Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 8 Απριλίου 2016

Εξ Ουρανού - Το Άγιον Όρος από τα νέφη






Πριν τον όρθρο   (απόσπασμα)


Δεν ξεχνώ το χαμόγελο του Γέροντα Φιλήμονα,
από τη σκήτη του Προφήτου Ηλιού,
 μετά το τέλος μιας κοπιαστικής μέρας
γεμάτης διακονία...



Στο Άγιον Όρος ο ύπνος δεν είναι και πολύ φίλος και το σκοτάδι είναι πάντα διαπερατό από το εσωτερικό φως. Οι μαύρες σκιές των μοναχών, καθώς εγείρονται από τις στρωμνές τους στη μία μετά τα μεσάνυχτα, πυρπολούνται από φωτιά πνευματική χωρίς να κατακαίονται. Αυτό επιδιώκουν, τουλάχιστον. Το σήμαντρον πρώτα τους καλεί σε ιδιωτική προσευχή, να συνεχίσουν τη συνομιλία με τον Ερωμένο τους, που άφησαν πριν λίγες ώρες: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλόν». Αυτός είναι ο κανόνας. Στις δύο, η προσευχή γίνεται κοινή στο Καθολικό της Μονής ή στο Κυριακό της Σκήτης, όπου υπό το φως των κεριών και των καντηλιών οι καλόγηροι παίρνουν τις θέσεις τους στους χορούς για το Μεσονυκτικό. Στις τρεις, ψάλλεται ο Όρθρος, για να ακολουθήσει η Λειτουργία. Ήδη χαράζει. Η συνέχεια στην Τράπεζα, για ελιές, παξιμάδι και τσάι. Κι εδώ οι τοιχογραφίες, οι σκηνές από τον Ιωάννη της Κλίμακος, ή τον Συμεών, τον Νέο Θεολόγο, οι εικόνες της Δευτέρας Παρουσίας υπομιμνήσκουν το καθήκον για συνεχή άσκηση. Η χαρά της ζωής έγκειται στη νήψη (την ανάνηψη από την αμαρτία) , στα όσα περιέγραψαν με λόγο και με έργο οι νηπτικοί πατέρες. Στις τρεις μετά το μεσημέρι σημαίνει ο Εσπερινός (σ’ άλλα μοναστήρια στις πέντε), στις επτά το βράδυ το Απόδειπνον, για να ξαναρχίσει ο κύκλος την επόμενη μέρα. Αενάως. Ώσπου να κοιμηθεί ο κάθε γέροντας, για να ανοίξει τα μάτια του στην αιώνια ζωή. Κι ώσπου να τον οδηγήσουν οι συναθλητές του με χαρμολύπη σε μια τρύπα γης έξω από τη Μονή, τυλιγμένο με το ράσο του το ίδιο, διαρκές σάβανο και σε ζωή και σε θάνατο. Ο ασκητής είναι πεθαμένος βιοτικά αλλά όχι νεκρός.

Ιστορεί ο Ν.Γ.Πεντζίκης: «…θά θελα να δείτε το Άγιον Όρος σαν μια φρέσκια σάρκα που μιλεί τη γλώσσα της αιωνιότητας».Ιδού πώς ένα παιδί παρετυμολόγησε το αρχαίο όνομα του Άθω: Α και Ω= αρχή και τέλος, Θ στη μέση= ο Θεός. Σαν εικόνα το Άγιον Όρος οδηγεί από το άμεσο κατευθείαν στο νοούμενον…
Και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο απολογητής της ορθόδοξης εικονογραφίας: «Πώς εικονισθήσεται το αόρατον; Πώς εικασθήσεται το ανείκαστον; Πώς γραφήσεται το άποσον και αμέγεθες και αόριστον; Αν το κείμενο αυτό δεν προερχόταν από τον πιο βαθύ Μεσαίωνα, θα έλεγε κανείς πως το γράφει κάποιος σύγχρονος αισθητικός της conceptual ή της minimal art. Γιαυτό ισχυρίστηκα από την αρχή ότι δεν είναι εύκολος τόπος ο Άθως, ούτε προσφέρεται για γραμμικές μονοσήμαντες ερμηνείες. Πρόκειται για μια παράδοση σθεναρή, που αντιστέκεται, που αρνείται τη μηχανική εκλογίκευση, που επιχειρηματολογεί για το παράλογο, που περιφρονεί –αυτή είναι η λέξη- περιφρονεί όσους αποθεώνουν τη ματαιότητα και κορρένυνται από το εφήμερο. . Στο Άγιον Όρος ένας άθεος βολεύεται καλύτερα από τους λογής ευσεβιστές. Κι αυτό οι οξυδερκείς πατέρες το αντιλαμβάνονται.
Αυτό που σήμερα κυριολεκτικά συγκλονίζει στο Όρος είναι η θαυμαστή αναβίωση, χωρίς εκπτώσεις ιδεολογικές ή φολκλοριστικές, της μεγάλης ησυχαστικής, νηπτικής, φιλοκαλικής παράδοσης. ΄Ο,τι δίδασκε ο Μέγας Αντώνιος το 270 περίπου, στη μόνωση της αιγυπτιακής ερήμου, χίλια χρόνια πριν τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης- αποτελεί λαμπρό πρότυπό του- ό,τι έγραψε ο μυστηριώδης Διονύσιος Αρεοπαγίτης το 500 περίπου, ό,τι υποστήριζαν οι σιναϊτες πατέρες, ο Άγιος Μάξιμος ο ομολογητής, ο Άγιος Συμεών, ο νέος θεολόγος, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, που μόνασε σ’ ένα κελί δίπλα στο Βατοπέδι, γύρω στα 1320- 25 και αργότερα , το 1331 κοντά στη Λαύρα, συγγράφοντας τις «Τρεις Τριάδες υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων», είναι σήμερα ζωντανό και επίκαιρο. Η διδασκαλία του Γρηγορίου επικυρώθηκε το 1341, από τις αθωνικές αρχές πρώτα, από δύο συνόδους έπειτα, που συνήλθαν στην Πόλη και καταδίκασαν τον αντίπαλό του μοναχό – Βαρλαάμ[1][1]. Είναι γοητευτικός και βαθιά ποιητικός ο τρόπος που ο Άγιος Μάρκος Εφέσου, ο Ευγενικός, ερμηνεύει τη μυστική προσευχή « Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με». Το κείμενό του εμπεριέχεται στον τελευταίο τόμο της ελληνικής «Φιλοκαλίας» , (όπ.αν.σελ.66), ενώ αυτή η λέξη γίνεται διάσημη στα σλαβόνικα, μεταφρασμένη ως Dobrotoliubie. Τεχνικές περισυλλογής, απόλυτη αγάπη, διαρκής προσευχή, αναζήτηση του άκτιστου φωτός, θέωση του ανθρώπου με μέσα πνευματικά, «το να γίνει η σάρκα πνεύμα» που ήθελε ο Καζαντζάκης, έρωτας για το κάλλος στην απόλυτή του έκφραση, δηλαδή τον Θεό – να που αναβιώνει κι ένας χριστιανικός «πλατωνισμός»-, ενεργός κι όχι αφηρημένη σοφία, ώστε να καθαίρονται σώμα και νους μέσα από μία ατομική αλλά και συλλογική (κοινοτική) εμπειρία. Ιδού πώς επιτυγχάνεται η «νηψις», η βαθύτερη γλύκα που εμποτίζει την ψυχή, πραϋνοντάς την από την υπερβολή, τον πειρασμό, τους αρνητικούς διαλογισμούς.


 Η ανανέωση του Ησυχασμού στον Άθω συντελείται μετά την Άλωση αλλά και τον 18ο αιώνα, την εποχή δηλαδή που το «κίνημα» διαδίδεται και στη Ρωσία και στη Ρουμανία ως αντίρροπο επιχείρημα προς το Διαφωτισμό. Με δημοσίευση των σχετικών κειμένων υπό τον γενικό τίτλο «Φιλοκαλία»,  αποτελεί μίαν οιονεί απάντηση. Ιδιαίτερα στον ελλαδικό χώρο, εισηγητής αυτής της ανανέωσης είναι ο Κερκυραίος Ευγένιος Βούλγαρης(1716-1806) και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος ο Ε΄, ο οποίος τοποθέτησε τον πρώτο επικεφαλής της εν σπαργάνοις Ακαδημίας του Αγίου Όρους. Λεπτομέρεια: Οι Αθωνίτες μοναχοί έβλεπαν πάντα με δυσπιστία και τον Βούλγαρη και τη Σχολή, το κτίριο της οποίας τελικά κατέστρεψαν. Όμοια εγκατέλειψε τον Άθω και ο Αθανάσιος ο Πάριος(1714-1770), για να αναλάβει τη Σχολή της Χίου. Ανάλογο υπήρξε και το κίνημα των Κολλυβάδων την ίδια εποχή, μια τάση στην πρωτοχριστιανική – αποστολική παράδοση και καταγγελία της όποιας εμπορευματοποίησης της πίστης. Αυτό το ησυχαστικό πνεύμα θα ενστερνιστεί για όλη του τη ζωή ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, έναν αιώνα αργότερα. Ίσως γιαυτό παραμένει ακόμη αινιγματικός για όσους επείγονται να του φορέσουν μοντερνιστικά ή φολκλοριστικά κουστούμια του συρμού.

 
Πεζοπορώντας στον Άθω ή εισερχόμενος μισονυσταγμένος και εν ρέμβη στις σκοτεινές λιτές και στα ημιφωτισμένα καθολικά των μοναστηριών, είδα ανάμεσα στις άλλες σκιές που έψελναν ή που προσκυνούσαν γονυπετείς τις εικόνες, είδα- τ’ ορκίζομαι- τον κυρ Αλέξανδρο, τον κυρ Φώτη, τον Σπύρο Παπαλουκά με τα πινέλα του αχόρταγα, έτοιμο για να αναζητήσει το πρώτο φως, τον κυρ Νίκο να αδειάζει απ’ τον υπνόσακό του την έλαφο των άστρων, αλλά και τον Φιοντόρ ή τον Σολόβιεφ να περιεργάζονται τις τοιχογραφίες και τον Ρίμσι-Κόρσακοφ να ξαναψέλνει το «Πάτερ ημών»…



Μάνος Στεφανίδης, Neuchâtel, Οκτώβριος – Νοέμβριος 2013


Σημείωση: Οι φωτογραφίες είναι του Αριστείδη Κοντογεώργη και δημοσιεύονται στο βιβλίο.

[1]      Aρχιμ. Πλακίδα Deseille, « Φιλοκαλία, Η νηπτική παράδοση της Ορθοδοξίας στον κόσμο και η ακτινοβολία της», Εκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ, Αθήνα, 1999, σελ. 63-64

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου