INO, Ignorance is bliss, Κυπριακό Κοινοβούλιο Λευκωσία |
-Ποιαν ιστορία και ποιο μοντερνισμό θα υποστηρίξει το υπό διαρκή αναθεώρηση
ΕΜΣΤ; Το Φιξ, και ως μουσείο, ακολουθεί την ιδρυτική παράδοση της ομώνυμης
μπύρας: λειτουργεί καλύτερα παγωμένο.
Είναι απολύτως ενδεικτικό, πάντως, της κυρίαρχης νοοτροπίας ως προς την
διεκπεραίωση- διαχείριση του πολιτισμού από το ως τώρα κυρίαρχο πολιτικό και
μηντιακό σύστημα, το γεγονός πως, ενώ συζητείται δια μακρών η σχέση της τέως
διευθύντριας με το ΠΑΣΟΚ αλλά και της νυν με τη ΝΔ, όπως επίσης η είσοδος στο
προηγούμενο ΔΣ της Τράπεζας Πειραιώς και στο καινούριο καθεστώς της Alpha Bank
(η νεοδιορισμένη διευθύντρια υπήρξε καλλιτεχνική διευθύντρια του Ιδρύματος
Κωστόπουλου), δεν συζητείται διόλου τι είδους μουσείο θέλουμε, ποιες ανάγκες θα
εξυπηρετεί, ποιαν ιδεολογία θα υποστηρίζει. Λες και αυτό είναι δευτερεύον και
άνευ σημασίας. Λες και το πρωτεύον είναι ο τρόπος με τον οποίον θα πλασαριστούν
ως managers του πολιτισμού μας και εκ-τιμητές της ιστορίας μας οι διάφοροι
μεγαλόσχημοι ιδιώτες, οι κομματικοί εγκάθετοι ή οι καλαίσθητοι τραπεζίτες. Ή για
το αν θα έχουμε σύντομα κοσμικά εγκαίνια με άδειους τοίχους -θυμηθείτε το πούρο
του Ξυδάκη- ή το πότε θα παρουσιαστεί φλαμανδική τέχνη.
Μια τέτοια συζήτηση που είχε ξεκινήσει από τους πιο φωτισμένους εκπροσώπους
της γενιάς του '60 (π.χ. οι πρωτοβουλίες του «Δεσμού» με τους Θόδωρο, Χαΐνη,
Κοκκινίδη, Μαυρομμάτη, Καρά, κλπ.) σχεδόν μισό αιώνα πριν, είχε διακοπεί
διαρρήδην από τη προηγούμενη, μυστικοπαθή διεύθυνση η οποία προετοίμαζε εν
κρυπτώ το ιδεολόγημά της χωρίς καλλιτεχνικές επιτροπές ή ευρύτερες
διαβουλεύσεις, ώσπου την πρόλαβαν οι εξελίξεις. Ο κ. Σαμαράς μετά την Αμφίπολη
και το αρχαίο κλέος αδημονούσε να κατακτήσει και την επικράτεια του μοντέρνου
ως αξιοθρήνητο άλλοθι του ακροδεξιού συντηρητισμού που ο ίδιος εκπροσωπεί.
Μουσείο να είναι και ότι να’ ναι, με άλλα λόγια, και με τη συνδρομή του
οικονομικό-κοινωνικού κατεστημένου, και του πρώην Προέδρου του ΣΕΒ, και της εν
γένει ιδιωτικής πρωτοβουλίας, και της κας Όλγας Μετζαφού της οποίας το διδακτορικό
«Ο ζωγράφος Γ. Ιακωβίδης» αποτελεί συμβολικά τη πυξίδα αναφορικά με το πόσος
ακαδημαϊσμός αλλά και πόση πολιτική σπέκουλα χωράνε στο μοντέρνο. Απ´ την άλλη
πλευρά πόσο μοντερνισμό, έστω και στην σύγχρονη αποϊδεολογικοποιημένη εκδοχή
του, μπορεί να αντέξει μια χώρα που από τη προνεωτερική της αθωότητα πέρασε
απότομα στη μεταμοντέρνα συνθήκη και που δεν γνώρισε αστική βιομηχανική
επανάσταση αλλά μόνο κρατικοδίαιτο καπιταλισμό και διαπλεκόμενη, κομραδόρικη
ολιγαρχία. Για αυτού του είδους την πλουτοκρατία μιλούσε από τα τέλη του 19ου
αιώνα ο Μιχαήλ Μητσάκης πολύ πριν τον Νόαμ Τσόμσκι ή έστω τον Παναγιώτη
Κονδύλη.
Στην Ελλάδα οι μοντερνιστές δεν συγκρότησαν ποτέ ομάδα ή κίνημα, ήσαν πάντα
δακτυλοδεικτούμενοι αποσυνάγωγοι σαν τον Χαλεπά, τον Εμπειρίκο, το Μπουζιάνη,
το Στέρη, το Διαμαντόπουλο, τον Εγγονόπουλο, τoν Κάλας, τον Άρη Κωνσταντινίδη,
τον Σκαλκώτα, τον Μπόστ, την Αξιώτη, τον Κανιάρη, τον Άρη Προβελέγγιο, τον
Χειμωνά, το Καρούζο, τον Δανιήλ, την Βασιλική Τσεκούρα, τον Μπάικα, τον
Αληθεινό... Δεν ξεχνώ τη Χρύσα, το Στάμο, το Γαΐτη, τον Ακριθάκη, το
Σαμαρά, τον Κουνέλλη ή το Τάκι, αλλά όμως το έργο τους αρθρώνεται σε ένα
διαφορετικό ιδεολογικό-κοινωνικό πλαίσιο. Με άλλα λόγια, στην Ελλάδα την
ιστορία γράφουν οι εξαιρέσεις, ενώ ο κανόνας είναι ένα άθυρμα από μετριότητες
και συναλλασσόμενους.
-Τι μουσείο, αλήθεια, χρειαζόμαστε;
-Αντέχουμε μια πρόταση που να μην αντανακλά πτωχοπροδρομισμό και
επαρχιωτίλα, που να μην αναπαράγει το βαρετό διεθνές δήθεν και που να
υποστηρίζει την ελληνική ιδιαιτερότητα (εφόσον βέβαια αυτή υπάρχει);
-Ένα μουσείο που να μην ανακυκλώνει τα 30-40 ονόματα που βλέπει κανείς σ’
όλα τα μουσεία της σύγχρονης τέχνης του δυτικού κόσμου και που
εικονογραφούν την κυρίαρχη άποψη, όπως την έχουν αφηγηθεί τα διεθνή κέντρα, οι
πολιτικές ελίτ, οι αγορές από την εποχή της αποικιοκρατικής έκρηξης, απ' το
ζενίθ του 20ου αιώνα ως σήμερα;
Εμείς, φοβάμαι, συζητάμε απλώς για πρόσωπα, ψάχνουμε για μάνατζερ και
χορηγούς, περνάμε τη λογική της ιδιωτικοποίησης και στα κρατικά μουσεία, επειδή
μας βαραίνει η ευθύνη της ιστορίας και επειδή αυτή είναι η ευρύτερη,
νεοφιλελεύθερη συνταγή.
-Τι όμως θα έχει μέσα αυτό το μουσείο και για ποιο λόγο;
Προσωπικά θα έβλεπα την τεκμηριωμένη συσχέτιση ανάμεσα στο εγχώριο και το
ευρωπαϊκό, τις αποκλίσεις αλλά και την συμπόρευση, την όσμωση ανάμεσα στις
επιμέρους τέχνες (π.χ εικαστικά και σινεμά, ο Αγγελόπουλος, ο Κανελλόπουλος, ο
Κούνδουρος ας πούμε, και οι «Νέοι Ρεαλιστές»), το θέατρο, τα βίντεο άντε και
την performance, τους «αποκλίνοντες» σαν τον Άγγελο Παπαδημητρίου (πλάι στον
Βέλμο, τον Καΐμη, τον Βιτσώρη, την Αξιώτη, την Μπερτσά, κ.α) που
διαφοροποιήθηκαν με τον λαϊκό τους εξπρεσιονισμό από την ακατανίκητη ακαδημαϊκή
αισθητική. Επίσης την επιστροφή του τελάρου (π.χ η περίπτωση του Σταύρου
Ιωάννου, του Γιώργου Κουράκη της Πελαγίας Κυριαζή, του Τάσου Μαντζαβίνου, του
Γιώργου Ξένου, του Γιάννη Τζερμιά, του Γιάννη Φωκά), ο Αρκάς, Ο Βασίλης και ο
Διονύσης Φωτόπουλος, οι Kalos
& Klio, τα graffiti και το ιδιάζον βάρος τους στις
απρόσωπες πολιορκημένες πόλεις μας, τις εναλλακτικές ομάδες όπως το radar ή το «σώμα
πολιτικό», την feminine art και την gay έκφραση αλλά και τον νεοακαδημαϊσμό
καλλιτεχνών, όπως ο Λεβίδης, ο Άγγελος Αντωνόπουλος, ο Μιχάλης Μανουσάκης, ο
Σακαγιάν ή ο Ρόρρης, οι οποίοι σαφώς συνιστούν μια μεταπολιτευτική
πραγματικότητα αλλά και εκφράζουν μια συγκεκριμένη κοινωνική συνθήκη. Το
ερώτημα είναι αν όλα αυτά συνιστούν σύγχρονη τέχνη (εγώ λέω, αναμφισβήτητα,
ναι).
Βλάσης Κανιάρης, "Αντίδωρο", η τελευταία του περφόρμανς στη γκαλερί Breeder |
Πρόκειται ασφαλώς για εκείνα τα θέματα που ενώ αποτελούν το ζουμί της
υπόθεσης και μας αφορούν όλους, ποτέ δεν συζητήθηκαν ανάμεσα στην επιστημονική
και την καλλιτεχνική κοινότητα. Αντίθετα, τα μηντιακά κέντρα αναλώνονται στην
ονοματολογία και τον κανιβαλισμό που τεχνηέντως προωθεί το ΥΠ.ΠΟ αντί να
εφαρμόζει το νόμο και να προωθεί την αξιοκρατία. Απλώς προκηρύσσοντας τη
θέση...
Κατά την άποψη μου η κ. Κοσκινά, έχει τα φόντα ν’ ανοίξει το παιχνίδι του
ΕΜΣΤ τόσο επικοινωνιακά όσο και διοικητικά, όσο κι αν έκαψε το χαρτί της το
2014, επί Σαμαρά, όταν βιάστηκε να συμμορφωθεί με την αδιαφανή ατζέντα του
ΥΠΠΟ. Παρουσιάστηκε τότε η ίδια ως κυνική της εξουσίας και η Καφέτση ως θύμα.
Επιπλέον ο, σχεδόν, γκανκστερικός τρόπος που πήρε τη διεύθυνση, φαλκιδεύει τη
θέση της στο μέλλον. Θα μπορούσε να απαιτήσει ανοιχτές διαδικασίες που θα την
νομιμοποιούσαν περισσότερο και θα έδιναν στη διαδικασία ένα θεσμικό άλλοθι.
Χρειάζεται επιπλέον σοβαρή, επιστημονική στήριξη την οποία, προς το παρόν, δεν
διαθέτει. Κατά την άποψη μου, η κ. Κοσκινά και η κ. Γρέγου θα ήταν οι πιο
βασικές υποψήφιες, αν ακολουθούνταν ανοιχτές διαδικασίες, με τη πρώτη να
υπερτερεί στα σημεία. Οι ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις έθεσαν πάλι το όλο θέμα
επί τάπητος. Μαθαίνουμε με χαρά ότι το μουσείο θα ανοίξει σύντομα, έστω κι αν τα
πάντα παραμένουν ρευστά και τα ουσιαστικά του εγκαίνια απομακρύνονται πάλι.
Όταν ένα ιδιωτικό μουσείο, το Μπενάκη, με τον γνωστό του ελληνοκεντρικό
προσανατολισμό του, προχώρησε διεθνή προκήρυξη για τη θέση του διευθυντή γιατί
δεν τολμά να κάνει το ίδιο το ΥΠΠΟ για έναν χώρο τόσο κρίσιμο και τόσο
φορτισμένο όπως το ΕΜΣΤ; Φοβάμαι πώς όποιος αξιοποιεί πολιτικά γραμμάτια,
ναρκοθετεί και το μέλλον του χώρου που καλείται να υπηρετήσει και την προσωπική
του αξιοπιστία. Πάντως τη στιγμή αυτή
όλη η εικαστική κοινότητα οφείλει να υποστηρίξει την κα Κοσκινά, αρκεί κι
εκείνη να πολιτευθεί χωρίς παρωπίδες.
Έγραφα πριν δυο χρόνια: «Βρισκόμαστε
σήμερα στο 2014 μόλις μια δεκαετία μακριά από το αποκορύφωμα της σύγχρονης
συλλογικής μας ψευδαίσθησης που ήταν το 2004. Έχει εν τω μεταξύ, επισυμβεί η
κρίση, οδυνηρές αλήθειες, επιτέλους επιχειρείται να ειπωθούν και ακόμη πιο
οδυνηρά μυστικά να αποκαλυφθούν. Η λεγόμενη «κρίση» λειτουργεί σαν ένας
μεγάλος, αποκαλυπτικός καθρέφτης. Ο καθένας μπορεί να δει, εάν θέλει, κι ακόμη
περισσότερο, να κατανοήσει. Να αυτό που μας κοιτά από απέναντι είναι κάτι
περισσότερο από ένα είδωλο. Είναι μια ολόκληρη εποχή με τις νοοτροπίες, τις
στρεβλώσεις, τους συμψηφισμούς, τις ουτοπίες, τις διαψεύσεις. Έχει να κάνει η
τέχνη του καιρού μας με αυτόν τον καθρέφτη; Φοβάμαι όχι πολύ! Πλην ευάριθμων
εξαιρέσεων συνέχισε να κάνει και στον 21ο ότι έκανε και στον 19ο αιώνα: δηλαδή
να εξωραΐζει, να αποσιωπά, να ομφαλοσκοπεί. Περιπτώσεις σαν του Βλάση Κανιάρη
(1928-2011), ενός δημιουργού που γνώρισε διεθνή αναγνώριση και που έγκαιρα
κατήγγειλε τον γλοιώδη λαϊκισμό ο οποίος καταρράκωνε και κάθε έννοια
αισθητικής, ήσαν ελάχιστες. Είναι χαρακτηριστικό πως η Εθνική Πινακοθήκη
παραμένει σήμερα ερείπιο και θύμα της μεγαλομανίας της αιωνόβιας διευθύντριάς
της, αναμένοντας από το Ίδρυμα Νιάρχου και την μετριοπαθή όσο και
αποστασιοποιημένη από τα ιθαγενή πάθη διοίκηση του, να βάλει το χέρι πιο βαθιά
στην τσέπη για να βγάλει ένα κατ’ άλλα εθνικό ίδρυμα από το αδιέξοδο.
-Πόση ειρωνεία κρύβεται στην
μυθοποίηση του γούστου, αλλά και στην πίστη πως ένα έργο τέχνης είναι κατ´
ανάγκην "αιώνιο";
-Είναι τελικά το kitsch ιστορικό
φαινόμενο ή η έμπρακτη αμηχανία μας εμπρός στην ολομέτωπη επίθεση του
μεταμοντέρνου;»*
Τα μεγάλα μουσεία της Δύσης, από το Centre Pompidou ως τα Guggenheim
αποτέλεσαν τα σύμβολα μιας πολιτισμικής, πλανητικής αυτοκρατορίας. Σήμερα που η
κάθε τοπική ιστορία, υποσκελίζει την παγκόσμια, τα μουσεία αυτά είναι συγχρόνως
μεγαλειώδη και ξεπερασμένα. Αυτοεγκλωβισμένα στο υπερφίαλο μύθο τους και την
πυροτεχνηματική σχέση τους με την ιστορία.
Εμείς, τι είδους μουσείο αντέχουμε;
Υ.Γ. Ο Πειραιώτης ΙΝΟ φιλοτέχνησε μια μεγάλη πολιτική τοιχογραφία στο
κυπριακό κοινοβούλιο. Αληθινή πρωτοπορία και όχι δήθεν. Τί λέει ή μάλλον τί
κάνει επ' αυτού το ΕΜΣΤ; Θα παίξει η street art εκεί που είναι τόσο ρηξικέλευθη
στο τόπο μας ή όχι; Επικροτούμε το άνοιγμα του μουσείου , ανησυχούμε για το τι
θα δείξει. Πως θα το δείξει και με ποιο ιστορικό background. Υπάρχει άποψη για
το τι είναι σύγχρονη τέχνη σήμερα και μάλιστα σύγχρονη τέχνη με ελληνικό
πρόσημο και σε σχέση με τις ουσιαστικές πολιτιστικές ανάγκες της χώρας και όχι
του στενού , στενότατου κύκλου των δήθεν που μαστίζουν
τον χώρο;
Η φίλη Κατερίνα Κοσκινά με διαβεβαίωσε ότι δεν
προλαβαίνει να διαβάζει τα κείμενα μου αλλά της μεταφέρουν κάποιοι τα αστεία
που γράφω εδώ και την αφορούν. Ελπίζω, πάντως, να μου επιτρέπει την κριτική.
Ελπίζω επίσης αυτοί που με διαβάζουν αντ’ αυτής για αυτήν, να της έχουν
μεταφέρει και τις προτάσεις μου για το τι θα έπρεπε να περιέχει ένα ελληνικό
Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Τα πάμπολλα κείμενα μου που είναι αγαπητικά και όχι
ανταγωνιστικά. Αν μου επιτρέπει να έχω σχετική άποψη. Λόγω μακρόχρονης εμπλοκής
με το αντικείμενο. Τουλάχιστον. Και μάλιστα χωρίς πολιτικές ή κομματικές
στηρίξεις. Γιατί ένα μουσείο δεν χρειάζεται μόνο δημόσιες σχέσεις, έστω υψηλού
επιπέδου αλλά και θεωρία αλλά και γνώση ενός υλικού πολύμορφου,
αλληλοαναιρούμενου και συχνά χαώδους (επειδή η σύγχρονη τέχνη συμβαίνει κάθε
μέρα. Συνεχώς!).
Κατερίνα, καλύτερα να με διαβάζεις απευθείας
παρά να διαβάζεις τη Φωκίδη. (Και αυτό αστείο είναι : Η Φωκίδη δεν γράφει,
μπερδεύει. Γενικώς).
*Από τον κατάλογο της
έκθεσης «Ιστορία – Ειρωνεία»,
Μουσείο Βορρέ, 2014, σσ. 16-17.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου