Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2016

Για την Μπιενάλε Βενετίας και τις επιλογές του ΥΠΠΟ - Οι ανίδεοι και οι επιτήδειοι

  


Για πάρα πολλούς λόγους, η διερεύνηση των οποίων δεν είναι της παρούσης, η Μπιενάλε Βενετίας και η συμμετοχή μας σε αυτήν έπαιζε και παίζει καθοριστικότατο ρόλο στο φαντασιακό των Ελλήνων καλλιτεχνών. Η σύγχρονη ελληνική τέχνη, περιθωριοποιημένη και εν πολλοίς περιθωριακή, επένδυσε απο νωρίς πάρα πολλά σ' αυτήν την όντως λαμπρή εκδήλωση η οποία, θυμίζω, ξεκίνησε από το 1895 ως εθνική, ιταλική έκθεση,για να γίνει μετά από λίγα χρόνια παγκόσμια. Οι Έλληνες είδαν σ' αυτή  έγκαιρα και ορθά  την ευκαιρία για μιαν διεθνή σταδιοδρομία, για την υπέρβαση του χρόνιου απομονωτισμού. Περισσότερο από έναν αιώνα λοιπόν  στην Λαγκούνα της ενετικής Δημοκρατίας παρήλασαν τα σημαντικότερα ονόματα, οι ιερές μονάδες της μοντέρνας τέχνης διεθνώς  δημιουργώντας πράγματι πολύ μεγάλα γεγονότα και γράφοντας κυριολεκτικά ιστορία. Γιατί όμως ασκεί ακόμη και σήμερα, σε μια εποχή γενικότερης έκπτωσης και απομυθοποίησης, τέτοια γοητεία η Μπιενάλε Βενετίας στην μικρή ελληνική εικαστική κοινότητα;
Κυρίως,νομίζω, γιατί λειτουργεί ως ένας υπερθεσμός έξω από τους εντόπιους, υπολειτουργούντες  θεσμούς που συνοδεύεται από διακρίσεις, βραβεία, παγκόσμια προβολή κλπ. και που λειτουργεί μέσα από πολύ αυστηρές και κατά κανόνα αντικειμενικές διαδικασίες. Κάθε δύο χρόνια λοιπόν οι Έλληνες καλλιτέχνες έχουν την ευκαιρία να ονειρεύονται. Αποκλεισμένοι εν  πολλοίς  από ένα σύστημα εξαιρετικά κλειστό, αριστοκρατικό, με μιαν αγορά που συρρικνώνεται όλο και περισσότερο, ξεχασμένοι από την πολιτεία και από το κοινό, χωρίς ευκαιρίες για συμμετοχές σε μεγάλες εκθέσεις που δεν διοργανώνονται και διακρατικές ανταλλαγές που δεν πραγματοποιούνται, χωρίς διακρίσεις, βραβεία, μουσεία σύγχρονης τέχνης, πινακοθήκες επαγγελματικά  λειτουργούσες,χωρίς κρατικές αγορές - όπως συνέβαινε παλιά με τις Πανελλήνιες-, χωρίς διαγωνισμούς που να οργανώνονται από το Υπουργείο Πολιτισμού και να παρέχουν μια κάποια διέξοδο, οι Έλληνες καλλιτέχνες είναι μεταφορικά και κυριολεκτικά αποκλεισμένοι. Άρα μια συμμετοχή στην Μπιενάλε Βενετίας αποτελεί σανίδα σωτηρίας σ' αυτό το πέλαγος της αδιαφορίας και φθοράς. Κάθε δύο χρόνια λοιπόν διεκδικούν αυτή τη δυνατότητα να ονειρεύονται.



Το τυπικό έχει ως εξής:Το Υπουργείο Πολιτισμού συγκροτεί μιαν  επιτροπή μέσω της διεύθυνσης Καλών Τεχνών, κάποιοι γραφειοκράτες ψάχνουν να βρουν τους ενδεδειγμένους "τεχνοκράτες" κριτικούς , δηλαδή τους ειδικούς που θα επιλέξουν την εθνική εκπροσώπηση και ανακοινώνει τους όρους της συμμετοχής επιτρέποντας στον καθένα να υποβάλει την δική του αίτηση. Δηλαδή μια πρόταση που συγκροτείται κυρίως από το εισηγητικό σημείωμα του θεωρητικού ο οποίος θα είναι και ο κομισάριος της έκθεσης αλλά και οπτικό υλικό από την εργασία του ή των καλλιτεχνών. Άρα κατ´ ουσίαν στη Βενετία πηγαίνουν με ελπίδες διεθνούς διάκρισης δυο εκπρόσωποι μας, ένας καλλιτεχνης και ένας κριτικός τέχνης. Η περίοδος αυτής της γλυκιάς προσδοκίας κρατάει πάντως πολύ λίγο γιατί γρήγορα η σοφή επιτροπή ανακοινώνει τον τυχερό, συνήθως,ή τους τυχερούς, σπανίως, οι οποίοι θα διεκδικήσουν το όνειρό τους στο νεοβυζαντινό ελληνικό παντιλιόνε, στα Τζιαρντίνι. Και είναι επίσης γεγονός πως τα σημαντικότερα επιτεύγματα της ελληνικής τέχνης εν πολλοίς καταξιώθηκαν ή έστω εξετέθησαν στην Μπιενάλε Βενετίας, σε όλη τη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα. 
Από την καθοριστική συμμετοχή του Παρθένη στην φασιστική έκθεση του 1938 ως το Βραβείο της Ουνέσκο στον Γιάννη Σπυρόπουλου το 1960 και  από τις συμμετοχές  του Γιάννη Κουνέλλη στο Ιταλικό Περίπτερο ως την κατάληψη της λιμνοθάλασσας δυο φορές  από τις Ομπρέλες του Ζογγολόπουλου και μια φορά από τον Ορίζοντα του Βαρώτσου. Να μην ξεχάσω τις παρουσίες των Κανιάρη, Κεσσανλή και Τσόκλη στην δεκαετία του '80 αλλά και την θητεία του Τώνη Σπητέρη ως άκρως επιτυχημένου, μόνιμου κομισάριου, εγκατεστημένου στην Βενετία, κατά τη δεκαετία του '60. Επίσης την Ελλάδα εκπροσώπησαν κατά καιρούς οι Τόμπρος, Θεοδωρόπουλος, Καπράλος, Κατράκη, Τσαρούχης, Μόραλης, Εγγονόπουλος, Λαμέρας,Τάκις,  Μυταράς κλπ.
Όλα αυτά τότε γιατί τώρα η κατάσταση είναι μάλλον απογοητευτική. Η ελληνική συμμετοχή τα τελευταία χρόνια γίνεται όλο και πιο αδιάφορη και πιο ασήμαντη,"ανιστορική" θάλεγα, με επιλογές που προκαλούν τουλάχιστον απορίες και με θεωρητικές προτάσεις που κινούνται ανάμεσα στην αφέλεια και στην έκζήτηση. χαρακτηριστικό παράδειγμα η συμμετοχή της Δανάης Στράτου! Η θλιβερή αυτή  εικόνα συσκοτίζεται ακόμη περισσότερο από τις φήμες που κυκλοφορούν κάθε φορά και που συχνά δυστυχώς δεν είναι μόνο φήμες, ότι δηλαδή η επιλογή είναι προαποφασισμένη και πως οι επιτροπές, εν πολλοίς ανεπίτρεπτες αφού εκπροσωπούν είτε συνδικαλιστικές ιδεοληψίες είτε τις εμμονές των αμετακίνητων παραγόντων, απλώς ξεφυλλίζουν τους φακέλους από υποχρέωση...
Κάποτε, στις καλές εποχές των επιτυχιών, λειτουργούσε ένα είδος άτυπης ιεραρχίας και από πλευράς καλλιτεχνών και από πλευράς επιτροπών  έτσι ώστε να στέλνονται στην Μπιενάλε Βενετίας τα πιο σημαντικά ονόματα της ελληνικής τέχνης όπως για παράδειγμα ο Τάκις, η Χρύσα, ο Αντωνάκος, ο Αληθεινός, ο Μυταράς, ο Καράς  κ.ο.κ. δημιουργώντας έναν ιστορικό ιστό, μια συνέχεια. Αυτό πια έχει εκλείψει δίνοντας την αίσθηση πως η καθόλου ιστορία μας προς στιγμήν διακόπτει, σχολάζει, το εσωτερικό σύστημα που έδινε συγκρότηση και ένα κάποιο νόημα, μια ταυτότητα στην νεοελληνική τέχνη, φαίνεται πλέον  πως δεν ισχύει. Με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει. Η έλλειψη δηλαδή ιστορικών αναφορών, η μη καταγραφή της πρόσφατης ιστορίας σε τρόπον ώστε να μην ορίζονται  κάποιο πλαίσιο,  μια συγκεκριμένη θεωρητική άποψη, μια ουσιαστική καλλιτεχνική ανάγκη  αλλά μάλλον οι ανάγκες, οι τρέχουσες μόδες και τα διαφημιστικά κόλπα της αγοράς τέχνης. Και ενώ έχω πολύ σοβαρές αντιρρήσεις για τις προηγούμενες ελληνικές συμμετοχές, η φετινή νομίζω πως δημιουργεί ένα μοναδικό προηγούμενο. 



Επειδή και ο καλλιτέχνης, νεαρός υποθέτω, μου είναι εντελώς άγνωστος - χωρίς αυτό να σημαίνει αναγκαστικά κάτι έστω κι αν βρίσκομαι σ'αυτό τον χώρο και τον υπηρετώ για περισσότερο από 30 χρόνια - αλλά και ο θεωρητικός υποστηρικτής της πρότασης,ο κομισάριος δηλαδή, είναι ένας κριτικός κινηματογράφου (sic) μάλλον ελαφρών βαρών και χολιγουντιανής αισθητικής. Έτσι λοιπόν του χρόνου στην πάρα πολύ κρίσιμη Μπιενάλε του 2017 δεν θα πάει κανένα από τα γνωστά ονόματα που ορίζουν ένα πλαίσιο αναφοράς στην ελληνική τέχνη αλλά θα μας εκπροσωπήσει ο άγνωστος κύριος Γιώργος Δρίβας με τον γνωστό και μη εξαιρετέο  κύριο Ορέστη Ανδρεαδάκη. Λαμπρά. Διερωτώμαι πάντως με ποια κριτήρια η επιτροπή επέλεξε την συγκεκριμένη συμμετοχή και βέβαια ποιές ήταν οι άλλες προτάσεις που απορρίφθηκαν. Επίσης αν συμφωνεί με την όλη διαδικασία και το αποτέλεσμα η Εταιρεία Ελλήνων Τεχνοκριτών, το Εικαστικό Επιμελητήριο  αλλά και γενικότερα το σώμα της εικαστικής κοινότητας, οι γκαλερί, οι Σχολές  Καλών Τεχνών, οι θεωρητικοί  και οι ιστορικοί της τέχνης κλπ. Εκτός κι αν επιλέξουμε πάλι την συνήθη τακτική του κουκουλώματος ή της αποσιώπησης  με το σχολαστικό επιχείρημα πως δε μας ενδιαφέρει ή ότι γέγονε γέγονε.
Προσωπικά πιστεύω πως το υφιστάμενο πλαίσιο επιλογής έχει πλήρως αποτύχει, έχει ολοκληρώσει το κύκλο του και αν στοιχειωδώς μας ενδιαφέρει και η Μπιενάλε και η εκεί συμμετοχή μας ,θα πρέπει να το αντιμετωπίσουμε εξ αρχής. Επίσης έχουν αποτύχει και οι επιτροπές του υπουργείου και ο τρόπος που οι επιτροπές συγκροτούνται. Αποτυχημένη είναι όμως και η γενικότερη πολιτική του υπουργείου ως προς τις διεθνείς μας συμμετοχές. Ή, για να ακριβολογήσουμε,η ανυπαρξία πολιτικής του υπουργείου ... και όχι μόνο στα εικαστικά.
Αυτό που θα έπρεπε πρωτίστως να γίνει είναι να σπάσει όλη αυτή η μονομέρεια που χαρακτηρίζει εδώ και δεκαετίες τις ελληνικές συμμετοχές στην Μπιενάλε Βενετίας. Υπάρχει μια κακώς εννοούμενη εκδοχή μοντερνισμού - εγώ θα τον έλεγα ψευδό-  ή ακαδημαϊκό μοντερνισμό-  η οποία μονοπωλεί το ελληνικό περίπτερο χωρίς όμως να έχει επιδείξει και πολύ σπουδαία αποτελέσματα. Αντίθετα, η δύναμη της ελληνικής τέχνης παραμένει ακόμα το τελάρο με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει. Όμως το τελάρο, η ζωγραφική του καβαλέτου με άλλα λόγια, παραμένει αποκλεισμένη από την Μπιενάλε Βενετίας επειδή  κάποιοι "ειδικοί" δεν της επιτρέπουν να εκπροσωπήσει την Ελλάδα στο όνομα του πειθαναγκασμού στην, εκάστοτε, κυρίαρχη μόδα ( π.χ στη βίντεο Αρτ ). 
 Έτσι δεν πήγαν ποτέ στην Μπιενάλε και φαντάζομαι ότι δεν θα πάνε ούτε στο μέλλον αν ακολουθηθεί η ίδια μέθοδος, ζωγράφοι όπως ο Μάκης Θεοφυλακτόπουλος, ο Απόστολος Γεωργίου, ο Θράφια, η Πελαγία Κυριαζή, ο Κυριάκος Κατζουράκης, ο Τριαντάφυλλος Πατρασκίδης, ο Δημήτρης Ράτσικας, ο Εδουάρδος Σακαγιάν, ο Τάσος Μαντζαβίνος, ο Κυριάκος Μορταράκος, ο Γιάννης Φωκάς, η Βάνα Ξένου, ο Στέφανος Δασκαλάκης, η Ειρήνη Ηλιοπούλου, ο Μιχάλης Μανουσάκης, ο Άγγελος Αντωνόπουλος, ο Χάρης Κοντοσφύρης, ο Αχιλλέας Χρηστίδης, ο Γιώργος Ρόρρης, ο Γιώργος Λαναράς, ο Χρήστος Αντωναρόπουλος για να αναφερθώ σε μερικά ενδεικτικά παραδείγματα. Όπως επίσης δεν πήγανε ποτέ και ,φαντάζομαι, δεν θα πάνε και στο μέλλον ιστορικά πρόσωπα όπως ο γλύπτης Θόδωρος, ο Μιχάλης Κατζουράκης, ο Νίκος Μπάικας, η Λήδα Παπακωσταντίνου, η Ρένα Παπασπύρου. ο Γιώργος Λαζόγκας, ο Νίκος Χαραλαμπίδης, ο Αγγελος Παπαδημητρίου, ο Μίλτος Μανέτας  για να αναφέρω μόνο τους δρώντες ακόμη.



Προσωπικά αν είχα την δυνατότητα  να επιλέξω την φετινή μας συμμετοχή όπως συνέβη και το 1990, θα οργάνωνα μια εντυπωσιακή αναδρομική στη μνήμη του Γιώργου Λάππα κυρίως για να καταδείξω τη συμβολή αυτού του τόσο σημαντικού καλλιτέχνη στην εξέλιξη γενικότερα της  σύγχρονης, ευρωπαϊκής γλυπτικής. Αυτό δεν θα ήταν απλώς μνημόσυνο  αλλά και μια ιστορική  πρόταση για το που μπορεί να πηγαίνει σήμερα η ελληνική τέχνη, ανάλογη με την πρόταση που διατύπωσε ο Πιερ Ρεστανί το 1964 στο θέατρο la Fenice της Γαληνότατης. Ειδικά τη στιγμή αυτή χρειαζόμασταν μια έκθεση αυτογνωσίας, ιστορικής συνείδησης αλλά και ανάτασης. Και νομίζω ότι και η πολιτεία και εικαστική κοινότητα όφειλαν κάτι τέτοιο στον Γιώργο Λάππα. Λυπάμαι που δεν το σκέφτηκε κανείς. Εγώ σε χρόνο ανύποπτο το είχα δημοσιοποιήσει ως πρόταση. Εις ώτα όχι μόνο μη ακουόντων αλλά και μη κατανοούντων όπως φάνηκε.
Και κάτι τελευταίο: Χάθηκε, νομίζω, μία αληθινά ιστορική ευκαιρία για μια σπουδαία, εναλλακτική υποψηφιότητα. Όλο το περασμένο καλοκαίρι περιόδευσε στο Αιγαίο και πιο συγκεκριμένα στην Πινακοθήκη των Κυκλάδων, στη Σύρο και στο αρχαιολογικό μουσείο της Λέσβου, στην πόλη της Μυτιλήνης η συνταρακτική ενότητα ζωγραφικών έργων του Γιώργου Ξένου με τον ενδεικτικό τίτλο Πνιγόμενοι. Ένα εικαστικό δράμα στημένο συμβολικά λίγο πιο κει από τα σημεία του πραγματικού δράματος που εκτυλίσσεται αμείωτο στη θάλασσα μας τα τελευταία δύο χρόνια. Έτσι, η Ελλάδα έχασε μια μοναδική ευκαιρία να μιλήσει με τη δική της γλώσσα,με τα δικά της μέσα και τη δική της τέχνη για τα πράγματα που μας συγκλονίζουν. Και που βέβαια μας υπερβαίνουν καθώς αφορούν στην παγκόσμια κοινότητα αλλά και πιο συγκεκριμένα στο παρόν και το μέλλον της Ευρώπης. Σκεφτείτε, 3.000 περίπου πνιγμένοι μέσα σε ένα μόνο χρόνο. Για μένα αυτό είναι καλλιτεχνική δημιουργία και αυτό σημαίνει πολιτιστική πολιτική από έναν φορέα που γνωρίζει, που επιλέγει και που προτείνει ορθά. Αντίθετα ανίδεες πολιτικές ηγεσίες επιτρέπουν σταθερά στους επιτήδειους να κάνουν παιχνίδι.  Δυστυχώς όλα αυτά στον τόπο μας, παραμένουν σταθερά ένα ζητούμενο.

1 σχόλιο:

  1. Να είσαι καλά Μάνο και να τα λες ανοιχτά και σταράτα.
    Πάντα θα θαυμάζω τον ορθό και τεκμιριωμένο λόγο σου.
    Άρις Στοΐδης

    ΑπάντησηΔιαγραφή