Τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά και δεν επιτρέπεται να τα συγκαλύπτουμε άλλο. Οι θεσμοί νοσούν επειδή η δημοκρατία νοσεί επειδή νοσεί η κοινωνία. Ή και το αντίστροφο. Όμως είναι ίδιο το αποτέλεσμα.
Δεν είχαμε ανάγκη το πρόσφατο τραγικό γεγονός της Γλάδστωνος για να καταλάβουμε εκείνη την αλήθεια που βιωματικά, λίγο ως πολύ, όλοι γνωρίζουμε: ότι δηλαδή οι συμφώνως τω νόμω προστάτες μας αστυνομικοί σπάνια ενεργούν στο πλαίσιο του νόμου. Κι ότι οι αστυνομικοί βλέπουν υπεροπτικά όταν δεν μισούν τους πολίτες. Εν ολίγοις οι αστυνομικοί σιχαίνονται, οι αστυνομικοί φοβούνται, οι αστυνομικοί αδιαφορούν, οι αστυνομικοί συμπράττουν, οι αστυνομικοί εκτονώνονται, οι αστυνομικοί κωλυσιεργούν, οι αστυνομικοί λουφάρουν, οι αστυνομικοί αγνοούν, οι αστυνομικοί δεν θέλουν να μάθουν, οι αστυνομικοί βολεύονται, οι αστυνομικοί αισθάνονται αδικημένοι, οι αστυνομικοί έχουν αποκοπεί από το κοινωνικό σώμα, οι αστυνομικοί σπάνια είναι η λύση και συχνά το πρόβλημα, οι αστυνομικοί είναι επικίνδυνοι. Κι αν σας αρέσει!
Η κοινωνία πληρώνει πολύ ακριβά τους αστυνομικούς και σε συμβολικό επίπεδο. Δεν μας αρέσει αλλά είναι πραγματικότητα. Οι αστυνομικοί στοιχίζουν πολύ. Από την εποχή του Κορκονέα, που πυροβόλησε θολωμένος τον μικρό Γρηγορόπουλο, με αποτέλεσμα να καεί τότε επί μήνες η Αθήνα και να επαναλαμβάνεται το σκηνικό κάθε χρόνο εν είδει τελετουργίας του τρόμου, δεν έχουν αλλάξει, δηλαδή βελτιωθεί, πολλά πράγματα. Η ελληνική αστυνομία, συνήθως, αντιδρά αργά, καθυστερημένα, σπασμωδικά, ασυντόνιστα, χωρίς συνεπές σχέδιο διαρκείας, άλλοτε γραφειοκρατικά, άλλοτε δημοσιοϋπαλληλικά και, το χειρότερο απ´ όλα, συχνά - πυκνά εκδικητικά. Οι ίδιοι υποστηρίζουν ότι είναι υποστελεχωμένοι, με ελλειπή εκπαίδευση, άθλιους μισθούς, διαρκή ψυχολογική πίεση, κοινωνικό αποκλεισμό. Θα τους αναγνωρίσουμε τα δίκαια τους. Όμως κι εμείς ξέρουμε πως η κάθε πολιτική εξουσία χρησιμοποιεί τους αστυνομικούς ως πραιτοριανούς που ως κύριο στόχο έχουν να προστατεύουν τις εγχώριες ελίτ κι όχι εμάς, τους απλούς πολίτες. Τους ανυπεράσπιστους.
Χρόνια φωνάζω και μάλιστα εξ αριστερών πως δεν μπορεί να είναι ταξικός στόχος ο αστυφύλακας της γωνίας. Και ότι ο κλεφτοπόλεμος των ψευτοεξεγερμένων των Εξαρχείων με τις δυνάμεις της καταστολής απλώς θεσμοποιεί τη βία σε καθημερινή πλέον βάση. Δεν μπορεί να είναι στόχος ο πιτσιρικάς που φυλάει τα γραφεία ενός κόμματος το οποίο επιμένει να στεγάζεται στα Εξάρχεια ώστε να προκαλούνται συνεχή επεισόδια. Το ότι δεν έχουμε ακόμη νεκρούς δεν απαλλάσσει κανέναν.
Συμπερασματικά : Ουδείς αισθάνεται ασφαλής με αυτή την αστυνομία. Και το γεγονός αυτό, εκτός από τον συνεχή φόβο, «νομιμοποιεί» και την αυτοδικία. Ευτυχώς τουλάχιστον που μειώνεται η ανεργία μέσα από τον πολλαπλασιασμό των ιδιωτικών σεκιούριτι. Ιδού λαμπρό μέλλον για τους νέους μας, είτε ως ιδιωτικοί μπάτσοι είτε ως μπράβοι της νύχτας. Για τη υπόγεια σχέση όλων αυτών με τη Χρυσή Αυγή και την macho αισθητική των Ελληναράδων, έχω μιλήσει άλλες φορες. Τώρα επαναλαμβάνω πως ο ΣΥΡΙΖΑ, λόγω αγκυλώσεων, έχασε μοναδική ευκαιρία να κάνει τομή στο αστυνομικό σώμα όταν δεν επέτρεψε στον υπουργό Γιάννη Πανούση, καθηγητή εγκληματολογίας, να προχωρήσει σε εσωτερικές μεταρρυθμίσεις. Δηλαδή να επιτύχει τον εκδημοκρατισμό του, χωρίς να το ευνουχίσει αλλά και χωρίς να το αφήσει ασύδοτο.
«Αν σας αρέσει» είναι η κτηνώδης δήλωση κάποιου που είναι συνδικαλιστής, που διαθέτει νοοτροπία Χρυσαυγίτη, τουλάχιστον, και που βέβαια είναι κακός αστυνομικός. Που εκφράζει τέλος την συλλογική μας αποτυχία. Η κοινωνία συστηματικά εκφασίζεται με τον Νόμο ανενεργό, η παράλογη βία παραμονεύει παντού, ο φόβος απλώνει τα πλοκάμια του και σε συντηρητικούς «νοικοκυραίους» και σε «προοδευτικούς» του ευρέος φάσματος. Οι κατ´ εξακολούθηση σπασμένες βιτρίνες στο κέντρο της πόλης δεν είναι ούτε διαμαρτυρία, ούτε επανάσταση. Είναι ωμή απειλή και ηλίθια βία και ως τέτοια προκαλεί καινούργια βία. Δεν είναι της παρούσης αλλά ανάμεσα στην αυτοδικία του Ρουβίκωνα και εκείνη των «νοικοκυραίων» υπάρχουν χτυπητές, ποιοτικές διάφορες. Τους μεν οπλίζει η χρόνια ιδεοληψία, τους δε η χρόνια απελπισία. Έχουμε συνηθίσει πια την ασύδοτη εγκληματικότητα που εισβάλλει μέρα μεσημέρι σε σπίτια ή μαγαζιά, ληστεύοντας, βασανίζοντας και δολοφονώντας. Άλλοτε ένας φαρμακοποιός, άλλοτε ένας επιχειρηματίας, άλλοτε ένας κοσμηματοπώλης, άλλοτε ένας περιπτεράς, άλλοτε ένας ταξιτζής, άλλοτε ένας βενζινοπώλης, άλλοτε το μαγαζί που διανυκτερεύει ... το χρονικό αυτό της βίας και του αίματος δεν έχει τέλος. Με σχεδόν καθημερινή παρουσία στο αστυνομικό δελτίο των επαναληπτικών φρικωδιών εναντίον των απομονωμένων υπερηλίκων που γίνονται η εύκολη λεία της πιο σαδιστικής εγκληματικότητας. Έτσι είναι. Οι πιο ανυπεράσπιστοι, τα πιο εύκολα θύματα. Κι αν σας αρέσει.
Για να μην αναφερθώ πάλι στην ραγδαία γκετοποίηση της Αθήνας που επιτρέπει σε εμπόρους, βαποράκια και χρήστες να συναλλάσσονται μέρα μεσημέρι, εμπρός στα μάτια των παιδιών, να τρυπιούνται έξω από τα σχολεία ή εκτεθειμένοι σε πεζοδρόμια και πλατείες, εμπρός στους αιφνιδιασμένους περαστικούς ή τους εξοικειωμένους περιοίκους, στο κέντρο και τις συνοικίες μιας πόλης που έχει καταντήσει εφιάλτης... Που έχουν καταστεί άβατο ολόκληρες περιοχές του ιστορικού κέντρου. Κι αν σας αρέσει.