ΕΠΕΙΔΉ ΕΊΝΑΙ ΤΟ ΣΚΟΤΆΔΙ
ΠΟΥ ΓΕΝΝΆΕΙ ΤΟ ΦΩΣ
Μια σύνοψη της σύγχρονης, ελληνικής τέχνης με 21+1 δημιουργούς. Ίδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού, εγκαίνια Παρασκευή
31 Ιουλίου, στις 8.30 μ.μ.
"...Ο χρόνος έγινε για να κυλάει,
οι έρωτες για να τελειώνουν,
η ζωή για να πηγαίνει στο διάολο
κι εγώ για να διασχίζω το Άπειρο
με το μεγάλο διασκελισμό
ενός μαθηματικού υπολογισμού,
μονάχα όποιος τα διψάει όλα
μπορεί να με προφτάσει,
ό,τι ζήσαμε χάνεται, γκρεμίζεται
μέσα στο σάπιο οισοφάγο του χρόνου
και μόνο καμμιά φορά, τις νύχτες,
θλιβερό γερασμένο μηρυκαστικό
τ’αναμασάει η ξεδοντιασμένη μνήμη,
όσα δε ζήσαμε αυτά μας ανήκουν".
Τάσος Λειβαδίτης,
"25η ραψωδία της Οδύσσειας"
Τέχνη αποκαλείται το σκοτεινό, εκείνο ορυχείο της παγκόσμιας μελαγχολίας. Καμία εύκολη παρηγοριά. Όμως... Τύχη αγαθή μού επιτρέπει και φέτος, για τέταρτη, συνεχή χρονιά, να επιμελούμαι της κεντρικής, καλοκαιρινής έκθεσης που παρουσιάζει το Ίδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού. Τις προηγούμενες φορές ήταν ο "Σύλλογος Καλλιτεχνών" η κινητήριος δύναμη ενώ φέτος από κοινού με την επίσης παλιά γνώριμο της Τήνου, την γκαλερίστα Μαρία Αλμπάνη, προσπαθήσαμε να συνθέσουμε ένα εικαστικό παζλ το οποίο φιλοδοξεί όχι βέβαια να συμπεριλάβει ολόκληρη τη σύγχρονη δημιουργία του τόπου μας αλλά, τουλάχιστον, να δείξει κάποιες, βασικές παραμέτρους της. Πιο συγκεκριμένα προτείνουμε 21+1εμβληματικούς δημιουργούς και συγχρόνως κάποια ιστορικά ονόματα πλάι στους καινούργιους! Στήνοντας, ελπίζουμε, ένα θέαμα εύληπτο, ισορροπημένο ανάμεσα σε σκοτάδι και σε φως αλλά και ανάλογο του χώρου στον οποίον φιλοξενείται. Δηλαδή στην πιο σημαντική, πολιτιστική μονάδα - κατά τη γνώμη μου - των Κυκλάδων και δίπλα στους θησαυρούς της μόνιμης έκθεσης του Γιαννούλη Χαλεπά.
Οφείλω να υπογραμμίσω εξαρχής πως πάντα μία ομαδική έκθεση είναι ένας συμβιβασμός, ένα αναγκαίο και συχνά αναγκαστικό compromis. Και αυτό ισχύει, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς ακόμη και για μεγάλες, για φιλόδοξες, μουσειακές εκθέσεις.
Εν προκειμένω λοιπόν επιδιώξαμε να συμμετάσχουν είκοσι ένας αντιπροσωπευτικοί καλλιτέχνες που να εκπροσωπούν την πολυδιάστατη και εν πολλοίς αντιφατική εποχή μας επιμένοντας στην εξάντληση κατά το δυνατόν όλου του φάσματος. Κατά το δυνατόν, όλων των τεχνοτροπιών. Έπειτα επιμείναμε στην επιλογή των έργων ώστε να είναι τα πιο αντιπροσωπευτικά και ενδιαφέροντα των συγκεκριμένων καλλιτεχνών. Αν το επιτύχαμε, θα το κρίνετε εσείς. Και βέβαια η αναφορά στις δυσκολίες του εγχειρήματος δεν έχει ως στόχο να απομειώσει τις δικές μας ευθύνες. Απεναντίας.
Λίγα λόγια τώρα για τον τίτλο: Προσπαθήσαμε η έκθεση αυτή να σηματοδοτεί την αισιόδοξη πλευρά της δυσοίωνης περιόδου που ζήσαμε όλοι μας και εν μέρει ζούμε ακόμη. Το πραγματικό και το συμβολικό σκοτάδι που κυκλοφορεί απειλητικό και στη χώρα μας και τον κόσμο με την απειλή, τις αρρώστιες ή και τον θανάτο να κρύβεται ακόμη στις πιο αθώες και πιο ανθρώπινες χειρονομίες. Σ' ένα χάδι δηλαδή ή ένα φιλί, μία χειραψία ή μία αγκαλιά... Παράλληλα να υπενθυμίζουμε ότι αργά ή γρήγορα το φως ακολουθεί και ότι το σκοτάδι εκτός από απελπισία ή ζόφο - αυτά δηλαδή που δημιούργησε ο εγκλεισμός, ο φόβος και η απομόνωση - μπορεί να λειτουργήσει και ως εκκολαπτήριο, ως πυροκροτητής δημιουργίας. Αφού είναι πάντα απαραίτητη η δυσκολία ακόμα και η οδύνη για να κυοφορήσει το καινούργιο τον εαυτό του και να (ανα)γεννηθεί η τέχνη.
Λέω συχνά πως η πλειονότητα των καλλιτεχνών - ιδιαίτερα οι εικαστικοί καλλιτέχνες και οι συγγραφείς - έζησαν κατά την περίοδο της αναγκαστικής απομόνωσης μία εξαιρετικά, οικεία συνθήκη. Μια και οι ίδιοι έτσι ζουν ανέκαθεν, απομονωμένοι στα εργαστήρια ή τα γραφεία τους, μόνοι, κατάμονοι με τον εαυτό τους, με τα φαντάσματα ή τα οράματα τους, με τις δυσκολίες αλλά και τις υπερβάσεις των δυσκολιών. Με τα τεχνικά, τα αισθητικά ή τα ιδεολογικά ζητήματα που τους προκαλεί η δουλειά τους ίδια. Γιατί αυτό σημαίνει τέχνη. Τον τρόπο μας να ψιθυρίσουμε την απόλυτα προσωπική μας ιστορία στο αυτί της αιωνιότητας. Κι αν ακούσει!
Συνοπτικά ας πούμε εδώ ότι μεταπολεμικά η ζωγραφική μας αρδεύεται από δύο σχολές: εκείνη του Μπουζιάνη που θρηνεί το σώμα και την άλλη του Τσαρούχη που το αποθεώνει. Κάπου στη μέση ο Διαμαντόπουλος κι ο Σπυρόπουλος. Και κάπου μακριά ο Παπαλουκάς, συνεχιστής της έρευνας του Παρθένη, του Μαλέα, του Νικολάου Λύτρα και του Οικονόμου.
Στην μπουζιανική παράδοση πιστώνω τον Τριανταφυλλίδη, τον Μίμη Βιτσώρη, την Μαραγκοπούλου, την Λαγάνα αλλά και τον νεανικό Φασιανό, τον Μάιπα, τον Σταύρο Ιωάννου, τον Μυταρά, τον Πατρασκίδη, τον Θεοφυλακτόπουλο, τον Πολυμέρη, τον Μορταράκο, τον Ξένο, τον Κοντοβράκη, τον Μαντζαβίνο κλπ. Στην τσαρουχική πάλι ουκ έστιν αριθμός. Από τον Κυριάκο Κατζουράκη ως τον Παύλο Σάμιο, τον Αντωναρόπουλο, τον Ρόρρη ή τον Δασκαλάκη. Με τον Σακαγιάν σταθερά στο μεταίχμιο της αφήγησης περί το σώμα αλλά και της αποδόμησης του προσώπου και της ιστορίας του. Χωρίς να παραβλέπω την προσωπική γλώσσα ή τα επιτεύγματα του καθενός ( όπου υπάρχουν ).
Οφείλω να επισημάνω ότι τα μουσεία της σύγχρονης τέχνης ξεχωρίζουν για την προβληματική σχέση τους με τον εξπρεσιονισμό. Υπενθυμίζω ότι έχουν αγνοήσει συστηματικά ζωγράφους του μέγεθος ενός Τζον Χριστοφόρου, ενός Nonda, ενός Prassinos, του αγνώστου Γιάννη Μαλτέζου, του πληθωρικού Μηνά αλλά επίσης και την εξπρεσιονιστική περίοδο του Κανιάρη, του Κεσσανλή, του Δεκουλάκου, του Σαχίνη κλπ. Εκεί δηλαδή που η εξπρεσιονιστική φόρμα συναντούσε την αφηρημένη γραφή και η χειρονομία τον ψυχισμό.
Πού καταλήγουμε; Ότι ιστορία είναι εκείνο το κείμενο που σταθερά πρέπει να ξαναγράφεται.
... Επειδή το σκοτάδι που γεννάει το φως. Κι όχι αλλιώς ... Κάτω από τον γενικό όσο και συμβολικό τίτλο όπως προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε, συστεγάζονται ετερόκλητοι καλλιτέχνες, παλαιότεροι και νεότεροι, ιστορικά πρόσωπα και πρωτοεμφανιζόμενοι δημιουργοί σε τρόπον ώστε η όποια σύνθεση της ομαδικής έκθεσης να προκύπτει μέσα από τις αντιθέσεις ή τις αντιπαραθέσεις των επιμέρους.
Και εδώ, και στην έκθεση αυτή, υποστηρίζω την εδραία μου πεποίθηση: Ότι δηλαδή η τρομερή προμάμη που λέγεται ζωγραφική - κάτι σαν την φοβερή γιαγιά της ωραίας, μικρής Ερέντιρα του Γκαμπριέλ Μάρκες - η αρχέγονη μήτρα δηλαδή που εκκόλαψε κάθε νεότερη μορφή εικόνας από τη φωτογραφία ως τη video art, παραμένει η κυρίαρχη, εικαστική έκφραση στη χώρα μας. Όσους εννοιολογισμούς κι αν υποστηρίξουν θεωρητικοί ή δημιουργοί που μπερδεύουν την πραγματικότητα με την ιδεοληψία. Έτσι λοιπόν η έμφαση μας δίνεται στην ζωγραφική, είτε αυτή είναι αφηγηματική, είτε κινείται στα όρια της αφαίρεσης, της ποιητικής υποβολής και των κρυμμένων, συμβολικών μηνυμάτων. Της ψυχολογικής αναπαράστασης μιας πραγματικότητας που a priori δεν αναπαριστάται, που "κρύπτεσθαι φιλεί". Επειδή πάντα ακόμα και στην πιο αφελή, εξωτερικά, εικόνα κρύβεται ένα αίνιγμα το οποίο αποκαλύπτεται μόνο στους μυημένους. Σ' εκείνους δηλαδή που είναι διατεθειμένοι να αφιερώσουν χρόνο εμπρός στο έργο τέχνης και να του αφιερωθούν συναισθηματικά. Και τότε αυτό θα ανταποκριθεί. Το κέρδος από αυτήν την κοινωνία - επικοινωνία είναι τεράστιο για τον θεατή αλλά και για το ίδιο το δημιούργημα. Το οποίο ζει μία καινούργια ζωή και αποκτά καινούργιο περιεχόμενο ανάλογα με τα μάτια που το κοιτάζουν. Ανάλογα με τα ήθη και τους τρόπους.
Έτσι, ανάμεσα στον στοχαστικό μινιμαλισμό του Μορταράκου και τον μπαρόκ εξπρεσιονισμό του Κυριάκου Κατζουράκη όπως και στη φαντασμαγορία των εικόνων του Αδαμάκη, του Μισούρα ή του Μανουσάκη, υπάρχει μία λεπτή, κόκκινη κλωστή που συνδέει ανεπαίσθητα μεν αλλά ουσιαστικά τις δύο διαφορετικές αφηγήσεις. Το ίδιο θα ισχυριζόμουν για τα δραματικά προσωπογραφήματα της Γωγώς Ιερομονάχου και του Βασίλη Σούλη σε σχέση με την ευαίσθητη σήμανση των υλικών στη φεμινιστικό οπτική της Σπυριδούλας Πολίτη ή το αναρχικό χιούμορ του Κώστα Λάβδα. Θα μπορούσα να επεκταθώ επίσης στον διάλογο ανάμεσα στον Βασίλη Σελιμά, τη Μανταλίνα Ψωμά από την μια και τον Αντρέα Βούσουρα με τον Άρη Κατσιλάκη από την άλλη, ιδιαίτερα όταν τα αντικείμενα που απεικονίζονται στους πίνακες των μεν αποκτούν υλική υπόσταση, σάρκα και οστά, στην κατασκευή ή τα γλυπτά των δε. Ή, πάλι το "μουσικό" μοίρασμα ανάμεσα στην αφαίρεση και την αφηγηματικότητα που συναντάμε στα έργα τόσο της Κατερίνας Μερτζάνη όσο και του Παναγιώτη Δανιηλόπουλου (Θράφια). Ανάλογα ο Τζουλιάνο Καγκλής και ο Αχιλλέας Πιστώνης στις πολυεπίπεδες συνθέσεις των κρύβουν μια δεύτερη ιστορία πίσω από την αυτονόητη πρώτη... Επίσης μ' ενδιαφέρει πολύ το πολιτικό στοιχείο που εντοπίζεται άμεσα ή έμμεσα και σε εξόφθαλμα, πολιτικά έργα (Κωνσταντίνος Πάτσιος) αλλά και σ' εκείνα που επιμένουν σε αισθητικά, κατεδαφιστικά σχόλια (Γιώργος Καζάζης). Τέλος επιδίωξα να υπάρχει ζωντανός ο διάλογος ανάμεσα ζωγραφική, τη γλυπτική ή τις κατασκευές. Ο Νεκτάριος Κοντοβράκης με τη διττή του έρευνα εκπροσωπεί εν προκειμένω τόσο τη ζωγραφική όσο και τη γλυπτική. Όπως εξάλλου κι ο Νίκος Καλαφάτης με τον χαριτωμένο ναϊβισμό των κατασκευών του ισορροπούν ανάμεσα στην επιφάνεια και τον χώρο.
Θα μπορούσα να αναφέρω πολλά ακόμη παραδείγματα αλλά προτιμώ να σας αφήσω να τα ανακαλύψετε μόνοι σας. Θα με ρωτήσετε ίσως εύλογα: Μήπως είναι λίγο αυθαίρετοι όλοι αυτοί συνδυασμοί; Και θα σας απαντούσα λίγο αξιωματικά ως εξής: Στην τέχνη δεν υπάρχει υψηλότερος νόμος από εκείνον της αυθαιρεσίας. Αρκεί αυτή η τελευταία να είναι δημιουργική. Να οδηγεί από το ανοργάνωτο χάος στο οργανωμένο.
Τέλος υπογραμμίζω πως η έκθεση αυτή των είκοσι δύο (21+1) δημιουργών αφιερώνεται στη μνήμη ενός καλλιτέχνη που σημάδεψε την ελληνική πρωτοπορία που αγάπησε την Τήνο ζώντας εκεί τα περισσότερα καλοκαίρια της ζωής του και που μετά θάνατον το Ίδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού τού αφιέρωσε έκθεση - ντοκουμέντο το 2016, οργανωμένη από τον συνάδελφο Χριστόφορο Μαρίνο. Όπως ίσως οι περισσότεροι ξέρουν, με τον Βλάση Κανάρη (1928 - 2011) μας συνέδεε αδελφική φιλία αλλά και σχέση δασκάλου μαθητή. Μόνο που συχνά οι ρόλοι εναλλάσσονταν. Γιατί ο σοφός Βλάσης ήξερε να γίνεται μαθητής όταν το απαιτούσε η ανάγκη. Του οφείλουμε όλοι, τού οφείλω προσωπικά πάρα πολλά. Έστω λοιπόν ως επιστέγασμα αυτής της έκθεσης ο διάλογος που προκύπτει ανάμεσα στο έργο ενός μεγάλου καλλιτέχνη που ενώ έχει φύγει, είναι σταθερά παρών αλλά και των νεότερων δημιουργών που διαπνέονται από την ίδια ευαισθησία, την ίδια πολιτική εγρήγορση. Την ίδια, εντέλει, φιλοδοξία ως προς το να ειπωθούν με τρόπο απλό και πράγματα δύσκολα και επώδυνα.
ΥΓ 1. Άσχετο: Τα σύννεφα της δύσης δημιουργήθηκαν για να δοξάζουν την αθανασία του Tiepolo . Όπως και ορισμένες βροχερές θάλασσες για να υπερασπίζονται την φήμη του Turner. Τελικά ο Θεός φιάχνοντας τον κόσμο, τον έπλασε με πηλό σαν γλύπτης και τον έντυσε με χρώματα σαν ζωγράφος. Ο Θεός, φαίνεται πως δημιούργησε κατ' αρχάς τους καλλιτέχνες και έπειτα ξεκουράστηκε. Οι καλλιτέχνες ανέλαβαν όλα τα υπόλοιπα.
Σημείωση : Φοβού εκείνη την ζωγραφική που ακυρώνει το βλέμμα. Συχνά επίσης, οι καλλιτέχνες οι ίδιοι, από ανασφάλεια ή υπεροψία, ακυρώνουν με τα καυστικά τους σχόλια το έργο των συναδέλφων τους. Ανθρώπινο πολύ ανθρώπινο που θα έλεγε και ο Νίτσε, ίσως όμως και αναγκαίο. Χωρίς συγκρούσεις δεν υπάρχει προχώρημα. Σκέφτομαι, τέλος, πως η τέχνη μοιάζει με ένα τεράστιο, πήλινο γλυπτό που για να κατασκευαστεί χρειάζεται τόσο τη φωτιά όσο και τη λάσπη.
ΥΓ 2. Οφείλω και από τη θέση αυτή να ευχαριστήσω θερμά όλους όσοι συνέβαλαν σε Αθήνα και Τήνο για την πραγ
ματοποίηση αυτής της έκθεσης. Ευχαριστώ επίσης τον πρόεδρο του ΙΤΗΠ κ. Ευάγγελο Γκίνη, τα μέλη του Δ.Σ, τον καλλιτεχνικό διευθυντή κ. Μάριο Βιδάλη και τον τεχνικό διευθυντή κ. Γιώργο Φωτόπουλο για την σταθερή βοήθεια τους. Τη Μαρία Αλμπάνη με την οποία κάνουμε πολλά κι ελπίζω να κάνουμε περισσότερα στο μέλλον. Και βέβαια τους είκοσι έναν καλλιτέχνες που μού εμπιστεύτηκαν χωρίς μεμψιμοιρίες το έργο τους. Τέλος τον Αλέξη Κανιάρη, σταθερό φίλο μου και φυσική συνέχεια στα μάτια μου του Βλάση. "Όσα δεν ζήσαμε, αυτά μάς ανήκουν".