, αν ήθελε να ξαναζήσει. Να ξεφύγει απ’ το βασίλειο των
σκιών. Μόνος οδηγός η Μουσική που έπαιζε κάποιος απελπισμένος του έρωτα για να
σώσει τη πολύκλαυστη Ευρυδίκη του. Ήδη έχουν μαζευτεί πάρα πολλά στοιχεία ή
σύμβολα ώστε να συγκροτηθεί επαρκής λόγος: Πρόκειται για εικόνες και λόγια και
ήχους και τραύματα που όμως μαλακώνουν με τη χρήση των εικόνων, των λόγων ή των
ήχων. Κυρίως όμως γεννήθηκε απ’ όλα αυτά ο πιο βαρυσήμαντος έκτοτε συμβολισμός
της τέχνης: Πως, δηλαδή, η ίδια μπορεί να μην νικάει το θάνατο αλλά αποτελεί τη
μόνη μορφή αθανασίας που εμείς οι άνθρωποι δικαιούμαστε (αλλά και αντέχουμε).
Το φαίνεσθαι σταθερά να υπερφαλαγγίζει το είναι, ώστε κάποτε
το είναι να καταντήσει κάτι υδαρές σαν τοματοπολτός. Πώς λεγόταν εκείνος ο
καλλιτέχνης που ζωγράφιζε κουτιά κέτσαπ; Κι ο άλλος πάστες; Στην τέχνη τίποτε
δεν απαγορεύεται. Ούτε καν το φιλότιμο. Μόνο που στα καθ' ημάς ξεχειλίζει η
επαρχιωτίλα και εξέλιπαν οι αληθινοί τύποι. Αυτοί που έκαναν τέχνη τη ζωή τους
και γνώριζαν πως κάποια πράγματα δεν πουλιούνται. Ιδίως το παρόν. Σαν τον
Ακριθάκη, τον Κατσαρό, τον Καρούζο τον ακτήμονα, τον Χρήστο Βακαλόπουλο, τον
Τορνέ, τον Μαυροΐδη, τον Διαμαντόπουλο.
«Πωλείται το παρόν». Αυτή η επιγραφή ανέκαθεν με διέλυε
γιατί ανέκαθεν τη διάβαζα συμβολικά. Ποιος πουλάει τι και γιατί; Αλαφιασμένοι
άνθρωποι, ιδρωμένες παλάμες, βύθια έκφραση που αγωνίζεται να πουλήσει ό, τι δεν
πουλιέται μήπως και εξαγοράσει την, αδιαπραγμάτευτη πάντως, ειμαρμένη. Έντρομοι
μικροαστοί, τα ευσεβή και σεβάσμια καθάρματα του Αναγνωστάκη που, αφού
κυλίστηκαν στο ξίγκι και το λίπος εν ζωή, αφήνουν περιουσίες ολόκληρες σε
μοναστήρια για να εξαγοράσουν την πιο ιδιοτελή αθανασία. Άλλοι πάλι, πιο
πολύφερνοι και «ενημερωμένοι», γίνονται ευεργέτες των πατριαρχείων των ίδιων
για να έχουν πιο άμεση και υψηλή μεσιτεία. Μια ζωή ρουσφέτια, μεσίτες, εξαγορές
και αγοραπωλησίες. Πόσο πάει ο Παράδεισος; Πόσο πάει το αγορασμένο, μελαψό σώμα
στην Ευριπίδου; Πόσο πάει ο νεαρός στην Κουμουνδούρου; Δος μοι τούτον τον
ξένον, του εκ βρέφους ως ξένοι ξενωθέντα εν κόσμω, ος ως ξένος ουκ έχει την
κεφαλή πού κλίναι. Δώσ' τον μου. Αφού όλα αγοράζονται! Δικά μας και ξένα. Το
πνεύμα το «τραπεζικό» να 'ναι καλά. Το μόνο «πνεύμα» που μας ενώνει. Το ούριο
euro, το υμνηθέν υπό προφητών και μεσιτών της τέχνης. Εν τη παλάμη πάσα η
έκφραση, η έμπνευση, η συγκίνηση. Ο Ιούδας είχε δίκαιο. Και ο Θωμάς. Μακάριοι
οι καχύποπτοι, σου λέει ο άλλος. Αν δεν ψηλαφήσω το πληρωμένο, το ξένο, το
αγορασμένο σώμα, πώς να πιστέψω και γιατί; Μου λείπει το κίνητρο God damn it!
Πόσες και πόσες σταυρώσεις, πόσες θυσίες και αίματα κι ούτε
μία ανάσταση. Εις αιώνας αιώνων αλλά και σε κραδασμούς δευτερολέπτων. Ανάμεσα
στα «μη», τα «όχι», τα «αντίο», τα «ποτέ πια», πόσοι μικροί θάνατοι, πόσες αδικαίωτες
αιμορραγίες όταν η σάρκα δεν γίνεται πνεύμα κι όταν καταβυθίζεται στον Άδη η
επιθυμία. Και πόση μοναξιά, πόση ξένωση! Επειδή η σταύρωση είναι η μοίρα των
ανθρώπων, γι' αυτό η μελαγχολία της ημέρας είναι τόσο υποβλητική. Γιατί σου
δίνει πρόγευση ορίων και καθιστά εν τοις πράγμασιν τη χαρμολύπη τρόπο ζωής,
τραύμα ύπαρξης σωτήριο. Εφόσον δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα για να κατοπτεύσεις
αληθινά έναν κόσμο παρά από το ύψος ενός σταυρού. Σχεδόν ευτυχισμένος! Εκτός κι
αν μετράμε την ευτυχία με μέτρα της αγοράς και με υποχρεωτικό το happy end όπως
στις αμερικάνικες ταινίες. «Ποιος κοτάει να δει το χάος στο εκτυφλωτικό
μεγαλείο του;», διερωτάται ο Κακναβάτος κι ο Καρούζος αγκομαχάει μήπως και
παγιδέψει το αόρατο στην ορατότητα. Ε, κάτι ήξερε κι αυτός από σταυρώσεις, όπως
εξάλλου ο Κατσαρός, ο Λειβαδίτης, ο Καχτίτσης, ο Χειμωνάς, ο Μπουζιάνης, ο
Στέρης, ο Κ. Παπαϊωάννου.
Ο Καρούζος ονόμαζε τα ποιήματα ενθύμια φρίκης. Και τα οπτικά
τους ανάλογα ; Είναι η επιθυμία της γραφής να (ξανα)γίνει εικόνα ∙ δηλαδή η
λατρεία του ορώμενου. Επίσης είναι η επισφαλής ανισορροπία ανάμεσα στον λόγο
και το θέαμα, το οράν και το εννοείν ∙ ο έρωτας των λέξεων για τα πράγματα και
η βούληση των πραγμάτων να εκτεθούν οντολογικά. Ακόμη η γλώσσα ως ύλη, ως
ματιέρα. Πάλι αποκαλυπτικός ο Καρούζος : Δεν βγάζω γλώσσα, βγαίνω απ’ τη
γλώσσα. Ομφάλιος λώρος ανάμεσά τους και εμβρυουλκός και νυφική παστάδα
συγχρόνως η γραφή. Επειδή γράφοντας έρχεται ο κόσμος, για να παραφράσουμε άλλον
ποιητή, κι επειδή η γραφή χαράζει τα όρια του, όποιου, κόσμου κι επειδή πάντα
είναι ένα κείμενο που υπερβαίνει τα όρια αυτά. Χιλιάδες χρόνια τώρα....
ΥΓ. 1 Και η τέχνη,
όμως, είναι ταξική. Προχωράει με τους κυνόδοντες και στομώνει όταν χρησιμοποιεί
τους τραπεζίτες της. Βαρετοί νεόπλουτοι που την προβάλλουν ως άλλοθι και
πλυντήριο και την εξισώνουν με τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς, ενώ αξίζει
απείρως περισσότερο. Αλλά πώς να εξηγήσεις τώρα εικόνες σε νεκρωμένα, από το
αλισβερίσι της αγοράς, κουνέλια; Αν η τέχνη έχει μια δυνατότητα, αυτή
εστιάζεται σε στοχοθεσία της ρήξης και της υπέρβασης, ιδιαίτερα όταν όλες οι
άλλες δυνάμεις επιμένουν στη συναίνεση της συγκάλυψης και τη μετριοπάθεια της
μετριότητας. Εφόσον ανέκαθεν οι άνθρωποι της εξουσίας και τα ενεργούμενα του
συστήματος βολεύονταν από την επικράτηση των ηλιθίων, την αποθέωση της
κοινοτοπίας και το ντομίνιο του μέτριου. Όλα κάτι να θυμίζουν έτσι ώστε να
καταπνίγονται οι αμφιβολίες και να συνεχίζεται η ληθαργική νιρβάνα των
αμνοεριφίων· και η σιωπή τους ωσαύτως. Όταν λοιπόν η τέχνη δεν είναι ταξική,
τότε είναι ύποπτη, αυτοαναιρούμενη και δεν κομίζει τίποτε καινούριο παρά μόνο
τ' αποφόρια της συντήρησης και τα δράμα της διακόσμησης ή της διατεταγμένης
ευωχίας των θαμώνων του «λαϊκοέντεχνου» (όπως λέμε... «εθνοσοσιαλισμός»,
«ελληνοχριστιανισμός», «κεντροδεξιά» κι άλλα λεκτικά παράδοξα ή «παίγνια» κατά
Βίτγκενσταϊν και «χαρτοπαίγνια» κατά Βαρβέρη). Επειδή όπως τραγουδάει ο Γ.
Σαραντάρης (1908-1941): «Η ποίηση είναι εκείνος ο εαυτός μας που δεν κοιμάται
ποτέ».
Υ.Γ. 2
Και στην έρημη γη
το μεθυσμένο χόρτο
Δράστης της ωραιότητας
ο ποιητής.
Ν. Καρούζος