Η Βερονίκ είναι προτεστάντισσα. Για κάποιον σκοτεινό, πολιτιστικό λόγο η Βερονίκ δεν μπορεί να φτιάξει κεφτεδάκια. Τουλάχιστον όχι όπως τα έφτιαχνε η Β., η συγχωρεμένη μανούλα μου. Αυτό που επιτυγχάνει η Βερονίκ ύστερα από φιλότιμες προσπάθειες, είναι ένα αδιαβάθμητο προϊόν, κάτι ανάμεσα σε μπιφτέκια ατμού και σουτζουκάκια χωρίς σάλτσα και, κυρίως, χωρίς σουτζουκίλα. Αλλά τώρα ζητούμενό μας είναι αυτή η φευγαλέα, πλην άκρως αισθησιακή, έννοια της «κεφτεδοσύνης». Δύσκολα πράγματα! Το να μεταγγίσεις δηλαδή μια γεύση Σμύρνης στο Neuchatel κι εγώ να ονειρεύομαι κε-φτε-δά-κι-α. Bonjour Tristesse. Καληνύχτα παιδική μνήμη...
H μάνα μου τηγάνιζε κεφτέδες Πέμπτη παρά Πέμπτη, εναλλάξ με γιουβαρλάκια ή λαχανοντολμάδες. Λόγοι οικονομικοί και αισθητικοί επέβαλλαν κιμά μία φορά την εβδομάδα και κρέας -μοσχάρι, αρνάκι ή κοτόπουλο- κάθε Κυριακή (εκτός Νηστειών). Επίσης κάθε Τρίτη ψάρι, Τετάρτη όσπρια, Παρασκευή λαδερά κ.ο.κ. Κάθε Πέμπτη λοιπόν μοσκοβόλαγε όλο το σπίτι τσιγαρισμένο σκόρδο και τσιτσιρισμένο λάδι εφόσον τα κεφτεδάκια συνοδεύονταν από τηγανητές πατάτες (ροδέλες ή κανονικές), τυρί φέτα και ντοματοσαλάτα. Δηλαδή ζούσαμε ένα μικρό Πάσχα και μάλιστα με την ανάλογη ιεροτελεστία. Σε βαθμό ώστε να ξεχνιούνται τα δυσάρεστα της ημέρας ιδιαίτερα όταν η δεσποινίς Παγώνα, η αυστηρή, μεσόκοπη δασκάλα της Α' δημοτικού είχε τα νεύρα της. Με αποτέλεσμα ο χάρακας στα χέρια της να γίνεται ανελέητος. Ή, οι πρώιμες πίκρες λόγω Αρετής, μιας συμμαθήτριας που παρ' ότι σε περνούσε ένα κεφάλι, επέμενε να παλεύετε σε τρόπο ώστε το πρόσωπό σου να τρίβεται έως ασφυξίας επάνω σε δύο, αόρατα μεν παντοδύναμα δε, μικρά στήθη.
Κεφτεδάκια! Μας περίμεναν έτοιμα στη μεγάλη πιατέλα και τα τσιμπολογούσαμε κρυφά πριν ακόμη σερβιριστούν στο τραπέζι καταπίνοντάς τα με το στόμα ανοιχτό ώστε να ψύχονται ταυτοχρόνως, ενώ μασιούνταν. Καίγανε, βλέπετε! παράνομη λεία, όμως, δεν ήθελε και πολύ να εξαφανιστεί σε τρόπον ώστε να εμφανίζονται τάχιστα στον πάτο της πιατέλας οι δυσάρεστες φιγούρες του Γεωργίου Α' και της Ολγας, δείγμα ότι το είχαμε παρακάνει εγώ κι ο μικρότερος αδελφός μου. Κι ότι η μάνα θα θύμωνε. Πόσω μάλλον που, ενώ εγώ τσάκιζα τα κεφτεδάκια ο άλλος ξάφριζε τις πατάτες. Επειτα ο ένας απ' τους δύο, ο περισσότερο ένοχος, θα πήγαινε μια τσίγκινη κατσαρόλα που έκλεινε αεροστεγώς τυλιγμένη με καρό πετσέτα, ώστε να χωρέσουν δύο φέτες ψωμί, στο μηχανουργείο όπου δούλευε ο πατέρας μας, μερικά στενά πιο κάτω. Κατ' ουσίαν, από τον Αγιο Δημήτριο ώς τον Αγιο Διονύσιο ένας ευθύς δρόμος. Παρεκκλίναμε όμως πάντα προς την Αγιά Σοφιά για να δούμε τι έπαιζε ο κινηματογράφος «Καλιφόρνια». Κι όλα αυτά πολύ γρήγορα γιατί οι κεφτέδες δεν τρώγονται κρύοι.
Kι όμως. Υπήρξε σχετική εξαίρεση. Τα, άπειρα, κεφτεδάκια -μικρά και σφιχτά σαν θηλές- που έφτιαχνε συστηματικά η θεία Βιβή για τις μεζεδοανάγκες του ουζερί-καφενείου που διατηρούσε ο άντρας της στην Π. Κοκκινιά: ΤΩΝ ΦΙΛΑΘΛΩΝ. Αλλά και των χαρτοπαιχτών, των φλιπεράκηδων, των ταβλαδόρων, των ζαράκηδων, των προποτζήδων οι οποίοι παράλληλα έπαιζαν λαχεία της Ενώσεως Συντακτών, των ουζοποτών, των επαγγελματιών καφενόβιων και, ίσως, των φουμαδόρων χόρτου. Παραπάνω δεν ήξερα· ούτε και μ' ενδιέφερε.
Aυτό που μ' ενδιέφερε -και μ' ενδιέφερε υπαρξιακά- ήταν τα κρύα κεφτεδάκια της θείας μου. Με μαϊντανό, ίσως κύμινο, και μια γεύση ασυναγώνιστη. Τα κεφτεδάκια που βρίσκονταν -για λίγο- στον μπουφέ πλάι στην κουζίνα υγραερίου και μετά θα έπαιρναν το δρόμο για τους... φιλάθλους. Αν τα πήγαινε η ίδια η θεία μου, δεν υπήρχε καμία ελπίδα λαθροχειρίας. Αν τα πήγαιναν όμως τα ξαδέλφια ή εγώ ο ίδιος -το... λαχείο συντακτών που λέγαμε-, τότε δεν θα επεβίωναν ώς τον τελικό προορισμό τους ούτε τα μισά. Ο αμείλικτος νόμος της ζούγκλας του μεζέ. Προς, προσωρινή, δυστυχία των «φιλάθλων» και συναφών δραστηριοτήτων. Αλλά και στο καφενείο, τοποθετημένα ψηλά πάνω στο τεράστιο ψυγείο με τα σάμαλι, τις πάστες, τα κανταΐφια, τα γάλατα και τα σαλάμια -σε μιαν ιδανική δημοκρατία-, τα κεφτεδάκια δεν ήσαν ασφαλή. Μόλις ο κυρ Παναγιώτης πήγαινε για την γκανιότα ή το βιδάνιο, αρχίζαμε τις εφόδους ή τα άλματα επί κοντώ χρησιμοποιώντας το κοντάρι ενός λαχειοπώλη ή μια ξεχαρβαλωμένη καρέκλα. Ο, υστερόχρονος, θυμός του θείου μου και η μεθεόρτια τιμωρία δεν μας πτοούσαν. Εξάλλου δεν υπάρχει ηδονή χωρίς τίμημα. Οι προτεστάντες το πίστευαν αυτό ανέκαθεν...
ΥΓ1: Το σημαντικότερο ματς του φετινού πρωταθλήματος ήταν αναμφίβολα ο αγώνας του Ολυμπιακού στην αφιλόξενη Καλαμαριά, την οποία και ποδοπάτησε 3-0 με δύο προσωπικά γκολ του βετεράνου κυρ Σωκράτη κι ένα πλασέ του εκκολαπτόμενου παιχταρά Πετράκη, στις καθυστερήσεις.
ΥΓ2: Το γήπεδο του Παναθηναϊκού στον Ελαιώνα πάλι, δείχνει πως το φίλαθλο πνεύμα και η οικολογική ευαισθησία θριαμβεύουν όταν συνεργάζονται αρμονικά επιχειρηματίες, εργολάβοι, τοπική αυτοδιοίκηση και οραματιστές πολιτικοί. Βωβούπολη για κωφάλαλους πολίτες.
Ο Μ. Στεφ. είναι μέλος της εταιρείας όσων ξύνονται χωρίς φαγούρα
H μάνα μου τηγάνιζε κεφτέδες Πέμπτη παρά Πέμπτη, εναλλάξ με γιουβαρλάκια ή λαχανοντολμάδες. Λόγοι οικονομικοί και αισθητικοί επέβαλλαν κιμά μία φορά την εβδομάδα και κρέας -μοσχάρι, αρνάκι ή κοτόπουλο- κάθε Κυριακή (εκτός Νηστειών). Επίσης κάθε Τρίτη ψάρι, Τετάρτη όσπρια, Παρασκευή λαδερά κ.ο.κ. Κάθε Πέμπτη λοιπόν μοσκοβόλαγε όλο το σπίτι τσιγαρισμένο σκόρδο και τσιτσιρισμένο λάδι εφόσον τα κεφτεδάκια συνοδεύονταν από τηγανητές πατάτες (ροδέλες ή κανονικές), τυρί φέτα και ντοματοσαλάτα. Δηλαδή ζούσαμε ένα μικρό Πάσχα και μάλιστα με την ανάλογη ιεροτελεστία. Σε βαθμό ώστε να ξεχνιούνται τα δυσάρεστα της ημέρας ιδιαίτερα όταν η δεσποινίς Παγώνα, η αυστηρή, μεσόκοπη δασκάλα της Α' δημοτικού είχε τα νεύρα της. Με αποτέλεσμα ο χάρακας στα χέρια της να γίνεται ανελέητος. Ή, οι πρώιμες πίκρες λόγω Αρετής, μιας συμμαθήτριας που παρ' ότι σε περνούσε ένα κεφάλι, επέμενε να παλεύετε σε τρόπο ώστε το πρόσωπό σου να τρίβεται έως ασφυξίας επάνω σε δύο, αόρατα μεν παντοδύναμα δε, μικρά στήθη.
Κεφτεδάκια! Μας περίμεναν έτοιμα στη μεγάλη πιατέλα και τα τσιμπολογούσαμε κρυφά πριν ακόμη σερβιριστούν στο τραπέζι καταπίνοντάς τα με το στόμα ανοιχτό ώστε να ψύχονται ταυτοχρόνως, ενώ μασιούνταν. Καίγανε, βλέπετε! παράνομη λεία, όμως, δεν ήθελε και πολύ να εξαφανιστεί σε τρόπον ώστε να εμφανίζονται τάχιστα στον πάτο της πιατέλας οι δυσάρεστες φιγούρες του Γεωργίου Α' και της Ολγας, δείγμα ότι το είχαμε παρακάνει εγώ κι ο μικρότερος αδελφός μου. Κι ότι η μάνα θα θύμωνε. Πόσω μάλλον που, ενώ εγώ τσάκιζα τα κεφτεδάκια ο άλλος ξάφριζε τις πατάτες. Επειτα ο ένας απ' τους δύο, ο περισσότερο ένοχος, θα πήγαινε μια τσίγκινη κατσαρόλα που έκλεινε αεροστεγώς τυλιγμένη με καρό πετσέτα, ώστε να χωρέσουν δύο φέτες ψωμί, στο μηχανουργείο όπου δούλευε ο πατέρας μας, μερικά στενά πιο κάτω. Κατ' ουσίαν, από τον Αγιο Δημήτριο ώς τον Αγιο Διονύσιο ένας ευθύς δρόμος. Παρεκκλίναμε όμως πάντα προς την Αγιά Σοφιά για να δούμε τι έπαιζε ο κινηματογράφος «Καλιφόρνια». Κι όλα αυτά πολύ γρήγορα γιατί οι κεφτέδες δεν τρώγονται κρύοι.
Kι όμως. Υπήρξε σχετική εξαίρεση. Τα, άπειρα, κεφτεδάκια -μικρά και σφιχτά σαν θηλές- που έφτιαχνε συστηματικά η θεία Βιβή για τις μεζεδοανάγκες του ουζερί-καφενείου που διατηρούσε ο άντρας της στην Π. Κοκκινιά: ΤΩΝ ΦΙΛΑΘΛΩΝ. Αλλά και των χαρτοπαιχτών, των φλιπεράκηδων, των ταβλαδόρων, των ζαράκηδων, των προποτζήδων οι οποίοι παράλληλα έπαιζαν λαχεία της Ενώσεως Συντακτών, των ουζοποτών, των επαγγελματιών καφενόβιων και, ίσως, των φουμαδόρων χόρτου. Παραπάνω δεν ήξερα· ούτε και μ' ενδιέφερε.
Aυτό που μ' ενδιέφερε -και μ' ενδιέφερε υπαρξιακά- ήταν τα κρύα κεφτεδάκια της θείας μου. Με μαϊντανό, ίσως κύμινο, και μια γεύση ασυναγώνιστη. Τα κεφτεδάκια που βρίσκονταν -για λίγο- στον μπουφέ πλάι στην κουζίνα υγραερίου και μετά θα έπαιρναν το δρόμο για τους... φιλάθλους. Αν τα πήγαινε η ίδια η θεία μου, δεν υπήρχε καμία ελπίδα λαθροχειρίας. Αν τα πήγαιναν όμως τα ξαδέλφια ή εγώ ο ίδιος -το... λαχείο συντακτών που λέγαμε-, τότε δεν θα επεβίωναν ώς τον τελικό προορισμό τους ούτε τα μισά. Ο αμείλικτος νόμος της ζούγκλας του μεζέ. Προς, προσωρινή, δυστυχία των «φιλάθλων» και συναφών δραστηριοτήτων. Αλλά και στο καφενείο, τοποθετημένα ψηλά πάνω στο τεράστιο ψυγείο με τα σάμαλι, τις πάστες, τα κανταΐφια, τα γάλατα και τα σαλάμια -σε μιαν ιδανική δημοκρατία-, τα κεφτεδάκια δεν ήσαν ασφαλή. Μόλις ο κυρ Παναγιώτης πήγαινε για την γκανιότα ή το βιδάνιο, αρχίζαμε τις εφόδους ή τα άλματα επί κοντώ χρησιμοποιώντας το κοντάρι ενός λαχειοπώλη ή μια ξεχαρβαλωμένη καρέκλα. Ο, υστερόχρονος, θυμός του θείου μου και η μεθεόρτια τιμωρία δεν μας πτοούσαν. Εξάλλου δεν υπάρχει ηδονή χωρίς τίμημα. Οι προτεστάντες το πίστευαν αυτό ανέκαθεν...
ΥΓ1: Το σημαντικότερο ματς του φετινού πρωταθλήματος ήταν αναμφίβολα ο αγώνας του Ολυμπιακού στην αφιλόξενη Καλαμαριά, την οποία και ποδοπάτησε 3-0 με δύο προσωπικά γκολ του βετεράνου κυρ Σωκράτη κι ένα πλασέ του εκκολαπτόμενου παιχταρά Πετράκη, στις καθυστερήσεις.
ΥΓ2: Το γήπεδο του Παναθηναϊκού στον Ελαιώνα πάλι, δείχνει πως το φίλαθλο πνεύμα και η οικολογική ευαισθησία θριαμβεύουν όταν συνεργάζονται αρμονικά επιχειρηματίες, εργολάβοι, τοπική αυτοδιοίκηση και οραματιστές πολιτικοί. Βωβούπολη για κωφάλαλους πολίτες.
Ο Μ. Στεφ. είναι μέλος της εταιρείας όσων ξύνονται χωρίς φαγούρα
Από εξώφυλλο του περιοδικού (δε)κατα.