Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2008

Για τη απώλεια του λαϊκού και το κόστος της

Ξέρετε τι σημαίνει glocalisation, ethnic, folk-art; Είναι διαχείριση των τοπικών πολιτισμών, των cultures του Lyotard, εντός των ορίων του συστήματος, δηλαδή της παγκοσμιοποιημένης εκδοχής του κόσμου μας. Το global συγκρούεται με το local και ο λαϊκός πολιτισμός είτε μουσειοποιείται καθιστάμενος folkart -έντεχνη παρουσίαση του λαϊκού που αποσπάται από τον φυσικό του χώρο - είτε γίνεται ethnic δηλαδή εμπλουτίζεται από στοιχεία άλλων τεχνών (jazz, rock, ambient κ.ά.), ένα πολιτιστικό mixage.
Η glocalisation είναι η χειροπιαστή αμηχανία μας να υπερασπιστούμε ένα παρελθόν που δεν επαρκεί για τις σύγχρονες ανάγκες κι ένα παρόν που πλέει στο αμνιακό υγρό του χρόνου, χωρίς ταυτότητα. Στην πατρίδα μας, η κυριαρχία του «λαϊκοέντεχνου» λαϊκισμού με όλα του τα πολιτικά και πολιτιστικά συμφραζόμενα και η ταχύτατη εξαφάνιση ενός υψηλόφρονος αστισμού δημιούργησαν το κοινωνικό εκείνο ίζημα το οποίο περιέχει νεόπλουτους αγράμματους, μικροαστούς ζηλόφθονους και λούμπεν στοιχεία χωρίς συνείδηση της ιδιαιτερότητάς τους. Και όσον αφορά στην εξαφάνιση της αστικής παιδείας που εκπροσωπούσαν ο Εμπειρίκος, ο Τσαρούχης ή ο Σεφέρης με τον κοσμοπολιτισμό τους, μικρό το κακό γιατί αναφερόταν ανέκαθεν σε μειονότητες. Το μέγα κακό προήλθε από την εξαφάνιση -καλύτερα ισοπέδωση- του λαϊκού χάριν κάποιων «εκσυγχρονισμένων» συμπεριφορών και μιας θεοποιημένης, μικροαστικής συνείδησης. Η τηλεόραση συμβάλλει καίρια στην επιβολή του λαϊκίζοντος εις βάρος του λαϊκού και στην ομογενοποίηση ενός κάποτε πολύχρωμου στην αυθεντικότητά του πληθυσμού. Η εμπορευματοποίηση του λαϊκού φολκλόρ, η εξαφάνιση των αγροτικών κοινωνιών και η χύδην ζωή στα αστικά κέντρα έδωσαν τη χαριστική βολή στον πηγαίο λαϊκό άνθρωπο: Στους πρωταγωνιστές του «Δράκου» του Κούνδουρου, στον λοχία -δεν έχει όνομα! -της «Ευδοκίας», στους αεικίνητους Βέγγο και Χατζηχρήστο, των «ταινιών γέλιου». Η λαϊκότητα πλέον θα γίνει κατ' εξοχήν αξία της κουλτούρας της Αριστεράς και σταδιακά από τα Μακρονήσια θα περάσει στη δισκογραφία και τις συναυλίες. Ο «Επιτάφιος» π.χ. των Ρίτσου - Θεοδωράκη με τον ασκητικά εμβληματικό Μπιθικώτση εκφράζει περισσότερο ένα ήθος και μια στάση ζωής και λιγότερο μιαν ιδεολογία ή μιαν αισθητική.
Έκτοτε, η Αριστερά γραπώθηκε απ' αυτές τις κυτταρικές μορφές ώσπου τις εξήντλησε αυτοεξαντλούμενη. Σήμερα, ο πολλαπλός Θεοδωράκης παντού είναι η ακραία συνέχεια μιας φόρμας που κατέληξε σε φολκλόρ. Η απώλεια του λαϊκού είναι το χειρότερο πολιτιστικό πλήγμα που δέχθηκε μεταπολεμικά ο τόπος και εν πολλοίς αυτό που προκάλεσε διαλεκτικά και την απίσχνανση του όποιου μοντέρνου στην ίδια εποχή. Η εξίσωση μοιραία καταλήγει σε ψευδολαϊκότητα που συνεπάγεται ψευδομοντερνισμό. Πιο απλά, δεν μπορεί να υπάρξει ο Κανιάρης χωρίς τον Τσαρούχη και εκείνος χωρίς τον Κόντογλου και τον Παρθένη. Ο Τσιτσάνης και ο Βαμβακάρης δεν εξισώνονται προς τον Σκαλκώτα, αλλά αποτελούν την αναγκαία περιρρέουσά του ατμόσφαιρα διαμορφώνοντας αισθητικά έναν ολόκληρο λαό. Η λογική τους συνέχεια είναι οι Χατζιδάκις-Θεοδωράκης και η αναίρεσή τους ο σημερινός φασισμός του «λαϊκοέντεχνου» και η δεσποτεία των έθνικ ατάλαντων. Στις ΗΠΑ ανάλογα η jazz και τα blues, ο Cole Porter και ο Duke Ellington αποτελούν το έδαφος για να στηριχθούν συνθέτες όπως ο Aaron Copland ή Charles Parker. Το επόμενο βήμα είναι η παγκοσμιοποιημένη ποπ Madonna και ο εκχυδαϊσμός του όποιου προσωπικού ύφους. Για μας, πάντως, η απώλεια του λαϊκού πληρώνεται με πανάκριβα λύτρα πολιτιστικής εξαθλίωσης, χωρίς να κερδίζεται το ελάχιστο αυτοκριτικής ή αυτογνωσίας.

3 σχόλια:

  1. (KOSTAS TRENT , ως εξ ''ανωνύμου'' email :)Γράφουν οι γλοσολόγοι στον ‘’Πρόλογο του Λεξικού ελληνικών ιδιωματισμών’’ – (που σου έστιλα επηγόντος, πριχού μεσημεριάσει ) αφτά :
    ‘’…….Παρατηρώντας όμως στις λεπτομέρειες και σε βάθος τη γλώσσα της περιοχής, επισημαίνουμε μόνο μερικά γλωσσικά φαινόμενα με φανερή ιδιαιτερότητα.
    Άλλοτε, ως πριν από 5 0 χρόνια περίπου, κ υ ρ ι α ρ χ ο ύ σ α ν στη γλώσσα των κατοίκων. Τώρα τα συναντάς σαν μελλοθάνατα απομεινάρια, που αξίζουν όμως να μελετηθούν γλωσσολογικά…’’
    Γιαφτό , κοντά στην περιόνιμη επιστολή του Κυρίου Ζολώτα, με όλο λέξεις Αγγλικές από την αρχαία Ελληνική, που απήφθηνε στο διεθνές Φώρουμ εις την Εγγλέζικια γλόσσα,(ατράνταχτη απόδειξη πως η ...Ινδοεβρωπαική ομωγλοσσία κατεφθίνεται εκ της ..Ελληνικής), καλό είναι να πεμφτεί κι αφτό το γράμμα, - όπως έκαμε κι ο κος Ζολώτας, αντιστρόφος - :
    '' Όταν δούμε το χούι (=τάση, συνήθεια) της ιστορίας αιχμάλωτο απ’ την δύσκαμπτη κόρα (=κρούστα) του χρόνου απάνω, μας κυνηγά η μόρα (=εφιάλτης). Η προέλευση της γλώσσας, σαν στάξιμο από τσαντήλα (=ύφασμα διήθησης) για γιαούρτι, δείχνει το αραλίκι (=χάσμα) αναμεσά στις γλωσσοπλασίες των αιώνων και των μιλλετιών (=εθνών) που πέρασαν στον ελληνικό χώρο. Κι έτσι το άλικο(ερυθρό) χιτώνιο των Σπαρτιατών αντικασταστάθηκε απ’ το αντερί(=ιμάτιο) της ανατολής . Όσοι βαργιεσίζονται (=απογοητεύονται) να εχουν για βελήδες (=συγγενείς) ανατολίτες, σγαρλίζουν (=ψάχνουν) την προέλευση του ετυμολογικού της γλώσσας. Θέλουν για βελήδες (=συγγενείς) του μιλλετιού (=έθνους), μοναχά από Δούκα και Μαγκιόρο (=ταγμ/ρχη) κι απάνω. Αλλά στο βεζενέ (ζυγαριά) των ιδιολέκτων τ’ ακουμπάμε ό λ α . Τίποτε με το ζόρι(=βία) ! . Με τα χρόνια, τα ζαμάνια (=καιρούς) πολλές νιές και ξένες λέξες κι έννοιες δηλώνουνε ζάπι (υποταγή) στη γλωσσοαφομοίωση. Οι κάλπικες (=κίβδηλες) γλώσσες των καλπουζανιών (=παραχαρακτών) ‘Λογιωτατιστών’ και ‘Καθαρεβουσιάνων’, παρά το γινάτι (=θυμό) αυτουνών, που ατενίζουν πίσω κι όχι ομπρός, παρά τον καβγά (=φιλονεικία), παρά το καμουτσίκι (=μαστίγιο) των Πριγκίπων-Δουκώνε-Καντακουζηνώνε απ’ την Πόλη, που ήλθαν εδώ μετά το 1821 με τα χρυσά γελέκια (=επενδύτες), να πασσάρουν την Καθαρέβουσα και το …Βιζάντιον, αφτόνα τον κατιμά ( =κρέας β ’ διαλογής) σαν αστραφτερό καπλαμά (=κάλυμμα) πολιτισμού και με κεμέρι (=πορτοφόλι) άδειο, να καζαντίσουν(πλουτίσουν) με κρατικά οφφίτσια και μιστούς, οι κάλπικες Καθαρέβουσες το λοιπόν, ντίπ (=ουδόλως) δεν στάθηκαν. Καί δεν θα σταθούν, ούτε σαν κελεπούρια (=ευρήματα) της Διοίκησης και των οφφιτσιάριων, που στραβόνουν, αντί να φωτίζουν τον ντουνιά (=λαό). Κιοτήδες (=δειλοί) όντας, ανοίγουν τα κιτάπια(=βιβλία) τους εμβριθώς και με κοτσάνες νταγιαντάουνε (=στηρίζουν) με τα τσιράκια(=υποτακτικούς) των το Κόλι (διοίκηση) και τα μαγκούφικά (=έρημά) τους τα εσνάφια (=συντεχνίες) . Αφού η γκλάβα (=εγκέφαλός) τους όλο και κάνει καπάκια (=συνθήκες υποτέλειας) με κάθε παλιό τζάκι (=οικογένεια) ; Γιατί τους λείπει το μπόι κι ο χαβάς (=ροπή) τους δεν αλλάζει. Μηνάνε για σεφέρι (=εκστρατεία) για το παλαιό μεγαλείο με σοβά (=επίχρισμα) ψεύτικο, κι είναι σκέτος χαβαλές (=οχληρό βάρος) για κάθε δημιουργικό σεβντά (=επιθυμία) . Στήν πράξη δεν σκαμπάζουν να μοιράσουν δυό τσανάκια (=πιάτα) ταίνι (=τροφή).Διαγουμιστές (=λεηλατούντες) των δημόσιων εσόδων, δεν χρωστάν χαίρι (=ευεργεσία) στο λαό που δουλέβει και τους δίνει αβάντα (=στήριξη). Όνειρο των Καλαμαράδων το λοιπόν, παραμένει να κάνουν πλιάτσικο με τον κορβανά του Δήμου, που κλαπάτσα (=διστομίαση, ασθένεια του προβάτου) να τους πιάσει ! Ο λαός τους δίνει αμανάτι (=ενέχυρο) τα παιδιά του κι αφτοί μές στην ιδεολογική τους στρούγγα (=μαντρί) τα τυλίγουν με τη βελέντζα(=κουβέρτα) της ημιμάθειας. Τι ζαερέ (=εφόδια) να δώκουν στη νεολαία ; Σάν έχουνε οι Δούκες μπερεκέτια, (=καλό εισόδημα) ο ντουνιάς έχει σεκλέτια .(=στεναχώρια) . Αγαπητέ 'Παλαιοσυντηρητικέ και ΝεοΈλλην,

    έμαθα πος συναγελάζεσαι τελεφτέος με παρέες αφτών των Ελλήνων καθαρών(αλβιγηνών) και φωνταμενταλιστών Βογομίλων. Που ψάχνουν εδό κι εκεί να έβρουν τις ρίζες . Γιαφτό σε στέλνο επιγόντος αφτού μερικές Εβρυτανικές λέξεις-ιδιώματα των προγόνων μας από το Καρπενίσι, και της κυρίας Μπακογιάννη, βεβέος–βεβέος. Να μην λισμονόμεν τις ρίζες . Καί να μην μπένομεν συνεχός στις πρίζες . Γιατί αν ίμαστε στις πρίζες, θα εκνεβριστούμε και θα βαρούμε συνεχός !
    Γιαφτό κε η κα Μπακογιάννη έπρεπε απολύτος να ξέρι πός ‘’ ζορμπάς ’’ σημένει ‘’αντάρτης’’ (αχ, αφτό το τούρκικο….Ιδέ κατωτέρω λεξικόν.) Κε να μην προσλάβει τον ισαγγελέα Ζορμπά ως πρόεδρο να επιτροπέβει στην ‘’Επιτροπήν Αντιδιαφθοράς και ξεπλύματος με λουλάκι’’.Αφτήν, πού του δόρισε με τρία τμίματα, εφτά ανακριτές, ικοσιεφτά εμπιρογνόμονες και δόδεκα καθαρίστριες η Κιβέρνισις –στο οργανόγραμμα βεβέος-βεβέος - : δηλαδή ος πρόεδρο στον εαφτό του …
    Έπρεπε να ξέρι η κυρία Ντώρα εμβριθός πός : κεντέρι = θλίψη. Γιαφτό να μην στείλη τον Κεντέρη με την Εθνική ομάδα στίβου. Αφτά παθαίνης, όταν δεν ξέρις την γλόσα….
    Σλάβικες λέξεις :
    Αράχοβα= καρυδότοπος, άσβος ή ασβός= ο τροχός. Βαβά ή βάβω= η γιαγιά, γριά, βαένι ή βαγένι= βαρέλι, Βαρυμπόπη= η Μακρακώμη, βελέντζα= μάλλινη κουβέρτα με κρόσσια στη μια πλευρά από την κατεργασία σε νεροτριβιά (μαντάνι), βίτσα= βέργα, μαστίγιο, λούρα, βοεβόδας ή βόιβοντας= ηγεμόνας, προεστός, βρυκόλακας ή βρουκόλακας ή βουρκόλακας= νεκρός που βγαίνει από τον τάφο και τρομοκρατεί. Γαρδίκι= πόλη, πολίχνη, τελωνείο, γκλάβα= εγκέφαλος, κεφάλι, γκούσα= ο πρόλοβος των πουλιών, γλίτσα ή αγκλίτσα= τσοπάνικο ραβδί με καμπυλωτή λαβή, γκουστέρα= σαύρα. Δούγα= σανίδα απ' αυτές που αποτελούν το βαρέλι, δραγάτης= αγροφύλακας (παράγωγο: δραγασιά). Ζάβατο= πυκνό δάσος καστανιάς, καστανόλογγος, ζακόνι= έθιμο, συνήθεια, ζαλίγκα= φόρτωμα στην πλάτη της γυναίκας, Ζητούνι= πόλη πέρα από το ποτάμι (η Λαμία), ζούζουλο= ζωύφιο, ζουλάπι= άγριο ζώο, λύκος, Καρδίτσα= πόλη, πολίχνη, καρούτα ή κουρίτου= σκάφη, σκαφίδα, κολιάντσα= μολυσματική αρρώστια ζώων, κόρα= κρούστα, άκρη του ψωμιού, κουβέλι= κάδος, ξύλινο κυλινδρικό δοχείο, κυψέλη, κρινί, κουνάβι= ικτίς, ατσίδα, κρινί= κυψέλη, κρούτο= κριάρι με κέρατα μικρά. Λογγά= παραποτάμια στενή λωρίδα χωραφιού. Μόλιτσα= σκόρος, σης, μούρκος ή μούργος= σκουρόχρωμος (για σκυλιά), μόρα= εφιάλτης, κακό όνειρο, μπλάνα= βώλος από χώμα, μπουχός, (-ίζω)= σκόνη, αχνό βρέξιμο, μπράτιμος= στενός φίλος. Νεβρόπολη= οροπέδιο, ντόμπρος= ανοιχτόκαρδος, άδολος. Παγανιά ή παγάνα= ομαδική καταδίωξη ληστών, πλιάτσικα= λάφυρα. Σανό= χόρτο, ξηρονομή, σβάρνα= βωλοκόπος, σύρσιμο, σέμπρος= σύ­ντροφος, συνεργάτης, στάλος= σύσκιο μέρος όπου καταφεύγουν τα κοπάδια για να προστατευθούν από τον ήλιο του μεσημεριού, στάνη= ποιμνιοστάσιο, στρούγκα. Τσαντήλα= αραχνοΰφαντο ύφασμα για το στράγγισμα του τυριού, τσέλιγκας= μεγάλος κτηνοτρόφος, τσέργα= μάλλινη κουβέρτα, τσούλος= με μικρά αφτιά.

    Σ λ ά β ι κ α τοπωνύμια της περιοχής και μερικά απ’ όσα πολυακούγονται εδώ: Άμπλιανη, Αντράνοβα, Αραχοβίτσα (Πετράλωνα), Αράχοβα, Βελτσίστα (Λιθοχώρι), Βίνιανη, Γούρα ή Γκούρα, Γρανίτσα, Έλοβα (Αγ. Χαράλαμπος), Δομνίστα, Έλσιανη, Ζελενίτσα, Ζελίχοβα, Καρύτσα, Κεράσοβο, Κόνιαβη (Λημέρι), Κορίτσα, Λάστοβο, Λιάσκοβο, Μέγδοβα, Μούστροβο, Μπέζα, Μπρούφλιανη, Ρωσκά, Σέκλιζα, Σέλο, Σέλιανη, Σιβίστα, Σιτίστα, Τέρνοβο (Παπαδιά), Τσεκλίστα.
    Βλάχικες λέξεις :
    Βλάχος= ο σκηνίτης, ο κτηνοτρόφος, Σαρακατσάνος, Κουτοόβλαχος. Κανούτος,-α,-ο= ζώο με τρίχωμα φαιόξανθο, σταχτί,

    κλαπάτσα = διστομίαση του προβάτου, κολάστρα= το πρωτόγαλα, Μιλιόρι= αρνί ή κατσίκι δυο χρονών, μούγκρο= μπουμπούκι των δέντρων (κυρίως της δρυός), που μόλις αρχίζει ν' ανοίγει, μούσκρο= γκρίζο, μπουσουλάω (για τα μικρά)= σύρσιμο με τα τέσσερα, μπράσκα= ο φρύνος. Στρούγκα= μαντρί με πρόχειρο φράχτη, όπου αρμέγουν τα πρόβατα ή τα γίδια.

    Τούρκικες λέξεις : :
    Αγιάν= κοτζαμπάσης, άιτε ή άντε= εμπρός, αλάνα= ξέφωτο, αλατζάς= ύφασμα πολύχρωμο, άλικος= κόκκινος, αμανάτι= ενέχυρο, αμάν= ωχ, αμπάρι= κιβώτιο, αποθήκη, ανεφακάς= διατροφή, αντέτι= συνήθεια, αντερί= μακρύς ανατολίτικος χιτώνας, απτάλης= αφελής, αραλίκι= χάσμα, αρναούτης= αρβανίτης, ασίκης= παλικάρι, ασλάνι= λιοντάρι, αστάρι= φόδρα, αχμάκης= κοντός, ηλίθιος, αχούρι= στάβλος, ατζιάκ= μόλις, ακριβώς, ατζαμής= αρχάριος, αδέξιος. Βακούφι, βακούφικο= εκκλησιαστικό αφιέρωμα, βαργεστάω (-ίζω)= απογοητεύομαι, βελής= συγγενής, κηδεμόνας, βερεσές= πίστωση, βεζενές= ζυγαριά. Γαϊτάνι= ταινία, γελέκι= επενδύτης, γιαούρτι= οξύγαλα, γιαπί= οικοδομή, γινάτι= θυμός, πείσμα, γιολδάσης= συνοδοιπόρος, γιούκος= στοίβα ρούχων, γιουρούσι= έφοδος, γιούρτι= χωράφι, γιούχα= χλευασμός, γκαλντερίμι= λιθόστρωτο, γκεσέμι= πρωτοπόρος, γκιζεράω= περιδιαβάζω, γκιουβέτσι= φαγητό σε πήλινο σκεύος, γλέντι= διασκέδαση, γρουσούζης= δυσοίωνος. Διαγουμίζω= λεηλατώ, δράμι= το 1/400 της οκάς ή 3,2 γραμμάρια, Εμ= και, εσνάφ, συνάφι= συντεχνία. Ζαγάρι= κυνηγόσκυλο, ζαερές= υλικό, εφόδιο, ζαΐνι= ιδιόχτητο κτήμα, ζαμάνι= καιρός, χρόνος, ζάφτι ή ζάπι= υπόταξη, υποταγή, ζεγκί= αναβολέας, ζεμπίλι= πλεχτό σακούλι, ζόρι= βία, ζορμπάς= αντάρτης, ζουλάπι= αγρίμι, ζουρνάς= αυλός. Ιλάτσι= γιατρικό. Καβγάς= φιλονικία, καβούκι= κέλυφος, καβρουμάς= διατηρημένο βραστό κρέας, καζάνι= λέβητας, καζάντι= κέρδος, καζίκι= παλούκι, καϊμάκι= ανθόγαλα, καϊρέτι= κουράγιο, καλαϊτζής= γανωτής, καλαμπόκι= αραβόσιτος, καλέμι= σμίλη, κοπίδι, καλούπι= σχήμα, τύπος, καλπάκι= καπέλο, φέσι - κάλπικος - κίβδηλος, καλπουζάνης= παραχαράκτης, κάλφας= πρωτοτεχνίτης μαθητευόμενος, καμουτσίκι= μαστίγιο, καντάρι= στατέρι, στατήρας (44 οκάδες), καπάκι= κάλυμμα, συνθήκη, υποτέλεια, διαγραφή παλιών διαφορών, καπαμάς= φαγητό από κρέας με λάχανα, καπλαμάς= επικάλυμμα, καραβάνι= συνοδεία, καραβάνα= δοχείο φαγητού, καράς= μαύρος, καραούλι= παρατηρητήριο, καρπούζι= υδροπέπονο, καρσί= απέναντι, κασαμπάς= κεφαλοχώρι, κωμόπολη, κατιμάς= κρέας δεύτερης ποιότητας, κατσίκα= γίδα, καφάσι= δικτυωτό, κιγκλίδωμα, κελεπούρι= εύρημα, κεμέρι= ζώνη με θήκη για χρήματα, χρηματοσακούλα, κεντέρι= θλίψη, λύπη, κεσάτι= απραξία εμπορική, κιντέρι= παράπονο, κιλίμι= ψιλό χαλί, κιμάς= λιανισμένο κρέας, κιόσκι= περίπτερο, κιοτής= δειλός, κιτάπι= βιβλίο, κολάι= ευκολία, κουμάσι= ύφασμα, ρετάλι, κόλι= τοπική διοίκηση, κολτσής= τμηματάρχης αρματολικιού, αρματολός, κονάκι= κατάλυμα, σπίτι, κότσαλο= κοτσάνι καλαμποκιού, κουμπές= τρούλος, θόλος, κοτσάνα= ψέμα, κουλές= πύργος (κούλια), κουρκούτι= χυλός, κουσεύω= περιφέρομαι, τρέχω, κουσούρι= ελάττωμα, κουτουράδα= αποκοπή, κουτσόβλαχος= ο καταγόμενος από την κουτσή (μικρή) Βλαχία. Μαγκιώρος= ταγματάρχης, μαγκούφης= έρημος, χωρίς οικογένεια, μαντζούνι= δυναμωτικό φάρμακο, μαξούλι= σοδειά, συγκομιδή, μασάλι= μύθος, μασγάλι= πολεμίστρα, μελέτι= έθνος, μπακάλης= παντοπώλης, μπερεκέτι= καλό εισόδημα, ευφορία, μπιτίζω= τελειώνω, μπόι= ανάστημα, μ(π)ουτλάκ= επίμονα, μποστάνι= περιβόλι, λαχανόκηπος, μπρίκι= βραστήρας καφέ, Νε...νε= ούτε, μήτε, νταής= παλικαράς, νταλκάς= μεράκι, πόθος, νταγιαντάω= στηρίζω, ντελής= τρελός, ντέρτι= καημός, μεράκι, ντερλίκι (ρήμα: ντερλικώνω)= κακό φαγητό, ντιπ= καθόλου, ντουλάπι, -α= ερμάριο, ιματιοθήκη, ντουβάρι= τοίχος, ντουμάνι= πυκνός.
    Οντάς= δωμάτιο υποδοχής, ρεέμι= όμηρος, ρεζίλι (ρήμα: ρεζιλεύω)= ντροπή, σαΐνι= γεράκι, σαμαντάς= θόρυβος, σαστίζω= απογοητεύομαι, χάνω την ψυχραιμία, σεβντάς= επιθυμία, καημός, σεκλέτι= στενοχώρια, σεφέρι= εκστρατεία, σεφτές= έναρξη πώλησης, σοβάς= επίχρισμα, σόι= γενιά, καταγωγή. Ταΐνι (ρήμα: ταΐζω)= τροφή, ταϊφάς= στρατιωτικό σώμα, τέλι= ψιλό σύρμα, χορδή, ταβάνι= οροφή, τεμπέλης= οκνηρός, τουλούμι= ασκί, τομάρι για τυρί, τροβάς= σακκίδιο, τσαμπούνα= καραμούζα, άσκαυλος, τσανάκι= πιάτο, (υβριστικά: κάθαρμα), τσαντήρι= σκηνή, τέντα, τσαρούχι= υπόδημα από ακατέργαστο δέρμα, το παπούτσι των ευζώνων, τσατμάς= τοίχος με ξύλινο σκελετό και λάσπη ή ασβέστη, τσατσάρα= χτένα, τσέπη= θυλάκιο, τσιγκούνης= φιλάργυρος, τσιγκέλι= σιδερένιο άγκιστρο, για το κρέμασμα κρέατος, τσίγκος= ψευδάργυρος, φύλλο ψευδαργύρου, τσιλίκι= ατσάλι, χάλυβας, τσιράκι= μαθητευόμενος, υποτακτικός, τσιφλίκι= μεγάλο ιδιόκτητο αγρόκτημα, τσόλι= κουβέρτα από γίδινο μαλλί, τσολιάς= εύζωνος, βουνίσιος στρατιώτης, τσοπάνης= βοσκός, τσουβάλι= σάκος, τσουλούφι= θύσανος τριχών του κεφαλιού, τσουράπι= κάλτσα, τσόχα= χοντρό ύφασμα. Φουρλίγκα= χορευτική στροφή. Χαβαλές= οχληρό βάρος, χαβάνι= γουδί, χαβάς= αέρας, κλίμα, χαζός= βλάκας, χαϊβάνι= ζώο, άνθρωπος αφελής, καθυστερημένος, χάλι= άθλια κατάσταση, χαντζάρι= ζίφος, μαχαίρι, χαΐρ= ευεργεσία (παραγωγα: χαϊρλής, χαϊρλίδικος), χαραμίζω= ζοδεύω άσκοπα, χαρμάνι= μίγμα, χασάπης= κρεοπώλης, χασνάς= ταμείο, εναποθήκευση, υδρομάστευση, χουβαρδάς= ανοιχτοχέρης, αυτός που ξοδεύει χωρίς φειδώ, χούι= συνήθεια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Τι να πώ σέμπρο μου, με αποστόμωσες! Συναγελάζομαι όμως μόνο με τη κόρη μου που είναι 8 μηνών.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. εγω παντως απο ολα αυτα τα ανατολιζοντα μονο το 'βαριεμαι' χρησιμοποιω, τυχη;

    ΑπάντησηΔιαγραφή