OTAN ΘΑ ΓΕΛΑΣΕΙ Ο ΝΙΤΣΕ…
Η ΑΙΩΝΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΚΙ Ο ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ :
NIΤΣΕΪΚΕΣ ΕΝΟΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
(Με
αφορμή το κείμενο «Το σκάνδαλο της αιώνιας επιστροφής» του Φώτη Τερζάκη
που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του «Νιτσεϊκές μεταμορφώσεις», εκδ.
futura, 2004) 12/5/2005
Όταν
μιλάμε για το τέλος της Ιστορίας δεν εννοούμε παρά τη σημερινή
Παγκόσμια εποχή, την πραγματικότητα που ζούμε κι αναπνέουμε, τον 21ο
αιώνα. Την εποχή όπου ολόκληρη η μέχρι τώρα πορεία του Ανθρώπινου είδους
πάνω στον πλανήτη συναντά το αξεπέραστο όριό της στην προοπτική του
ολοσχερούς αφανισμού του Ανθρώπινου Κόσμου, την εποχή της τελικής,
οριστικής αναμέτρησης ανάμεσα στον Ανθρώπινο Κόσμο και το Θάνατό του, ο
οποίος αποκτά υπόσταση στη μορφή του κυρίαρχου Παγκόσμιου Κεφαλαίου.
Στην
απεραντοσύνη του ορίζοντα αυτής της ακραία διττής κι αμφίσημης εποχής
που εμπεριέχει το πιο ευτυχές και το πιο ζοφερό σενάριο της μοίρας του
Ανθρώπινου Κόσμου όχι ως απλά πιθανές αλλά ως τις αποκλειστικές
δυνατότητες των πραγμάτων, έρχονται και εκβάλλουν οι ποταμοί όλων των
αντιλήψεων που έχει αναπτύξει ιστορικά το Ανθρώπινο είδος σχετικά με την
αλήθεια του Κόσμου και του εαυτού του μέσα σ’ αυτόν, ποταμοί που έχουν
τις πηγές τους σε διαφορετικά χωροχρονικά σημεία της Ιστορίας και που
κατά τη διάρκειά της βρίσκονται μεταξύ τους σε σχέσεις ασυμμετρίας,
αντιπαράθεσης και αμοιβαίου αποκλεισμού. Εδώ εκβάλλουν για να βρουν το
κοινό τελικό τους νόημα, για να μας παραδώσουν το μήνυμα που όλοι τους
ανεξαιρέτως κομίζουν πίσω από τις ιστορικά καθορισμένες και ιδιαίτερες
κατά περίπτωση σχέσεις μετάθεσης, συμπύκνωσης κι αντιστροφής.
Στη
σημερινή εποχή, λοιπόν, είναι που η σκέψη του Νίτσε, ριζικά διττή κι
αμφίσημη και η ίδια, αγγίζει το απόλυτο της επικαιρότητάς της, όντας από
τη στιγμή της γέννησής της μια σε ολοένα και ανώτερο επίπεδο
εκπληρούμενη με το πέρασμα του χρόνου ενόραση της οριακής αμφισημίας του
21ου αιώνα – μιας αμφισημίας οι βασικές συντεταγμένες της οποίας
άρχισαν να διαγράφονται την εποχή που έζησε κι έγραψε ο Νίτσε, εκεί στα
τέλη του 19ου αιώνα.
H προκλητική νιτσεϊκή σύλληψη της «αιώνιας
επιστροφής του αυτού», ευεπίφορη όπως και κάθε πραγματικά σημαντική από
την άποψη της ιστορικής της δραστικότητας ιδέα σε μια τεράστια ποικιλία
προεκτάσεων και συσχετισμών, αντιμετωπίστηκε από τη σκέψη του 20ου αιώνα
με άξονα τις εκάστοτε θεωρητικές δεσμεύσεις κι επιλογές της ίδιας,
διαμορφώνοντας ένα ευρύ ερμηνευτικό πεδίο οι κύριοι πόλοι του οποίου
αποκρυσταλλώθηκαν στη βάση δύο διακριτών αλλά στενά σχετιζόμενων μεταξύ
τους οπτικών που φαίνεται να συμφύρονται μέσα στο νιτσεϊκό έργο.
Πρόκειται για την κοσμολογική και την ηθικοπρακτική ερμηνεία της
«αιώνιας επιστροφής», για την ίδια δηλαδή διάκριση που διατρέχει τη
φιλοσοφία από τις απαρχές της (ας θυμηθούμε την κοσμολογική προσέγγιση
των πρώτων Ιώνων φιλοσόφων και την ηθικοπρακτική στροφή της σκέψης που
συντελέστηκε στο πλαίσιο της δημιουργίας του άστεως στην κλασική Αθήνα),
επί της ουσίας για τις δύο βασικές πύλες-απολήξεις του στοχασμού: τον
Κόσμο και τον Άνθρωπο.
Από τη δική μου πλευρά θα υποστηρίξω πως το
πλέον κατάλληλο σημείο εστίασης προκειμένου ν’ αποκρυπτογραφήσουμε την
εν λόγω σύλληψη του Νίτσε προς χάρη και χρήση των αναγκών του καιρού
μας, δεν είναι άλλο από το κατεξοχήν ιστορικό. Όπως μαρτυρά και η
διαπιστωμένη συνάρτηση ανάμεσα στο νιτσεϊκό «φαύλο κύκλο» και την
επιβολή του κύκλου των καπιταλιστικών σχέσεων και της αυτονομημένης
εμπορευματικής παραγωγής που εδραιώνεται στη Δύση την ίδια εποχή, το
κεντρικό πεδίο αναφοράς της «αιώνιας επιστροφής» είναι η κίνηση του
Ανθρώπινου είδους στον πλανήτη που ονομάζουμε Ιστορία και η πολύ
συγκεκριμένη τροπή που λαμβάνει αυτή η κίνηση στο δεδομένο χωροχρονικό
πλαίσιο.
Απ’ τη στιγμή, τώρα, που θα αποδεχτούμε το ιστορικό ως το
πρωταρχικό πεδίο αναφοράς, θα πρέπει ταυτόχρονα να τονίσουμε ότι δεν
είναι διαχωρισμένο από το κοσμολογικό και το ηθικοπρακτικό πεδίο αλλά
διατηρεί μαζί τους μια διαλεκτική σχέση αμοιβαίας διαμόρφωσης κι
ενσωμάτωσης, αποτελώντας ουσιαστικά το ειδικά Ανθρώπινο επίπεδο
μετουσίωσης τόσο των Ανθρώπινων ατόμων όσο και του Κόσμου. Η συνολική
κίνηση του Ανθρώπινου είδους συγκροτεί το πλαίσιο εντός του οποίου
παράγονται και νοηματοδοτούνται οι ατομικές ηθικές στάσεις και
συμπεριφορές , ενώ και η ίδια αυτή η κίνηση δε συνιστά παρά προέκταση
της κίνησης του Σύμπαντος, και πιο συγκεκριμένα την μετουσίωση της
κίνησης του Σύμπαντος σ’ ένα διαλεκτικά ανώτερο καθολικό
φυσικό-οντολογικό επίπεδο, το Ανθρώπινο. Ο εσωτερικός αυτός δεσμός
μεταξύ Ιστορίας και Κόσμου, η κατανόηση δηλαδή της ιστορικής πορείας του
Ανθρώπινου είδους ως καθολικής διαλεκτικής υπέρβασης-μετεξέλιξης της
ιστορικής πορείας του Κόσμου οφείλει να τεθεί στο επίκεντρο της ανάλυσης
τόσο του νιτσεϊκού οράματος όσο και της σημερινής εποχής που το καθιστά
πραγματικά και άμεσα επίκαιρο: Η Παγκόσμια εποχή του τέλους της
Ιστορίας είναι η εποχή που η καθολική κοσμολογική υπόσταση του
Ανθρώπινου είδους τίθεται εν ενεργεία για να καθορίσει τόσο τους όρους
όσο και τους τρόπους της έκβασης των πραγμάτων.
Όσον αφορά την
ατομική διάσταση του πράγματος στην οποία παραπέμπει η ηθικοπρακτική
προσέγγιση της «αιώνιας επιστροφής», η σχέση της με την ιστορική και
την κοσμολογική διάσταση είναι βαθιά και ουσιαστική, μόνο που δεν
καθίσταται φανερή στην κυρίαρχη μηχανιστική αντίληψη του ατόμου ως
περίκλειστου κι αποκομμένου πεδίου (στην οποία εν πολλοίς εγγράφεται ο
αισθητικός ατομικισμός των νεοπραγματιστικών αναπλάσεων του Νίτσε, αλλά
και του ίδιου του Νίτσε σ’ έναν βαθμό) αλλά στην διαλεκτικά ολιστική
θεώρηση που αναγνωρίζει στο Ανθρώπινο άτομο την ιδιαίτερη έκφραση της
ιστορικής και κοσμικής ολότητας. Το ίδιο το γεγονός, άλλωστε, της
σύλληψης του μοτίβου της «αιώνιας επιστροφής» από τον Νίτσε αποτελεί μια
πρώτης τάξεως μαρτυρία του οργανικού δεσμού που ενώνει το άτομο με την
Ιστορία και τον Κόσμο, καθώς το πρωτογενές και μη αναγώγιμο πεδίο της
συγκρότησής της (όπως με οξυδέρκεια κι επιμονή υπέδειξε ο Κλοσόβσκι) δεν
είναι άλλο απ΄ αυτό της ατομικής ψυχικής παθογένειας. Η ιδέα της
«αιώνιας επιστροφής» βρίσκεται στη ρίζα του παρανοϊκού παραληρήματος που
κατέλαβε σε κάποια στιγμή της ζωής του το Νίτσε για να τον οδηγήσει
βαθμιαία στη τρέλα και την απομόνωση των τελευταίων χρόνων της ζωής του.
Η εκπληκτική φιλοσοφική επιδραστικότητα της «αιώνιας επιστροφής»
παραδόξως θεμελιώνεται ακριβώς πάνω σ’ αυτό το ιδιαίτερο γνώρισμά της,
το ατομικό παραλήρημα αναδεικνύεται ως ο πλέον ευαίσθητος καταγραφέας
μιας εποχής που όχι απλά εξακολουθεί αλλά κατεξοχήν είναι η δική μας και
στην οποία η τρέλα και η Ιστορία φτάνουν στο σημείο ν’ αντικατοπτρίζουν
η μία της πραγματικότητα της άλλης, το ατομικό βίωμα μες από την άμεση
πρόσβασή του στο πεδίο του Καθολικού αποδεικνύεται απείρως πιο αξιόπιστο
στην ουσία του περιεχομένου του από την οποιαδήποτε απόπειρα
εγκαθίδρυσης μιας σύνδεσης με το Καθολικό με την διαδοχική μεσολάβηση
μιας σειράς ορθολογικών κατηγοριών.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, η αναγνώριση
του πρωτογενούς χαρακτήρα της «αιώνιας επιστροφής» ως ψυχικού
συμπτώματος μπορεί ν’ αποτελέσει έναν πολύτιμο οδηγό για την ερμηνεία. Η
φροϋδική θεωρία ορίζει το σύμπτωμα ως την ιδιαίτερη ψυχική μορφοποίηση
της σύγκρουσης ανάμεσα στην επιθυμία και την καταστολή της, εμπεριέχει
δηλαδή ταυτόχρονα τόσο το απελευθερωτικό όσο και το καταπιεστικό
στοιχείο σε μια ορισμένη κάθε φορά ισορροπία της κίνησης της μεταξύ τους
αντίθεσης. Η θεμελιωδώς αντιφατική φύση του συμπτώματος μας παρέχει ένα
πρώτης τάξεως κλειδί για να προσεγγίσουμε τα παράδοξα και τις
αμφισημίες της νιτσεϊκής «αιώνιας επιστροφής» και που δεν είναι άλλες
από τις θεμελιώδεις φυσικές-οντολογικές αντιφάσεις πάνω στις οποίες
συγκροτείται σύσσωμη η Ιστορία του Ανθρώπινου είδους και έρχονται στο
φως στην Παγκόσμια εποχή του τέλους της Ιστορίας, στην εποχή μ’ άλλα
λόγια της επιστροφής και της αναγέννησης.
Εστιάζοντας λοιπόν στο
πρωταρχικό ιστορικό επίπεδο ανάλυσης, η βασική αντίφαση που διέπει την
ιδέα της «αιώνιας επιστροφής» έγκειται στην ταυτόχρονη σύλληψή της από
το Νίτσε ως εφιάλτη και ως λύτρωσης της Ιστορίας. Θα πρέπει βέβαια να
υπογραμμίσουμε ότι ο προσδιορισμός «ταυτόχρονη» αναφέρεται στην νιτσεϊκή
πραγμάτευση ιδωμένη εξωτερικά και συνολικά, και πως οι δύο
αντιτιθέμενες συλλήψεις της «αιώνιας επιστροφής» δεν αντιπαρατίθενται
στο νιτσεϊκό έργο με τη μορφή δύο ανεξάρτητων τόσο μεταξύ τους όσο και
από το ιστορικό τους πλαίσιο θεωρητικών αρχών κατανόησης της Ανθρώπινης
Ιστορίας, μολονότι η αντίθεσή τους ανάγεται κι αναπαράγει σ’ έναν βαθμό
την παλαιά και κρίσιμης σημασίας φιλοσοφική διαμάχη ανάμεσα στην
ηρακλείτεια και την παρμενίδεια αντίληψη της επανάληψης. Τόσο το
ηρακλείτειο όσο και το παρμενίδειο κοσμοείδωλο είναι ιστορικά
προσδιορισμένα στον ίδιο βαθμό που και η Ανθρώπινη Ιστορία είναι
κοσμολογικά προσδιορισμένη, και είναι στο πλαίσιο αυτής της πολυσύνθετης
διαλεκτικής σχέσης που μπορεί ν’ αναζητηθεί το πραγματικό νόημα της
αντιπαράθεσής τους. Όσον αφορά την ιδιόμορφη πραγμάτευση του ζητήματος
από τον Νίτσε που μας ενδιαφέρει, η ξεχωριστή ιστορική της ενόραση και η
επικαιρότητά της απορρέουν από το γεγονός ότι μπορούμε σ’ αυτήν ν’
ανιχνεύσουμε μια συγκεκριμένη διαδικασία σύνδεσης ανάμεσα στο εφιαλτικό
και το λυτρωτικό όραμα της «αιώνιας επιστροφής», μια ορισμένη πορεία της
σκέψης του Νίτσε από τον εφιάλτη προς τη λύτρωση.
Η «αιώνια
επιστροφή» συλλαμβάνεται καταρχήν ως αιώνια κι αναπόδραστη κατάρα, κάτι
που συναρτάται άμεσα με το ιστορικό υπόβαθρο της σκέψης του Νίτσε, με
την ιστορική πραγματικότητα της αυτονομημένης αναπαραγωγής και
διαιώνισης του Κεφαλαίου. Πρόκειται για την κοσμολογική μετάφραση του
φαύλου κύκλου της Αλλοτρίωσης του Ανθρώπινου είδους που εισέρχεται στη
τελική φάση της εκπλήρωσής του στη μορφή του αυτονομημένου κύκλου της
κυκλοφορίας του εμπορεύματος, για την κοσμολογική αποτύπωση του
θεμελιώδους fractal μοτίβου της ιστορικής διαδικασίας ανάπτυξης κι
επέκτασής της - και είναι πράγματι στον Παρμενίδη που οφείλουμε την
αρχετυπική της διατύπωση. Το σημαντικό σε σχέση με την κοσμολογική αυτή
μετάφραση είναι πως δεν πρόκειται απλά για μια μετάθεση από το ιστορικό
στο κοσμολογικό επίπεδο που λαμβάνει χώρα στο πεδίο των ιδεών. Η
μετάθεση είναι η ίδια πλήρης ιστορικού νοήματος , καθώς σηματοδοτεί και
προοιωνίζεται τον καθολικό-κοσμικό χαρακτήρα της ιστορικής διαδικασίας
της Αλλοτρίωσης, το κοσμικό περιεχόμενο που τη συγκροτεί εκ βάθρων και
το οποίο πραγματώνεται-φανερώνεται στη σημερινή Παγκόσμια εποχή του
τέλους της Ιστορίας.
Η πραγμάτωση-φανέρωση του καθολικού-κοσμικού
χαρακτήρα της Αλλοτρίωσης συντελείται στη μορφή του Παγκόσμιου
Φυσικοποιημένου Κεφαλαίου, στη μορφή δηλαδή που λαμβάνει το Κεφάλαιο
στον 21ο αιώνα ως ύστατη κατάληξη των ιστορικών μεταμορφώσεων από τις
οποίες διήλθε κατά τη διάρκεια του 19ου και του 20ου αιώνα.
Φυσικοποιημένο Κεφάλαιο (μπορούμε να) ονομάζουμε τη μορφή του Κεφαλαίου
που ολοκληρώνει-αναιρεί την ιστορική του ανάπτυξη, το Κεφάλαιο του 21ου
αιώνα που παύει ν’ αποτελεί μια ιστορική πραγματικότητα με την ίδια
κίνηση που μεταμορφώνεται στο ενεργό μηδέν που εμπεριέχει ολόκληρη την
Ανθρώπινη Ιστορία, το Κεφάλαιο που φτάνει στο σημείο να έρχεται σε ρήξη
με τη θεμελιώδη φυσική-οντολογική προϋπόθεση της Ιστορίας του Ανθρώπινου
είδους ως μέρος της οποίας και το ίδιο γεννήθηκε κι αναπτύχθηκε, και
που δεν είναι άλλη από την επιβίωση και διαιώνιση του Ανθρώπινου είδους
ως τέτοιου, το Κεφάλαιο που μετατρέπεται σε μια καθολική-Παγκόσμια
φυσική-οντολογική πραγματικότητα: την πραγματικότητα του θανάτου του
Ανθρώπινου Κόσμου. Το Κεφάλαιο ιδιοποιείται-προσομοιώνει τις ιδιότητες
της Φύσης, την καθολικότητα, την ελευθερία και τον αυτοκαθορισμό της,
γίνεται το ίδιο μια δεύτερη «Φύση» με τις δικές της ανεξάρτητες
διαδικασίες ανακύκλισης και αναπαραγωγής: Όπως δεν υπάρχει τίποτε στον
Κόσμο που να στέκει έξω από την πραγματικότητα της Φύσης, έτσι και στον
Ανθρώπινο Κόσμο του 21ου αιώνα δεν υπάρχει τίποτα που να στέκει έξω από
τη θανάσιμη πραγματικότητα του Κεφαλαίου. Με τον τρόπο αυτό το Κεφάλαιο
(και μαζί η Αλλοτρίωση της οποίας αποτελεί την πλέον ανεπτυγμένη
ιστορική μορφή) πραγματώνει-φανερώνει τη δική του εσώτερη φύση κι
αποστολή που είναι ακριβώς η πλήρης κι αμετάκλητη ρήξη με την καθολική
μετουσίωση της Φύσης απ’ όπου προέρχεται, δηλαδή με τον Ανθρώπινο Κόσμο.
Η προσομοίωση της Φύσης από το Κεφάλαιο σημαίνει την ολοκλήρωση της
ιστορικής διαδικασίας αποξένωσής του από αυτήν - κι αυτή είναι η βασική
αντίφαση που συγκροτεί την υπόσταση του Κεφαλαίου στον 21ο αιώνα.
Εν
συνεχεία, η επόμενη εμφάνιση της «αιώνιας επιστροφής» που αποτελεί και
το κρίσιμο βήμα στο δρόμο του Νίτσε (και της Ιστορίας) προς τη λύτρωση,
επιτελείται στη μορφή της Κρίσεως. Η «αιώνια επιστροφή» αναγορεύεται από
τον Νίτσε στον τελικό και ύψιστο κριτή της πραγματικής αξίας και
δύναμης, γίνεται αυτή που απονέμει το δικαίωμα στην ίδια την ύπαρξη
[1].
Με την κίνηση αυτή η ιστορική διορατικότητα του Νίτσε δεν χρειάζεται να
περιμένει άλλο τη δικαίωσή της, καθώς βρίσκεται ήδη επιβεβαιωμένη μέσα
στα δεδομένα της σύγχρονης πραγματικότητας: Η Παγκόσμια εποχή του τέλους
της Ιστορίας είναι η εποχή της τελικής Κρίσης της Ιστορίας, η εποχή
κατά την οποία κρίνεται το δικαίωμα του Ανθρώπινου Κόσμου στην ύπαρξη -
κι είναι ακριβώς το στοιχείο της επιστροφής αυτό που σηματοδοτεί την
έλευση της Κρίσης. Πρόκειται για μια επιστροφή όχι ιστορικού αλλά
καθολικού φυσικού-οντολογικού χαρακτήρα, μια επιστροφή δηλαδή που
άπτεται της πρωταρχικής σχέσης του Ανθρώπινου είδους με τη Φύση πάνω
στην οποία θεμελιώνεται όχι μόνο η συγκεκριμένη κάθε φορά τροπή αλλά και
η ίδια η δυνατότητα της Ιστορίας, γι’ αυτό και δεν είναι η επιστροφή
μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου αλλά η επιστροφή της Αρχής της
Ιστορίας, η επιστροφή της μηδενικής της κατάστασης: Όπως η Aρχή της
Ιστορίας έτσι και το Τέλος της βρίσκει το Ανθρώπινο είδος αντιμέτωπο με
μια πραγματικότητα που το περιβάλλει από παντού και το απειλεί με
ολοσχερή αφανισμό. Ο κύκλος της Ιστορίας κλείνει επιστρέφοντας στην αρχή
του, επειδή όμως η επανάληψη συνιστά την παραγωγή της διαφοράς, η
Παγκόσμια εποχή του τέλους της Ιστορίας είναι η μόνη καθολικά-πραγματικά
νέα εποχή για το Ανθρώπινο είδος, η εποχή που συγκεντρώνει τους όρους
για το πέρασμά του σε μια εξ ολοκλήρου διαφορετική, εκ θεμελίων
καινούργια πραγματικότητα
[2].
Το κρίσιμο στοιχείο της διαφοράς έγκειται στο ότι ενώ στην Αρχή της
Ιστορίας η Φύση που απειλεί το Ανθρώπινο είδος με εξαφάνιση είναι μια
Φύση απολύτως απαλλαγμένη από το σημάδι της δραστηριότητας του
Ανθρώπινου είδους, στο Tέλος της ο θανάσιμος κίνδυνος δεν είναι άλλος
από το Φυσικοποιημένο Κεφάλαιο, μια «Φύση» δηλαδή που αποτελεί ένα εξ
ολοκλήρου ιστορικό Ανθρώπινο δημιούργημα - κι είναι αυτή ακριβώς η
διαφορά που αποδίδει το μέτρο τόσο της έκτασης (καθολική) όσο και του
χαρακτήρα (φυσικός-οντολογικός) της αλλαγής πού έχει επέλθει στο
ιστορικό διάστημα που έχει μεσολαβήσει.
Η επιστροφή της Αρχής της
Ιστορίας, όμως, σημαίνει την επιστροφή ολόκληρης της Ιστορίας, κι εδώ
είναι που βρίσκει το νόημά της η ριζοσπαστική νιτσεϊκή σύλληψη της
μοντερνικότητας ως επαφής κι οικειοποίησης μέχρι και του πιο
απομακρυσμένου σημείου της ιστορικής εμπειρίας του Ανθρώπινου είδους, ο
ορισμός της δηλαδή ως καθολικότητας, ως του παρόντος εκείνου στο οποίο
αντικατοπτρίζονται συμμετρικά ολόκληρο το παρελθόν κι ολόκληρο το μέλλον
του Ανθρώπινου είδους. Πράγματι, στην Παγκόσμια εποχή του τέλους της
Ιστορίας, στο άμεσα βιωνόμενο «εδώ και τώρα» της ζει κι αναπνέει
ολόκληρη η Ανθρώπινη Ιστορία. Για να θέσουμε το ζήτημα με φιλοσοφικούς
όρους, η πραγματικότητα του τέλους της Ιστορίας συνιστά την αναίρεση της
διαφοράς ανάμεσα στη χεγγελιανή και τη χουσερλιανή, ανάμεσα στην
ιστορικά διαμεσολαβημένη και τη βιωματική αντίληψη της εμπειρίας: Στην
πραγματικότητα του τέλους, η άμεση εμπειρία είναι ακριβώς η καθολική
ιστορική εμπειρία.
Μέσω της εσωτερικής μετατόπισης του νοήματος της
«αιώνιας επιστροφής» από την καταδίκη στην κρίση ( εσωτερικής με την
έννοια ότι τόσο η ερμηνεία της κρίσης όσο και της λύτρωσης που ακολουθεί
δεν αντιδιαστέλλονται κατ’ αμοιβαία αποκλειστικό τρόπο με την ερμηνεία
της καταδίκης αλλά βρίσκονται σε ουσιώδη συνάρτηση μαζί της, στοιχείο
που παρ’ ότι όσον αφορά το Νίτσε φαίνεται να οδηγεί στην αδιάκριτη
συμπλοκή και την επακόλουθη σύγχυση μεταξύ των ερμηνειών, είναι
εντούτοις πολύ σημαντικό για την κατανόηση της κίνησης της Ανθρώπινης
Ιστορίας στη διαλεκτική της ολότητα και συνάφεια ), το θεωρητικό διάβημα
του Νίτσε κλιμακώνεται φτάνοντας στην τελική του μορφή τόσο από την
άποψη των προθέσεων του εμπνευστή του όσο κι από την άποψη της πορείας
της Ιστορίας που αποτυπώνεται σ’ αυτό: Είναι η αιώνια επιστροφή ως
λύτρωση, ως απελευθέρωση του Ανθρώπου και της Φύσης, ως καθολική με μια
λέξη απελευθέρωση – μια ερμηνεία που κατατάσσει δικαιωματικά τον Νίτσε
στο μεγάλο ουτοπικό-οραματικό ρεύμα σκέψης που με διάφορες μορφές
διατρέχει την ιστορία των τελευταίων τουλάχιστον 2.500 χρόνων, και το
οποίο μοιάζει να γίνεται ολοένα πιο επιθετικό κι επίμονο όσο ο
εγκλωβισμός του Ανθρώπινου Κόσμου στους παγερούς μηχανισμούς του θανάτου
γίνεται πιο ασφυκτικός (ο πολεμικός χαρακτήρας της σκέψης του Νίτσε
συνιστά μια τέτοια στιγμή επιθετικότερης αναδιατύπωσης του
λυτρωτικού-απελευθερωτικού οράματος).
Ο Νίτσε οραματίζεται αυτή την
επιστροφή-λύτρωση ως ένα είδος επαναφοράς σε μια ορισμένη στιγμή του
ιστορικού παρελθόντος, στην προχριστιανική αρχαιότητα που είναι στα
μάτια του η απόλυτη ενσάρκωση των ιδανικών του. Αυτό μας παραπέμπει
άμεσα σ’ ένα στοιχείο που φαίνεται να χαρακτηρίζει τη θεμελιώδη δομή της
συλλογιστικής σύσσωμου του ουτοπικού-λυτρωτικού ρεύματος σκέψης:
Πρόκειται για τη σύλληψη της μελλοντικής λύτρωσης ως επανάκαμψης σε μια
παρελθούσα κι απωλεσμένη κατάσταση ισορροπίας και αρμονίας, για ένα
σκεπτικό που με δυο λόγια κωδικοποιείται ως «αυτό που οραματιζόμαστε για
το μέλλον έχει ήδη υπάρξει στο παρελθόν» - και μάλιστα είναι ακριβώς
πάνω στην προηγούμενη ύπαρξη της ουτοπίας που θεμελιώνεται η προσδοκία
της μελλοντικής.
Σχολιάζοντας τη συλλογιστική αυτή το πρώτο πράγμα
που οφείλουμε να υπογραμμίσουμε είναι πως η απελευθέρωση του Ανθρώπινου
Κόσμου δεν πρέπει να νοείται ως παύση της διαλεκτικής εξελικτικής
κίνησης που τον διέπει, ως η τελική άφιξη της Ιστορίας σ’ ένα στατικό,
αιώνιο κι απαράλλακτο ιδανικό σημείο, για το λόγο ότι ένα τέτοιο σημείο
απλά δεν υφίσταται: η πραγματικότητα του Κόσμου είναι θεμελιωδώς
αντιφατική, δυναμική και (όπως τελευταία μας δίδαξε η θεωρία του χάους)
ασύμμετρη. Επομένως, οι ενοράσεις της «ευτυχούς σταθερότητας» και της
«ιδανικής ισορροπίας» δεν αναφέρονται στο επίπεδο της σύστασης του
πραγματικού, αλλά αφορούν την ιδιαίτερη-ειδοποιό όσο και
πρωταρχική-καθολική σχέση που συνδέει το Ανθρώπινο είδος με τη
Φύση-Κόσμο και με βάση την οποία αναπτύσσεται η αιωνίως παρούσα
αντιφατικότητα και δυναμικότητα του Ανθρώπινου Κόσμου, αφορούν δηλαδή μ’
άλλα λόγια την πραγμάτωση του καθολικού φυσικού-οντολογικού χαρακτήρα
του Ανθρώπινου είδους. Η λύτρωση της Ιστορίας που μαζί με άλλους
επαγγέλλεται ο Νίτσε δεν συνιστά παρά τον εκ βάθρων μετασχηματισμό αυτής
ακριβώς της σχέσης που θα θέσει τις βάσεις για τη δημιουργία μιας
ολότελα νέας Ανθρώπινης πραγματικότητας, μιας πραγματικότητας δυναμικής
κι εξελισσόμενης αλλά ωστόσο ριζικά και σταθερά διαφορετικής από αυτήν
που έχει βιώσει το Ανθρώπινο είδος μέχρι σήμερα.
Το δεύτερο σημαντικό
στοιχείο που χρειάζεται να επισημάνουμε είναι πως αυτή η νέου τύπου
σχέση του Ανθρώπινου είδους με τον εαυτό του και τον Κόσμο δεν μπορεί να
εντοπιστεί σε κανένα συγκεκριμένο χωροχρονικό σημείο της ιστορικής του
διαδρομής, αλλά είναι αθέατη (με «γυμνό» τουλάχιστον μάτι…) καθώς
υφίσταται στην αρνητική μορφή του ασυνείδητου συλλογικού πνεύματος που
εμψυχώνει σύσσωμη τη διαδικασία της Ανθρώπινης Ιστορίας. Μια αρμονική
σχέση της Φύσης με τον εαυτό της (διότι τέτοια είναι κατ’ ουσίαν η σχέση
του Ανθρώπινου είδους με τη Φύση και τον εαυτό του) δεν μπορεί στην
πραγματικότητα να ανευρεθεί παρά μόνο στον άπειρο κοσμικό χωρόχρονο που
προηγήθηκε της ύπαρξης του Ανθρώπινου είδους: Η εμφάνιση του Ανθρώπινου
είδους στον Κόσμο είναι αυτή που ipso facto επιφέρει την εκ βάθρων
διάρρηξη της προϋπάρχουσας κοσμικής ισορροπίας καθώς σηματοδοτεί τον
διπλασιασμό της ίδιας της Φύσης, την ανάδυση για πρώτη φορά στα χρονικά
του Κόσμου ενός νέου καθολικού φυσικού-οντολογικού επιπέδου και την
ενεργοποίηση ως εκ τούτου της αναγκαίας αντίφασης ανάμεσα στα δύο
επίπεδα - μια πρωτοφανής καθολική φυσική-οντολογική αντίφαση οι
διεργασίες προς την επίλυση της οποίας συνιστούν αυτό που ονομάζουμε
«Ανθρώπινη Ιστορία».
Παρ’ όλ’ αυτά, γεγονός είναι ότι οι
ουτοπικές-λυτρωτικές βλέψεις της Ιστορίας θα ήταν αδύνατο (αλλά και
παράλογο) να μπορούσαν να βρουν έρεισμα σε μια παρελθοντική κατάσταση
από την οποία απουσιάζει το Ανθρώπινο είδος, γι’ αυτό κι έχουν εύλογα
στραφεί τις περισσότερες φορές προς τις πρωτόγονες, αταξικές κι
εξισωτικές μορφές κοινωνίας που υπήρξαν στην αυγή της Ανθρώπινης
Ιστορίας. Πράγματι, απ’ όσο είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε από τις
σχετικές ανθρωπολογικές μελέτες οι κοινωνίες αυτές παρουσιάζουν αρκετά
και σημαντικά χαρακτηριστικά που ο σύγχρονος νους μπορεί να εκλάβει ως
οδηγό προς την απελευθερωτική ουτοπία του μέλλοντος, δεν πρέπει όμως να
ξεγελαστούμε: Η εξιδανίκευση των κοινωνιών αυτών από ένα κομμάτι της
νεώτερης και σύγχρονης ριζοσπαστικής σκέψης αντανακλά στην
πραγματικότητα την ιλιγγιώδη απόσταση στην ανάπτυξη της Αλλοτρίωσης του
Ανθρώπινου είδους που χωρίζει την πρόσφατη Ιστορία από αυτήν την
δυσθεώρητα μακρινή εποχή - κι όταν λέμε «Αλλοτρίωση του Ανθρώπινου
είδους» εννοούμε ακριβώς την καθολική φυσική-οντολογική αντίφαση που
αναφέρθηκε προηγουμένως και την οποία εγκαθίδρυσε η παρουσία του
Ανθρώπινου είδους στον Κόσμο, η οποία με τη σειρά της επήλθε ως επίλυση
της συσσώρευσης προηγούμενων διαλεκτικών αντιφάσεων της ανάπτυξής του. Η
Αλλοτρίωση, λοιπόν, είναι εμφατικά παρούσα στις πρωτόγονες
κομμουνιστικές κοινωνίες, μόνο που λαμβάνει τη μορφή του απόλυτου
εξωγενούς καθορισμού του Ανθρώπινου είδους από τις δυνάμεις της Φύσης
και του επακόλουθου «ιερού τρόμου» απέναντί τους που συνιστά και τη βάση
για τις μορφές λατρείας της Φύσης που συναντάμε στις κοινωνίες αυτές.
Πρόκειται, δηλαδή, για την Αλλοτρίωση στην πρωταρχική της μορφή ως μια
άμεση, ωμή φυσική πραγματικότητα κι όχι ως μια κοινωνικοϊστορικά
διαμεσολαβημένη πραγματικότητα που αναπτύχθηκε στη συνέχεια, για τη
μορφή της Αλλοτρίωσης που στην Παγκόσμια εποχή του τέλους της Ιστορίας
επιστρέφει για να πραγματωθεί διαμέσου της ίδιας της κοινωνικοϊστορικής
διαμεσολάβησης, στην πραγματικότητα του Παγκόσμιου Φυσικοποιημένου
Κεφαλαίου.
Αν, όμως, η «αιώνια επιστροφή» που θα σημάνει την
απελευθέρωση του Ανθρώπινου Κόσμου δεν είναι η επιστροφή κάποιων
προσδιορισμένων ιστορικών χαρακτηριστικών, τότε σε τι συνίσταται; Τι
ακριβώς είναι αυτό που επιστρέφει ως λυτρωτής του Ανθρώπινου Κόσμου από
τον αφανισμό που τον καταδικάζει το Παγκόσμιο Φυσικοποιημένο Κεφάλαιο;
Το νήμα της απάντησης στο κρίσιμο αυτό ερώτημα βρίσκεται στην αντίληψη
του Νίτσε για την «αιώνια επιστροφή» ως μηδενισμό, ως αυτοακύρωση του
Χρόνου. Πράγματι, υπάρχει κάτι δοσμένο από το παρελθόν, ένα εμμενές και
διαρκώς παρόν μες από μια αέναη διαλεκτική κίνηση απόκρυψης-φανέρωσης
θεμέλιο της κοσμικής τάξης που στην Παγκόσμια εποχή του Τέλους της
Ιστορίας ενεργοποιείται ως φορέας αλλά και περιεχόμενο της
απελευθερωτικής ουτοπίας: το Μηδέν, το Χάος, που στη σημερινή εποχή
επιστρέφει για να φανερωθεί για πρώτη φορά πλήρως ανεπτυγμένο στη νέα,
ανώτερη καθολική φυσική-οντολογική του υπόσταση, την Ανθρώπινη.
Πρόκειται λοιπόν για μια νέα μορφή Μηδενός, για το Ανθρώπινο Μηδέν, το
ενεργό Μηδέν της Ανθρώπινης Ιστορίας - και είναι σ’ αυτή ακριβώς τη
μορφή που ολόκληρη η Ανθρώπινη Ιστορία είναι ενεργά παρούσα μέσα στον
βιωνόμενο χωρόχρονο του 21ου αιώνα. Μάταιος κόπος ν’ αναζητήσουμε τη
μορφή αυτή στο παρελθόν του Ανθρώπου διότι αυτό που επιστρέφει δεν είναι
ο Άνθρωπος (που στην πραγματικότητα δεν έχει υπάρξει ακόμη), αλλά ο
ίδιος ο Κόσμος μέσα στον Άνθρωπο.
Ο μηδενισμός του Χρόνου έτσι όπως
τον αντιλαμβάνεται ο Νίτσε, δηλαδή ως λυτρωτική προσφορά λήθης και
συγχώρεσης μες από την ίδια την κίνηση του φυσικού γίγνεσθαι, αποτελεί
μια αποφασιστικής σημασίας προϋπόθεση για την επίτευξη της νέας,
απελευθερωμένης πραγματικότητας του Ανθρώπινου Κόσμου: Δίχως τη ριζική
ασυνέχεια που επιφέρει ο μηδενισμός, δίχως την ευεργετική απαλλαγή που
κομίζει από το βάρος της βαρβαρότητας, του χυμένου αίματος και των
χαμένων ζωών που συνθέτουν το σώμα της Ιστορίας και κορυφώνονται στη
σημερινή εποχή του Τέλους της, η νέα αυτή πραγματικότητα και η συνέχεια
του Ανθρώπινου Κόσμου μέσα σ’ αυτήν είναι αδύνατο να υπάρξουν. Η
πραγματικότητα του Θανάτου του Ανθρώπινου Κόσμου που
ολοκληρώνει-φανερώνει την ιστορική πραγματικότητα της Αλλοτρίωσης,
συνιστά ταυτόχρονα και την εκπλήρωση της αναγκαίας συνθήκης για την
αναίρεσή της, καθώς η ενεργός προοπτική του ολοσχερούς αφανισμού είναι
αυτή ακριβώς που συντελεί τον απαραίτητο μηδενισμό της Ιστορίας. Η
πραγματικότητα του Μηδενός, όμως, πέρα από αναγκαία συνθήκη
αναδεικνύεται και σε ενεργό φορέα της απελευθέρωσης του Ανθρώπινου
Κόσμου, καθώς εδώ είναι που το Ανθρώπινο είδος βρίσκει την πραγμάτωση
της καθολικής ειδολογικής του ουσίας και την ενεργοποίηση ως εκ τούτου
του επαναστατικού στοιχείου που την προσδιορίζει, όπως προσδιορίζει
άλλωστε και την ίδια την ουσία του φυσικού Κόσμου: το Χάος, λοιπόν,
είναι η επαναστατική πραγματικότητα του 21ου αιώνα, το Χάος είναι αυτό
που θα καθορίσει τις διαδικασίες της επερχόμενης Επανάστασης του
Ανθρώπινου είδους απέναντι στο Παγκόσμιο Φυσικοποιημένο Κεφάλαιο.
Όταν
όμως λέμε «Μηδέν» είναι στην πραγματικότητα το ίδιο πράγμα σα να λέμε
«Άπειρο», κι αυτός ο συσχετισμός μας δίνει τη δυνατότητα να
προσδιορίσουμε το χαρακτήρα της σχέσης μεταξύ των δύο κύκλων που
συμφύρονται αδιάκριτα στο στοχασμό του Νίτσε, ανάμεσα δηλαδή στο φαύλο
κύκλο της αυτονομημένης αναπαραγωγής και διαιώνισης του Κεφαλαίου και
την επιστροφή εκείνη που θα σημάνει τη λυτρωτική αποδέσμευση του
Ανθρώπινου Κόσμου από αυτόν. Σχηματικά μιλώντας, θα λέγαμε πως πρόκειται
για την αντιπαράθεση ανάμεσα στον κύκλο του πεπερασμένου και τον κύκλο
του απείρου, και θέτοντας το ζήτημα μ’ αυτό τον τρόπο προκύπτει
αμέσως-αμέσως και το τελικό αποτέλεσμα της διαμάχης που δεν μπορεί να
είναι άλλο από την απελευθερωτική επικράτηση του κύκλου του απείρου, αν
αναλογιστούμε ότι το άπειρο συνιστά την εμμενή κι αιώνια πραγματικότητα
του φυσικού Κόσμου. Από κει και πέρα όμως, το άπειρο και το πεπερασμένο
δε συνιστούν δύο κλειστές, χωριστές οντολογικές κατηγορίες που
αντιπαρατίθενται δυιστικά η μία στην άλλη αλλά υπάρχει μια διαλεκτική
σχέση αμοιβαίας ενσωμάτωσης μεταξύ τους, και ο προσδιορισμός της
ιδιαίτερης διαμόρφωσης που λαμβάνει αυτή η σχέση στο πλαίσιο της
εξελικτικής κίνησης του Ανθρώπινου είδους είναι εξαιρετικά κρίσιμος για
την κατανόηση της εσωτερικής λογικής που διέπει την κίνηση αυτή.
Μιλώντας
σχηματικά και πάλι, θα λέγαμε ότι ο φαύλος κύκλος του Κεφαλαίου, αυτός ο
εγκλεισμός της ανακύκλισης του κοσμικού απείρου στα όρια μιας
πεπερασμένης, Ανθρώπινα δημιουργημένης δομής αποτελεί ένα οριακό σημείο
σε μια μακρά διαδικασία μετουσίωσης της απειρότητας του φυσικού Κόσμου
σε μια συγκεκριμένη-πεπερασμένη του μορφή (την Ανθρώπινη), καθώς
σηματοδοτεί (έστω και αρνητικά) την ενσωμάτωση της καθολικότητας της
Φύσης στο νέο, ανώτερο καθολικό φυσικό-οντολογικό της επίπεδο που είναι η
Ανθρώπινη Φύση - και μ’ αυτή την έννοια συνιστά το κορυφαίο επίτευγμα
της Ανθρώπινης Ιστορίας, μια αδιάψευστη μαρτυρία της ειδολογικής
ιδιαιτερότητας του Ανθρώπινου είδους αλλά και αναγκαία προϋπόθεση για τη
μετάβαση στην ολοκλήρωση-πραγμάτωση της ιδιαιτερότητας αυτής. Από κει
και πέρα, η εν λόγω μετάβαση αποτελεί το έργο μιας αντίστροφης
διαδικασίας, μιας διαδικασίας ιδιοποίησης και κοσμικής εκδίπλωσης εκ
μέρους του Ανθρώπινου είδους αυτής της αρνητικά κατεκτημένης, ειδικά
Ανθρώπινης απειρότητας - ολόκληρη η Ανθρώπινη Ιστορία, μ’ άλλα λόγια,
δεν είναι παρά μια διαλεκτική κίνηση της Φύσης από το άπειρο στο
πεπερασμένο κι από κει πάλι στο άπειρο στη νέα, ανώτερη
φυσική-οντολογική του υπόσταση, την Ανθρώπινη. Ο ενεργός φορέας της
τελικής αυτής μετάβασης δεν είναι άλλος από την Επανάσταση του
Ανθρώπινου είδους απέναντι στο Παγκόσμιο Φυσικοποιημένο Κεφάλαιο.
Συζητώντας
την ιδιάζουσα ειδολογική σχέση του Ανθρώπινου είδους με το άπειρο,
φτάνουμε και στο κρίσιμο ζήτημα του ακριβούς περιεχομένου της
απελευθερωτικής ουτοπίας, το ζήτημα μ’ άλλα λόγια του προσδιορισμού της
περίφημης όσο και οικτρά ταλαιπωρημένης από τα φασιστικά βασανιστήρια
που υπέστη νιτσεϊκής σύλληψης του «Υπερανθρώπου». Στη σκέψη του Νίτσε η
έννοια του «Υπερανθρώπου» είναι αναπόσπαστα δεμένη με το δόγμα της
«αιώνιας επιστροφής» κι ο δεσμός αυτός αποδεικνύεται αφάνταστα
διορατικός, καθώς η «αιώνια επιστροφή» αποτελεί όχι μόνο την απαραίτητη
συνθήκη για την εμφάνιση του «Υπερανθρώπου» αλλά και την ίδια την ουσία
που τον χαρακτηρίζει: o «Υπεράνθρωπος» δεν είναι παρά ο αιωνίως
επιστρέφων Άνθρωπος, ο Άνθρωπος που έχει τη δυνατότητα ν’ ανανεώνει
διαρκώς τη ζωή και την ύπαρξή του, τουτέστιν ο αθάνατος Άνθρωπος. Έτσι
έρχεται στο φως το περιεχόμενο της ολοκληρωμένης-πραγματικής φύσης του
Ανθρώπινου είδους που δεν είναι άλλο από την αθανασία, από τη στιγμή που
ο Άνθρωπος όντας «το καθολικό ον της Φύσης» (Μαρξ) αποτελεί το φυσικό
εκείνο ον στο οποίο μετουσιώνεται η εμμενής αιωνιότητα του Κόσμου. Η
πραγματική σημασία της έννοιας του «Υπερανθρώπου», επομένως, δεν αφορά
ένα υποτιθέμενο σύνολο ιδιοτήτων που ξεχωρίζουν κάποιους σπάνιους,
λίγους κι εκλεκτούς από τους υπόλοιπους μέτριους, «κοινούς» ανθρώπους,
αλλά αναφέρεται στην καθολική εκείνη φυσική-οντολογική ποιότητα που
εμπεριέχει ολόκληρο το Ανθρώπινο είδος στην κοινή του πορεία προς την
τελική του απελευθέρωση.
Ορίζοντας την αθανασία ως την
ολοκλήρωση-πραγμάτωση της ειδολογικής ιδιαιτερότητας του Ανθρώπινου
είδους, ως τον τελικό προορισμό της Ιστορίας και ως την αφετηρία της
νέας, καθολικά απελευθερωμένης Ανθρώπινης πραγματικότητας, αμέσως-αμέσως
τοποθετείται στη σωστή του θέση κι αναδεικνύεται το νόημα κι ο
καθοριστικός ρόλος του θανάτου στην διαλεκτική εκτύλιξη της ιστορικής
διαδικασίας που θα κάνει την αθανασία πραγματικότητα. Είδαμε και
προηγουμένως ότι η Αλλοτρίωση του Ανθρώπινου είδους συνιστά μια ιστορικά
αναπτυσσόμενη πραγματικότητα η ρίζα της οποίας βρίσκεται στην ίδια την
εμφάνιση του Ανθρώπινου είδους στον Κόσμο και το επακόλουθο σχίσμα
ανάμεσα στα δύο καθολικά φυσικά-οντολογικά επίπεδα του πραγματικού, το
Φυσικό και το Ανθρώπινα Φυσικό. Από την πλευρά του Ανθρώπινου είδους η
αποξένωση αυτή εκφράζεται ακριβώς ως θνητότητα. Θάνατος και Αλλοτρίωση
του Ανθρώπινου είδους έρχονται και ταυτίζονται στην Παγκόσμια εποχή του
τέλους της Ιστορίας ακριβώς διότι συνιστούν την ενιαία και αδιαίρετη
πραγματικότητα που αποτελεί το θεμέλιο λίθο της απαρχής και της ίδιας
της ύπαρξής της. Ο θάνατος είναι η ξένη, η αλλότρια φύση του Ανθρώπινου
είδους, κι η φύση αυτή είναι απαραίτητο να ολοκληρωθεί-φανερωθεί
προκειμένου να αναιρεθεί, αυτή είναι η βαθύτερη λογική που καθοδηγεί την
αρνητική ιστορική εξέλιξη του 20ου αιώνα με τις αλλεπάλληλες ήττες του
κοινωνικού κινήματος και τη συνεχιζόμενη εδραίωση κι επέκταση της
καπιταλιστικής αλλοτρίωσης. Στο Σύμπαν ισχύει ένας καθολικός νόμος που
λέει πως οτιδήποτε στον Κόσμο έχει αρχή έχει και τέλος, ακριβώς διότι ο
ίδιος ο Κόσμος δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Tο νέο καθολικό
φυσικό-οντολογικό επίπεδο του Σύμπαντος πραγματώνεται στη βάση της
αναίρεσης αυτού ακριβώς του καθολικού νόμου, καθώς μολονότι η κοσμική
καταγωγή του Ανθρώπινου είδους χάνεται στα βάθη προ-ανθρώπινων,
προ-οργανικών καταστάσεων της Φύσης, ο Ανθρώπινος Κόσμος έχει αναμφίβολα
αρχή - δεν έχει όμως τέλος. Ο θάνατος που βιώνει σήμερα σε
καθολικό-Παγκόσμιο επίπεδο το Ανθρώπινο είδος δεν είναι παρά το αναγκαίο
«τέλος», το επιβαλλόμενο κοσμικό τίμημα που καλείται να πληρώσει το
Ανθρώπινο είδος για το γεγονός ότι έχει αρχή – γι’ αυτό και μόνο με την
υπέρβαση του «τέλους» αυτού από την επαναστατική ανατροπή του Παγκόσμιου
Κεφαλαίου θα μπορέσει να γίνει πραγματική η αληθινή, αθάνατη Ανθρώπινη
Φύση.
Ο νέος Πάπας της Καθολικής εκκλησίας δήλωσε πρόσφατα
επισκεπτόμενος τη γενέτειρά του Γερμανία: «Η μοναδική αληθινή επανάσταση
στον κόσμο είναι αυτή που μπορεί να προκαλέσει ο Θεός». Σημαδιακά λόγια
το δίχως άλλο, προερχόμενα από το στόμα του πλέον ισχυρού και
προβεβλημένου εκπροσώπου της θρησκευτικής εξουσίας στον πλανήτη - και
μην ξεχνάμε ότι η θρησκευτική εξουσία αποτελεί τη μήτρα και τη βαθύτερη
ουσία κάθε μορφής εξουσίας, κι ότι η υλική εξουσία δεν είναι παρά η
ύστατη μορφή πραγμάτωσής της. Η εξουσία, λοιπόν, έχει ανέκαθεν από την
ίδια της τη φύση μια προνομιακή πρόσβαση στην αλήθεια των πραγμάτων,
άσχετα με το ότι, εξαιτίας της φύσης της και πάλι, ανέκαθεν
αντιλαμβάνεται ψευδώς την ίδια την αλήθεια που προσεγγίζει και εκφράζει:
ο Πάπας έχει δίκιο, ο Θεός είναι αυτός που θα κάνει την αληθινή
Επανάσταση, κι ο Θεός αυτός δεν είναι άλλος από το Ανθρώπινο είδος που
αποτελεί την καθολική μετουσίωση της εμμενούς Θεϊκότητας του φυσικού
Κόσμου. Συζητώντας τις προάλλες μ’ έναν ντόπιο και παλιό
αγωνιστή-συνδικαλιστή στην ταβέρνα ενός μικρού χωριού της ελληνικής
επαρχίας, κάποια στιγμή ανάμεσα στο τρίτο και το τέταρτο κιλό κρασιού
επιχείρησε να συνοψίσει το βαθύτερο νόημα του φαινομένου που αποκαλούμε
«παγκοσμιοποίηση» με την εξής φράση: «Παλιότερα είχες να τα βάλεις μ’
ένα κράτος ή μια κυβέρνηση, τώρα είναι σα να τα βάζεις με τον ίδιο το
Θεό». Και πράγματι, το Κεφάλαιο του 21ου αιώνα υπάρχει και
συμπεριφέρεται ως Θεός, μόνο που αυτή του η θεϊκή υπόσταση δεν είναι
παρά μια μάσκα, μια μάσκα που συγκαλύπτει και φανερώνει ταυτόχρονα το
πρόσωπο του αληθινού Θεού που έρχεται - άλλωστε, μόνο ένας αληθινός Θεός
μπορεί να τα βάλει με το «Θεό» του Κεφαλαίου και να τον νικήσει…
Στην
Παγκόσμια πραγματικότητα του 21ου αιώνα ο Νίτσε είναι ζωντανός και
περισσότερο ανήσυχος από ποτέ. Οι εφιάλτες του γίνονται ολοένα και πιο
αβάσταχτοι, αγωνιά και περιμένει με τρεμάμενα χείλη και θολωμένο βλέμμα.
Περιμένει τη στιγμή που το γέλιο του επιτέλους θ’ αντηχήσει ελεύθερο
και βροντερό ως τα πέρατα του Σύμπαντος μαζί με το γέλιο δισεκατομμυρίων
Ανθρώπων του παρόντος και του παρελθόντος. Μόνο τότε θα μπορέσει ν’
αναπαυθεί γαλήνιος στη στοργική αγκαλιά της νέας, Θεϊκής πραγματικότητας
του Ανθρώπινου είδους.
[1]
Σύμφωνα με το σχολιασμό του Ντελέζ στον Νίτσε που παραθέτει ο Φ.
Τερζάκης στο σχετικό κείμενό του « Μια οκνηρία που θα επιθυμούσε την
αιώνια επιστροφή της, μια βλακεία, μια χαμέρπεια, μια δειλία, μια κακία
που θα ήθελαν την αιώνια επιστροφή τους: δεν θα ήταν πια η ίδια οκνηρία,
δεν θα ήταν πια η ίδια βλακεία…Ας δούμε καλύτερα με ποιο τρόπο η αιώνια
επιστροφή επιτελεί την επιλογή… Ο ασήμαντος, μικροπρεπής, ανενεργός
άνθρωπος δεν θα επιστρέψει.».
[2]
Γι’ αυτό κι ο 21ος αιώνας μπορεί να χαρακτηριστεί και ως «η εποχή της
Μοναδικότητας» σύμφωνα με τον ορισμό της σύγχρονης επιστήμης που
προσδιορίζει ως «Μοναδικότητα» την κατάσταση των πραγμάτων εκείνη κατά
την οποία όλοι οι νόμοι και οι κανόνες που ίσχυαν μέχρι τη δεδομένη
στιγμή, παύουν να ισχύουν.
Πηγή