Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 26 Μαρτίου 2023

Η καλλιτέγνις



Ήτουνε που λέτε ο Μπάμπης, ένα παιδί μάλαμα, ένα παιδί τσίφτικο και ένα αλάνι από τα λίγα. Όλα τα καλόπαιδα από Καμίνια έως Άγιο Ευθύμιο το φωνάζανε το παιδάκι αυτούνο "ο δάσκαλος" γιατί είχε κάνει τρία χρόνια στο Γεντί Κουλέ, πέντε χρόνια στο Αβέρωφ και δύο στην Ακροναυπλία. Έτσι ξεσκολισμένος ο Μπάμπης ήξερε όλα τα κόζα και σουμάριζε στα ίσα και δεν φοβόταν χάρο. Κι όταν κανένας νεότερος και άπειρος έκανε τη στραβή, ο Μπάμπης τού λεγε με άκρα περιφρόνηση "χαράμι ρε πήγαν τα λόγια μου". Ώσπου χαράμι το χαράμι δεν ήθελε πολύ και όλα τα καλόπαιδα ξεχάσανε τον "Μπάμπης", το βαφτιστικό που τού 'δωκε ο νουνός του με δόξα και τιμή και τον φωνάζανε πια "ο δάσκαλος, ο χαραμής", κι αυτό όνομα τιμημένο που τον κέρδισε με το σπαθί του στην πιάτσα και τα περίχωρα. 
Καθόταν που λέτε και φουμάριζε ο Μπάμπης, ο χαραμής και έγλεπε τα  πλεούμενα να κουνιούνται και να τραμπαλίζονται δίχως λόγο και αιτία κάτω στον Πειραιά, στο λιμάνι συλλογισμένος. Για δες, σκεφτότανε, γιατί έτσι είναι ο άνθρωπος, όταν φουμαίρνει και κάθεται, σκέβεται. Για δες, ακόμα και αυτά τα άψυχα, τα πλεούμενα όλο και κάτι κάνουνε, πάνε από δω, πάνε από 'κει, μόνο εσύ ρε Μπάμπη, ρε χαραμή με το όνομα, κάθεσαι άπραγος κι ακούνητος. Χαράμι ρε στη μαγκιά και την αντρίλα σου, χαράμι στις σπουδές σου στο Συγγρού και τα παραπήγματα. Φτου σου ρε, ξεφτίλα άντρα!
 Έτσι σκέφτηκε το παλικάρι, το γεροντομπασμένο, ο Μπάμπης, ο χαραμής, ο δάσκαλος με το όνομα και τα πήρε, θύμωσε με τον εαυτό του τον ίδιονε, έσμιξε τα μαύρα φρύδια του σαν τον νεφεληγερέτη Δία, αν έχετε ακουστά, που δεν έχετε...και αποφάσισε. 
Στην αρχή της οδού Φίλωνος, λίγο πριν την Τρούμπα με τα κορίτσια της και όλα τα καλά που ποθεί η ψυχή του ανθρώπου και από πίσω από ένα θέατρο που το λένε Δημοτικό κι έρχονται κάτι φιόγκοι και κάτι φλωρέτες κι ακομπανιάρουνε τις μούζικες, τις μπαρζολέτες και τα συναφή υπήρχε χρυσοχοείον ονομαστό και διάσημο, "Αδαμάντιος Διαμαντής" το όνομα. Αυτό κοζάρησε ο χαραμής, τα μπιχλιμπίδια του στη βιτρίνα λιμπίστηκε κι έβαλε κάτω τη γκλάβα του για να εκπονήσει σχέδιο τρανό και μεγαλοφυές. Το χρυσοχοείο ήταν μαγαζί μεσοτοιχία με το θέατρο που λέγαμε και ο πίσω τοίχος του ακουμπούσε ένα καμαρίνι της σκηνής. Ο Χαραμής δεν ήταν και κάνας πρωτάρης, πούλησε έρωτα τοις μετρητοίς σε μία μπαλαρινούλα, τη Φανούλα με το όνομα που ντυνόταν, δηλαδή γδυνόταν, κάθε βράδυ πλην Δεπτέρας να σε χαρώ, στο εν λόγω σαματατζίδικο, το Δημοτικό ντε, και σκάρωσε φίνα τη δουλειά. Όταν βαρούσαν τα κλαπατσίμπαλα στην παράσταση, ο χαραμής που είχε τρυπώσει εν τω μεταξύ στο καμαρίνι, έφτιαξε μία τρυπούλα τόση δα όσο να χωρέσει το φιδίσιο το κορμί του και εξαφάνισε και τη βιτρίνα και τον μπεζαχτά ώσπου να πεις κύμινο. Όμως οι γυναίκες είναι πράγμα ζόρικον και μυστήριον κι όποιος τις έχει καταλάβει να μου τις εξηγήσει και εμένα. Βγαίνοντος του Χαραμή από την τρούπα εισέρχεται η περιώνυμη Φανούλα αλά μπρατσέτα με τον αρχιχωροφύλακα υπηρεσίας που της είχε προσφέρει λέλουδα λίγο πριν στην αυλαία και την είχε συγκινήσει. Μαγκώσαντος τον χαραμή ο χωροφύλαξ και μην καθυστερήσαντος αλλά και μπήξαντος τα κλάματα η Φανούλα, το μοιραίο θήλυ, ξαναβρέθηκε ο Μπάμπης, ο δάσκαλος, πάλι πίσω από τα κάγκελα και χαράμι, λέω την ομορφάδα και την εξυπνάδα του. Άτιμο πράγμα η γυνή ιδιαίτερα όταν είναι και καλλιτέγνις. Όλας τας ημέρας ακόμα και τας Δεπτέρας. Ναι μα το θεό και τον όρκο που σας κάνω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου