Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 24 Μαΐου 2013

Η ενοχή είναι αθώα


Οι σουρεαλιστές, αν και είχαν φιλολογική αφετηρία, εντούτοις τάχιστα ενσωμάτωσαν στην καλλιτεχνική τους δράση ψυχαναλυτικές ή κοινωνικοπολιτικές θεωρίες. Πολύ περισσότερο από την παραγωγή ενός επαναστατικού έργου, τους ενδιέφερε η απελευθέρωση του ανθρώπου από τις επιταγές ενός αυστηρού και καταπιεστικού περιβάλλοντος.

Κατ' ουσίαν, το αίτημά τους δεν είναι αισθητικό -να συγκινήσουν- αλλά πολιτικό, ν' απελευθερώσουν. Εξ ου και η σχέση τους όχι μόνο με τον Φρόιντ αλλά και τον Λένιν ή τον Τρότσκι. Στόχος τους, να διαρραγούν οι αλυσίδες της φαντασίας και οι απαγορεύσεις της επιθυμίας.

Ο Καστοριάδης, ο Φουκό και ο Λακάν θα καταστούν οι συνεχιστές μιας τέτοιας φιλοδοξίας, εφόσον το διακύβευμα παιζόταν όχι στο ν' αλλάξουμε γούστα αλλά στο ν' αλλάξουμε ζωή.

Αυτό ήταν και η επιθυμία εντόπιων οπαδών του κινήματος, όπως οι Ανδρέας Εμπειρίκος, δηλαδή η απελευθέρωση -καλύτερα η νομιμοποίηση- της επιθυμίας και μάλιστα σε αντιπαράθεση προς το μικροαστικό πουριτανισμό και την έμφοβη ηθική των απαγορεύσεων. Αντιλαμβάνεται, άρα, κανείς γιατί η έκθεση Desire Unbound (Η επιθυμία απελευθερωμένη) από τη μία στηρίζεται σε κείμενα του Ντε Σαντ ή του Ελιάρ και από την άλλη δεν ενδείκνυται για παιδιά (τόσο για την Modern Tate όσο και για το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, όπου και παρουσιάζεται αυτόν τον καιρό).

Οι σουρεαλιστές πιστεύουν ότι τα ένστικτα διαμορφώνουν τον ψυχικό μας κόσμο και σαν τον Φρόιντ εργάζονται για τη νομιμοποίηση (ή, μήπως, κατανόηση;) των ενστίκτων αυτών. Ετσι και η τέχνη καθίσταται μια καθαρτήρια, ψυχαναλυτική τελετουργία, η οποία απαιτεί συνενόχους για να οδηγήσει στην κορύφωση.

Τα δύο μανιφέστα του Μπρετόν (1924, 1929) θα μιλήσουν για την αποκάλυψη της ποίησης στην καθημερινότητα και στο δικαίωμα της φαντασίας να οικοδομήσει μια καινούρια πραγματικότητα. Αυτή ακριβώς η προβοκατορική ουτοπία του ώριμου μοντερνισμού, φιλοξενημένη λίγο μετά την «11η Σεπτεμβρίου 2001» στο ΜΕΤ, σημαίνει πράγματα. Κι ενώ η Αμερική επουλώνει ακόμη τα τραύματά της και αντιδρά αμήχανα ή και συντηρητικά προς τις έξωθεν προκλήσεις, η «απελευθερωμένη επιθυμία» λειτουργεί άλλοτε καταπραϋντικά κι άλλοτε νευρωτικά για τους Νεοϋορκέζους.

Η ίδια η έκθεση μοιάζει politically uncorrect εφόσον, έστω κι από σύμπτωση, προπαγανδίζονται οι μαύροι πόθοι του Μαν Ρέι ή η σαδομαζοχιστική ιδιαιτερότητα του Χανς Μπέλμερ σε μια στιγμή όπου οι πάντες στις ΗΠΑ διακηρύσσουν την επιστροφή στην τάξη, την πειθαρχία και την υποταγή του ατόμου στο συλλογικό συμφέρον. Ο «άξονας του κακού» μπορεί να αρχίζει από το Ιράκ, σίγουρα όμως τελειώνει στις καθωσπρέπει αίθουσες του στρατηγείου της παγκόσμιας τέχνης που είναι το Μητροπολιτικό Μουσείο, εφόσον εκεί δείχνονται οι αιρετικές εικόνες της επιθυμίας και της ετερότητας.

Μέσα στην καρδιά της αυτοκρατορίας του καλού, λοιπόν, τραγούδησε το δικό της «μαύρο» τραγούδι, καταδεικνύοντας ότι καμιά αληθινή ελευθερία δεν ζει μέσα σε προκάτ όρια και ότι σε εποχές μετάβασης η εξαίρεση θα (ξανα)συγκροτήσει θριαμβευτικά τον κανόνα. Αρκεί να μην αποκοιμηθούν οι όποιοι ψυχωμένοι, εμπρός στις τηλεοράσεις τους. Ινα δικαιωθεί ο ποιητής που έγραφε στο «Κατά Σαδδουκαίων» πριν σχεδόν μισόν αιώνα (1953, σε εξώφυλλο Νίκου Κούνδουρου):

«Αντισταθείτε σ' αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι και λέει: καλά είμαι εδώ.

Αντισταθείτε σ' αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι και λέει: Δόξα σοι ο Θεός.

Αντισταθείτε σ' αυτόν που χαιρετάει από την εξέδρα

ώρες ατέλειωτες τις παρελάσεις

σε μένα ακόμη που σας ιστορώ...».


7 - 21/04/2002

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου