Στον οδοντίατρο - καλλιτέχνη
Θανάση Βερροιόπουλο
Μετά από πολλούς δισταγμούς, πρόκειται για εάν χώρο που με πονάει και τον έχω υπηρετήσει, νομίζω με αφοσίωση για είκοσι τόσα χρόνια, επισκέφθηκα επιτέλους την Εθνική Πινακοθήκη. Μία πινακοθήκη που παρότι έκλεισε για δέκα, ολόκληρα χρόνια και παρότι δαπανήθηκαν για την εκ θεμελίων αναμόρφωση της υπέρογκα ποσά και από το ΕΣΠΑ και από ιδιωτικούς φορείς ( κυρίως το Ίδρυμα Νιάρχου αλλά και δευτερευόντως το Ίδρυμα Ωνάση) ξανάνοιξε με φωταψίες και φανφάρες για να εκθέσει φύρδην μίγδην, γραμμικά και χωρίς εσωτερική δόνηση τους πάντες και τα πάντα χωρίς κατ' ουσίαν να συστήνει κανέναν και τίποτα. Χωρίς να συγκροτεί στοιχειώδες αφήγημα. Μετά από μίαν ολόκληρη δεκαετία αργίας και αναστοχασμού - τι εκθέτω, γιατί το εκθέτω, πως το εκθέτω - θα περίμενε κανείς νέες ιδέες, νέες αγορές, νέα, μουσειολογική προσέγγιση. Θα περίμενε έναν σύγχρονο, δίγλωσσο τουλάχιστον, κατάλογο μονίμων εκθεμάτων, ανοιχτή τη συλλογή ευρωπαϊκής τέχνης - είναι αδικαιολόγητα κλειστή έξι μήνες από τα νέα εγκαίνια - θα περίμενε φωτογραφία και γλυπτική να συμπληρώνουν τα έργα του 19ου αι. αλλά και σινεμά ή ντοκιμαντέρ τα έργα του εικοστού. Όπως γίνεται στα σοβαρά μουσεία του κόσμου. Από Ελσίνκι ως Ντουμπάι. Γερασμένη, φευ, προσέγγιση από έναν φορέα εξίσου δραματικά γερασμένο. Παρά τα λίφτινγκ. Εκτός κι αν Πινακοθήκη και μάλιστα Εθνική σημαίνει κρεμάω πίνακες στον τοίχο!
Κι ενώ το κτίριο λάμπει εξωτερικά από την πρόσφατη ανακαίνιση μέσα ο φωτισμός είναι συγκεντρωτικός, επίπεδος και ενοχλητικά αδύνατος. Αδικώντας τα έργα. Επιπλέον υπάρχει ακόμη (!) πρόβλημα χώρου. Οι μακρόστενες αίθουσες δεν βοηθούν διόλου. Λυπάμαι ειλικρινά γιατί το άσχετο, επαρχιώτικο στήσιμο, γραμμικό και ανέμπνευστο, πνίγει και τα λίγα, καλά έργα μέσα σε μια θάλασσα μετριότητας. Κι όμως η γυάλινη επένδυση του κυρίως σώματος φαντάζει εντυπωσιακή, η πρόσοψη, ο κήπος, το καφέ, η είσοδος κερδίζουν τις εντυπώσεις, το προσωπικό είναι ευγενικό και διακριτικό αλλά ούτε εθνική - ιδιωτικού, παλαιομοδίτικου γούστου - ούτε πινακοθήκη είναι το ίδρυμα αλλά μάλλον...πινακαποθήκη.
Ο επισκέπτης που θα εγκαταλείψει την ΕΠΜΑΣ, δηλαδή την Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείον Αλεξάνδρου Σούτζου, συνεπικουρούμενη από το, αδικημένο, Ίδρυμα Ευριπίδη Κουτλίδη, θα μείνει με την εντύπωση ότι ο πιο μεγάλος, Έλληνας ζωγράφος είναι ο Παναγιώτης Τέτση εκπροσωπούμενος από πολλούς πίνακες - δεσπόζει δυστυχώς ένα κακό έργο ενός καλού καλλιτέχνη, η "Λαϊκή Αγορά" - ενώ ο Ακριθάκης ή ο Μάκης Θεοφυλακτόπουλος (μ' ένα μικρό, νεανικό έργο), ο Μπάϊκας, ο Λαζόγκας, ο Ξένος, ο Κουνέλλης, ο Νάκης Παναγιωτίδης, ο Άγγελος Παπαδημητρίου, ο Νίκος Χαραλαμπίδης είναι ανύπαρκτοι. Αντίθετα ο Βασίλης Θεοχαράκης ξεχωρίζει με δύο μεγάλα έργα δίπλα στη Μαρία Φιλοπούλου αλλά και η βοηθός της διευθύντριας Ειρήνη Τσελεπή με ανάλογα χαρακτικά.
Είναι προφανές η κ. Λαμπράκη ξέρει να ανταμείβει τους συνεργάτες και τους υποστηρικτές της. Έτσι οι Χαραλάμπους, Χαρβαλιάς, Τρανός, Σπηλιωτόπουλος, Αντωνόπουλος κλπ. κατά σύμπτωση όλοι τους διατελέσαντες πρυτάνεις της ΑΣΚΤ, εκτίθενται πανηγυρικά, λείπουν όμως οι Παυλόπουλος, Απόστολος Γεωργίου, Χρηστίδης, Σακκελίων, Μαντζαβίνος, Μακρής κλπ. Έτσι γράφεται, νομίζουν, η ιστορία. Έχει, επίσης, πλάκα ο τρόπος που έχουν στηθεί δύο φιγούρες του Κανιάρη. Σε μια σκοτεινή άκρη, πλάι στη σκάλα. Ασήμαντα δηλαδή ως έργα. Απλώς υποχρέωση για να υπάρχουν. Αντίθετα εντυπωσιακό είναι το περιβάλλον του Νίκου Παραλή (+1995) από την Θεσσαλονίκη, γιού του Γιώργου (+1975) με τα καμμένα κεριά, πολιτικό έργο του 1973.
Σαν πρώτο συμπέρασμα θα έλεγα ότι η μοντέρνα συλλογή της Πινακοθήκης είναι καλύτερη από εκείνη του ΕΜΣΤ αλλά άθλια στημένη. Χωρίς αποστάσεις, ατμόσφαιρα ή τους χώρους που είναι αναγκαίοι ώστε να λειτουργήσει η υποβολή έργων και κρυπτικών και δύσκολων. Μόνο ο Γιώργος Λάππας σώζεται με κυριότερα θύματα του...μουσειολογικού πογκρόμ τον Δανιήλ και τον Παύλο. Εν γένει το σύνολο του μουσείου διατρέχεται από την αισθητική της μικροαστικής εταζέρας ή του σαλονιού αναμονής μεγαλογιατρού ή μεγαλοδικηγόρου. Αντίληψη οδοντιατρείου. Και ένας από τους λόγους αυτής της αποτυχίας είναι το ότι οι ίδιοι οι καλλιτέχνες έχουν δωρίσει τα έργα τους, συχνά μετά από - φορτικό - αίτημα της διεύθυνσης, κι άρα οι δυνατότητες υψηλών επιλογών και αντικειμενικά ιστορικών αγορών έχουν παραπεμφθεί στις καλένδες. Κρίμα...
ΥΓ. Θα ξαναπάω, όταν έχω πονόδοντο...
( Προσέξτε, για παράδειγμα, πόσο κομψά έχει τοποθετηθεί ο πυροσβεστήρας. Στο κέντρο του τοίχου, συμπλήρωμα των πινάκων του Βασίλη Θεοχαράκη ! Το καλό γούστο και η δημοσιοϋπαλληλία δεν κρύβονται).