Γεννήθηκα τον
Ιούλιο του 1954 όταν ο Αλέκος Αλεξανδράκης
υποδυόταν τον Ιππόλυτο στην Επίδαυρο
κι όταν τα τζιτζίκια εκείνου του θέρους
διαλαλούσαν επαναληπτικά την εξουσία
τους στον απέραντο κόσμο. Ο Αλεξανδράκης
ήταν τότε γεμάτος ταλέντο, νιάτα,
κομψότητα, ερωτισμό αλλά και λαγνεία.
Τώρα εκείνος βρίσκεται κάτω απ' τη γη
κι εγώ δεν είμαι πια νέος. Όσο για τη
δική μου λαγνεία, μυρίζει τη χωματίλα
του πένθους. Θέλω όμως να τραγουδήσω!
Έστω και με φωνή βραχνή, φάλτσα (δεν
είμαι και η Αγνή Μπάλτσα). Για όσα υπήρξαν
για όσα θα υπάρξουν. Για τους αγαπημένους
νεκρούς που κινούνται ανάμεσά μας
ελεύθεροι από φόβο, ενώ εμείς κοιτάμε
καθημερινά με απόγνωση εκείνο το πρόσωπο
που δεν είναι πια το δικό μας.
Ούτως ή άλλως δεν
προβλέπεται να τελειώσουν σύντομα ούτε
οι ζεστοί Ιούλιοι ούτε οι νεαροί Ιππόλυτοι
που τρέχουν στην ορχήστρα της Επιδαύρου.
Απλώς οι τελευταίοι κάποτε θα γεράσουν
όπως κι εκείνα τα κορίτσια, κάποτε
επιθυμητά και απρόσιτα, που σήμερα
σέρνουν ένα πι στον πεζοδρόμο της
Βαλαωρίτου, στη Δράκου, στην πλατεία
Κολωνακίου, στην πλατεία Κυψέλης. Και
κοιτούν με θολό βλέμμα τάχα μου εμπρός
μήπως γλιστρήσουν, βλέπουν όμως μόνο πίσω.
Υ.Γ.: Στο σπίτι μας
γιορτάζαμε σταθερά το πένθος με το
σαλόνι ολόφωτο. Εν φάει ο όλεθρος...
Άστα!.......
ΑπάντησηΔιαγραφή