Μόλις κυκλοφόρησε ένα ιδιαίτερο οδοιπορικό στον Άθω με αεροφωτογραφίες του Αριστείδη Κοντογεώργη και κείμενα του Μάνου Στεφανίδη από τις εκδόσεις "Τέχνης Οίστρος"
Άγιον Όρος - Μυστική Χαρά
Ορατή Ομορφιά - Κάλλος Αόρατον
Μετά την Ιστορία
Πώς
προσεγγίζει κανείς σήμερα το Άγιον Όρος; Εννοώ πώς προσεγγίζει αυτόν το
διαχρονικό (άχρονο) χώρο τόσο σε πνευματικό επίπεδο όσο και σωματικά; Τόσο με
τη διάνοια όσο και με τις αισθήσεις; Ο Άθως αποτελεί τη συμπυκνωμένη
πληροφορία, το σύμβολο, που σαγηνεύει τους Χριστιανούς, τουλάχιστον, από την
παιδική τους ηλικία. Και ενώ νομίζει κανείς ότι γνωρίζει τα βασικά γι’ αυτό το
μαγικό μέρος, κάθε φορά που επανέρχεται είτε ως προσκυνητής είτε ως ερευνητής
είτα ως φιλοπερίεργος περιηγητής, του αποκαλύπτεται ένας άλλος Άθως. Όμοια όταν
ξεφυλλίζει ένα από τα αναρίθμητα βιβλία, οδοιπορικά, μελέτες, λευκώματα που
έχουν γραφτεί για το περιβολάκι της Παναγίας (την Kιβωτό) αποκαλύπτει, μιαν άλλη διάσταση του τοπίου και της σημασίας του.
Η
πρωτοτυπία, τώρα, της παρούσας έκδοσης έγκειται στον τρόπο θέασης της διάσημης
χερσονήσου της Χαλκιδικής ανάμεσα στο Σιγγιτικό κόλπο και τον κόλπο της
Ιερισσού. Το Όρος αποκαλύπτεται άνωθεν και ο αναγνώστης το εποπτεύει εξ ουρανού
κυριολεκτικά και συχνά από ιλιγγιώδες ύψος. “Επίβλεψον εξ ουρανού και ίδε”.
Αυτή η διάσταση προσδίδει στο βιβλίο μοναδικότητα η οποία συμπλέει με την
εξαιρετική ποιότητα, τη δύσκολα περιγράψιμη ατμόσφαιρα των συγκεκριμένων φωτογραφιών
που καταγράφουν τα είκοσι μοναστήρια και τις πολυάριθμες σκήτες ή τα κελλιά
αυτής της πολιτείας των αφιερωμένων, των λογοδοσμένων με τον Θεό. Κατ’ ουσίαν
βλέπουμε το Όρος από το ίδιο, σχεδόν, σημείο που το καθορά και το κατοπτεύει η
προστάτιδά του, η Κυρία των Αγγέλων. Ανάμεσα από σύννεφα, λαμπρές ανατολές ή
δραματικά ηλιοβασιλέματα, με το θερμό φως της Άνοιξης, με το χιόνι του χειμώνα,
με τη γλύκα του μεσημεριού ή εκείνη τη μαγική ώρα που οι σκιές μαλακώνουν και
τα κτίσματα επί της γης μοιάζουν να πλέουν αβαρή μέσα στη διαφάνεια.
Ο
φωτογράφος Αριστείδης Κοντογιώργης πετώντας συχνά σε ύψος έως και 8000 ποδών
επί ένα σχεδόν χρόνο μέσα σε ένα θηριώδες ελικόπτερο, συνέλαβε μοναδικές όψεις
όχι μονάχα των φρουριακών μονών με τα ποικίλα εξαρτήματά τους αλλά και της
Ιστορίας της ίδιας που μοιάζει να φωλιάζει σαν προκατακλυσμιαίο θηρίο στις
σπηλιές ή τα ρουμάνια του Μαγικού Βουνού.
Ο Άθως
με αυτοκρατορική απόφαση αποτελεί προνόμιο, ησυχαστήριο, αρένα και άσκηση
αποκλειστικά των αρρένων. Οι γυναίκες τον ευλαβούνται, τον κοιτάζουν από την
Ιερισσό ή την Ουρανούπολη, ή τον πλησιάζουν με πλοιάρια σε απόσταση πεντακοσίων
μέτρων από τις ακτές του. Τώρα όμως έχουν την ευκαιρία με το βιβλίο αυτό να τον
θαυμάσουν εξ ουρανού, σαν σε θαύμα. Σαν σε αποκάλυψη. Ο Κωνσταντίνος Θ'
Μονομάχος βάφτισε την χερσόνησο “Άγιον Όρος” ενώ ο Αλέξιος Α' Κομνηνός
θεσμοποίησε με χρυσόβουλλο το άβατον, δηλαδή η απαγόρευση πρόσβαση των
γυναικών.
Παρ’ όλα
αυτά μη νομίσετε ότι πρόκειται για μιαν εύκολη φαντασμαγορία, για κάτι που
προσφέρεται αδαπάνως. Το Άγιον Όρος απαιτεί πάντα και από τους πιστούς και από
τους αγνωστικιστές και από τους “ειδικούς” και από τους αθώους μιαν ιδιαίτερη,
πνευματική, εγρήγορση. Σαν να παγώνει, σαν να ακινητεί ο χρόνος και ο
επισκέπτης ή ο αναγνώστης να βρίσκονται ενώπιοι ενωπίοις. Όχι μόνο εμπρός στον
εαυτό τους και εμπρός στο όποιο τους φαντασιακό, αλλά και προς ό,τι σέβονται
και τιμούν, προς τις σκιές των προγόνων τους των ίδιων.
Ο Άθως
δεν είναι εύκολος τόπος είτε τον διατρέχεις με ένα τζιπ στους σκονισμένους
δρόμους είτε τον περπατάς βαριανασαίνοντας απ’ τ’ αρχαία, παραδοσιακά
μονοπάτια. Παρά τη φιλοξενία του κάθε μοναστηριού, παρά το λουκούμι και το κρύο
νερό που προσφέρονται με άδολη καρδιά από τα αρχονταρίκια, παρά τα ευλογημένα
δείπνα στις τράπεζες, ή τον ανακουφιστικό ύπνο στους ξενώνες, η αγιορείτικη
κοινότητα διαφυλάσσει ως κόρη οφθαλμού την μόνωση, την ιδιαιτερότητά της,
περιφρουρεί τον αινιγματικό ως εν εσόπτρω χαρακτήρα της πνευματικής της
υπόστασης. Εδώ ακριβώς έγκειται η διαχρονική ζωντάνια της μοναστικής πολιτείας.
Εξ
ουρανού λοιπόν η αποκάλυψη αυτών των πολυπλόκαμων οικισμών που οργανώνονται
γύρω από τα τείχη και τους πύργους των μοναστηριών για να απλωθούν ως τα
κράσπεδα της θάλασσας με τους αρσανάδες, να τρυπήσουν τους βράχους με τα κελλιά
και τα καθίσματα, να ανέβουν στις πλαγιές με τα κυριακά κάποιων σκητών όπως του
Σεραγιού (Προφήτου Ανδρέα) και να κατακτήσουν τις αετοφωλιές των απορρώγων
κρημνών στα καρούλια. Πόσος ανθρώπινος μόχθος, πόσο πείσμα, πόση αγωνία για να
στηθεί η μια πέτρα πάνω στην άλλη και το ξύλο να δημιουργήσει μια πρόχειρη
στέγη εδώ στο απώτατο σημείο της μόνωσης- που όμως δεν είναι μοναξιά- και της
θέωσης που πάντως δεν κρύβει τίποτα το απάνθρωπο. Στους γερασμένους, τους
πολλαπλά συντηρημένους, στους συχνά πυρπολημένους ή δηωμένους τοίχους των
μονών, ψηλαφεί κανείς εκτός από τον αγώνα των πατέρων, κυρίως την ακαταδάμαστη
πίστη τους, τη δύναμή τους ώστε να πραγματοποιήσουν το θαύμα που λάμπει τώρα
εμπρός στα μάτια σας. Εκατοντάδες, χιλιάδες καλόγεροι, των οποίων το όνομα
είναι συχνά ξεχασμένο, αρπάχτηκαν από τις πέτρες αυτές, στήριξαν τις απλές,
αρχικά, κατασκευές για να φτιάξουν βήμα-βήμα, σπιθαμή τη σπιθαμή εδώ και χίλια
χρόνια αυτό το πολιτιστικό γεγονός που λειτουργεί θαρρείς, εις πείσμα του
χρόνου.
[...]
Απόδειπνον
Δεν ξεχνώ το χαμόγελο του Γέροντα Φιλήμονα,
από τη σκήτη του Προφήτου Ηλιού,
μετά το
τέλος μιας κοπιαστικής μέρας
γεμάτης διακονία...
Στο Άγιον Όρος ο ύπνος δεν είναι
πολύ φίλος και το σκοτάδι είναι πάντα διαπερατό από το εσωτερικό φως. Οι μαύρες
σκιές των μοναχών, καθώς εγείρονται από τις στρωμνές τους στη μία μετά τα
μεσάνυχτα, πυρπολούνται από φωτιά πνευματική χωρίς να κατακαίονται. Αυτό
επιδιώκουν, τουλάχιστον. Το σήμαντρον πρώτα τους καλεί σε ιδιωτική προσευχή, να
συνεχίσουν τη συνομιλία με τον Ερωμένο τους, που άφησαν πριν λίγες ώρες: «Κύριε
Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλόν». Αυτός είναι ο κανόνας. Στις δύο, η
προσευχή γίνεται κοινή στο Καθολικό της Μονής ή στο Κυριακό της Σκήτης, όπου
υπό το φως των κεριών και των καντηλιών οι καλόγηροι παίρνουν τις θέσεις τους
στους χορούς για το Μεσονυκτικό. Στις τρεις, ψάλλεται ο Όρθρος, για να
ακολουθήσει η Λειτουργία. Ήδη χαράζει. Η συνέχεια στην Τράπεζα, για ελιές,
παξιμάδι και τσάι. Κι εδώ οι τοιχογραφίες, οι σκηνές από τον Ιωάννη της
Κλίμακος, ή τον Συμεών, τον Νέο Θεολόγο, οι εικόνες της Δευτέρας Παρουσίας
υπομιμνήσκουν το καθήκον για συνεχή άσκηση. Η χαρά της ζωής έγκειται στη νήψη
(την ανάνηψη από την αμαρτία), στα όσα περιέγραψαν με λόγο νηφάλιο και με έργο
οι νηπτικοί πατέρες. Στις τρεις μετά το μεσημέρι σημαίνει ο Εσπερινός (σ’ άλλα
μοναστήρια στις πέντε), στις επτά το βράδυ το Απόδειπνον, για να ξαναρχίσει ο
κύκλος την επόμενη μέρα. Αενάως. Ώσπου να κοιμηθεί ο κάθε γέροντας, για να
ανοίξει τα μάτια του στην αιώνια ζωή. Κι ώσπου να τον οδηγήσουν οι συναθλητές
του με χαρμολύπη σε μια τρύπα γης έξω από τη Μονή, τυλιγμένο με το ράσο του το
ίδιο, διαρκές σάβανο και σε ζωή και σε θάνατο. Ο ασκητής είναι πεθαμένος βιοτικά
αλλά όχι νεκρός.
Ιστορεί ο Ν. Γ. Πεντζίκης: «…θά
θελα να δείτε το Άγιον Όρος σαν μια φρέσκια σάρκα που μιλεί τη γλώσσα της
αιωνιότητας». Ιδού πώς ένα παιδί παρετυμολόγησε το αρχαίο όνομα του Άθω: Α και
Ω= αρχή και τέλος, Θ στη μέση= ο Θεός. Σαν εικόνα το Άγιον Όρος οδηγεί από το
άμεσο κατευθείαν στο νοούμενον…
Και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο
απολογητής της ορθόδοξης εικονογραφίας: «Πώς εικονισθήσεται το αόρατον; Πώς
εικασθήσεται το ανείκαστον; Πώς γραφήσεται το άποσον και αμέγεθες και αόριστον;
Αν το κείμενο αυτό δεν προερχόταν από τον πιο βαθύ Μεσαίωνα, θα έλεγε κανείς
πως το γράφει κάποιος σύγχρονος αισθητικός της conceptual ή της minimal art.
Γιαυτό ισχυρίστηκα από την αρχή ότι δεν είναι εύκολος τόπος ο Άθως, ούτε
προσφέρεται για γραμμικές μονοσήμαντες ερμηνείες. Πρόκειται για μια παράδοση
σθεναρή, που αντιστέκεται, που αρνείται τη μηχανική εκλογίκευση, που
επιχειρηματολογεί για το παράλογο, που περιφρονεί –αυτή είναι η λέξη-
περιφρονεί όσους αποθεώνουν τη ματαιότητα και κορρένυνται από το εφήμερο. Στο
Άγιον Όρος ένας άθεος βολεύεται καλύτερα από τους λογής ευσεβιστές. Κι αυτό οι
οξυδερκείς πατέρες το αντιλαμβάνονται.
Αυτό που σήμερα κυριολεκτικά
συγκλονίζει στο Όρος είναι η θαυμαστή αναβίωση, χωρίς εκπτώσεις ιδεολογικές ή
φολκλοριστικές, της μεγάλης ησυχαστικής, νηπτικής, φιλοκαλικής παράδοσης. ΄Ο,τι
δίδασκε ο Μέγας Αντώνιος το 270 περίπου, στη μόνωση της αιγυπτιακής ερήμου,
χίλια χρόνια πριν τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης- αποτελεί λαμπρό πρότυπό του-
ό,τι έγραψε ο μυστηριώδης Διονύσιος Αρεοπαγίτης το 500 περίπου, ό,τι
υποστήριζαν οι σιναϊτες πατέρες, ο Άγιος Μάξιμος ο ομολογητής, ο Άγιος Συμεών,
ο νέος θεολόγος, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, που μόνασε σ’ ένα κελί δίπλα στο
Βατοπέδι, γύρω στα 1320- 25 και αργότερα, το 1331 κοντά στη Λαύρα, συγγράφοντας
τις «Τρεις Τριάδες υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων», είναι σήμερα ζωντανό και
επίκαιρο. Η διδασκαλία του Γρηγορίου επικυρώθηκε το 1341, από τις αθωνικές
αρχές πρώτα, από δύο συνόδους έπειτα, που συνήλθαν στην Πόλη και καταδίκασαν
τον αντίπαλό του μοναχό – Βαρλαάμ[1]. Είναι
γοητευτικός και βαθιά ποιητικός ο τρόπος που ο Άγιος Μάρκος Εφέσου, ο
Ευγενικός, ερμηνεύει τη μυστική προσευχή « Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με». Το
κείμενό του εμπεριέχεται στον τελευταίο τόμο της ελληνικής «Φιλοκαλίας»,
(όπ.αν.σελ.66), ενώ αυτή η λέξη γίνεται διάσημη στα σλαβόνικα, μεταφρασμένη ως
Dobrotoliubie. Τεχνικές περισυλλογής, απόλυτη αγάπη, διαρκής προσευχή,
αναζήτηση του άκτιστου φωτός, θέωση του ανθρώπου με μέσα πνευματικά, «το να
γίνει η σάρκα πνεύμα» που ήθελε ο Καζαντζάκης, έρωτας για το κάλλος στην
απόλυτή του έκφραση, δηλαδή τον Θεό – να που αναβιώνει κι ένας χριστιανικός
«πλατωνισμός»-, ενεργός κι όχι αφηρημένη σοφία, ώστε να καθαίρονται σώμα και
νους μέσα από μία ατομική αλλά και συλλογική (κοινοτική) εμπειρία. Ιδού πώς
επιτυγχάνεται η «νήψις», η βαθύτερη γλύκα που εμποτίζει την ψυχή, πραΰνοντάς
την από την υπερβολή, τον πειρασμό, τους αρνητικούς διαλογισμούς.
Η ανανέωση του Ησυχασμού στον Άθω
συντελείται μετά την Άλωση αλλά και τον 18ο αιώνα, την εποχή δηλαδή
που το «κίνημα» διαδίδεται και στη Ρωσία και στη Ρουμανία ως αντίρροπο
επιχείρημα προς το Διαφωτισμό. Με δημοσίευση των σχετικών κειμένων υπό τον
γενικό τίτλο «Φιλοκαλία», αποτελεί μίαν οιονεί απάντηση. Ιδιαίτερα στον
ελλαδικό χώρο, εισηγητής αυτής της ανανέωσης είναι ο Κερκυραίος Ευγένιος
Βούλγαρις (1716-1806) και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος ο Ε΄, ο οποίος
τοποθέτησε τον πρώτο επικεφαλής της εν σπαργάνοις Ακαδημίας του Αγίου Όρους.
Λεπτομέρεια: Οι Αθωνίτες μοναχοί έβλεπαν πάντα με δυσπιστία και τον Βούλγαρι
και τη Σχολή, το κτίριο της οποίας τελικά κατέστρεψαν. Όμοια εγκατέλειψε τον
Άθω και ο Αθανάσιος ο Πάριος (1714-1770), για να αναλάβει τη Σχολή της Χίου.
Ανάλογο υπήρξε και το κίνημα των Κολλυβάδων την ίδια εποχή, μια τάση στην
πρωτοχριστιανική – αποστολική παράδοση και καταγγελία της όποιας
εμπορευματοποίησης της πίστης. Αυτό το ησυχαστικό πνεύμα θα ενστερνιστεί για
όλη του τη ζωή ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, έναν αιώνα αργότερα. Ίσως γιαυτό
παραμένει ακόμη αινιγματικός για όσους επείγονται να του φορέσουν μοντερνιστικά
ή φολκλοριστικά κουστούμια του συρμού.
Πεζοπορώντας στον Άθω ή εισερχόμενος μισονυσταγμένος και εν ρέμβη στις
σκοτεινές λιτές και στα ημιφωτισμένα καθολικά των μοναστηριών, είδα ανάμεσα
στις άλλες σκιές που έψελναν ή που προσκυνούσαν γονυπετείς τις εικόνες, είδα-
τ’ ορκίζομαι- τον κυρ Αλέξανδρο, τον κυρ Φώτη, τον Σπύρο Παπαλουκά με τα πινέλα
του αχόρταγα, έτοιμο για να αναζητήσει το πρώτο φως, τον κυρ Νίκο να αδειάζει
απ’ τον υπνόσακό του την έλαφο των άστρων, αλλά και τον Φιοντόρ ή τον Σολόβιεφ
να περιεργάζονται τις τοιχογραφίες του Θεοφάνη και τον Ρίμσι-Κόρσακοφ να
ξαναψέλνει το «Πάτερ Ημών»…
Neuchâtel, Οκτώβριος-Νοέμβριος 2013
+
[1]
Aρχιμ. Πλακίδα Deseille, « Φιλοκαλία, Η νηπτική παράδοση της Ορθοδοξίας στον
κόσμο και η ακτινοβολία της», Εκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ, Αθήνα, 1999, σελ. 63-64
Αχ,αυτές οι θρησκείες...1000 συγγνώμην.Περίεργο για εσάς.Και πάλιν συγγνώμην.
ΑπάντησηΔιαγραφή