Η φωτογραφία, ακόμα και όταν
διαπραγματεύεται το πιο χαρούμενο, εύθυμο θέμα του κόσμου, ή μάλλον τότε
ακριβώς, λειτουργεί σταθερά ως ελεγείο θανάτου. Οι επαγγελματίες της θεωρίας
μιλώντας γι’ αυτό το μέσο επιμένουν πως η ιδιαίτερη του γλώσσα οφείλεται στην
δράση του φωτός και τη λειτουργία της σκιάς. Όμως, ουσιαστικά στη φωτογραφία
κατατίθεται πάνω απ’ όλα η δράση του χρόνου, η λειτουργία της συγκίνησης και η μεθυστική,
απορρύθμιση των συναισθημάτων. «Φωτογραφίζω» είναι αφελές να ισχυριζόμαστε ότι σημαίνει
απλά «βλέπω». Πάνω απ’ όλα σημαίνει «σκέπτομαι», όταν δεν σημαίνει «θυμάμαι» ή «αναπολώ».
Οι αγαπημένοι μου φωτογράφοι φωτογραφίζουν πάντα με τα μάτια μισόκλειστα ή
κλειστά, με σίγουρο χέρι αλλά και με την ανεμελιά - ή μήπως την απελπισία - του
αυτόχειρα που πέφτει από το βράχο, όπως συμβαίνει και με τη Μαρίλη.
Τι, όμως, φωτογραφίζει η Μαρίλη Ζάρκου,
ένα νέο κορίτσι που ζώντας την ενοχλητική πολυχρωμία του κόσμου επιλέγει το άσπρο
μαύρο για να μιλήσει; Εκ πρώτης όψεως τα θέματά της μπορούσαν να θεωρηθούν παλιομοδίτικα,
μια ελαφρώς κακοφορμισμένη νοσταλγία για πράγματα που προφανώς δεν έζησε και
που τώρα τα κοιτάει ενώ αυτά επιβιώνουν, κατά κάποιο τρόπο, μουσειακά. Αναφορές
στον αιώνιο Cartier Bresson,
τον Brassai αλλά και
στους κλασικιστές της αβανγκάρντ όπως είναι ο Man Ray ή ο Rodtchenko για
να φτάσουμε στους δικούς μας Δημήτρη Χαρισιάδη και Κωνσταντίνο Μάνο. Οι φωτογραφίες
της Ζάρκου αντιπαρατίθενται γενναία προς το φολκλόρ, παραμερίζουν τη σκόνη των
πραγμάτων για να ψάξουν τη βαθύτερη σιωπηλή αλλά βαθύτατα εκφραστική-ποιητική
υπόστασή τους. Γιατί αν τα άψυχα δεν
έχουν ψυχή, τότε σε τι ωφελεί η ψυχή των εμψύχων; Προσωπικά από τόσες ψυχές
που με πρόδωσαν ή που πρόδωσα, προτιμώ την ψυχή εκείνου του γύψινου αγγέλου που
παραφυλάει με ένα σπασμένο φτερό και μελαγχολικό χαμόγελο στη βιτρίνα ενός
παλαιοπωλείου στο γιουσουρούμ. Δεν θα με προδώσει ποτέ!
Αυτός είναι ο κόσμος της Μαρίλη
Ζάρκου. Βόλτες σε ξεχασμένες γειτονιές όπως είναι η Κολοκυνθού ή η Ακαδημία
Πλάτωνος , στα λούμπεν μαγαζιά του Μεταξουργείου και σε εκείνα τα μπαρ που τα
ξέχασε ο χρόνος κυρίως γιατί επιτρέπουν στα ράφια τους να συνομιλούν
τελετουργικά ένα μπουκάλι βενεδικτίνης με το πιο malt ουίσκι που κατάφερε να επιβιώνει
ακόμα σ’ αυτή τη χώρα των ξενέρωτων. Γιατί, ξέχασα να σας πω πως, στις εικόνες
που συνθέτει η φωτογράφος, πρωταγωνιστούν άψυχα μεν, αλλά απολύτως
προσωποποιημένα αντικείμενα. Όπως είναι παλιά έπιπλα, κάτι ξεχαρβαλωμένες
καρέκλες σαν κιθάρες, ναργιλέδες, ξεβαμμένοι τοίχοι με γκράφιτι, παλιές πόρτες
που αρχικά φτιάχτηκαν για να ανοίγουν τον παράδεισο, αλλά που τώρα κλείνουν
κατά βούληση εκείνη την κόλαση που καίει τις φωτιές της ανάμεσα στην Αχιλλέως
και την οδό Φυλής.
Όλα αυτά τα αντικείμενα έχουν και
την ιστορία και τη μοίρα τους, ή μάλλον την αποκτούν οριστικά τη στιγμή ακριβώς
που ο φακός της Μαρίλης τα διερευνά με ακρίβεια χειρουργού μυελού οστέων και με τη συγκίνηση του ναυαγού
που αντικρίζει επιπλέον θαλάσσιο ξύλο. Να μην ξεχάσω τα μανεκίνα, τις κούκλες,
που θα πει τους αγγέλους των βιτρινών. Εδώ η καλλιτέχνις με σουρεαλιστικό
οίστρο τις μεταμορφώνει, τις απογειώνει, τις εξανθρωπίζει, τις καθαγιάζει ετοιμάζοντάς
τες για μια μυσταγωγία οπτική. Εδώ είναι οι λεπτομέρειες που μετράνε, περίεργες
οπτικές γωνίες αλλά και οι αιφνιδιασμοί που προκύπτουν αν κανείς κοιτάξει τον
κόσμο από μια χαραμάδα. Να τι είναι η φωτογραφία: Να βλέπεις τη ζωή από μια
φωτισμένη σχισμή, από μια χαραμάδα που πάντως σου επιτρέπει να εστιάσεις στο
ασήμαντο και να βρεις το κρυμμένο το νόημα. Το μυστικό της ευτυχίας. Να τι είναι η ζωή: Η εικόνα που αντικρίζει
ο ηδονοβλεψίας από μια κλειδαρότρυπα ενώ εσύ βρίσκεσαι από την άλλη πλευρά…
Υ.Γ.: Στον κήπο με τα μυστικά λουλούδια
Βγήκα νωρίς στον κήπο από κείνη τη χαραμάδα που χωρίζει τον έναν κόσμο
από τον άλλο, βγήκα χαράματα, αυγή του χρόνου, στον κήπο με τους έρωτες.
Μοσχοβολούσαν όλοι ανεξαιρέτως, το άρωμά τους έλαμπε σαν φωτιά. Μέθυσα,
ζαλίστηκα, έκοψα όσους περισσότερους έρωτες μπορούσα ως το βράδυ. Μάτωσαν τα
χέρια μου, η φωτιά πυρπόλησε τα μάτια μου, δεν έβλεπα από ευτυχία. Γέμισα με
έρωτες την αγκαλιά μου, γέμισα όλα τα βάζα, έστρωσα με έρωτες τον δρόμο ως το
σπίτι, τους άπλωσα απάνω στο κρεβάτι, τους έκρυψα κάτω από τα σεντόνια και τα
μαξιλάρια, έρωτες παντού από πάντα, κοιμήθηκα μόνος …
… Την άλλη μέρα, όταν ξύπνησα, είχαν όλοι μαραθεί.
Μάνος Στεφανίδης
11-11-2015
Ίσως,είμαι πεισιθάνατος,αλλά θα ήθελα να ζω πάλι με τις συνθήκες τού '50 ή καλύτερα τού '60.Ψάχνω να βρω γειτονιά που να μοιάζει και να πάω εκεί,αλλά δεν βρίσκω.Ας μην έχω κομπιούτερ και διάφορα άλλα.Αδιαφορώ!
ΑπάντησηΔιαγραφή