Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

ΠΕΡΙ ΕΡΩΤΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΔΑΙΜΟΝΙΩΝ



Τον άναρχο Έρωτα να νιώσω ακέριο, Θέ μου Γυμνή Σού δέεται η ψυχή. Από χαρά, από πόνο, από ηδονή. Αγγ. Σικελιανός

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΕΡΩΤΑΣ; Αθέλητη σκλαβιά ή εκούσια απελευθέρωση; Η μέγιστη ανασφάλεια που ζητεί από τον επιλεγμένο άλλον αποκλειστική επιβεβαίωση του εγώ ή ανιδιοτελής προσφορά του πιο εσωτερικού μας εαυτού στον έτερο, τον ξένο, ο οποίος, όμως, καθαγιάζεται σε μια στιγμή; Είναι ο έρωτας υγεία του σώματος ή αρρώστια της ψυχής; Υπάρχει ακόμη στις καρδιές των ανθρώπων ή τον παραμέρισε η σεξουαλική ταχυφαγία της εποχής, το «ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε» των διατομικών σχέσεων; Πού, τέλος, πηγαίνει ο έρωτας όταν τελειώνει; Γίνεται μια τρυφερή πάχνη αναμνήσεων και άδολων συναισθημάτων ή μεταμορφώνεται σε παροργισμένη εμμονή, σε πληγή που πυοφορεί και που επιστρέφει μίσος στο μίσος; Προσωπικά πιστεύω πως η ποιότητα μιας αγάπης κρίνεται από την ικανότητά της να υπάρχει και μετά από τη δύση του έρωτα. Αλλιώς, το περισσευούμενο μίσος αποδεικνύει τον βαθμό αναπηρίας των αισθημάτων που προϋπήρξαν. Ούτως ή άλλως, όμως, ένας λόγος για τον έρωτα εκλύει, σχεδόν πάντα και ποικίλες, όχι ευάρεστες αναθυμιάσεις. Αυτό που λέγεται και κόστος της αγάπης.

ΚΑΛΟΥ-ΚΑΚΟΥ ΠΑΝΤΩΣ ΤΗΛΕΦΩΝΗΣΤΕ και στον ψυχαναλυτή σας! Αυτόν που ονομάζεται και «Δήμιος του Έρωτα», έστω και αν σιχαίνεται αυτό το προσωνύμι. Αναφέρομαι βέβαια στο ομότιτλο βιβλίο του αμερικανοεβραίου γκουρού της υπαρξιακής ψυχανάλυσης καθηγητή Ιρβιν Γιάλομ, τα έργα του οποίου λογοτεχνικά και μη κυκλοφορούν αποκλειστικά από την «Αγρα», σ' επιμελημένες μεταφράσεις της Ευαγγελίας Ανδριτσάνου και του Γιάννη Ζέρβα. Εξομολογείται ο Γιάλομ: «Δεν μ' αρέσει να δουλεύω μ' ερωτευμένους. Ίσως γιατί τους ζηλεύω... Ίσως πάλι γιατί ο έρωτας και η ψυχοθεραπεία είναι μεταξύ τους ασύμβατα. Ο καλός θεραπευτής πολεμάει το σκοτάδι και ζητάει το φως, ενώ ο έρωτας συντηρείται από το μυστήριο και καταρρέει μόλις αρχίσεις να τον εξετάζεις σχολαστικά...». Τώρα, τι είναι αυτό, παρηγοριά ή απελπισία; Ο ίδιος όμως ο συγγραφέας δεν χαρίζεται ούτε στον εαυτό του, καθώς δεν διστάζει να εκθέσει τις προσωπικές του αδυναμίες ή και τις αποτυχίες του ακόμη ως προς τον μόνιμό του στόχο· δηλαδή την αποθεραπεία των ασθενών του (που θα πει, των ερωτευμένων). Είναι λοιπόν νόσος ο έρωτας; Γίνεται νόσος όταν συνταυτισθεί με ψυχώσεις, ανταγωνισμούς, απωθήσεις, ματαιωμένες επιθυμίες, κατάθλιψη, νευρωτικές συμπεριφορές και νευρωτικές ανασφάλειες. Τότε το κρασί γίνεται
ξύδι ή για τους ολιγαρκείς ξυδάκι, και ο έρωτας μεταστρέφεται στην αργή λιτανεία των πεθαμένων όπως χορογραφείται στο πένθιμο, δεύτερο μέρος της πρώτης συμφωνίας του Μάλερ (μια και μιλάμε για μουσική).

«ΓΙΑΤΙ, ΛΟΙΠΟΝ, ΧΩΡΙΣΑΜΕ; Ποιος επέτρεψε να εισβάλει ένα τόσο ανυπόληπτο πλήθος ανάμεσά μας; Και ο έρωτας; Είπαμε, είναι το μέγιστο, εγωτικό συναίσθημα. Ερωτευόμαστε τον εαυτό μας καθώς αντανακλάται στο ερωτευμένο βλέμμα του άλλου. Κατ' ουσίαν επιβραβεύουμε ανακουφισμένοι την εκλογή του. Είμαστε ευτυχισμένοι, ξετρελαμένοι που μας διάλεξε, που τον διαλέξαμε. Επιλέγοντας τον άλλο προβάλλουμε επάνω του την ιδανική εκδοχή του εαυτού μας. Δύο ωραία ζώα που καθρεφτίζονται στη λίμνη και κοιτά το ένα κλεφτά το είδωλο του άλλου. Γι' αυτό και γίνεται αίφνης μίσος ο διάπυρος έρωτας· γιατί στερεύει η τροφοδότηση της εγωιστικής παραδοχής. Και το πένθος; αυτό γεννιέται από την συνειδητοποίηση πως τώρα το αγαπημένο σώμα είναι άλλο, σώμα άλλου, αλλού. Σαν θάνατος. Και πάλι απ' την αρχή... Στην έρημο των ανθρώπων μυριάδες οι άνθρωποι που ψάχνουν ανθρώπους. Με απελπισία... Οι άνθρωποι συναντιούνται, σμίγουν, φοβούνται, χωρίζουν, θυμούνται, θυμώνουν, χάνονται... Έτσι θα γίνεται όσο ένα αόρατο πελώριο χέρι θ' αναδεύει χωρίς νόημα, την έρημο και την άμμο της... Λάφυρο του έρωτα η ερημία» (Μ. Στεφανίδη, «Ελένη από χαρτί», «Ελληνικά Γράμματα», 2003).

ΕΡΩΤΑΣ ΕΙΝΑΙ! Από την εποχή του Ρομέο και της Ιουλιέτας ή από την παράσταση του Μιχαήλ Μαρμαρινού, στην οποία ξανακαινουργιώνονται πανάρχαιες ιστορίες και πολυχρονισμένα αισθήματα... Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός καταφέρνει και τη λυρικότητα του κειμένου να υπηρετήσει και ν' ανοιχτεί σε πολλές διαφορετικές αναγνώσεις ενός έργου που είναι μεν μύθος αλλά όχι μαυσωλείο. Παράλληλα, δουλεύοντας με νέα παιδιά κατάφερε να βγάλει εντυπωσιακές ερμηνείες έξω από κάθε ακαδημαϊκή παράδοση. Εκπληξη στάθηκαν οι νεαρές Ρένα Ανδρεαδάκη και Ηλέκτρα Νικολούζου, οι οποίες ενάλλασσαν το εύθραυστο με το συμπαγές και το γήινο με το ουράνιο. Εξαιρετική η συμβολή του Γιάννη Μετζικώφ, ο οποίος ανταπέδωσε εμπνευσμένα στην τρέλα και τις εμμονές του σκηνοθέτη, τη δική του τρέλα και τις δικές του εμμονές. «Έχετε ερωτευθεί ποτέ;», ρωτάνε οι ηθοποιοί τους σαστισμένους θεατές στο τέλος του πρώτου μέρους (Αχ, γιατί να μην ρωτούσανε κι εμένα!). Δηλώνει ο σκηνοθέτης: «Πρόκειται για μιαν χορταστική χοροεσπερίδα για να επιβιώσουμε... Οι δρόμοι παίζουν μεγάλο ρόλο στον έρωτα. Ο έρωτας είναι όλο δρόμοι... Στο μεταξύ έξω υπάρχει πανούκλα». Εξω, όμως, από πού; Απ' την πόλη, απ' το θέατρο, απ' το έργο; Πού, αλήθεια, βρίσκεται η πανούκλα; Εκεί μακριά στο βάθος του ορίζοντα ή βαθιά μέσα μας; Αφού αδυνατούμε πια να ερωτευτούμε, να γλιτώσουμε. Και πέρασε πλέον ο καιρός που ονομάζαμε αθώους όσους δήλωναν άγνοια ή ότι δεν κατάλαβαν τίποτε. (Παρένθεση: Η σκηνή του μπαλκονιού, «Ρομέο, Ρομέο, γιατί να σε λένε Ρομέο...», εξαίσια. Και παιγμένη πάνω σ' ένα τραπέζι. Εκεί δηλαδή που τρώμε, συναλλασσόμαστε, επικοινωνούμε, δουλεύουμε, κατά περίπτωση κάνουμε έρωτα...).

ON OFF - 25/01/2004

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου