"Ο ζωγράφος μεταχειρίζεται χρώματα και πινέλα, λάδι, νέφτι και άλλα. Ξέρει όμως ότι πίσω από το τελάρο του υπάρχει μια φοβερή, βαθειά, μαύρη τρύπα. Παραμερίζει, με την τόλμη του ονείρου, το τελάρο και σκύβοντας μεσ’ στο σκοτεινό βάραθρο βλέπει μακριά, πολύ μακριά, κοντά στο βάθος κάτι να φωσφορίζει αμυδρά. Στο συναμεταξύ πετούν – αθόρυβα- μαύρα πουλιά, φτερωτά ψάρια και φαντάσματα. Ξανάρχεται στο φως. Ανάμεσα σε αυτόν και το τελάρο του βρίσκεται τώρα ένα θεριό. Αλλά και πάλι δε φοβάται. Ξέρει να θυμηθεί, όταν πρέπει, το μεγάλο μάθημα του Θεόφιλου Γ. Χατζή – Μιχαήλ. Πάνω από το άσπρο και κόκκινο πλεχτό του κολυμβητή περνάει την αρχαία πανοπλία. Σαν τον Μεγάλο Αλέξανδρο κάνει τον σταυρό του και λέει «Έλα Χριστέ και Παναγιά»..."
«Η γνώμη του ζωγράφου κ. Νίκου Εγγονόπουλου».
Νεοελληνική Λογοτεχνία, 1938 (Ιανουάριος), τεύχος 3, σ. 131.
- Είναι η τέχνη στους καιρούς μας, καιρούς κρίσης και γενικότερης απαξίας θεσμών και προσώπων, μια πολυτέλεια περιττή; Επηρεάζεται άραγε η γενικότερη παιδεία ή η ευαισθητοποίησή μας με την τέχνη που παράγει αυτή εδώ η περίεργη εποχή; Με την παρούσα έκθεση του δασκάλου και των μαθητών του σύγχρονοι ζωγράφοι συναντούν το ευρύτερο κοινό με έργα τα οποία φιλοδοξούν όχι μόνο να τέρψουν αλλά και να προβληματίσουν, με φόρμες που δεν κολακεύουν το μικροαστικό γούστο ούτε ενισχύουν τον οπτικό εφησυχασμό. Ας το κάνουν αυτό οι τηλεοράσεις... Με έργα, τέλος, που υπερασπίζονται την αξιοπρέπεια της εικόνας απέναντι στις ποικίλες φαλκιδεύσεις της, απέναντι στη διάχυτη " βελούδινη" βαρβαρότητα των ημερών και την πόζα που υποδύεται την έκφραση. Όλοι οι εικαστικοί φίλοι που εμπλεκόμαστε σε αυτήν εδώ την παρέμβαση,οι υπεύθυνοι της Πινακοθήκης Βογιατζόγλου, ο συλλέκτης Χρήστος Χριστοφής, ο Κυριάκος Μορταράκος και οι ξεχωριστοί απόφοιτοι του εργαστηρίου του, στεκόμαστε καχύποπτοι απέναντι στον ναρκισσισμό των εικόνων που κυριαρχούν και επιμένουμε πως η τέχνη μπορεί να εκφράσει πράγματα βαθύτερα και πιο ουσιαστικά από το μονοσήμαντο επικοινωνιακό παιχνίδι της αυτοπροβολής ... Η τέχνη παραμένει το ύστατο καταφύγιο ελευθερίας και υπέρβασης. Αυτό επιδιώκει και ο παρών διάλογος του πρώην επικεφαλής του Β εργαστηρίου της Σχολής Καλών Τεχνών της Θεσσαλονίκης και της ομάδας των μαθητών που τώρα πλέον συγκροτούν ανεξάρτητες και ισότιμες καλλιτεχνικές περιπτώσεις.
Διερωτάται βέβαια κανείς στην εποχή του γκρίζου ποιο άλλο χρώμα θα μπορούσε να θεωρηθεί καταλληλότερο για να εκφράσει το βαθύτερο πένθος από το γκρίζο το ίδιο και τις άπειρες εκδοχές του...(σαν κάποιο μικρό φως που λιποψύχησε); Σ’ αυτό το ερώτημα ας απαντήσει ο κάθε επισκέπτης προσωπικά. Και ας αναλογισθεί πως ακόμη και τα πιο φανταχτερά και «επίσημα» έργα, εκείνα δηλαδή που φωνασκώντας υποστηρίζουν τον κυρίαρχο λόγο της εξουσίας, κρύβουν στον βαθύτερό τους πυρήνα κάποια ψήγματα αυθεντικότητας. Τελικά ένα είναι το συμπέρασμα: Τέχνη είναι εκείνο το ψέμα που σταθερά υποστηρίζει την κρυμμένη αλήθεια του καθενός.
Πιο συγκεκριμένα, ο Κυριάκος Μορταράκος (1948), επίτιμος καθηγητής στο τμήμα Καλών και Εφαρμοσμένων Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, είναι ένας στοχαστικός ζωγράφος που ανέκαθεν επιχειρούσε να συνδυάσει τον εννοιολογικό προβληματισμό με την δυναμική των χρωμάτων. Στους πίνακές του, συχνά μεγάλων διαστάσεων, κυριαρχούν τα πολυεπίπεδα μαύρα, τα δουλεμένα γκρίζα, τα εξαντλητικά γαιώδη ή τα λαδιά, κορεσμένα χρώματα και πρωταγωνιστεί συνήθως ένα δωμάτιο πλημμυρισμένο είτε με λέξεις, είτε με σιωπή ... το εργαστήριο του καλλιτέχνη. Κάποτε διαγράφεται ένα παράθυρο, το αρχετυπικό κάδρο της Αναγέννησης, με στόχο όμως όχι την έξω αλλά την ένδον θέαση.Κάποτε το παράθυρο σβήνεται, "κλείνει" σαν να μην έχει πια λόγο ύπαρξης. Πρόκειται για μια ζωγραφική που περισσότερο υπαινίσσεται παρά αναπαριστά. Όμοια και οι μαθητές του συνεχίζουν αυτόν τον δύσκολο αλλά ουσιαστικό δρόμο να μετατρέψουν την φαντασμαγορία των εικόνων σε στοχασμό και ουσία. Με κάθε μέσο. Με το παραδοσιακό τελάρο που βρίσκει συνεχώς τη δύναμη και ανασταίνεται, με τη φωτογραφία που παραμένει η πιο παρεξηγήσιμη, εικαστική έκφραση, με τις εγκαταστάσεις ή κατασκευές στο χώρο όπου το δράμα των υλικών παριστάνει ένα" ζωντανό θέατρο αψύχων".
Το γοητευτικό, πάλι, με τη ζωγραφική γενικότερα είναι οι ποικίλες σκέψεις που δημιουργούνται στο θεατή εξ αιτίας της. Το πως δηλαδή απ' την εικόνα και την ποιητική της, απ' την εικόνα και τη γοητεία της εκκινεί εκείνο το νήμα της σκέψης που (μπορεί να) μορφοποιείται σε λόγο. Κυριολεκτικά εξ αφορμής. Απ' την άλλη ένα κριτικό κείμενο οφείλει ν' αναπτύξει, συχνά ισορροπώντας στα όρια της υποκειμενικότητας ή και της αυθαιρεσίας, τα όσα ενστικτωδώς και εν σπέρματι υποστηρίζει χωρίς λόγια ο ζωγράφος με τις εικόνες του. Με τις θεματικές του εμμονές. Με τα στερεότυπα της μαστορικής του. Και βέβαια θα υπάρχει πάντα, όπως εξ άλλου συμβαίνει σε όλες τις παραστατικές τέχνες, ένα κομμάτι άρρητο και αόρατο, ακόμη κι απ' αυτόν τον ίδιο τον δημιουργό. Το πιο πολύτιμο.
Αντίθετα, στην ακαδημαϊκή τέχνη σταθερά αποθεώνεται το προφανές. Ό,τι δηλαδή ενθουσιάζει και εντυπωσιάζει το μικροαστό και την αισθητική του. Στην άλλη πάλι, την πιο ανήσυχη, την πιο πειραματική έκφραση, ιχνηλατείται πρωτίστως ο τρόπος που
ενσαρκώνονται οι ιδέες. Να γιατί ο μοντερνισμός είναι, εντέλει, ένας ιδεαλισμός χωρίς ρομαντικό πρόσημο. Δηλαδή με το συναίσθημα τιθασευμένο. Π.χ. o Duchamp ή ο Fontana και η απουσία της ηδονής ως κατηγορικής αρχής της τέχνης.Και στον Κυριάκο αλλά και στους λοιπούς συνεκθέτοντες το συναίσθημα έπεται μιας αρχικής, εννοιολογικής θέσης. Μιας πρώτης ιδέας, ας πούμε, φιλοσοφικής... Το έργο είναι αποτέλεσμα αυτής της βαθύτερης διαδικασίας.
Απ' τα νεανικά του έργα ο Μορταράκος προχωρεί ψαχουλευτά, σαν τον τυφλό στο σκοτεινό δωμάτιο για να χρησιμοποιήσω έναν πλεονασμό. Πρώτα αγγίζει τα ίχνη,τον τετελεσμένο χρόνο και μετά κατανοεί. Έπειτα ερμηνεύει το υλικό μνήμης και μόνο στο τέλος συγκινείται. Έτσι νομίζω αποκτά αξία κι η δική μας συγκίνηση (που, εξ ορισμού, δεν πρέπει να είναι εύκολη). Θέμα του τα πρωταρχικά πράγματα, τ' απολύτως χρειώδη, το εργαστήριό του, το φως της λάμπας και οι ακοίμητες ώρες που ξεκουράζονται, θαρρείς, πάνω στα φθαρμένα αντικείμενα. Έπειτα το δωμάτιο με την κλειστοφοβική του αίσθηση θα καταστεί “χώρος” όπως θα καταστεί “χρόνος” και το ατελείωτο στάγδην των λεπτών που στερεοποιούνται σαν λειωμένο κερί. “Χρώμα” και των δύο, χώρου και χρόνου, τα θαμπά γαιώδη, τα εξουδετερωμένα μπλε, τα βαριά πράσινα, το λυκόφως, το μισοσκόταδο στα, χωρίς ανοίγματα, εσωτερικά. Παλιότερα, ήταν το δωμάτιο του Van Gogh, γεμάτο ερωτικά ερωτήματα ύπαρξης. Πιο παλιά ακόμη πρωταγωνιστούσε το τετράπλευρη που γινόταν κύβος-κουτί, δηλαδή ένα αρχετυπικό δωμάτιο, ένας “οίκος”, μια θεατρική, ιδεατή σκηνή στον χώρο, με υποτυπώδη όμως δράση. Επίσης κάτι απροσδιόριστο πύκνωνε πάντα την απόσταση από το έργο στο θεατή. Το αόρατο και πολύτιμο που λέγαμε πιο πάνω. Κι όμως, η θεματική του, σχεδόν μισόν αιώνα, είναι διαλεκτικά διαυγέστατη. Χωρίς επιπόλαιους εντυπωσιασμούς ή “μεταφυσικές” ιλουζιονιστικές ατμόσφαιρες. Η ποίηση της ύλης δεν χρειάζεται περαιτέρω ποίηση να υποστηριχτεί. Και οι λέξεις - υποκατάστατα των αγαπημένων πραγμάτων που πέθαναν, ας κολυμπούν μετέωρες στο ζωγραφικό φόντο όποτε υπάρχει χρεία... Θέμα του πλέον μόνιμο καθίσταται η απουσία, η αναχώρηση, το λίγο του κόσμου που απέπτη.
Πιο συγκεκριμένα στα πρόσφατα έργα επαναλαμβάνεται από το Κυριάκο Μορταράκο το πρώτιστο θέμα των τεχνών της εικόνας (το ορθογώνιο, “παράθυρο” στον κόσμο” του Alberti, το καρέ του σινεμά, το κάδρο της φωτογραφίας) μ' έναν τρόπο βαρυσήμαντο, θα έλεγα μνημειακό αλλά και αρκούντως απελπισμένο. Τώρα το “παράθυρο” δεν έχει άνοιγμα, το ορθογώνιο παραμένει τυφλό, έχοντας, ανεπαισθήτως, κλείσει τον κόσμον έξω. Μια ζωγραφική τόσο για τη κρίση της ζωγραφικής όσο και για τη κρίση της κοινωνίας γενικότερα, χωρίς εύκολους συμβολισμούς. Χωρίς λαϊκισμούς. Εκεί που κάποτε, παραδοσιακά ζωγραφιζόταν ένα τραπέζι, μια πόρτα, ένα παράθυρο τώρα "γράφεται" η λέξη που σημαίνει τα σημαινόμενα που δεν ωφελεί πλέον να αναπαριστώνται. Σαν μακέτα εκείνης της ζωής που δεν υπάρχει πια. Κάτι το τρυφερά ελεγειακό διαπερνά τα έργα που οργανώνονται με βάση αυτό το εύρημα, κλίμα που επιτείνουν τα λαμπιόνια με το κίτρινο, ασθενικό φως στους τρόπους των περιβάλλον των του Boltanski.
Συμπερασματικά θα υποστήριζα, παρατηρώντας όλα τα έργα της έκθεσης και ψυχανεμιζόμενος τη πρόθεση των 17+1 καλλιτεχνών, ότι στη βασιλόπιτα της τέχνης υπάρχει ένα φλουρί για όλους. Αρκεί να ψάξει ο καθένας ανάλογα με την παιδεία ή τις αντιλήψεις του μακριά από δογματισμούς ή λαϊκισμούς. Επειδή στη σύγχρονη τέχνη περισσότερο από τα έργα κοιτάμε τον εαυτό μας που κοιτάει. Παρακολουθούμε τις αντιδράσεις μας εμπρός στο ανοίκειο ή το άγνωστο. Ελέγχουμε το πώς διαβάζουμε την πραγματικότητα μέσα από τα κλισέ.
Η σύγχρονη τέχνη θέλει –πρέπει– να πάρει θέση και να μας ωθήσει να δούμε την εικόνα του κόσμου κριτικά, να ανακαλύψουμε τις κρυμμένες ερμηνείες του αμφισβητώντας τις παγιωμένες μας ασφάλειες. Να μη φοβόμαστε τον σαρκασμό για τη γελοιότητα που μας περιβάλλει αλλά τη γελοιότητα την ίδια. Τα μουσεία, οι εκθεσιακοί χώροι γενικότερα όπως π.χ.η Πινακοθήκη Βογιατζόγλου είναι τόποι ελευθερίας και έκφρασης, και ασκούν ανεπαισθήτως και τρυφερά ένα παιδαγωγικό και συγκινησιακό καθήκον. Αποστολή τους είναι να υπερασπισθούν την αισθητική και την ιστορία του παρελθόντος διεκδικώντας επίσης την αισθητική και την ιστορία του σήμερα. Που έχει κι αυτό τα δικαιώματά του.
Το ζήτημα βέβαια είναι τι πράγματι μπορεί να θεωρηθεί σήμερα, στην τόσο πολυεπίπεδη αλλά και άνυδρη εποχή μας, ότι είναι τέχνη και τι όχι. Όμως εδώ τίθεται ένα θέμα προσωπικής ελευθερίας. Ένα θέμα διαλόγου και αμφισβήτησης κάθε δογματισμού. Στο κάτω κάτω πρόκειται απλώς για μιαν έκθεση και για έργα τέχνης. Δικαιούμαστε να μας αρέσουν αλλά και να μη μας αρέσουν. Δικαιούμαστε, ασφαλώς, να εκφράσουμε τις απορίες ή τις αντιρρήσεις μας. Δε δικαιούμαστε όμως να τα φιμώσουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου