Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2020

Η ευτυχία έχει πάντα ρόδινο, βαθύ πορτοκάλι χρώμα.( Όπως και το ευρώ)

Gerhard Richter (1932) SFMOMA, San Francisco, Lesende, Sabine Moritz, 1994. Λάδι σε λινό!
 Ίσως ο μεγαλύτερος εν ζωή ζωγράφος μαζί με τον Pierre Soulage. Ο τελευταίος και κυριολεκτικά αφού είναι ήδη εκατό ετών! Συνομηλίκος με τον Αμερικανό Wayne Thiebaud που γεννήθηκε το 1920. 
Εδώ ο Ρίχτερ ζωγραφίζει με την προσωπική του φωτορεαλιστική μέθοδο την έγκυο, τρίτη, πολύ νεαρότερη, γυναίκα του που διαβάζει.
 Προφανείς οι αναφορές στο Γράμμα του Vermeer αλλά και στην θρησκευτική εικονογραφία της Παρθένου με τη Βίβλο. Κυρίως λόγω μαλακών, κινηματογραφικών φωτισμών αλλά και στάσης του μοντέλου. Λεπτομέρεια: 
Η Σαμπίνε που είναι κι αυτή ζωγράφος, γεννήθηκε το 1969. Είναι ήδη έγκυος όταν ποζάρει. Θα παντρευτεί τον Ρίχτερ, την επόμενη χρονιά, το 1995. Αυτός θα είναι τότε 63 και εκείνη 26 ετών.
Στην άλλη φωτογραφία τα ασπρόμαυρα, "κουνημένα" έργα του από την εποχή του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Ο Ρίχτερ γεννήθηκε στη Δρέσδη το 1932 και κατέφυγε στη Δύση, στο Ντύσελντροφ μαζί με την πρώτη του σύζυγο λίγους μήνες πριν χτιστεί το τείχος. Από την γκρίζα ζόφο, την τυποποιημένη ζωή και την ανασφάλεια της ανατολικής Γερμανίας στο ιερό φως του καπιταλισμού και της ατομικής επιτυχίας - ευτυχίας. Στον έρωτα!






ΥΓ.Η αιώνια ιστορία. Η νεότητα και το γήρας. Η σοφία και η αθωότητα. Ο κυνηγός που γίνεται θήραμα και το θήραμα που μεταμορφώνεται σε κυνηγό. Η αντιστροφή των ρόλων. Η σύγκρουση των φύλων και των status. Αλλά κι ο έρωτας. Που όλα τα ανακατεύει γλυκά που όλα τα νομιμοποιεί, όλα τα καθαγιάζει, όλα τα ανατρέπει. Και το ταλέντο βέβαια, συχνά συνώνυμο της επιτυχίας που δεν αναγνωρίζει διαχωριστικά όρια ή ηλικίες. Αφού καταργεί κάθε κανόνα ή απαγόρευση. Είναι σαν να λέει: Αγάπα και κάνε ό τι θέλεις.
Αλλά και η απελπισία του έρωτα. Όταν έλθει το πλήρωμα του χρόνου. Που πάντα έρχεται. Η απελπισία από τον έρωτα.Το κόστος του ... Από το βαθύ πορτοκαλί στο γκρίζο.

Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2020

ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ

(για όσους έφιαξαν τις εικόνες της πραγματικής πατρίδας)

Σκέφτομαι πως με τον θάνατο αυτών των  σημαντικών, των σπουδαίων ανθρώπων δεν θρηνούμε τόσο για την φυσική τους απώλεια. Πόσο μάλλον που παραμένει το έργο τους, ζωντανή απόδειξη της ύπαρξης τους και ένα είδος σταθερής ευλογίας απέναντι στην φθορά, φυσική ή συμβολική που μας απειλεί και κυρίως στην ασχήμια που μας ευτελίζει καθημερινά.
Θρηνούμε περισσότερο για εμάς τους ίδιους, για την δική μας απώλεια - ψυχική, αισθητική, ιδεολογική, πολιτισμική, ιστορική, υπαρξιακή. Επειδή οι δημιουργοί αυτοί με τον τρόπο τους έχουν καταστήσει και εμάς τους ίδιους σημαντικούς αφού συμμετείχαμε, ο καθένας με τις δυνατότητες του, στο δικό τους όραμα. Σαν ένα είδος συλλογικής γιορτής. Αυτό το όραμα, αυτήν την ιδεατή πατρίδα των εικόνων τώρα θρηνούμε. Αυτή είναι η μεγαλύτερη απώλεια. Η αναντικατάστατη. Καθώς επικρατεί σταθερά η δημοκρατία των μετρίων, τα σπιθαμιαία μεγέθη που κορδακίζονται εν ου παικτοίς. Οι ανάρχιδοι και οι σταρχιδιστές.
Επειδή όλες αυτές προσωπικότητες, ο Αγγελόπουλος, ο Κούνδουρος, ο Κουνέλλης, ο Κανιάρης χτες, η Ρουκ, η Κική, ο Δάλας σήμερα στάθηκαν  σημεία αναφοράς και ταυτότητες μιας ολόκληρης εποχής και μιας άλλης πατρίδας. Εκπροσωπώντας την αληθινή ηγεσία του τόπου πάνω και πέρα από τους εμπόρους της εξουσίας, τους εργολάβους του τόπου, τους προσκυνημένους και τους "ρεαλιστές".
Μιας μεγάλης Ελλάδας, ενός έθνους και μιας χώρας εικόνων και ιδεών που δεν έχει σχέση με την μιζέρια των ημερών. Κοσμοπολίτες οι περισσότεροι αλλά και βαθιά χθόνιοι, αληθινοί δαίμονες του γενέθλιου τόπου, απέδειξαν ότι υφίσταται σύγχρονος, ελληνικός πολιτισμός, ένας πολιτισμός που αντιστέκεται, με συνείδηση ελευθερίας και επαναστατικά ανακλαστικά και πως δεν πρόκειται για μιαν ακόμη έωλη κατασκευή των πολιτικάντηδων.
 Ένας πολιτισμός που δεν χωράει στα μουσεία τους, τις επετείους τους, τον εφησυχασμό των διακηρύξεων τους. Στο πολιτικό ή πολιτιστικό τους κιτς.
 Και ότι είναι κάτι, κάτι μοναδικό και πολύτιμο που αναβλύζει από την πιο μυστική ρίζα μας. Αυτό είναι που θάβουμε σήμερα. Κάτι που δεν αναπληρώνεται. Κάτι για το οποίο δεν υπάρχει, φευ, ορατή συνέχεια. 
Εξ ου και η ακατασίγαστη μελαγχολία μας.
Για αυτήν την συμβολική απώλεια, την τόσο μεγάλη  θρηνούμε σήμερα. Επειδή μικραίνει ο τόπος και δεν βρίσκονται πολλοί πια για να ανασχέσουν αυτές τις σταθερές, μικρές ή μεγάλες, ήττες που υφιστάμεθα διαρκώς. Και μάλιστα χωρίς πόλεμο.

ΥΓ.Όχι και πάλι όχι στην αγκουσεμένη, την υποχρεωτική ευτυχία και τη μαζική συγκίνηση. Όχι στον εκμαυλισμό και την κατατονία μιας ολόκληρης κοινωνίας. Η ηδονή και η ευχαρίστηση είναι ατομικά σπορ. Κι ο έρωτας πολεμική τέχνη. Κυρίως αυτός. Έρωτας και για τους ανθρώπους και για τα πράγματα. Και μην ξεχνάτε: Οι λέξεις και οι θάλασσες μόνο τρικυμισμένες αποκαλύπτουν την αληθινή τους δύναμη. Μόνο τρικυμισμένες υπερασπίζονται την αλήθεια τους.








Ut pictura poesis: Manos Stefanidis

Monday, February 24, 2020, 7-8.30pm

Main Quad Building 260, Room 252 (German Studies Library), Stanford University campus



Manos Stefanidis is Associate Professor at the School of Philosophy of the National and Kapodistrian University of Athens where he teaches Art History. He has published extensively on modern Greek art and on the interface of visual arts and literature and he is also an accomplished poet. He was commissioner of Greece in the Venice Biennale and he organized and directed the branch of the National Gallery in Corfu. His books (in Greek) include among others the 10-volume Ellinomouseion; A History of Painting, from Byzantium to the Renaissance and the Impressionists to Picasso; Little Gallery, Personalities, Judgments and Values of Greek art; Glass Eye, Essays on the Teleculture and Aesthetics of Poverty. His Τραγούδια για το πένθος (“Songs for grief”) latest poetry book was published by Kastaniotis editions.

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2020

Για την αγιάτρευτη μελαγχολία της




" Απελπισία των γηρατειών σημαίνει ότι αισθάνεσαι το χώμα να κριτσανίζει στο στόμα σου. Για εξοικείωση..."

Αυτό ακριβώς. Η Κική Δημουλά έγραψε ποίηση ως γυναίκα σ' έναν χώρο υπερφίαλα ανδρικό. Φτάνοντας κοντά στο Νόμπελ. Τουλάχιστον όσο μπορεί κανείς να ξέρει από τα απόρρητα της σουηδικής Ακαδημίας. Όπως ανάλογα συνέβη με Σικελιανό και Καζαντζάκη.
Κι αυτό δεν της το συγχώρεσαν ποτέ οι άρρενες συνάδελφοι της. Γι' αυτό και την ζήλευαν. Ιδιαίτερα όταν εξελέγη ακαδημαϊκός. Η πρώτη γυναίκα ποιήτρια! Η Δημουλά έγραψε σε μια χαμηλόφωνη πρόζα που όμως ήξερε την κρίσιμη στιγμή να ίπταται. Να υπερυψούται. Καταφέρνοντας να βρει ατόφιο λυρισμό ακόμη και στις σκόνες της πιο αδιέξοδης καθημερινότητας. Κάνοντας ποίηση από το τίποτα. Κυριολεκτικά.
Η Κική Δημουλά έφερε την ποίηση κοντά σ' ένα ευρύτατο κοινό χωρίς αισθητικούς συμβιβασμούς αλλά και χωρίς την βοήθεια της δημοφιλούς, λαϊκής μουσικής όπως συνέβη στους Σεφέρη, Ρίτσο, Ελύτη, Λειβαδίτη, Καββαδία, Σαχτούρη κλπ. μέσω των συνθετών Θεοδωράκη - κυρίως - Χατζιδάκι, Σπανού και Μικρούτσικου. 
Κάτι τέτοιο είχε να συμβεί από την εποχή του Παλαμά και του Σικελιανού. Ασύλληπτο! Να διαβάζεται η ποίηση αντί να τραγουδιέται!
 Γι' αυτό την μισούσαν. Αφού ακόμη και τα κλισέ των συνεντεύξεων της γίνονταν δημοφιλή ευαγγέλια για τους νέους. Ιδιαίτερα όταν μιλούσαν - και πολύ συχνά μιλούσαν - για τον έρωτα και για τον θάνατο. Με κομψή επιτήδευση και απροσχημάτιστη μελαγχολία.
Η Κική Δημουλά δεν υπήρξε ποτέ η πολυταξιδεμένη, η πολυδιαβασμένη, η πολύγλωσση, η πολυπράγμων ποιήτρια. Υπήρξε όμως η αληθινή, η ουσιαστική ποιήτρια. Που ήξερε σαφώς τις αδυναμίες της, δηλαδή τα πράγματα που αγνοούσε και ντρεπόταν συχνά όταν έπρεπε να θεωρητικολογήσει. Γιατί αυτή ήξερε τη ζωή από την οδυνηρή, πρακτική της πλευρά. Οι φιλοσοφίες δεν την αφορούσαν. Η ίδια ήταν απ'ευθείας σοφή. Χειροποίητη.
Ζώντας στην σκιά του Άθω αρχικά κατάφερε να γίνει ήλιος από μόνη της και σας διαβεβαιώ το απολάμβανε. Ήθελε, όσο μεγάλωνε, να ζήσει τα πάντα, με δίψα και πείσμα εφηβικό και χαιρόταν για την αγάπη και τον θαυμασμό του ευρύτερου κοινού. Την συντεχνία την περιφρονούσε με απατηλή ταπεινοφροσύνη. Ήξερε πολύ καλά ποια ήταν όσο κι αν το έκρυβε επιμελώς. Τώρα το ξέρει πολύ περισσότερο...

ΥΓ. Με τίμησε με τη φιλία της. Οι επιστολές και οι αφιερώσεις στα βιβλία της είναι και θα είναι για μένα φυλαχτά. Βγάλαμε μαζί το βιβλίο "Το Σώμα. Ο Έρωτας" από τις εκδόσεις Τέχνης Οίστρος του Γιώργου Κωστόπουλου. Βιβλίο που συνόδευε την ομότιτλη, εικαστική έκθεση πριν από τρία χρόνια. Δεν ασχολήθηκε ουδείς (!) μ' αυτό. Ούτε οι σφουγγοκωλάριοι της δημοσιογραφίας που τώρα λιβανίζουν, ούτε η συντεχνία που σήμερα θρηνεί. Δεν πάνε στο διάβολο. Η Κική μού έλεγε κι αυτό φτάνει:
" Μωρέ! Τί καλό βιβλίο!" Τί κρίμα πάντως που δεν θα προλάβει το άλλο βιβλίο που ετοιμάζαμε από τις εκδόσεις University Studio Press και που ακόμα είναι στο τυπογραφείο. Λέγεται " Έρως Καλός" και συναρθρώνει 21 ποιητές και πεζογράφους με 21 ζωγράφους και γλύπτες. 



Φωτογραφία: Η ομορφιά καραδοκεί παντού. Έστω κι αν περνάς από μπροστά της αδιάφορος. Καλύτερα, τυφλωμένος. Το μεγάλο μάθημα που με δίδαξε η Κική. Εδώ, ένα λαϊκό σπίτι απέναντι από τον Άγιο Διονύσιο στο λιμάνι του Πειραιά, πίσω ακριβώς από τις ράγες του τρένου στη Δραπετσώνα. Και ιδού το θαύμα. Μια πήλινη Κνιδία Αφροδίτη, ένας Πραξιτέλης να σε κοιτάει χαμογελώντας μέσα από την εγκατάλειψη. Ανάμεσα στις σκουριασμένες κεραίες και τους ξεφλουδισμένους τοίχους. Αλλά και μ' έναν ήλιο να περιθάλπει πάντα πεφορτισμένο. Κάθε πενθούντα. Ένας περίεργος Pistoletto στα σκουπίδια. Ένας Michelangelo! Μία Αφροδίτη, σχεδόν αθέατη, με το αινιγματικό όμως, το ειρωνικό χαμόγελο της Κικής. Αλλά και την αγιάτρευτη μελαγχολία της.

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2020

Ζωγραφίζοντας την επιθυμία

 Ο Hockney για τον Καβάφη

Μέσα στα καπηλειά και τα χαμαιτυπεία
της Βηρυτού κυλιέμαι. Δεν ήθελα να μένω
στην Αλεξάνδρεια εγώ. Μ’ άφισεν ο Ταμίδης...
(Μέσα στα καπηλειά, 1926)


Ηχεί παράδοξα αλλά μάλλον είναι η αλήθεια. Τον Κ.Π. Καβάφη τον κατέστησε μεν γνωστό στη Δύση ο E.M. Forster τη δεύτερη δεκαετία του προηγούμενου αιώνα -μέσω του συμφοιτητή του στην Οξφόρδη Γεωργίου Βαλασσοπούλου- αλλά τον έκανε διάσημο στα τέλη του '60 ένας άγνωστος τότε ζωγράφος ονόματι David Hockney. Πώς; Μα εικονογραφώντας με έναν ολωσδιόλου ιδιαίτερο τρόπο μερικά «ερωτικά» ποιήματα του Αλεξανδρινού (Illustrations for Fourteen Poems by C.P. Cavafy, Alecto editions, 1967). Κατ’ ουσίαν επρόκειτο για δώδεκα χαλκογραφίες και ακουατίντες οι οποίες με γραμμικό - απέριττο τρόπο απέδιδαν τα χλιαρά δωμάτια του ποιητή, τα νεανικά ζευγάρια, τα εφηβικά σώματα των εραστών, την επιθυμία. Προπάντων αυτή. Ο Hockney, ομοφυλόφιλος ο ίδιος, συνέλαβε εντελώς αποενοχοποιημένα το ιδιαίτερο κλίμα του ποιητή και σχεδίασε τις εικόνες του τόσο αθώα σαν ένας Fra Angelico του εικοστού αιώνα. Η επιθυμία, η ηδονή, το αποκάρωμα μετά τον έρωτα, το ημίφως, οι ξαφνικές κηλίδες του ήλιου στον τοίχο, τα υγρά σεντόνια, τα κορμιά που μοσχοβολούν σαν λουλούδια. Συνέλαβε επίσης την κοσμοπολίτικη Ανατολή την οποία βίωνε ο Καβάφης και την οποία ενστάλαζε στους στίχους του με αγάπη αλλά και μ’ ένα αίσθημα υπεροχής. Με τη δική του συνείδηση της ιστορίας. Πάντα στα ποιήματά του, τα γεμάτα υπονοούμενα, υπαινιγμούς, σημαίνοντες αναχρονισμούς, ανακατασκευές της ιστορίας, «δημοσιογραφικές» πληροφορίες που θα μπορούσαν να είναι και προσωπικές εξομολογήσεις, μοιάζει να κρύβεται ο ίδιος σε μία γωνία -καλύτερα, σε μία στροφή- και να κρυφογελάει πίσω από την πλάτη μας. «Βρείτε τι εννοώ». Είναι σαν να λέει. Ο Hockney αντιλαμβάνεται αυτό το κλείσιμο του ματιού και το ανταποδίδει όχι σαν ομοφυλόφιλος προς ομοφυλόφιλο αλλά σαν καλλιτέχνης προς καλλιτέχνη. Έχει το θάρρος, αυτός ο φοβισμένος πλην υπερόπτης νεαρός, να διεκδικήσει ολοκληρωτικά τον Καβάφη και τα καταφέρνει. Έκτοτε οι εικονογραφήσεις του ποιητή (ή τα πορτρέτα του) θα διαθέτουν μεγαλείο, ιστορική ακρίβεια, σχεδιαστική επάρκεια, αν προτιμάτε, ακόμη και μυστήριο ή δράμα (ο γέρων της Αλεξάνδρειας διασκέδαζε αφάνταστα με το προσωπείο που είχε σκηνοθετήσει για τους θαυμαστές του) όμως δεν θα έχουν αυτή την παίζουσα ατμόσφαιρα, το χιούμορ και τον ίμερο (πείτε τον και καύλα). Για τον Καβάφη τα σχέδια του Hockney είναι απλώς ένα από τα πολλά παρεμπίπτοντα (εικαστικά έργα, ταινίες, μελέτες, άλλα ποιήματα, μυθιστορίες, άλλα πεζά κ.α.) που απορρέουν από το έργο του. Για τον Hockney αυτή η φόρμα και αυτή η θεματολογία θα κυριαρχήσουν έκτοτε στη ζωγραφική του και θα του προσδώσουν μια τέτοια ταυτότητα ώστε να γίνει αναμφισβήτητα πρωταγωνιστής της Pop Art και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Επίσης θα εισαγάγει θριαμβευτικά τον Καβάφη στις gay κοινότητες της Μ. Βρετανίας και των Η.Π.Α. μυώντας σχετικώς ονόματα όπως ο Warhol, o Rauschenberg, o Capote, o Ginsberg κ.α. Ο φιλελευθερισμός της εποχής περνάει από τις συνοικίες των καλλιτεχνών στα πανεπιστήμια και από εκεί στα Μ.Μ.Ε. και το ευρύ κοινό. Ο Andy Warhol έκανε απλώς trendy, πολύχρωμες προσωπογραφίες του μεγάλου Αλεξάνδρου, του Αλέξανδρου Ιόλα, της Marylin, του Nixon, κλπ. Ο Καβάφης δεν είχε ποτέ την ανάγκη του για 15 λεπτά δημοσιότητας. Του αρκούσε η αιωνιότητα. 


Γιατί όμως χαρακτικά κι όχι σχέδια για την εικονογράφηση των ποιημάτων; Νομίζω ότι ο Hockney γνώριζε την πασίγνωστη χαλκογραφία του Γιάννη Κεφαλληνού και εμμέσως όχι από κρυπτομνησία τη σχολιάζει με το προσωπικό του στιλ. Προσέξτε: όχι τη φωτογραφία (σαν αυτή του Μιχ. Τόμπρου) αλλά το εικαστικό έργο. Όχι την συνεκδοχή αλλά τη μεταφορά*. Όπως αφηγείται ο ίδιος ήταν μειράκιο (γεννήθηκε το 1937) όταν πρωτοδιάβασε ποίηση του Καβάφη σ’ ένα οπισθόφυλλο του Lawrence Durrell (προφανώς το «Αλεξανδρινό κουαρτέτο»). Τότε έψαξε για τα άπαντα του ποιητή στη βιβλιοθήκη της γενέθλιας του πόλης το Bradford και έκλεψε (sic) το αντίτυπο. Ήταν μέσα της δεκαετίας του '50. Έκτοτε, πολλά από τα πρώιμα έργα του βασίζονται στα ποιήματα του Αλεξανδρινού, όπως πχ μερικά χαρακτικά του '61 με τίτλο “Kaisarion and all his beauty” και “Mirror, Mirror on the Wall” στο οποίο εικονογραφείται το ποίημα “Ο καθρέπτης στην είσοδο” του 1930 (το έργο σήμερα στην Tate). Τέλος τον προφανώς καβαφικό πίνακα “A Grand Procession of Dignitaries in Semi-Egyptian Style” που εξετέθη σε έκθεση σπουδαστών του Royal College υπό τον τίτλο “Young Contemporariesτο 1962. Ενδεικτική λεπτομέρεια της μεταφυσικής που σαρώνει και την αγορά της τέχνης: Ο Hockney πούλησε τον πίνακα το 1964 έναντι 110 λιρών. Το έργο ξαναπουλήθηκε του 1989 στη τιμή των 2,2 εκατομμυρίων δολαρίων. Το 1963, ο Hockney επισκέφθηκε το Κάιρο, το Λούξορ και την Αλεξάνδρεια προς άγραν ηδονής και έμπνευσης. Τον Ιανουαρίου του 1966 βρίσκεται για τους ίδιους λόγους στη Βηρυτό όπου φιλοτεχνεί πολλά σχέδια εκ του φυσικού με πενάκι και μελάνι.
Έτσι, σαν έτοιμος από καιρό και θαρραλέος, αναλαμβάνει την εικονογράφηση των ποιημάτων για το Alecto και χαράζει περί τις είκοσι πλάκες. Τελικά, στην έκδοση του ΄67 θα περιληφθούν δώδεκα χαρακτικά, σε 500 περιορισμένα αντίτυπα, εκ των οποίων το ένα είναι πορτραίτο του ποιητή. Τα πρώτα 250 μάλιστα είχαν “άδετη” και μια δεύτερη προσωπογραφία του Καβάφη. Μετά από πολλά τραβήγματα (limited editions) και αρκετές περιπέτειες που έκαναν διάσημο τον δημιουργό τους, οι πλάκες δωρήθηκαν στη ΜΟΜΑ της Νέας Υόρκης. Ας σημειωθεί πως τη μετάφραση του ερωτικού Καβάφη ανέλαβαν ο N. Stangos (1936-2004) και ο, μετέπειτα sir, Stephen Harold Spencer (1909-1995), συγγραφέας, ακτιβιστής και φίλος των W.H. Auden, Ted Hughes, V. Woolf, T.S. Eliot, κ.α...
Ο Καβάφης, είναι προφανές, φέρνει τύχη στον Hockney: το 1967, βραβεύεται με το έπαθλο ζωγραφικής John Moores ενώ το 1968 το Art Council παρήγγειλε ένα σύντομο ντοκιμαντέρ με θέμα τις χαλκογραφίες του και τίτλο “Loves Presentations”. Σκηνοθέτης ο James Scott. Ένα από αυτά τα χαρακτικά του Hockney, το “In the dull village” (Στο πληκτικό χωριό, 1925), συμπεριελήφθη to 2010 στην περίφημη σειρά του BBC και του Βρετανικού Μουσείου: “A History of the World in 100 Objects”. Επρόκειτο για το αντικείμενο υπ' αριθμόν 97 και το εισηγήθηκε ο διευθυντής του μουσείου, ο πολύς Neil McGregor


Για την έκδοση του Alecto, ο Hockney το 1966 εικονογραφεί μεταξύ των άλλων τα ποιήματα "Δύο Νέοι, 23 έως 24 ετών, 1927” (Two Boys Aged 23 or 24), “Ρωτούσε για τη ποιότητα, 1930”, (He Enquired after the quality), “Προθήκη του Καπνοπωλείου, 1917” (The Shop Window of a Tobacco), Κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων Μάγων, 1931” (According to th Prescription of Ancient Magicians), “Εν απογνώσει, 1923” (In Despair), “Ωραία λουλούδια κι άσπρα ως ταίριαζαν πολύ, 1921” (Beautiful and White Flowers), κλπ. Είναι σαφές ότι επιλέγονται ποιήματα από τη γεροντική και πλέον ώριμη – όσο και αυτοεξομολογητική – περίοδο του Καβάφη. Σαν μία ελεγεία στην ερωτική νεότητα που πλέον απέλειπεν. Σαν μίαν υπόμνηση του πλησιάζοντος θιάσου. Ο Hockney σκηνογραφεί τη δική του Αλεξάνδρεια, εμπνευσμένη από τα ταξίδια του στην Αίγυπτο και τη Βηρυτό. Αναπαράγει τις αραβικές και τις αγγλικές επιγραφές, φιλοτεχνεί πορτραίτα φίλων του, εκσυγχρονίζει τον Καβάφη τοποθετώντας εραστές του σε μια κρεβατοκάμαρα κάπου στο Notting Hill. Ο δικός του, μάλλον βρετανικός, οριενταλισμός είναι σαφώς διαφορετικός από εκείνον του Edward Said. Το βιβλίο τυπώνεται το 1966 αλλά κυκλοφορεί το 1967, χρονιά κατά την οποία αίρεται σε Αγγλία και Ουαλία ο νόμος εναντίον των ομοφυλοφίλων. Η έκδοση κάνει γνωστό από τη μία μέρα στην άλλη τον Hockney (σώζονται φιλμάκια από σχετικές του συνεντεύξεις στο Youtube) καθώς επαναφέρει τον μυθικό Καβάφη με άλλους όρους. Είναι, εκ άλλου, η εποχή που ο Bacon και ο σαδομαζοχιστικός ομοερωτικός του κόσμος μεσουρανούν. Όπως και να έχει το πράγμα τώρα το κορμί – κι όχι το «σώμα» αφηρημένα – ξανακερδίζει τα δικαιώματά του… “Τόν μοιάζει βέβαια η μικρή αυτή / με το μολύβι απεικόνισίς του./ Γρήγορα καμωμένη, στο κατάστρωμα του πλοίου·/ ένα μαγευτικό απόγευμα. /Το Ιόνιον πέλαγος ολόγυρα μας./ Τόν μοιάζει. Όμως τον θυμούμαι σαν πιο έμορφο…Πιο έμορφος με φανερώνεται/ τώρα που η ψυχή μου τόν ανακαλεί, από τον Καιρό.” Όχι, το σχέδιο αυτό δεν μπορεί να το έκανε o Hockney. Ούτε αναφέρεται στην αισθητική του Notting Hill. Αυτή η γλυκόπικρη γεύση της ανάμνησης ταιριάζει τον Τσαρούχη περισσότερον. Και ήταν η εικόνα που άρχιζε ν' αναλαμβάνει τη κηδεμονία της πραγματικότητας...


*Εξαιρετικός σκηνοθέτης της καβαφικής ατμόσφαιρας υπήρξε επίσης ο συμπατριώτης του ποιητή, λιτός και υπαινικτικός, Τάκης Καλμούχος.




The ontology of evil in the works of Cavafy, Hockney, Bacon


 Hockney, Cavafy, 1968



I wallow in the tavernas and brothels of Beirut.

I didn’t want to stay

in Alexandria. Tamides left me...

(In the tavernas, 1926)


It makes sense. All metaphysics are concerned with what will happen next. The ontology, on the other hand is about what has happened before. The modernist themes of Cavafy, Bacon and Hockney discuss more or less what is happening in the time being and what are the ways that make it happen. It is natural. The body as both a wish and a wear and tear, together with its corresponding mythology being dominant since the cycle of the body is covering the entire spectrum of time that each of us deserves. Neither before or after, but now. We live long enough to condense into our lives the Entire Time, to condense History. In a way that history begins with our birth and ends with our departure from this world. These concepts run through modernism defining the affected person as metaphysics as well as the ontology of evil.
  • How can there be history after me?
  • -Since I'm going to die, how can I live? Doesn't this thought constitute an absurdum;

Art is the raft to sail across not the sea of ​​life but the swamp of death. Happiness and pleasure are mortgaged to decay. This can be nothing other than evil. What we may call the ontological evil. Or, if you prefer, a different face of death in a pleasant disguise. That takes very little but costs too much.
In Cavafy and Bacon, despite the value of life experience, frustration is lurking. Nothing is really happening now rather than the memory of wasted passion. Art as a mausoleum of desire presenting erotic bodies, stuffed shadows. Though Kant-according to the ontological duality (Marcel Gauchet1)-, first elaborated the wild beast, the man under Nietzsche2, should invent, should justify and bear himself the good and the evil, the moderation and the limits3. Since God is dead ... no one is exempt from the troubles and dangers of self-configuration. As an example to that stand Cavafy, Bacon, Hockney and their work. If evil is not the non-being, the non existent, as alleged by Philo the Alexandrian, then probably exists as something that has already happened and concerns weakness and deprivation (Dionysius the Areopagite). It becomes the evil demon of Descartes who resides in doubt (malicious demon - malin génie), whilst Kant's root evil meets the thought of Schopenhauer who believes deeply that life itself is evil (böse).
What we are is what we desire, says Lacan, so the fulfillment of desire is an early form of evil since we ignore what we really want. We simply acquire consciousness of desire through language. As beings who have wills and desires we only live its deprivation (manque à être) ...
-So is evil anything else but the illusion that hides the only truth you are entitled to, your death?
It sounds paradoxical, but it is rather true. Although CP Cavafy was known in the West by EM Forster during the second decade of the last century - through his Oxford classmate George Valassopoulos- what really made him famous in the late 60s was an unknown painter back then named David Hockney. How?
By illustrating with a very special way some "erotic" poetry of the Alexandrian (Illustrations for Fourteen Poems by CP Cavafy, Alecto editions, 1967). In essence, he made twelve engravings and aquatints which attributed in a plain, linear way the poet's lukewarm rooms, the youthful couples, the teen bodies of lovers, the lust. Above all that. Hockney, a homosexual himself, captured completely and without guilt the poet's unique environment and designed the images as innocently as a Fra Angelico of the twentieth century. The desire, the pleasure, the fatigue after love, the twilight, the sudden patches of sunlight on the wall, the wet sheets, the bodies that smell like flowers. He also captured the ambience of the multi-cultured East where Cavafy lived and worked and which he embedded in his verses with love but also with a sense of superiority. With his own consciousness of history. His poems are always full of innuendos, insinuations, anachronisms, historical reconstructions, "journalistic" information that could also be personal confessions; better yet he seems to hide himself in a corner, in a bend-and secretly laughing behind our backs. As if he is saying, "Find what I mean.". Hockney understands his wink and reciprocates not like a homosexual to a homosexual but as an artist to artist. That scared but arrogant and courageous young man accomplishes to completely lay claim to Cavafy4. From that moment onwards, the poet's illustrations (or portraits) will be full of greatness, historical accuracy, adequate design, if you prefer, or even mystery or drama ( the elder man of Alexandria incredibly amused himself with the mask he had directed for his fans) but will not have this playing atmosphere, the humor and the lust or even the sexual excitement. For Cavafy, Hockney's drawings are just one of the many incidentals (visual arts, film studies, other poems, myths, other prose etc.) that arise from his work. For Hockney those forms and themes will dominate his painting and will provide him with recognition as the indisputable protagonist of Pop Art on both sides of the Atlantic. It will also introduce triumphantly Cavafy into gay communities of the UK and U.S. initiating relative names as Warhol, Rauschenberg, Capote, Ginsberg etc. The era of Liberalism passes by the artistic neighbourhoods to universities and from there to the media and the general public. Andy Warhol simply made trendy, colorful portraits of Alexander the Great, Alexander Iola, of Marylin, of Nixon, etc. Cavafy never had the need for 15 minutes of fame. Eternity was enough for him.

Hockney, In a dull village, 1967

But why prints and not drawings to illustrate the poems? I think Hockney was aware of the famous engraving of John Kefallinos and indirectly he comments on it through his personal style. Note: not the photo (like that of Michael. Tompros) but the artwork. Not the implicit, but the metaphor. As he narrates he was just a little boy (born in 1937) when he first read the poetry of Cavafy on the back of Lawrence Durrell (apparently the "Alexandrian Quartet"). He then looked for the complete works of the poet in the library of Bradford, his native city and stole (sic) the copy. It was in the mid 50s. Since then, many of his early works are based on the Alexandrian's poems, as for example some engravings of '61 entitled "Kaisarion and all his beauty" and "Mirror, Mirror on the Wall" which illustrated the poem "The mirror at the entrance" 1930 (the project today in Tate).
Finally the painting that was obviously inspired by Cavafy "A Grand Procession of Dignitaries in Semi-Egyptian Style" set forth at a student exhibition of the Royal College under the title "Young Contemporaries" in 1962. An indicative detail of metaphysics that scans the art market as well: Hockney sold the painting in 1964 for 110 pounds. The same painting was sold again in 1989 at the price of $ 2.2 million. In 1963, Hockney visited Cairo, Luxor and Alexandria in quest of pleasure and inspiration. In January 1966, he is for the same reasons in Beirut where he has created many drawings from life with pen and ink.
So as if he has been long prepared and courageous he undertakes illustrations for poems about Alecto and carves about twenty plates. Finally, twelve engravings will be included in the 1967 version, as 500 limited copies, one of which is a portrait of the poet. The first 250 which were actually "Loose-leaf" included a second portrait of Cavafy. After many troubles (limited editions) and several adventures that made their creator famous, the plates were donated to MOMA in New York. Note that the translation of the erotic Cavafy was a work of Mr N. Stangos (1936-2004) and, later sir, Stephen Harold Spencer (1909-1995), writer, activist and friend of WH Auden, Ted Hughes, V. Woolf, T.S. Eliot, etc. ..
Cavafy, obviously, brings luck to Hockney: in 1967, he is awarded with the John Moores painting prize while in 1968 the Art Council commissions a short documentary about his engravings under the title "Loves Presentations". James Scott takes it on as the filmmaker. In 2010, one of Hockney's engravings, the "In the dull village" (1925) was included in the famous series of the BBC and the British Museum: "A History of the World in 100 Objects". It was object number 97 and was suggested by the director of the museum, the grand Neil McGregor5.
For the Alecto edition, in 1966, Hockney illustrates among others the poems (Two Boys Aged 23 or 24)/1927, (He Enquired after the quality)/1930, (The Shop Window of a Tobacco)/1917, (According to th Prescription of Ancient Magicians)/1931, (In Despair)/1923, (Beautiful and White Flowers)/1921, etc. It is clear that the selected poems come from Cavafy's senile, more mature and self confessing period. As an elegy to the youthful love, that is now being dismissed. As a reminiscence of the approaching procession. Hockney paints his own Alexandria, inspired by his travels in Egypt and Beirut. He reproduces the Arab and English inscriptions, he creates portraits of friends, modernises Cavafy by placing his lovers in a bedroom somewhere in Notting Hill. His own, rather British, orientalism is clearly different from that of Edward Said's . The book is printed in 1966 but released in 1967, in the year when the law in England and Wales is against the homosexuals. This edition makes Hockney known from one day to another (clips from related interviews are saved on Youtube) and restores the mythical Cavafy under different conditions. It is the time when Bacon and his sadomasochistic homosexual world prevail. It is the frame - not the "body" abstractly – that regains its rights ...


This little pencil sketch –

it’s certainly him.

It was done quickly, one long

charmed afternoon

on the Ionian. Yes, I’d say

it caught his looks –

though I remember him more handsome;

so must the sensualist, you’d say

he was lit up with it... Yes, he looks

so much more handsome,

now my heart recalls him

from so long ago.

It has always been the body and its loss.


The aging of my body and my beauty
is a wound from a merciless knife.

Bacon, Study for a self-portrait, 1980

Evangelos Moutsopoulos observes: The mental pain is not about the upcoming demise of the body, but about the loss of its ideal beauty6. No, this drawing could not have been made by Hockney. Nor he refers to the aesthetics of Notting Hill. This bittersweet taste of recollection is better fitted to Tsarouhis. And it was the icon that began to take on the custody of reality ...


Manos Stefanidis
Professor, University of Athens


1 Marcel Gauchet, Le Désenchantement du monde. Une histoire politique de la religion, Gallimard, Paris, 1985
2 Friedrich Nietzsche, Zur Geneologie der Moral, Leipzig, 1930, p. 318
3 Linde Salber: Lou Andreas-Salomé. Biographie. Rowohlt, Reinbek bei Hamburg 1990
4 Manos Stefanidis, Ζωγραφίζοντας την επιθυμία, ο Hockney για τον Καβάφη, περιοδικό Το Δέντρο, καλοκαίρι 2013, σ. 59
5 Μάνος Στεφανίδης, Ζωγραφίζοντας την επιθυμία, ο Hockney για τον Καβάφη, περιοδικό Το Δέντρο, καλοκαίρι 2013, σ. 59

6 E. Moutsopoulos, Le temps dans l'univers cavafien, Annales de la faculté des Lettres et Sciences Humaines d'Aix, pp 5-9

Material for my lecture in Stanford


From the book “Picasso – Jankulovski, Unexpected dialogue

Πικασό, με το θάμπος που ξεχύνει ο Γαλαξίας στο άπειρο… 
Το καλοκαίρι του ’51 που η τύχη το ‘φερε να ζήσω για δεύτερη φορά κοντά στον Πικασό (στη Γαλλία, γνώρισα τον Πικάσο μέσω του Έλληνα εκδότη και συλλέκτη Τεριάντ.). Ο Πικασό με το παράδειγμά του, μ’ έβγαλε από πολλά συμπλέγματα, κυρίως από τη δυσκολία συναρμογής ανάμεσα στο Δυτικό και το Ανατολικό πνεύμα. Ο Πικασό ήταν σχεδόν ένας αρχαίος Έλληνας κοντά μου. Μισόγυμνος, γεροδεμένος, μαυρισμένος από τον ήλιο, κατοικούσε, στο πείσμα των εκατομμυρίων του, σ’ ένα μικρό ταπεινό σπιτάκι του Vallauris, απ’ αυτά που θυμίζουν τα δικά μας τα νησιώτικα.  Κυκλοφορούσε μ’ ένα βρακί, ζωγράφιζε, κατέβαινε στο Golf-Juan μπάνιο, έτρωγε τον περίδρομο, κι έπεφτε με τα τέσσερα, για να κάνει το αλογάκι στην Paloma, το μικρό του τότε κοριτσάκι. Την αίσθηση που οι Έλληνες είχανε απαρνηθεί – του ήλιου και του έρωτα στην πρώτη, στην αρχική τους σημασία -, την ασκούσε σαν παλιός μυθικός βασιλιάς που το μεγαλείο του δεν βρίσκεται στην ισχύ και στην εξουσία, αλλά στις απλές κι άνετες χειρονομίες του.
[…] Σε μια μεγάλη ξύλινη παράγκα, λίγα μέτρα πιο κάτω, που τη χρησιμοποιούσε για εργαστήριο γλυπτικής, έβρισκες έναν άλλο θησαυρό βγαλμένον από τα ίδια μυθικά μεσογειακά βάθη, αρχέτυπα της κουκουβάγιας, σ’ όλα τα πιθανά μεγέθη και σχήματα, της κατσίκας, που κατάφερνε να ενσωματώσει μπουκάλες και τενεκέδες και τρύπια πανέρια, όλα τα τυχαία ευρήματα μιας έρημης ακρογιαλιάς, που ακόμη διατηρούσανε, θα ‘λεγες, επάνω τους τη φρέσκια κάψα του μεσημεριού και τη γεύση της άρμης, τέλος, άλλα μικρά ζώα και πετούμενα, ψαράκια, κοκόρια, περιστέρια. «Όταν είναι νύχτα να ονειρεύεσαι, αλλά όταν ξημερώνει ν’ ανοίγεις το παράθυρο διάπλατα», έλεγε. «Όλα τα πράγματα του κόσμου έχουν δικαίωμα στο φως».
Και μια μέρα που του κλαιγόμουνα για την κατάσταση στην Ελλάδα με κοίταξε με τα μεγάλα μαύρα μάτια του αυστηρά:
«Να τα βλέπεις κι από την άλλη τους όψη τα πράγματα», μου είπε. «Αν δεν ήτανε συντηρητικά τα καθεστώτα πώς θα μπορούσαμε του λόγου μας να ‘μαστε επαναστάτες;», και ξέσπασε σε δυνατά γέλια, για να μην καταλάβω αν μιλάει σοβαρά ή αστειεύεται…Μιαν άλλη φορά, ένα μεσημέρι, με πήρε απ’ το μπράτσο και κάναμε όλη τη διαδρομή της αμμουδιάς. «Κοιτάξτε, κοιτάξτε», μου έκανε κάθε τόσο κι έδειχνε με το δάχτυλο μπροστά τις καταμέλαψες ξανθές που κυκλοφορούσανε με πελώριους φελλούς στα πόδια και πελώριες ψάθες στο κεφάλι και σχεδόν τίποτε άλλο…. «Έτσι είναι και σε σας στην Ελλάδα;
Τις άτιμες… έχουν το διάολο μέσα τους…». Φαινότανε περισσότερο ένας μάγκας στα δεκαεφτά του χρόνια παρά ένας ένδοξος στα εβδομήντα του. Και μόνον η φυσική μου δειλία μ’ εμπόδιζε να του φωνάξω πόσο τον παραδέχομαι τέτοιον που είναι, τι τεράστιο μάθημα δίνει με το παράδειγμά του στους σοβαροφανείς (τους δικούς μας προπάντων), τι συνέπεια ανάμεσα στα καθημερινά του «χούγια» και στα «χούγια» της τέχνης του… Ήμουνα τρομερά κολακευμένος να παρακολουθώ στις πιο ιδιωτικές του στιγμές έναν άνθρωπο που πολλοί αγωνίζονταν μήνες, μόνο και μόνο για να του σφίξουν το χέρι…"

(Ο. Ελύτης, «Το χρονικό μιας δεκαετίας»- » Ανοιχτά χαρτιά», Ίκαρος)


“Picasso; the light pouring out of the Galaxy and heading towards infinity…”
In the summer of ’51, I had the good fortune to be living next to Picasso for the second time (in France, where I had met the artist through the Greek publisher and collector Tériade). Following Picasso’s example, I was able to overcome many complexes, namely the difficulty balancing between the eastern and the western world. Picasso was like my ancient Greek companion; half-maked, well-built, tanned. He inhabited a small humble home in Vallauris, reminiscent of Greek island homes, in spite of his millions. He moved around in his underwear, painted, went swimming in Golf-Juan, stuffed his face, and got down on all fours pretending to be a donkey for his then-young daughter, Paloma. The sensation that the Greeks had renounced – of the sun and of love, in their original meaning – Picasso practiced like an old mythical king whose greatness lies not in his power but in his simple and comfortable gestures.
[…] In a large wooden shack just down the street, which he used as a sculpture workshop, one could find other treasures emerging from the same fabulous depths of the Mediterranean Sea; owl and goat archetypes in all possible shapes and sizes, bottles and tins and leaky baskets, all the random findings of a deserted beach, which in a way still held on to the fresh afternoon heat and the taste of the sea. Finally, other small animals and birds, small fish, roosters, doves. “At night, you may dream,” he used to say. “But when dawn breaks, keep the window wide open. All things are entitled to light.”
One day, as I was moaning about the situation in Greece, he looked at me with his big black eyes and said sternly:
“You have to look at things from all angles. If there were no conservative regimes, how could you and I be revolutionists?” He burst into loud laughter so I couldn’t tell whether he was serious or not. Another time – it was afternoon – he took me by the arm and we roamed all around the beach. “Look, look,” he would say every so often, pointing to the tanned blondes walking around in huge platforms on their feet and enormous straw hats on their heads, and almost nothing else on… “Is it the same in Greece?
Damn them… They got the devil in them…” He more resembled a seventeen-year-old hotshot rather than the seventy-year old man he was. It was only my timidity that kept me from declaring how much I admired him, what a great example he set to all those straitlaced people (mostly of our kind), what consistency he displayed between his everyday “quirks” and the “quirks” of his art… I was extremely flattered to be able to observe in his most private life a man who others strived for months even to be able to shake his hand…

Ο. Elytis, “Chronicle of a Decade,” Open Papers, Ikaros Publishing

 *****


Picasso was always inspired by other artists; he never neglected having unexpected dialogues with old masters and with his contemporaries, and also being an inspiration for others, especially the poets. In 1950, Louis Aragon signed the preface of the catalogue for La Maison de la Pensée Française in Paris under the title “Picasso, sculptures, dessins.” Pablo Neruda also wrote about him the poem Arrivée à Port Picasso in Les Lettres Françaises, 1956:

Picasso d’Altamira, Taureau de l’Orénoque,
tour d’eau que l’amour fait solide,
terre de mains minérales qui ont converti
la grandeur de la mouche en
accouchement, comme le labour.
[…]

All this reveals what the Mediterranean Sea and light meant to Picasso and his emblematic constructions. Let me finish with a last example of an unexpected dialogue between ancient and modern Greece, art and life, tradition and avant-garde, and the legendary artist from Spain:
The famous Greek poet and painter who, as a young artist, was dynamically involved with the Surrealistic movement, Nikos Engonopoulos (1907-1984), as early as 1950 published in French his poem Picasso, in Cahiers du Sud, no 303, 1950, pp. 268-270:

A Pablo Picasso
Le toréador vit présentement à Elassona
installé à longueur de journée sur la place
aux gros pavés sous les platanes
et l’homme du café va vient revient
sans cesse et renouvelle
le café dans la tasse et le tabac dans
le narguilé du toréador
jusqu’à ce que nostalgiquement
passent les heures
[…]
et les jeunes filles aux seins merveilleux
s’étendirent par terre
et dans leurs yeux radieux
se couchaient
et se levaient
des soleils





*****

Η ΛΑΙΔΗ ΛΑΖΑΡΟΣ

.....
Να πεθαίνεις είναι τέχνη, όπως κάθε τι εξάλλου
Εγώ το κάνω εξαιρετικά.

Το κάνω έτσι ώστε να μοιάζει κόλαση.
Το κάνω έτσι ώστε να μοιάζει αλήθεια
Μπορείτε να πείτε πως έχω ταλέντο σ' αυτό.

Είναι αρκετά εύκολο να το κάνω σ ένα κελί.
Είναι αρκετά εύκολο να το κάνω παραμένοντας εκεί.
Είναι ο θεατράλε

Γυρισμός μέρα μεσημέρι
Στα ίδια μέρη, στο ίδιο πρόσωπο, στην ίδια βάρβαρη,
γελαστή κραυγή:

Ένα «Θαύμα»
Που μου δίνει τη χαριστική βολή.
Προβλέπεται χρέωση

Για να κοιτάξετε τις ουλές μου, προβλέπεται χρέωση
Για ν ακούσετε την καρδιά μου
-πράγματι χτυπάει.

Και υπάρχει επιβάρυνση, πολύ μεγάλη επιβάρυνση
Για μια λέξη ή ένα άγγιγμα
Ή για λίγο αίμα,

Ή, μία κλωστή απ' τα μαλλιά μου ή τα ρούχα μου.
Λοιπόν, λοιπόν, χερ Ντόκτορ.
Λοιπόν, χερ εχθρέ.

Είμαι το έργο σου,
Είμαι το τιμαλφές σου,
Ένα βρέφος, ατόφιο χρυσάφι
 

Που ξεσπά σε μια στριγκλιά.
Στριφογυρίζω και παίρνω φωτιά.
Μη νομίζεις πως υποτιμώ το μέγα ενδιαφέρον σου.

Στάχτη στάχτη -
Σκαλίζεις κι αναδεύεις.
Σάρκα, κόκαλα, τίποτε δεν υπάρχει εκεί  -

Μια πλάκα σαπούνι,
Μια βέρα,
Ένα σφράγισμα χρυσό.

Χερ Ύψιστε, χερ Εωσφόρε
Πρόσεξε
Πρόσεξε.

Από τη στάχτη βγαίνω
Με πορφυρά μαλλιά
Τρώω τ' αντράκια
Τα κάνω μια χαψιά.

ΣΥΛΒΙΑ ΠΛΑΘ

11 Φεβρουαρίου του 1963

(Απόδοση: Μάνος Στεφανίδης)


Lady Lazarus

....
Dying
Is an art, like everything else. 
I do it exceptionally well.

I do it so it feels like hell. 
I do it so it feels real.
I guess you could say I’ve a call.

It’s easy enough to do it in a cell.
It’s easy enough to do it and stay put. 
It’s the theatrical

Comeback in broad day
To the same place, the same face, the same brute 
Amused shout:

‘A miracle!’
That knocks me out. 
There is a charge

For the eyeing of my scars, there is a charge 
For the hearing of my heart——
It really goes.

And there is a charge, a very large charge 
For a word or a touch 
Or a bit of blood
  
Or a piece of my hair or my clothes. 
So, so, Herr Doktor. 
So, Herr Enemy.
  
I am your opus,
I am your valuable, 
The pure gold baby

That melts to a shriek. 
I turn and burn.
Do not think I underestimate your great concern.

Ash, ash—
You poke and stir.
Flesh, bone, there is nothing there——

A cake of soap, 
A wedding ring, 
A gold filling.

Herr God, Herr Lucifer 
Beware
Beware.

Out of the ash
I rise with my red hair 
And I eat men like air.


Sylvia Plath

11th February 1963

*****

 

From the book “Eros kalos

Το " Σ' αγαπώ " και πως κλίνεται

Όχι, ποτέ μη το κλίνεις αυτό το ρήμα με εύκολα χείλη. Ποτέ με τα κρύα χέρια του Αόριστου, ποτέ με τον παραλυτικό, τον απόμακρο Παρατατικό. Όσο άμαθος ή βιαστικός κι αν είσαι. "Σ' αγάπησα" είναι μια κλίση που ακυρώνει έναν χρόνο, που φτηναίνει όποιον τη λέει και σκοτώνει όποιον την ακούει. Το "Σ' αγαπούσα" πάλι είναι το μαχαίρι των δειλών. Κόβει και χωρίς λάμα.
Πάντα, μα πάντα θα το κλίνεις σαν μία λέξη. Το εγώ και το εσύ ενωμένα σαν σε αιώνια αγκαλιά. Σαγαπώ λοιπόν κι όχι σ' αγαπώ. Γιατί να μπουν ανάμεσα μας διαστήματα και αποστάσεις; Σε τί χρησιμεύουν οι απόστροφοι και τα σημεία στίξης που ορίζουν το κενό ; Σε θέλω τόσο δίπλα μου ώστε να μας χωρίζει μόνο μια επιδερμίδα.
Αυτός ο γραφειοκράτης πάλι, ο δημόσιος υπάλληλος Παρακείμενος είναι εντελώς ακατάλληλος για να κλίνει τέτοιο ρήμα. Ενώ ανέκαθεν ο Υπερσυντέλικος μού έφερνε φόβο και μελαγχολία. Το παρελθόν, ένας βράχος και μας πλακώνει στο διηνεκές.
Με τον γελαστό Ενεστώτα λοιπόν κλίνεται το σαγαπώ. Αποκλειστικά. Κλίνεται και κρίνεται και μας κρίνει όλους. Μικρούς, μεγάλους. Τις αντοχές ή τις αδυναμίες μας. Τους παραλυτικούς μας φόβους. Τους παρατατικούς. Προπάντων αυτούς. Και ο Μέλλων, αυτόν που λένε στιγμιαίο οι ανόητοι, ας μην σε ξεγελάσει. Επειδή είναι εγωιστής και αλαζών. Επειδή δεν αγαπάει, απλώς υπόσχεται. Σαν τον τελευταίο πολιτικάντη. Όχι δεν αξίζει τέτοια τύχη, τέτοιο ρήμα. Όσο για τους συντελεσμένους δεν θέλω ούτε να το συζητάω. Ό,τι υπήρξε δεν γίνεται να παύει να υπάρχει. 
Σε Ενεστώτα λοιπόν κλίνεται αυτό το ρήμα. Κα ακόμα καλύτερα με τον φωτεινόν  εκείνο Μέλλοντα διαρκείας που σε παίρνει στα χέρια του μόνο και μόνο για να σε ανεβάσει ψηλά. Κι ας ζαλιστείς. Έτσι που σε κρατάει, δεν πέφτεις. Αφού δεν τελειώνουν στην αγάπη οι συντελεσμένοι χρόνοι  αλλά μόνο στο συντακτικό. Αντίθετα,  πολλαπλασιάζονται και συνεχίζουν σε άλλα επίπεδα, άλλες εγκλίσεις. Σε σκοτοδίνες ηδονής άφατης.
Και αν έγραψες ποτέ τον έρωτα με το ο μικρόν, μικρό το κακό. Όσοι ξέρουν, καταλαβαίνουν πως το έκανες για να τον προστατεύσεις, αυτόν τον μικρούλη θεό, από την ίδια του την αλαζονεία. Την μεγαλοστομία και την κομπορρημοσύνη. Όσο πιο ταπεινός, πιο ταπεινωμένος ο έρωτας, τόσο πιο μεγάλος. Μέλλων διαρκείας. Και διαρκείας!
Δεν υπάρχει ω μέγα χωρίς ο μικρόν. Μάθε το. Και βέβαια ποτέ μην γράψεις την αγάπη με ήττα. Γίνε όσο πιο ανορθόγραφος γίνεται με την αγάπη σου και δεν θα σου βρει ούτε το παραμικρό λάθος η γραμματική της καρδιάς. Το συντακτικό των άναρχων, των άναρθρων αισθημάτων.
Όλο θα παίρνεις άριστα αγαπώντας.

ΥΓ. Και μην διαβάσεις ποτέ τον κόσμο του σήμερα με τα γράμματα του χτες. Αγάπα και το αύριο θα αρχίζει πάντα από το τώρα.


From the book “Body - Eros

Who are you?

-When do we know the other better? When we are together or when we are apart? When we hold each other in our arms and feel the sweetness of security passionately or when he has left in anger slamming the door behind him? I don't honestly know. Even if I had actually met somebody then, when distance and time came between us, like a cloud of mist. Mist between bodies. And I saw them, recognized their body, l mean, as they really were, when I, no longer, was with them. With her. Just in order to understand even later that I was with someone else. With someone unknown. Maybe even for years. Someone I didn't suspect, someone I doubt and someone who my sentimentality, in other words my self-blindness, stop me from recognizing. On the other hand, I believe that every meeting, every relationship is a kind of exercise for the great love story. which will come sometime, if it ever will. That's how it is. We use the others and they, the others, use us instinctively until, I'm thinking, someone appears who will be the one. Just for the shortest time in which the eternity of humans exists. That's how it is.  Till them will fall in love with a ghost, this model, like the anthropoids of Giorgio de Chirico, which we have made with our hands which means with real material, as well as with our imagination. But our actual partner, we will recognize, if we do recognize him, much later. And only with distance between us. So speaking, without the look of adoration or the moist lips of a lover. Without words. Especially without them. But with silence. Particularly with silence. As we step back in order to see a picture better. To see it completely. And then this is the moment that the knowledge of other, the essence of recognition has no importance anymore.


The angels in my life
I am lucky. There have always been angels in my life. Sometimes mournful and sad, sometimes blithe, amorous, overwhelmed with joy for life. Sometimes there were white and transparent, sometimes incorporeal and inconspicuous and sometimes total physical…blue, earthen Cherubs and red, juicy Seraphs. Every time I think about it, I blush.
But always my angels had wings. Beautiful, long, golden wings, a little cloudy and a little earthy. Stable, safe wings for every use. In other words, wings to fly high and upwind, not decorative wings. Because my angels, they were, and they are fighting. They don’t impersonate the angels by wearing plastic wings like other angels in an inelegant performance in a theater.
They were and they stay real angels from solid angelic material... Angels who always fly. Besides, they can't do anything else. And me, I can fly with them. At least, occasionally. I borrow, namely, something from their volatile obsession and I can fly high. Anyway, I cogitate the human condition, it means that I observe my downfall with triumph. Not like the leaves' fall but like the falling stars. They are lucky whoever did flights. Even though they fell down then.
How many times I count that the angels' wings and their travels didn't become totally mine. 
The angels – guardians (protectors) were and they are always beside me even though they are a long way off. Just like now, for example. But I am not complaining.
Besides, this is the Angel's job: they fly and they fly high... and finally they go away.


                                               *****



From the “Alphabetical book of small loves

L like Lamppost

At the street corner
stands a lamppost.
At the hedge of my heart
hope burns.
Somewhere there is a passage
across the wide river
and for me, it's enough
that I saw you.


A like Angel

Angel or Love?
And Angel and Love?
And Death?
And Death.
Who could dare
to call Lucifer
a tiny God?

L like limits

The limits of my world
the limits of your body.
The very end of your body
my inner borders.
The borders of my heart
located in two eyelashes.

Postscript

A poem is nothing
two poems are still even nothing
but if you would,
you could make something from nothing.

By leaving, someone really remains.

 
From the book “Songs for mourning

Instant

People once laughing
On black and white pictures
Now white skulls
In black soil.


The tear

Neither a river,
Nor even rain is the tear.
Sometimes it is a bridge
Sometimes a consolation call
to speak with the dead
Sometimes an emergency line.
You speak, but the dead refuse
To answer.


In the park

The elderly dog carefully leads his master to the park.
Around of the park, around of the world. 
Discreetly the dog waits for his master who is pumping and exhausted, pretending to pee the dog, in order for the man not to feel bad.
Obediently pretending to be tired, 
the dog takes him home. 
Every day I observe the pair copies of each other in their weakness
and I feel comfortable in this uncomfortable world. 
A dog with a deep wise look
and an old man in silent despair. 
The dog pulling the leash just enough for the patron not to feel offended.
Not to show his age and injuries. 
In this velvet relationship of authority dog and man have found balance. Maybe time is to blame that made them just the same. Maybe death 
that covers them in affection already with its frozen wings.


The warranties of God

Savonarola became great
when the bank of Medici collapsed. Gray Florence of 1494, guilty canvases of Botticelli, an art which is ashamed of its existence and a God who stands on your chest with His right knee. 
The joy of Life become remorse.
-Take off your velvet clothes immediately, put on the priestly robe and confess.
Always when a bank collapses like,
the bad moment, the Lehman Brothers, everyone pretends that they feel regret for the indulgence of their lives. While the fanatically religious mock maliciously taking courage by identifying their God with the warranties.
"Hadn't we told you that?"


Infantilism - Childish

To my friend Kiki Dimoula

With incompleteness and mistakes
And after many years of practice
We learn -almost from school-age period
The role of youth. And each and every one of us without exception,
Became protagonists

But as soon as we incarnate the role sufficiently
And we feel comfortable in its costumes and masks,
Out of the blue the director starts yelling:
“What an old-fashioned style, How unacceptable…
You play like elderly men!”


The cats' prayer

I gaze at the famished cat at the corner
With the bitten ear and the shed fur
And I instantly think of every stray cat in Christian solidarity
What are they eating today?
What does tomorrow bring?
Siamese cats, cats from Brazil, Indochina, Canada, Cuba, Senegal, thousands of cats that are struggling to survive keeping their dignity
In a hostile and unfair world for the doomed and the
cats
But you, dear God, who created the cats and the humans, don't give up on them, don't let them fall into oblivion
Grant them generously the sunshine and your shade
Keep the humans and the unwanted cats warm.


The contractors

They arrived late at night and cut down the cypress trees
The day after the dew came up with other ways to mourn.



Reflexion upon

Reflecting upon means "reflecting on my death"
Better say, "it is my own death that right now reflects upon me"


Thought for a sunshiny morning

It costs me never a stab or squirm
To tread by chance upon a worm.
"Aha, my little dear" I say
"Your clan will pay me back one day".

Dorothy Parker


Σκέψεις ενός ηλιόλουστου πρωινού

Διόλου δεν διστάζω να πατήσω
ή να ζουλήξω όταν βρω ένα σκουλήκι.
" Άχου γλυκό μου μικρούλι" του λέω
"Θα στο ξεπληρώσει η φάρα σου μια μέρα".

Ντόροθι Πάρκερ (1893 - 1967)