Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2020

Θεέ μου Μεγαλοδύναμε!

Θεέ μου μεγαλοδύναμε,
που 'σαι ψηλά εκεί πάνω
ρίξε λιγάκι τουμπεκί... θεούλη μου
 στον αργιλέ μου απάνω...

(Στον Άγγελο Παπαδημητρίου)

Πολιτισμοί της περιφέρειας όπως ο δικός μας, ο νεοελληνικός αδυνατούν να αρθρώσουν μεγάλες αφηγήσεις δηλαδή μυθιστόρημα ή κινηματογράφο, κυρίως γιατί ζουν περισσότερο στο εξιδανικευμένο, ρομαντικό παρελθόν τους παρά συνειδητοποιούν ή ερμηνεύουν το παρόν. Και επειδή κατ' ουσίαν τρέφονται περισσότερο από προνεωτερικά, λαϊκά στοιχεία παρά από την, μάλλον, κακοχωνεμένη, εισαγόμενη ratio, την Lingua Franca δηλαδή του κεντροευρωπαϊκού μοντερνισμού. Έτσι παρ' ημίν ακμάζει περισσότερο η ποίηση και όχι ο πεζός λόγος, η εικονογράφηση κι όχι η θεωρία της εικόνας, οι μικρές αποσπασματικές ιστορίες και όχι η μεγάλη αφήγηση. Όμως η επιβίωση του λαϊκού στοιχείου ακόμα και στην καρδιά του μεταμοντέρνου είναι το απαύγασμα της σωτηρίας των ψυχών για αυτούς τους περιφερειακούς πολιτισμούς έναντι ενός κέντρου που έχει απολέσει προ πολλού τη ψυχή του. (Η στάση των Γερμανών, των Βρετανών και των Ολλανδών στην ελληνοτουρκική κρίση είναι άκρως ενδεικτική σχετικά). 
Είναι, για παράδειγμα, συγκινητικό ότι ο Μίλαν Κούντερα σε ένα από τα πιο σύντομα, στα γαλλικά γραμμένο, μυθιστόρημα του, την Άγνοια, κάνει μνεία των μεγάλων ρομαντικών ποιητών του 19ου αιώνα, από την Ισλανδία ως τη Ρουμανία και την Τσεχία και βέβαια αναφέρεται και στο δικό μας Διονύσιο Σολωμό. Μεγαλύτερος ύμνος για την ενωμένη Ευρώπη δηλαδή και για τον κοινό, πολυεπίπεδο πολιτισμό της δεν θα μπορούσε να γίνει. Και αυτό είναι κάτι που δυστυχώς κάνεις Ευρωπαίος πολιτικός σήμερα δεν μπορεί να συλλάβει. Και πολύ περισσότερο να εκφράσει. Ας είναι...
Ακούω το τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη "Σαν απόκληρος γυρίζω από τη μαύρη ξενιτιά, περιπλανώμενος, δυστυχισμένος μακριά από της μάνας μου την αγκαλιά" και αντιλαμβάνομαι πως πρόκειται για μία σύγχρονη, σπαρακτική "Οδύσσεια" τσέπης. Αντί του έπους, ελεγεία. Αντί της πολύστιχης, ομηρικής εξιστόρησης του νόστου και του άλγους, εδώ έχουμε  μίαν ιδιοφυή μινιατούρα που χτυπάει κατευθείαν στην καρδιά τόσο με τη μουσική όσο και με τους στίχους. Συνεχίζω με άλλο παράδειγμα:
Από την πρώτη φορά που άκουσα το παραπάνω, σχεδόν θρησκευτικό, τραγούδι της μαστούρας "με της εκκλησιάς τις αψηλές καμάρες που άναβαν οι καναβουριές σαν να τανε λαμπάδες", προβληματίστηκα τόσο για την προέλευση όσο και τον ή τους δημιουργούς του. Μου φαινόταν πολύ ανάλαφρο αλλά και συγχρόνως λιτό και ζόρικο, με στίχους που ξέφευγαν από τον πρωτογονισμό των ρεμπέτικων τραγουδιών ενώ το όλον με παρέπεμπε σε κάτι το μεταμοντέρνο. Ας πούμε στο κλίμα του Ρεμπέτικου όπως το έστησαν ο Κώστας Φέρης και ο ο Σταύρος Ξαρχάκος. Ψάχνοντας στο διαδίκτυο διαπίστωσα με έκπληξη πως οι συντελεστές του ήταν άγνωστοι ενώ η πρώτη επίσημη(;) ηχογράφηση έγινε στη δεκαετία του '90. Περίεργο; Πολύ περίεργο!
Αργότερα πληροφορήθηκα από το φίλο μου Άγγελο Παπαδημητρίου πως πρόκειται για έναν καθιστικό, αντικριστό καρσιλαμά από τη Μικρασία που πέρασε ευλύγιστος και ευπροσάρμοστος στα νησιά του Αιγαίου και τραγουδήθηκε ή χορεύτηκε και σαν μπάλος. 
Το τραγούδι πρέπει να απαγορεύτηκε λόγω των αναφορών του στα ναρκωτικά κατά την πουριτανική, μεταξική περίοδο και να καταστράφηκαν οι οποίες δισκογραφήσεις του. Οι στίχοι του με την καταπληκτική ενάργεια αποδίδονται στον "καταραμένο" εστέτ ποιητή του Μεσοπολέμου Ναπολέοντα Λαπαθιώτη που κάτι ήξερε από περιθώριο, παραισθησιογόνες ουσίες και μεταξικό κυνηγητό ομοφυλοφίλων. Ειδικά η λανθάνουσα ομοιοκαταληξία λέξεων όπως καμάρες - λαμπάδες ή γένια - γέλια δείχνουν τον ευαίσθητο μάστορα. 
Ακούω το τραγούδι αυτό σήμερα διαπιστώνω πόσο δημοφιλές είναι ανάμεσα στους νεότερους. Να είναι ο εύκολος αλλά τόσο ουσιαστικός ρυθμός του; Το αργό, χορευτικό του tempo ή οι στίχοι που λαμπυρίζουν από μεταφυσική πονηριά; Ό,τι και να 'ναι, αποδεικνύει πόσο έντονη είναι λειτουργία της παράδοσης ακόμα και σήμερα, πόσο επιβιώνει το λαϊκό στοιχείο σε πείσμα του κυρίαρχου, διάχυτου λαϊκισμού και πόσο η ατομική, επώνυμη δημιουργία μπορεί να παρενδύεται λαϊκές φορεσιές και να καθίσταται έτσι ακαταμάχητη.

ΥΓ. Οι μεγάλες, αστικές επαναστάσεις ήθελαν μαξιμαλιστικά να κάνουν τους πάντες καλλιτέχνες. Ενώ αυτό που αξίζει, είναι να ζει ο καθένας μας την ζωή του καλλιτεχνικά.

Σημείωση: Οι φωτογραφίες είναι παρμένες απ'την σημερινή, νεοελληνική πραγματικότητα. Υπάρχει ο ένας κόσμος, αυτός του Παπαδημητρίου που κάνει την καθημερινότητα, τον απλό περίπατο στη πόλη, περφόρμανς και έργο τέχνης. Αλλά υπάρχει κι ο άλλος που οδηγεί βαριές μηχανές ως το ακρογιάλι αρνούμενος να περπατήσει λίγα μέτρα για να πάει στο μπιτσόμπαρο του Αγίου Ρωμανού ενώ συγχρόνως αποκλείει την διάβαση των ΑΜΕΑ προς τη θάλασσα. Υπάρχουν, μ' άλλα λόγια, αυτοί που βλέπουν στον κόσμο μόνο τις φτηνές τους ανάγκες και υπάρχουμε κι εμείς που ψάχνουμε για τις ανάγκες μας άλλοτε ένα άλλοθι και άλλοτε - στις καλύτερες περιπτώσεις - μιαν αιτία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου