Διάβασα προχτές το Σαββατοκύριακο και με καθυστέρηση δέκα ετών την «Μικρά Αγγλία» της Καρυστιάνη. Αρχισα την ανάγνωση «επαγγελματικά», την ολοκλήρωσα ασθμαίνοντας από ενδιαφέρον. Επειτα ξανακοίταξα το κείμενο πίσω-μπρος για ν' αντιληφθώ καλύτερα την αρχιτεκτονική του, δουλεμένη άρτια τόσο στις ιστορικές λεπτομέρειες -εκεί που ως γνωστόν κρύβεται η μόνη, υπαρκτή κόλαση κι, ενίοτε, ο παράδεισος- όσο και στην κορύφωση της μυθοπλασίας. Γιατί όμως με συνεπήρε αυτό το βιβλίο εμένα που αντιμετωπίζω καχύποτα τα «παραδοσιακά» μυθιστορήματα και που ομνύω σε Αλεξάνδρου, Χειμωνά, Δημητριάδη και σε 2-3 νεότερους τίτλους ακόμη; Πρωτίστως για τις αρετές του κειμένου καθ' αυτού που συνείρει ευφώς τον ευθύ και τον πλάγιο λόγο, που διαχειρίζεται με σοφή απόσταση ένα μελοδραματικό υλικό, μιαν οικογενειακή και ερωτική saga που είναι δουλεμένο με ήθος αλλά χωρίς ηθογραφική εκζήτηση. συγγραφέας έχει ερευνήσει διεξοδικά την ιστορία της ανδριωτικής ναυτοσύνης από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα έως τον εμφύλιο και την χρησιμοποιεί ως καμβά για μιαν ιστορία μοναξιάς και αγάπης. Μια θαλασσινή περιπέτεια, ιδωμένη όμως από την πλευρά της Πηνελόπης που μένει και περιμένει. Η σκευωρούσα mater familias που ευνουχίζει τον άντρα και τα αισθήματα των θυγατέρων της, ανακαλεί κάτι από Καραγάτση και Τερζάκη. Και Ταχτσή, ίσως, γιατί όχι; Το «Τρίτο Στεφάνι», άλλωστε, ανιχνεύεται ως επιρροή σε πλείστα όσα μεταγενέστερά του κείμενα. Ομως γρήγορα επιβάλλεται το προσωπικό ύφος της, αντάξιο στην υπαινικτική του λιτότητα της «Κερένιας κούκλας» του Χρηστομάνου.
Ηχούν παλαιομοδίτικα όλα αυτά; Το αντίθετο, θα έλεγα. Με τη σιγουριά μάλιστα του γραφιά που ό,τι κερδίζει, το κερδίζει με το σπαθί της γλώσσας του κι όχι με τερτίπια εντυπωσιασμού. Βέβαια, δεν κρύβω πως το βιβλίο με διαπότισε με μια παράξενη νοσταλγία -είμαι κι εγώ νησιώτης- και μάλιστα για πράγματα που ΔΕΝ έζησα. Ισως οι αναλογίες, ίσως οι υπόγειοι δρόμοι που ακολουθούν οι ιδιωτικοί βίοι και οι ιστορίες των προσώπων ώσπου να εκβάλουν σε μιαν συλλογική κοίτη. Απ' την άλλη, θυμάμαι συχνά τη φράση του Γ. Αριστηνού «Μισώ τη νοσταλγία γιατί είναι καλλιτεχνικά καταραμένη» και προβληματίζομαι ως προς την αλήθειά της. Κυρίως γιατί το κόστος κάθε επιστροφής πληρώνεται πάντα με λύτρα μέλλοντος.
Αντώνης Σουρούνης πορεύεται μόνος του, αυτοβιογραφούμενος σταθερά και φτάνοντας όλο και πιο βαθιά. «Το μονοπάτι της θάλασσας» είναι Memoires διατυπωμένες σε γλώσσα γήινη και ύφος χωμάτινο. 650 σελίδες που σε ταξιδεύουν πίσω, σε μια εποχή χαρισάμενη κι έναν κόσμο χειροποίητο, άγριο και αθώο. Οπου οι λέξεις διατηρούσαν το πρωτεϊκό τους νόημα και οι βρισιές ηχούσαν και σαν χαστούκια και σαν ποιήματα. Ετσι όπως διατυπώνονταν σαν ανάγκη υλική. Στις παρυφές της αστικής Θεσσαλονίκης, στις γειτονιές των φτωχών και των απόκληρων ο συγγραφέας στήνει ένα παλλόμενο κειμενικό χρονικό καθώς κατασκευάζει τη γλώσσα και τις λέξεις του εκείνη ακριβώς τη στιγμή που τις χρειάζεται για να πει την «ιστορία». Αυτός, ο αφτιασίδωτος, ο μπρούτος ρεαλισμός κρύβει όμως στην θυμόσοφη ανάπτυξή του ικανές ποσότητες ποίησης. Κρύβει αιφνιδιασμούς ενός ανατρεπτικού, λαϊκού χιούμορ. Ενός αυτοσαρκασμού που «εξοντώνει» πολλούς πριν βρει τον τελικό του στόχο.
Κι εδώ έχουμε, πάλι, υπόκωφη, πλην αβάσταχτη, νοσταλγία. Η μεταπολεμική στέρηση μεταμορφώνεται σχεδόν σε Ελδοράδο λόγω των ουσιαστικών, των βαθύτατα ανθρώπινων σχέσεων που αναπτύσσονται στα κοινωνικά υποκείμενα καθώς αλληλοεξαρτώνται οργανικά και εντέλει ευτυχούν σε συνθήκες αντικειμενικής μιζέριας και δυστυχίας. Τι νοσταλγούμε, όμως, κατά βάθος; Την εποχή ή τη νεότητά μας; Ο Σουρούνης περιγράφει, με τους τρόπους του Ναζίμ Χικμέτ και με τον αργό ρυθμό ανατολίτη παραμυθά, μια προνεωτερική κοινωνία της οποίας η γλώσσα δεν αναπαριστά αλλά συμβολίζει. Που συνέχει τον κόσμο καθαγιάζοντας κληροδοτημένες συμπεριφορές. Ισως, γι' αυτό διαβάζεις λ.χ. μια σκαμπρόζικη σκηνή παιδικού ερωτισμού κι έχεις αίσθηση βιβλικής αφήγησης. Θέμα αποκλειστικό του Σουρούνη είναι η γλώσσα κι όσα αυτή καταφέρνει να διασώσει καθώς αυτοπραγματώνεται και στεροποιείται κειμενικά. Να ένα δείγμα της (σελ. 161): «... Τα χέρια του (ο πατέρας) τα είχε για να δουλεύει, να τρώει, και να βγάζει λεφτά απ' την τσέπη για να ψωνίζουμε. Αμα δεν είχε δουλειά, δεν είχε και λεφτά γι' αυτό και τα 'κρυβε μες τις τσέπες, αφού του ήταν αχρείαστα...».
Ενδεικτικοί και οι τίτλοι των κεφαλαίων:«Ο έρωτας αν δεν καεί απ' τη φωτιά, δεν καίει», «Τα παλιά φεγγάρια τα κόβουν και τα κάνουν άστρα» κ.ο.κ.
Η αναφορά στις τουρκικές παροιμίες ηθελημένη. Κυρίως για να σαστίζει αύριο τον ιστορικό της νεωτερικής μας πεζογραφίας.
Αυτό το μη «λογοτεχνικό» ύφος του Σουρούνη αγγίζει ό,τι ο Μπαρτ ονομάζει «μηδέν της γραφής». Ενα κείμενο απαλλαγμένο απ' την ενοχή του «πεποιημένου», αθώο αλλά και βαθιά υποψιασμένο ως προς την ηδονή και το αυτεπίστροφο της γραφής. Αφήστε που το πιο παρήγορο με την καταγεγραμμένη ιστορία είναι το πόσο εύκολα συμπληρώνεται ή και ανατρέπεται...
7 - 27/05/2007