Μαθητής
του Nietzsche & του Heidegger, του Pareyson και αργότερα του Gadamer, ο
Gianni Vattimo γεννήθηκε στο Τορίνο το 1936 όπου σπούδασε Φιλοσοφία. Απέκτησε
ειδίκευση στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης. Από το 1964 διδάσκει θεωρητική
Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο, όπου και έχει την ιδιότητα του Προέδρου
του σώματος καθηγητών των γραμμάτων. Έχει διδάξει ως προσκεκλημένος καθηγητής
σε διάφορα Πανεπιστήμια των Η.Π.Α. Είναι υπεύθυνος για την "Επιθεώρηση της
Αισθητικής" και μέλος επιστημονικών επιτροπών πολλών παρόμοιων Ιταλικών
και διεθνών επιθεωρήσεων. Συμμετέχει σε μια συνεργασία με την Ακαδημία
Επιστημών του Τορίνο. Δίδαξε για μερικά εξάμηνα σε αρκετά Αμερικάνικα
Πανεπιστήμια (Yale, California. Los Angeles, New
York University and The Sate
University of New York). Έχει συμμετάσχει επίσης σε συνέδρια και
σεμινάρια στα μεγαλύτερα Πανεπιστήμια του κόσμου. Στη δεκαετία του ΄50 είχε
αναλάβει τους Καθολικούς μαθητές και ενεργά συμμετείχε στη δημόσια συζήτηση
"Ανοιγμα προς τα αριστερά" η οποία κατέληξε στην εγκατάλειψη εκ
μέρους του της "Καθολικής Πρακτικής" για να ιδρύσει μια ομάδα
διορισμένη από τον Emmanuel Mournier. Κατά τη διάρκεια των ίδιων ετών έχει
εργαστεί ακόμα και σαν υπεύθυνος διοργανώσεων για εκπαιδευτικά προγράμματα της
Ιταλικής Τηλεόρασης RAI. Οι ιδέες του για τη θρησκεία και για την πολιτική
δημιούργησαν μια Φιλοσοφία που κατευθύνεται στα κοινωνικά προβλήματα. Ο
στοχασμός του θεωρεί την ιστορία της ανθρώπινης απελευθέρωσης σαν μια
προοδευτική θεώρηση της βίας και των δογμάτων καθώς και εκείνων των παραγόντων
που δημιουργούν και αναπτύσσουν κοινωνικές διαστρωματώσεις. Με τη θέληση για
εφαρμογή στην πράξη ο Vattimo ασχολήθηκε ενεργά με την Πολιτική, αρχικά
ακολουθώντας το "ριζοσπαστικό κόμμα" και στη συνέχεια πλαισιώνοντας
την "συμμαχία για το Τορίνο" και τη θριαμβευτική εκλογική εκστρατεία
του "Ελαιόδενδρου", της οποίας ήταν θερμός υποστηρικτής,
αναγνωρίζοντας ότι σήμερα οι πολιτικές μάχες θα πρέπει να δοθούν ενάντια τους
"Δημοκράτες της δεξιάς". Επιπλέον τελεί υπό την ιδιότητα του μόνιμου
πρεσβευτή στο εθνικό διευθυντήριο του "Ομοφυλοφυλικού Συντονιμού DS"
(CODS). Οι θέσεις του Vattimo είναι διάχυτες και πολύπτυχες με αλληγορικά
νοήματα και πολυσημίες στην Ιταλική φιλοσοφική διανόηση, όμως έχουν παράγει την
πολεμική πολλών λαϊκών νεοδιαφωτιστικών κινητοποιήσεων και προσωπικοτήτων που
διέπρεψαν: πιο συγκεκριμένα o Viano, ο συνάδελφός -και του Paolo Rossi- του στο
Τορίνο, διάσημος ιστορικός της Φλωρεντινής Φιλοσοφίας. Πολυσυζητημένη υπήρξε η
"απολογία" του Heidegger, ο οποίος είχε κατηγορηθεί για συμμετοχή στο
Ναζισμό: " το πρόβλημα δεν είναι να κατανοήσουμε σε πιο βαθμό ο Heidegger
ενστερνιζόταν το Ναζισμό, αλλά να τονίσουμε κάτι που κανένας μέχρι τώρα δεν
έχει πειστικά διαπιστώσει, την πολιτική του επιλογή σα συνέπεια της σκέψης του.
Πιστεύω λοιπόν πως δε μπορεί κάποιος ταυτόχρονα να συμπαθεί τους Ναζί και να
είναι οπαδός της Χαϊντεγγεριανής φιλοσοφίας." Τα βασικά έργα του Vattimo
είναι τα εξής:
· Η θεώρηση του πράττειν
στον Αριστοτέλη (1961)
· Η Ύπαρξη, η ιστορία
και η γλώσσα του Heidegger (1963)
· Η έννοια της υποθέσεως
στο Nietzsche (1967)
· Ποίηση και Οντολογία
(1968)
· Scleiermacher, ο
φιλόσοφος της ερμηνείας (1968)
· Εισαγωγή στον
Heidegger (1971)
· Το υποκείμενο και η
επικάλυψη (1974)
· Η περιπέτεια της
διαφοροποίησης (1980)
· Πέρα από το Υποκείμενο
(1981)
· Η Αδύναμη σκέψη (1983
- G Vattimo & P.A. Rovatti)
· Το τέλος της σύγχρονης
εποχής (1985)
· Εισαγωγή στο Nietzsche
(1985)
· Η διάφανη κοινωνία
(1989)
· Ηθική της Ερμηνείας
(1989)
· Η σύγχρονη φιλοσοφία
(1990)
· Πέρα από την Ερμηνεία
(1994)
· Πιστεύοντας την Πίστη
(1996)
· Επίσης αρθρογραφεί
μέσω της Laterza, ένα φιλοσοφικό χρονικό σε ένα μονογραφικό στυλ
("Filosofia '86 e sgg).
Ο ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ ΤΟΥ
VATTIMO
Για
πολύ καιρό ασχοληθήκαμε με τη λεγόμενη Αδύναμη Σκέψη, μια συγκεκριμένη
μορφή σκέψης που χαρακτηρίζεται από μια βαθιά εδραιωμένη επανεξέταση όλων των
Εννοιών που υπηρέτησαν ως στηρίγματα του δυτικού πολιτισμού σε κάθε πτυχή του
Πνεύματος. Σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση, οι παραδοσιακές αξίες έγιναν τέτοιες
μόνο εξαιτίας συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών που δεν υπάρχουν πλέον. Γι αυτό
το λόγο τίθεται υπό αμφισβήτηση η αλήθεια που πρεσβεύουν. Στη βάση της η
Αδύναμη Σκέψη έχει το σκεπτικό ότι η νόηση δεν είναι ικανή να γνωρίζει την
κατάσταση του όντος και γι αυτό δε μπορεί ακόμα να καθορίζει αξίες
αντικειμενικά ισχύουσες για όλους τους ανθρώπους. Ο βασικός ερμηνευτής της
φύσης αυτής της προβληματικής είναι ο Vattimo. Σύμφωνα με αυτόν, το βασικό
αντικείμενο της Φιλοσοφίας δεν είναι αυτό της ανάκρισης της αλήθειας, αλλά το
να τονίζει τις σοβαρές συνέπειες της εποχιακής κρίσης, η οποία εκφράζεται μέσα
από τη διαδικασία της κοσμικοποίησης.
Ο
Vattimo επιτίθεται με μεγάλη σφοδρότητα στις φιλοσοφίες εκείνες που
προϋποθέτουν ως βάση τον Διαφωτισμό, το Λογοκεντρισμό, το Μαρξισμό, τον
Απολυταρχισμό των σύγχρονων κοινωνιών και συνολικά ενάντια στη θεωρούμενη ως
"Ισχυρή Σκέψη". Ο Vattimo αναγγέλλει τον ερχομό μιας νέας εποχής
που θα κυβερνάται από την "Αδύναμη Σκέψη", η οποία δεν είναι ούτε
επιθετική ούτε έχει χαρακτήρα διαμαρτυρίας, αλλά κατευθύνεται κατευθείαν στην
ουσία με σεβασμό στις ιστορικές αξίες που έχουμε κληρονομήσει. Η Αδύναμη Σκέψη
θα κυβερνάται από την πραγμάτωση του Υποκειμένου το οποίο δεν είναι ούτε
εντελώς ανεξάρτητο αλλά ούτε υποτελές στη λογική αυτοσυνειδησία, αλλά
πολυδιάστατο. Είναι εύκολο να υποθέσουμε ότι ο Vattimo υποστηρίζει μια
μηδενιστική θέση ή οποία δεν είναι ριζοσπαστική αλλά ήπιας μορφής και
διατεθειμένη να ανακαλύψει τα ίχνη των παραδοσιακών αξιών. Προφανώς, η θεώρηση
της ιστορίας σαν μια διαρκή ανανέωση και μια πορεία με λογική συνέχεια
ακυρώνεται. Για να γίνει περισσότερο κατανοητό, ο μεταμοντέρνος κατακερματισμός
της σύγχρονης εποχής αναγγέλλεται ως το "Τέλος της Ιστορίας".
Το
μοντέλο της Αδύναμης Σκέψης εφαρμόζεται κυριότατα στις τέχνες, όπου
παρουσιάζεται ένα σχήμα αλήθειας το οποίο επιδεκτικό σε απεριόριστο αριθμό
ερμηνειών. Εν προκειμένω, και προς ολοκλήρωση της σκέψης του, O Vattimo το
γεγονός αυτό το θεωρεί ώς το "Το τέλος της σύγχρονης εποχής" (1985):
"η μεταμοντέρνα αντίληψη της αλήθειας είναι μια αισθητική εμπειρία".
Για τον Vattimo, ο γνήσιος στοχασμός έφτασε στο τέλος της Μεταφυσικής του
περιπέτειας. Για τη σύγχρονη εποχή δε μπορούμε να υποστηρίξουμε τη χρησιμότητα
μιας Φιλοσοφίας που απαιτεί απόλυτες βεβαιότητες σε θέματα που αφορούν τον
Ανθρωπο, το Θεό και την Ιστορία. Η κρίση των θεμελιωδών θεωριών έχει κλονίσει
την ίδια την αντίληψη της αλήθειας: Η απόδειξη που ήταν ξεκάθαρη και ευδιάκριτη
τώρα έχει συσκοτιστεί. Η Φιλοσοφία, στις πιο αυθεντικές της θεωρήσεις, από τον
Αριστοτέλη μέχρι τον Καντ, είναι πρωταρχική μορφή γνώσης. Με το Nietzsche και
τον Heidegger η ιδέα της Φιλοσοφίας σαν θεμελιώδης γνώση έχει εξαφανιστεί για
τους εξής λόγους:
1) Ο κόσμος της γνώσης
έχει γίνει τόσο πολύπλοκος ώστε η ύπαρξη μιας επιστήμης που θα συγκρατεί όλες
τις άλλες είναι αδύνατη.
2) Υπάρχει μια ισχυρή
εξειδίκευση σχετικά με τις σφαίρες της Ύπαρξης.
3) Τα μέσα μαζικής
επικοινωνίας μας φέρνουν πιο κοντά με άλλους πολιτισμούς και γίνεται ολοένα και
δυσκολότερο να περιοριστούν όλα σε ένα καλούπι.
4)
Η
απόδειξη δεν πρέπει να θεωρείται ως ένδειξη αλήθειας, καθώς πολλές φορές είναι
αποκύημα κοινωνικών πιέσεων, συμβάσεων και γλωσσικών παιχνιδιών.
Ο
φιλόσοφος από το Τορίνο είναι πεπεισμένος ότι η σύγχρονη φιλοσοφία,
ακολουθώντας το Νίτσε και το μηδενισμό, παρουσιάζει τον εαυτό της σαν σκέψη
δίχως θεμελιακούς κανόνες και δίχως να στηρίζεται στις σταθερές βάσεις της
Μεταφυσικής και της Καρτεσιανής βεβαιότητας. Η περίοδος των ισχυρών συστημάτων
και ιδεολογιών έχει οδηγήσει σε μια εποχή ασθενών οικοδομημάτων. Η Αιτία δεν
κατέχει πλέον κεντρικό ρόλο, σα να έχει χάσει τη δύναμή της, σα να έχει
εισέλθει μια σκοτεινή ζώνη, σα να έχει πάθει έκλειψη. Η ιδέα της Αδύναμης
Σκέψης είναι χτισμένη στο σκεπτικό ότι ο άνθρωπος ερμηνεύει τον κόσμο με
γλωσσικούς ορίζοντες όχι σταθερούς, αλλά ιστορικούς. Υπό το φως αυτών των
προϋποθέσεων, εκείνο που καταστρέφεται είναι:
1) Τα βέβαια ισχυρά
θεμέλια
2) Την ιδέα μιας
συνολικής αντίληψης του κόσμου
3) Την ιδέα μιας βέβαιης
αλήθειας που δε μπορούμε με τίποτα να φτάσουμε.
Αδύναμη
Σκέψη κοντολογίς σημαίνει ότι η θεμελιώδης θεώρηση της Φιλοσοφίας έχει
καταναλώσει τον ίδιο της τον εαυτό, τα απόλυτά της θεμέλια, τις αναντίρρητες
αρχές, τα καθαρά και σαφέστατα πορίσματα, τις απόλυτες αξίες, την
πρωταρχικότητα της απόδειξης και των αναπόφευκτων νόμων της ιστορίας. Συμπερασματικά,
το προσωπείο της αιτιότητας αλλάζει με την Αδύναμη Σκέψη, πρέπει να χάσει
δύναμη, να εγκαταλείψει έδαφος χωρίς το φόβο της υποχώρησης, να μη παραλύσει
από την έλλειψη των πεφωτισμένων Καρτεσιανών αναφορών που υπήρξαν μέχρι τούδε
μοναδικές και σταθερές. Έτσι λοιπόν αρχίζουμε, με μια απώλεια και μια
αποκήρυξη: αποκήρυξη των βάσεων που υπήρξαν βέβαιες και σταθερές. Τέτοια
αποκήρυξη είναι επίσης η εγκατάλειψη μιας υποχρέωσης, ο παραμερισμός ενός
εμποδίου. Η Αδύναμη σκέψη παρουσιάζεται τώρα ως αντικαταστάτρια των δογμάτων
του παρελθόντος. Στο παρόν, δίνει έμφαση σε εκείνους τους τομείς της ανθρώπινης
εμπειρίας που καταπατήθηκαν από τις ολοκληρωτικές απόψεις. Στο μέλλον, το
περιεχόμενο της Ισχυρής Σκέψης θα υπηρετήσει την απεμπόληση της βίας και τη δημιουργία
ενός χώρου κοντινότερου στην αλήθεια, την ανεκτικότητα, και τις αρμονικές
διακρατικές σχέσεις.
Η
Αδύνατη Σκέψη είναι επίσης το τέλος του μοντερνισμού, της περιόδου που
ξεκινά από τον Καρτέσιο και φτάνει μέχρι το Νίτσε και η οποία είναι
κυριαρχημένη από την Ισχυρή Ιδέα της ανθρώπινης προόδου. Πράγματι, ο
μοντερνισμός αντιμετωπίζει την ιστορία σαν πρόοδο της απελευθέρωσης του
ανθρώπου, κατά την οποία ο άνθρωπος εμφανίζεται ικανός για μια ολοένα και
τελειότερη πραγμάτωση της φύσης του και μια άσκηση πάντοτε πιο πέρα από τις
δυνατότητές του. Ο μοντέρνος άνθρωπος ξεχωρίζει από εμπιστοσύνη στον εαυτό του,
από μια τάση να είναι δημιουργός και πρωταγωνιστής ενός νέου προχωρημένου
πολιτισμού περισσότερο δημοκρατικού από οποιαδήποτε άλλη προηγούμενη εποχή, κάνοντας
ταυτόχρονα κινήσεις για την επίτευξη ολοένα και περισσότερων στόχων. Η Ισχυρή
Ιδέα του μοντερνισμού είναι επομένως ένα είδος προόδου που αποσκοπεί στην
υιοθέτηση ενός μοντέλου ζωής και δράσης, σα μια λαχτάρα για τις τέλειες αξίες
βασισμένη στην ικανότητα του ανθρώπου να εξασκεί την αιτιότητα.
O
Vattimo, με την έκφραση "Αδύνατη Σκέψη" έχει ορίσει τις φιλοσοφικές
του θέσεις, παρά το γεγονός ότι στα τελευταία χρόνια προτιμά να τις
προσδιορίζει με τον όρο "Ερμηνευτική". Αυτός είναι ο
μεταμοντέρνος φιλοσοφικός πολιτισμός που προέρχεται από την κληρονομιά του
Νίτσε και του Χάιντεγγερ (δεξιά) και που βρήκε πρόσφορο καταφύγιο
και περισσότερο βάθος στον Gadamer, τον Ricoeur, τον Rorty, και τον Derrida. O
Vattimo, υποστηρικτής της "Ερμηνευτικής" του σήμερα και επηρεασμένος
βαθύτατα από τη σκέψη του Χάιντεγκερ και του Νίτσε, διατείνεται πως η υπέρβαση
της Φιλοσοφίας οδηγεί στην Ηθική της Ερμηνείας. Η Φιλοσοφία γίνεται Αδύνατη
Σκέψη επειδή εγκαταλείπει τον θεμελιώδη ρόλο της. Επιπλέον η αλήθεια παύει να
είναι προσκολλημένη στη σκέψη της πραγματικότητας και θεωρείται σαν συνεχής
ερμηνεία. Υπάρχουν διάφοροι λόγοι που αντιτίθενται στις μυθοπλασίες της
θεμελιώδους Φιλοσοφίας, αλλά ο σημαντικότερος όλων δόθηκε από την Ερμηνευτική,
τέχνη και τεχνική της ερμηνείας που θεωρεί την άμεση σχέση μεταξύ γλώσσας και
ύπαρξης. Το να υπάρχεις σημαίνει το να ζεις σε σχέση με τον κόσμο και αυτή η
σχέση είναι δυνατή μέσω μιας γλώσσας που είναι διαθέσιμη σε εμάς. Τα πράγματα
μεγαλώνουν στην ύπαρξη μόνο μέσα στους γλωσσολογικούς ορίζοντες, οι οποίοι δεν
είναι αιώνιοι αλλά τροποποιημένοι ιστορικά. Ακόμα και η γλώσσα δεν αποτελεί
αιώνια κατασκευή. Ο άνθρωπος ερρίφθη μέσα σε αυτούς τους γλωσσολογικούς
ορίζοντες, διαβάζει και ερμηνεύει την ύπαρξη και σχετίζεται με αυτούς.
Παρολαυτά, επειδή πρόκειται για πεπερασμένους ορίζοντες, είναι ξεκάθαρο ότι
όλες οι μυθοπλασίες περί της ομιλίας ή των θεωριών περί του Θεού, εξαφανίζονται
στο νόημα της ιστορίας και του προορισμού του ανθρώπου. Ο άνθρωπος πάντοτε
ρίπτεται μέσα σε ένα κόσμο, μια γλώσσα, έναν πολιτισμό που φέρεται να έχει
κληρονομήσει. Ο άνθρωπος ανοίγει τον εαυτό του στον κόσμο με τη γλώσσα που
χρησιμοποιεί. Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος έρχεται σε επαφή με την
πολυπλοκότητα των προοπτικών και τον πολιτισμικών στερεωμάτων. Αφού η Αδύνατη
Σκέψη είναι το τέλος της σταθερής δομής της ύπαρξης, είναι επίσης το τέλος της
προσπάθειας για αναγγελία της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας του Θεού. Η φράση του
Νίτσε "Ο Θεός πέθανε" σημαίνει για τον Vatimmo το τέλος κάθε
μεταφυσικής αναζήτησης που σκοπεύει να μας δώσει αλήθειες τέλειες και
καθορισμένες. Η αλήθεια γίνεται πλέον η μεταβίβαση μιας γλωσσικής και
ιστορικής κληρονομιάς ή οποία αποδίδει το πιθανό και δίνει ένα προσανατολισμό
στην αντίληψη του κόσμου. Κοντολογίς, ο μοντερνισμός βλέπει την ιστορία σαν
πρόοδο που καθοδηγείται από κανόνες προορισμένους να ξεπεραστούν. Αλλά αν για
τον μοντερνισμό η ιστορία είναι πρόοδος, μια πορεία συνεχών μεταπηδήσεων, τότε
η Αδύνατη Σκέψη είναι ο μεταμοντερνισμός και το τέλος της ιστορίας. Ο
μεταμοντερνισμός του Lyotard ανήκει στο τέλος της χιλιετίας και χαρακτηρίζεται
από ανεπάρκεια μεγάλων ιδεολογιών (όπως ο Διαφωτισμός, ο Ιδεαλισμός, ο
Μαρξισμός) οι οποίες και διαμόρφωσαν μια ευρύτερη κοινωνική αντίληψη και
επαναστατικές ουτοπίες (The postmodern condition - 1979). Είναι η αποστολή του
Φιλοσόφου που αντιμετωπίζεται ριζικά διαφορετικά, αναζητώντας τα κριτήρια που
θα θεσπίσουν κοινωνικές αξίες που δε θα έχουν την προδιάθεση να γίνουν
παγκόσμιες ή ολοκληρωτικές. Η αύξηση των Μέσων Επικοινωνίας δεν αποδίδουν την
κοινωνία περισσότερο διάφανα και διαυγέστερα. Τείνουν να αποδίδουν πιστά το τι
συμβαίνει σε πραγματικό χρόνο, πολλαπλασιάζοντας την πολυπλοκότητα της
πραγματικότητας αντί να την μειώνουν.
Ο
Vattimo μέσα από τη μεταφορά της διαφάνειας βλέπει την αδυναμία της ύπαρξης,
την οντολογία της άρνησης, τη διαπέραση της πραγματικότητας και κάθε συνδέσμου
που τείνει να περάσει πέρα από την εμφάνιση. Το τεχνητό, το επιφανειακό, η
εξομοίωση κάνουν την εμφάνισή τους χωρίς ντροπή σαν αντικατάσταση των
πραγματικών θεμελίων λίθων. Ο Vattimo θεωρεί πως σε αυτό το σχετικό χάος
βρίσκονται οι ελπίδες της προόδου μας. Η έλλειψη της διαφάνειας είναι ένα
φαινόμενο που πρέπει να το αντιπαλέψουμε. Επιπλέον αποτελεί το σύμπτωμα μιας
μεγάλης αλλαγής πορείας, η οποία περιλαμβάνει ολόκληρο το σκοπό της ύπαρξης:
την απελευθέρωση των μειονοτήτων (γυναίκες, ομοφυλόφιλοι, μαύροι,
περιθωριοποιημένοι κλπ) και τη δημιουργία μιας νέας ομοψυχίας: μιας καθημερινής
εμπειρίας με περισσότερο ρευστό χαρακτήρα που αφομοιώνει τις ιδιαιτερότητες.
Στις
πλαστικές τέχνες, στην αρχιτεκτονική και τη λογοτεχνία, μιλάμε για
μεταμοντερνισμό καταδεικνύοντας μια τεχνοτροπία που απομακρύνεται εντελώς από
τις κυρίαρχες ιδέες του μοντερνισμού. Αυτό, ίσως για πρώτη φορά, φαίνεται να
είναι ένα μοναδικό φαινόμενο, το οποίο παρά το γεγονός ότι είναι στην αρχή του,
ταυτόχρονα βρίσκεται και στο δρόμο της τελείωσής του. ο Vattimo στο "Τέλος
του Μοντερνισμού" (1991) διασαφηνίζει ότι σήμερα μετρούμε την απόσταση μας
από το μοντερνισμό κυρίως σε αναφορά με ένα από τα πιο κυρίαρχα ιδανικά του:
εκείνο της προόδου, της υπερνίκησης του κριτικισμού και, σχετικά με τις τέχνες,
τις ελιτίστικες κινήσεις. Αλλά το φαινόμενο του τέλους της μοντέρνας εποχής, αν
του προσδώσουμε μια σκοποθεσία, έχει επίσης και κοινωνικές, οικονομικές,
θρησκευτικές και φιλοσοφικές συνέπειες (έχουν αναφέρει πολλές φορές ότι
βρισκόμαστε σε μια μεταβιομηχανική εποχή και ότι μετέχουμε σε ένα
μεταχριστιανικό πολιτισμό). Ο Μοντερνισμός κλείνει την εποχή που ήταν
αγκυροβολημένη στην πίστη της συνεχούς προόδου του ανθρώπου, η οποία
τροφοδότησε συχνά τη Χριστιανική θεωρία της Λύτρωσης και της Σωτηρίας.
Σηματοδοτείται το τέλος κάθε παραδοσιακής φιλοσοφίας που βλέπει από μια και
μοναδική οπτική την ιστορία, σα να κατείχε το αδιαπραγμάτευτο νόημα. Το
τέλος του μοντερνισμού σηματοδοτεί μια περίοδο βασισμένη στην ανεκτικότητα και
την προσοχή σε εκείνα τα πράγματα που τα δυνατά φώτα της ιστορίας και της
αιτιότητας δεν κατάφεραν ποτέ να διασαφηνίσουν. Είναι εκείνη η περίοδος που
ξεκινά την ανοιχτή επικοινωνία με άλλους πολιτισμούς και χαρακτηρίζεται από ένα
περισσότερο ειρηνικό και ανεκτικό ύφος σχετικά με την ανθρώπινη συνύπαρξη.
ΔΙΑΛΟΓΟΣ
ΜΕ ΤΟΝ NIETZSCHE
Σκοπός
του Vattimo με αυτόν το διάλογο είναι να κάνει μια ανασκόπηση της προσωπικής
πορείας και των έργων του Γερμανού Φιλοσόφου, του οποίου κεντρική θεώρηση
αποτελεί η κριτική αντίθεση σε όλες τις "Κοσμοθεωρίες"
("Weltanschauung"). Ο Richard Rorty έχει προσδιορίσει το Vattimo σαν
ένα ειρωνικό φιλόσοφο. Η Αδύνατη Σκέψη του Vattimo αντιπροσωπεύει όχι μόνο μια
σιωπηλή αποδοχή του τέλους της δυτικής Μεταφυσικής - η οποία τροφοδοτήθηκε με
τα έργα του Νίτσε (δεξιά) - αλλά επίσης μεροληπτώντας υπέρ της
μεταμοντέρνας Φιλοσοφίας. Το να έχεις ένα διάλογο με τον Νίτσε σημαίνει,
περισσότερο από όλα τα άλλα, να συνειδητοποιήσεις τη σημαντικότητα του
στοχασμού του και το πόσο βαθιά επηρέασε τις φιλοσοφικές αντιλήψεις του
τελευταίου αιώνα. Ο Vattimo σκοπεύει με το διάλογο αυτό να επαναφέρει στο
προσκήνιο ένα ταξίδι προσέγγισης των έργων του Νίτσε και παράλληλα να
παρουσιάσει την ερμηνεία μιας Φιλοσοφίας που συχνά πραγματεύεται εσφαλμένα και
καταντά να αντιμετωπίζεται ως μύθος. Μια ικανοποιητική αποκρυπτογράφηση της
σκέψης του Νίτσε πρέπει να ξεκινήσει με την έννοια της εγκοσμιότητας. Ο
αναρχικός ανθρωπισμός του Γερμανού φιλοσόφου έχει τις ρίζες του στην ανεύρεση
της στέρεας δομής μέσα στα πλαίσια της οποίας δραστηριοποιείται η Ύπαρξη. Ο
άνθρωπος είναι φυλακισμένος από το παρελθόν και το δογματισμό μιας ιστορίας που
βαραίνει επικίνδυνα πάνω στη ζωή, περιορίζοντας ή αναστέλλοντας την πρόσβαση
στη μοναδική μορφή ελευθερίας: τη δημιουργία της στιγμής. Η τελικότητα κάνει
τον άνθρωπο να παραλύει από φόβο μπροστά στην ανασφάλεια και εξασθενεί την πρόθεση
για ομοιογένεια στο μέλλον. Δεν υπάρχει ιστορική εποχή που να μην υπήρξε
μηδενιστική. Η ιστορία της δυτικής Μεταφυσικής δεν είναι τίποτα άλλο από μια
συνεχής προσπάθεια εκδίκησης της βούλησης με σεβασμό στην αδυναμία του
παρελθόντος. Η γνώση που ο άνθρωπος έχει δημιουργήσει και έχει αναζητήσει δεν
είναι τίποτα άλλο από την αλαζονεία ενός ηττημένου.
Ο
Vattimo τονίζει ότι ο μηδενισμός του Νίτσε και η υπερνίκησή του είναι στιγμές
τόσο κοντινές που σχεδόν συμπίπτουν. Ο μηδενισμός ενέχεται στην ισοπέδωση όλων
των ψεύτικων αξιών που διέπουν τον κόσμο. Η υπερνίκησή του στην κατατρόπωση της
ανθρώπινης αντίληψης ότι ο μηδενισμός αποτελεί μια μορφή ιστορικής εξέλιξης. Η
εγκοσμιότητα κατά το Νίτσε δε μπορεί να έχει μια ευθύγραμμη κίνηση. Το παρελθόν
θα συγκρουόταν με το μέλλον και η ηττημένη βούληση θα συνέχιζε τη μάταια
αναζήτηση του είναι μέσα στην περιοχή της κεκτημένης γνώσης, είτε πρόκειται για
θρησκεία, είτε για ηθική, είτε για καθαρά γνωστικό επίπεδο. Μόνο η αντίληψη του
χρόνου σαν κυκλική κίνηση μπορεί να εκμηδενίσει το πνεύμα της εκδικητικότητας.
Το παρελθόν και το μέλλον συγχωνεύονται συνεχώς στο στιγμιαίο, στην άπειρη
εκείνη στιγμή της δημιουργίας η οποία προσδιορίζει τις διακυμάνσεις της
αιωνιότητας. Ο Vattimo υπενθυμίζει ότι κεντρικότατο σημείο της φιλοσοφίας του
Νίτσε είναι η κάθετη αντίθεσή του σε κάθε "Κοσμοθεώρηση"
("Weltanschauung"). Δε χρειάζεται να περιορίσει κανείς τον εαυτό του
για να παρατηρήσει τον κόσμο και να αναζητήσει την αλήθεια, αλλά πρέπει να
είναι ικανός να ξεπερνά τις τυπικές συμβάσεις, οι οποίες, ξεκινώντας από τη
γλώσσα, οδηγούν κατευθείαν προς την ομοιογένεια των μορφών, μειώνοντας τη
δύναμη της αυτοκριτικής σε μια λογική γνώση που θα είναι σίγουρα παραπλανητική.
Αν η φιλοσοφία έγινε παραμύθι, τότε και ο Νίτσε έχει γίνει μάγος. Κι όμως
εκείνος δεν κλείνει την ύπαρξη στο κλουβί του καθορισμένου. Στο τέλος της
ιστορίας του, ο Νίτσε κάνει μια ερώτηση στον άνθρωπο σχετικά με τον άνθρωπο και
μόνο εκείνοι που μπορούν να απαντήσουν επιβεβαιώνουν μια σταθερή επιθυμία για
γνώση. Η πραγματικότητα είναι καρπός της γλώσσας και των "ποιητικών
μεταφορών" μέσω των οποίων ο άνθρωπος μπορεί να παράγει ψευδαισθήσεις
σχετικά με την εξέλιξη της αλήθειας.
Η
μελέτη πάνω στον φιλόλογο Νίτσε επιτρέπει μια εναργέστερη προσέγγιση των πιο
ώριμων έργων του. Ερευνώντας το ντετερμινιστικό κριτήριο του
"ιστορισμού" ο Γερμανός φιλόσοφος συμπεραίνει με αφαιρετικό τρόπο την
αναγκαιότητα μιας αλήθειας όχι συνδεδεμένης με τα αντικειμενικά δεδομένα, αλλά
συμπεριλαμβανόμενης σε εκείνον τον ανοιχτό ορίζοντα που περιέχει τη συνεχή ροή
της ύπαρξης. Γι αυτό το λόγο ο Vattimo υποστηρίζει τη σημαντικότητα της
ερμηνευτικής άποψης του Νίτσε. Εάν, για τον Heidegger, τα έργα του Νίτσε
αντιπροσωπεύουν το τέλειο πόρισμα της παραδοσιακής μεταφυσικής, είναι
περισσότερο νόμιμο σύμφωνα με τον Vattimo να δοθεί έμφαση στις μεταμοντέρνες
θεωρήσεις της σκέψης του Γερμανού Φιλοσόφου. Κυριότερα πρέπει να τονιστεί η
θεώρηση της ερμηνευτικής πράξης σαν την πιο απτή απόδειξη αυτού του μηδενισμού
που η σύγχρονες ερμηνευτικές, συνειδητά ή μη, κουβαλούν μέσα τους. Ο Vattimo,
σε ένα από τα έργα του (1974 - Το υποκείμενο και η επικάλυψη. Ο Νίτσε και το
πρόβλημα της μεταμόρφωσης) λαμβάνει υπόψη του τις αισθητικές αντιλήψεις του
Νίτσε. Εξεταζόμενο μέσα στα ίδια πλαίσια της πλατωνικής "αυτο-αποξένωσης"
θέτει τη δικιά του αρχή στη θεμελιώδη παρόρμηση της άρνησης της ταυτότητας. Οι
Αππολώνειοι και οι Διονυσιακοί δεν αντιμετωπίζονται μόνο σαν αντίθετοι πόλοι
της μορφής και της ύπαρξης, αλλά σαν αληθινές ιστορικές στιγμές μέσα από τις
οποίες ο άνθρωπος, μέσα από ένα συμβολισμό, ακολούθησε το δικό του υπαρξιακό
μονοπάτι που προσδιοριζόταν από ψέματα και υπερβολές. Η αποφυγή της νόθευσης
σημαίνει επομένως να εκθέτει κάποιος τον εαυτό του σε μια πραγματικότητα
ουσιαστικά ερμηνευτική, για την οποία, τονίζει ο Vattimo, το αδύναμο σημείο του
Υπερανθρώπου πρέπει να ανακαλυφθεί. Αυτό το σημείο αντιπροσωπεύει την αισθητική
της ύπαρξης μέσα από την οποία οι καλλιτέχνες προβάλλουν ως σύμβολα και πιθανόν
αντιπροσωπεύουν το μοναδικό μέσο που απέμεινε για να υπερνικηθεί ο μηδενισμός
και το τέλος της φιλοσοφίας.
ΟΙ
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
Το
παρόν έργο έχει σαν ένα κύριο σκοπό την αντίληψη της διαφορετικότητας. Η
σημαντικότητα αυτού του στοιχείου θα εξηγηθεί προς το τέλος του κειμένου, σαν
ένα συμπέρασμα από ένα μακρύ ταξίδι όπου όλες οι προηγούμενες στάσεις απέκτησαν
τόση σημασία, όση σχεδόν και η στιγμή της άφιξης. Ήταν τότε που τα λόγια του
Jaques Derrida κατά τη διάρκεια μιας συνέλευσης το 1968 φάνηκαν ως αληθινό
μανιφέστο υπέρ της σκέψης της διαφορετικότητας. Αυτά τα λόγια εξέφραζαν
αδιαμφισβήτητα την κεντρική σκέψη που οδήγησε τον συγγραφέα μέχρι το τέλος, μας
λέει ο Vattimo. Έτσι λοιπόν ο Vattimo προσλαμβάνει τη σκέψη του Derrida:
"Για τον Derrida η σκέψη της διαφορετικότητας σημαίνει το να αναγνωρίζεις
ότι ποτέ δεν υπήρξε και ότι ούτε πρόκειται να υπάρξει μια μοναδική λέξη που να
την περιγράφει γιατί πολύ απλά η διαφορετικότητα προηγείται των πάντων.
Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι στο ξεκίνημα της διαφορετικότητας υπήρχαν τα χνάρια.
Μόνο τα χνάρια, και καμία παρουσία που θα μπορούσαν τα χνάρια να
δικαιολογήσουν. Οι διαφοροποιήσεις στο πεδίο της ανθρώπινης εμπειρίας έχουν ήδη
την καταγωγή τους σε μια διαφορά, η οποία την ίδια στιγμή είναι τόσο ακαθόριστη
ώστε να μπορούμε να της αποδώσουμε μόνο τα ίχνη και όχι το πρωτότυπο." Η
διαφορετικότητα προορίζεται για τους αντίποδες της σύμπτωσης. Για τη σύμπτωση
του υποκειμένου με το αντικείμενο, του είναι και της ύπαρξης. Πιο απλά, για την
ανομοιογένεια μεταξύ της γνώσης και του δρώντος όντος. Οι δυο προσωπικότητες
που κυριαρχούν στην προκείμενη μελέτη είναι ο Nietzsche και ο Heiddeger,
σποραδικά και σύντομα, πλαισιωμένοι από άλλους φιλοσόφους οι οποίοι σκιαγραφούν
μέσα από την σύγκριση των θεωριών τους, τον απώτερο συλλογισμό. Ο υπότιτλος:
"Τι σημαίνει να σκέφτεσαι για το Nietzsche και τον Heidegger"
αναγγέλλει τη σύγκριση δυο θεωριών, μια θεματική προσέγγιση που θα ακολουθήσει
σε όλα τα κεφάλαια: Μεταφυσική Ισχυρή & Μεταφυσική Αδύνατη.
Η
πρώτη τοποθετεί το αντικείμενο, την ουσία, τη βάση της ιδέας, αναλύοντάς την με
μία επιστημονική οπτική από όλες τις πλευρές της και κατανέμοντας κατηγορίες. Η
δεύτερη, που αποτελεί και το αντίπαλο δέος, αναθεωρεί την αξία της
διαφορετικότητας μεταξύ του είναι και της ύπαρξης. Στην πρώτη ενότητα οι δυο
πρωταγωνιστές αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλο στο πεδίο της ερμηνείας της
ιστορίας με την ερμηνευτική αντίληψη του Hans-Georg Gadamer: πως μπορεί η
ιστορία να διαβαστεί και να ερμηνευτεί; Ο στόχος του κεφαλαίου είναι να
παραλληλίσει τις δυο αντιλήψεις που αντικατοπτρίζουν και δυο διαφορετικές
προσεγγίσεις (και γι αυτό το λόγο συνάγονται και δυο διαφορετικά συμπεράσματα)
σχετικά με την ερμηνεία του πραγματικού γενικά και της γλώσσας ειδικότερα.
Καταρχάς, ο Νίτσε εισάγει τον όρο της ιστορικής ασθένειας. Σχετικά με αυτό ο
Vattimo παρατηρεί: "Ο Νίτσε χρησιμοποιεί τον όρο της ασθένειας πρώτα
από όλα για να περιγράψει ότι η υπερβολική ιστορική γνώση που είναι
χαρακτηριστικό του 19ου αιώνα, σημαίνει χωρίς αμφιβολία την ανικανότητα
δημιουργίας μιας νέας ιστορίας". Σύμφωνα με το Νίτσε, κατά τη διάρκεια
του 19ου αιώνα η ιστοριογραφία προσπάθησε να τροφοδοτήσει την επιστήμη σαν
εργαλείο, αλλά από εκείνη τη στιγμή κατάντησε ανίκανη να παράγει ζωή από την
ιστορία και να δημιουργήσει ιστορία από τη ζωή.
Ο
τύπος της δημιουργικότητας και της ιστορικής παραγωγικότητας που προσπαθεί να
περιγραφεί από το Νίτσε, χαρακτηρίζεται από μια ισορροπία μεταξύ της αδιαφορίας
και της έγνοιας, μεταξύ της καθαρής ανταπόκρισης στις ανάγκες της ζωής και της
υποκειμενικής θεώρησης. Ήταν ικανός ο Gadamer να επαναφέρει με την ερμηνευτική οντολογία
την εκφραστική ελευθερία της ιστορίας; Τέτοια αντίληψη που πηγάζει από τον
Heidegger και κυρίως από τα τελευταία έργα του, είναι βασισμένη στον
ερμηνευτικό κύκλο που υποστηρίζει την αμοιβαία και ταυτόχρονη ύπαρξη του
υποκειμένου και του αντικειμένου της παρατήρησης σε ένα κοινό ορίζοντα (από
όπου και πηγάζει η διάσημη έκφραση "σύμφυρση οριζόντων"). Η
ερμηνευτική οντολογία αρνείται, όπως και η παραπάνω άποψη του Νίτσε, μια
ιστορική γνώση αντικειμενικού χαρακτήρα (όπως κυρίως αυτή γίνεται μέσα από τις
θετικές επιστήμες) πράγμα που αφορά και τη μεταφυσική σκέψη που περιορίζει την
ύπαρξη στο αντικείμενο. Η θεωρία του Gadamer είναι ότι "κάθε τύπος γνώσης
και εμπειρίας της αλήθειας είναι ερμηνευτικός. Τέτοια γενίκευση φυσικά υπονοεί
τη γενίκευση ενός γλωσσικού χαρακτήρα σε κάθε εμπειρία και γνώση." Από
αυτό πηγάζει μια ιστορική γνώση η οποία έχει ως προϋπόθεση την ταυτότητα της
ύπαρξης και της γλώσσας, αυξάνοντας έτσι τη σημασία της ιστορίας την ακριβή
στιγμή της ερμηνείας της. Τέτοια "σύμφυρση οριζόντων" δεν ικανοποιεί,
σύμφωνα με τον συγγραφέα, τις ανάγκες του Νίτσε: " αυτή η προσέγγιση της
ανακάλυψης του "αληθινού" και του "ήδη παρόντος" ορίζοντα
της ιστορικής γνώσης, και έπειτα της κάθε εμπειρίας και ύπαρξης ξεχωριστά είναι
πολύ κοντά σε μια νέα μεταφυσική θεωρία που πλησιάζει το πνεύμα του Heidegger
με το οποίο συνδέεται σαφέστερα." Η μέθοδος με την οποία αυτή η σειρά
έργων έργων παρουσιάζει έναν επεξηγηματικό χαρακτήρα: τα επόμενα κεφάλαια θα
φέρουν στην επιφάνεια στο ίδιο σχηματικό μοτίβο και θα ακολουθήσει, κάτω από
διαφορετική επεξηγηματική δομή, ο ίδιος αντικειμενικός στόχος. Η αντίληψη της
διαφορετικότητας σε καθένα ξεχωριστό έργο επανέρχεται στην επιφάνεια από καιρού
εις καιρόν με το ίδιο κληροδοτημένο γνώρισμα: σα φόντο του υποκειμένου και της
σχετικής μαρτυρίας.
Το
νόημα της ίδιας της λέξης "μαρτυρία" υποθέτει τα ερμηνευτικά
χαρακτηριστικά που μόλις θεωρήθηκαν. Η μαρτυρία, που για τον υπαρξισμό
ξεκινώντας από τον Kierkegaard, εθεωρείτο σα σύμβολο της αμφιταλαντευόμενης
ύπαρξης του υποκειμένου, για το Νίτσε είναι κάτι διαφορετικό: "το αίμα
είναι ο χειρότερος μάρτυρας της αλήθειας", όπως είπε και ο
Ζαρατούστρα. Η ανωτερότητα της αυτόνομης συνείδησης του υποκειμένου, που
αντιπροσωπεύει την προηγούμενη αντίληψη, αρνείται από το Νίτσε και
αντικαθίσταται από μια ομάδα διαφορετικών επιπέδων και παθών που αντιπαλεύουν
μεταξύ τους καθορίζοντας έτσι πρόσκαιρες ισορροπίες. Αυτή η σύγκριση, που θα
προσελκύσει εμπλοκές ψυχαναλυτικού χαρακτήρα και στις οποίες ο Vattimo
αναφέρεται, δε θα είναι χρήσιμο να αναλυθεί επί του παρόντος. "Η έννοια
της μαρτυρίας" καταλήγει ο Vattimo, "και
γενικά η σημασία της ιστορικής δράσης του ανθρώπου με την οποία και συνδέεται,
μπορεί να βρει και πάλι ένα νόημα, μετά την εξαφάνιση του υποκειμένου, μόνο στο
μέτρο που θα μπορέσει να ελευθερώσει τον εαυτό του από οποιαδήποτε
αντικειμενική συνθήκη σχετικά με την ύπαρξη, και παράλληλα, να αποδιώξει τη
σκέψη ότι ο καπιταλιστής-χριστιανός άνθρωπος είναι το μόνο υποκείμενο της
ιστορίας και η απαρχή των πάντων." Με τις "Περιπέτειες της διαφορετικότητας"
έργο που τιτλοδοτεί ολόκληρη τη συλλογή, κλείνουμε τη σύνθεσή μας. Σε αυτή τη
φάση ο Vattimo προσπαθεί να εκφράσει την αίσθηση ότι ο Heidegger έχει αντίληψη
της έννοιας διαφορετικότητας. "Ο Heidegger, στην προσπάθειά του να να
σκεφτεί περί μιας οντολογικής διαφορετικότητας, είναι επηρεασμένος από τη
νοσταλγία μιας σχέσης με το ον που είναι διαφορετικό από αυτό το παραμελημένο
μοντέλο που χαρακτηρίζει τη μεταφυσική σκέψη.
Ο
όρος που ο Heidegger πολύ συχνά χρησιμοποιεί για να χαρακτηρίσει αυτόν τον τύπο
της σκέψης είναι "An denken". An Denken σημαίνει βασικά ανάμνηση,
μνήμη, και τη διεργασία της ανάμνησης. An denken είναι η σκέψη που από τη
στιγμή που θα θυμίσει τη διαφορετικότητα, την ίδια στιγμή θα θυμίσει και την
ύπαρξη. Το υποκείμενο, το άτομο, έχει ριφθεί εντός του κόσμου (για να
χρησιμοποιήσουμε μια τυπική ορολογία του Heidegger) και γι αυτό η τελειότητα
της κατάστασής του έγκειται στην κατανόηση της μεθόδου με την οποία ο
οντολογικός συλλογισμός δομείται: "η σημαντικότητα που η ερμηνευτική έχει
ήδη στο "Sein und Zeit" και που γίνεται ολοένα και σημαντικότερη στα
επόμενα έργα, καταδεικνύει μια προσπάθεια του Heidegger που θυμίζει εκείνη της
ύπαρξης και της διαφορετικότητας: είναι μια σκέψη που μπορεί να αντικαταστήσει
τη μεταφυσική και να ορίσει μια για πάντα τη δομή της ύπαρξης." Σκέψη της
ύπαρξης μέσω της ανάμνησής της, αλλά πάντοτε συνειδητοποιώντας ότι είναι
απόμακρη.
Για
να πλησιάσει κανείς το είναι, την ουσία και το υποκείμενο δηλαδή, είναι
απαραίτητο να απομακρυνθεί λίγο ώστε να μπορέσει να το κοιτάξει καλύτερα: με
λίγα λόγια να το αφουγκραστεί.